Διδάσκοντας τούς όχλους, ό Ιησούς παρουσίαζε τά μαθήματά Του ένδιαφέροντα καί αιχμαλώτιζε τήν προσοχή τών άκροατών Του μέ τή συχνή χρησιμοποίηση παραδειγμάτων άπό τίς σκηνές τής φύσης πού τούς περιέβαλλε. Τό πλήθος είχε συγκεντρωθεί νωρίς άκόμη τό πρωί. Μεγαλόπρεπος ό ήλιος άνέβαινε σιγά-σιγά στόν καταγάλανο ούρανό, σκορπίζοντας τίς σκιές πού φώλιαζαν στίς κοιλάδες καί άνάμεσα στίς στενές χαράδρες τών βουνών. Ή ένδοξη εικόνα πού παρουσιάζει ό ούρανός, τή χαραυγή δέν είχε άκόμη σβύσει εντελώς. Οί ηλιακές ακτίνες πλημμύριζαν τήν έξοχή μέ τήν εκθαμβωτική τους λάμψη. Στήν άτάραχη επιφάνεια τής λίμνης άντανακλούσε τό χρυσωμένο φως καί καθρεφτίζονταν τά ροδαλά σύννεφα τής αύγής. Κάθε μπουμπούκι, κάθε λουλούδι, κάθε φύλλο γρασιδιού λαμποκοπούσε μέσ’ τίς δροσοστάλες. Ή φύση χαμογελούσε μέ τόν εύλογημένο ερχομό μιας καινούργιας μέρας καί τά πουλιά κελαηδούσαν γλυκά άνάμεσα στά δένδρα. Ατενίζοντας ό Σωτήρας τά πλήθη τών άνθρώπων μπροστά Του καί ρίχνοντας μιά ματιά πρός τόν άνατέλλοντα ήλιο, είπε στούς μαθητές Του: “Σείς είσθε τό φώς του κόσμου.” Όπως ό ήλιος συνεχίζει τό εύλογημένο εργο τής άγάπης του, διαλύοντας τής νύχτας τίς σκιές καί ξυπνώντας τόν κόσμο στή ζωή, έτσι καί οί οπαδοί του Χριστού οφείλουν νά προχωρούν στήν άποστολή τους, σκορπίζοντας τό φώς του ούρανού πάνω σ’ αύτούς πού ζουν μέσ’ τό σκοτάδι τής πλάνης καί τής άμαρτίας. OO 43.2
Λουσμένες μέσ’ τό λαμπρό αύγερινό φώς, οί διάφορες κώμες καί τά χωριά στούς ολόγυρα λόφους διακρίνονταν ολοκάθαρα καί πρόσθεταν μιά ελκυστική εικόνα στήν όλη σκηνή. Ρίχνοντας ενα βλέμμα πρός τά έκεί ό Χριστός είπε: “Πόλις κειμένη επάνω όρους δέν δύναται νά κρυφθή.” Καί πρόσθεσε: Όύδέ άνάπτουσι λύχνον καί θέτουσιν αύτόν ύπό τόν μόδιον, άλλ’ έπί τόν λυχνοστάτην καί φέγγει εις πάντας τούς εν τή οικία.” Τό μεγαλύτερο μέρος τών άκροατών του Χριστού ήταν άγρότες καί ψαράδες τών όποιων τά φτωχόσπιτα, άποτελούμενα άπό ένα μοναδικό δωμάτιο, φωτίζονταν μ’ ένα λυχνάρι πού πάνω άπό τό λυχνοστάτη του φώτιζε ολόκληρο τό σπίτι. “Ούτως”, είπε ό Χριστός, “άς λάμψη τό φώς σας έμπροσθεν τών άνθρώπων, διά νά ίδωσι τά καλά σας εργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα σας τόν εν τοις ούρανοίς.” Κανένα φως δέν έχει ποτέ λάμψει ούτε πρόκειται νά λάμψει πάνω στόν άμαρτωλό άνθρωπο εκτός άπ’ εκείνο πού άπαυγάζει άπό τόν Χριστό. Ό Ιησούς, ό Λυτρωτής, είναι τό μοναδικό φως πού έχει τή δυνατότητα νά σκορπίσει τό σκότος ένός κόσμου κυλισμένου στήν άμαρτία. Γιά τόν Χριστό άναφέρεται: “Έν Αύτώ ήτο ζωή, καί ή ζωή ήτο τό φως τών άνθρώπων.” (Ίωάν. 1:4). Μόνο όταν δεχθούν τή ζωή Του μπορούν οί μαθητές Του νά γίνουν φωτοφόροι. Μόνο ή ένοικούσα στήν ψυχή ζωή του Χριστού καί ή εκδηλωμένη μέ τόν χαρακτήρα άγάπη Του μπορούν νά τούς κάνουν τό φώς του κόσμου. OO 44.1
Άφεαυτού της ή άνθρώπινη φύση είναι χωρίς φώς. Μακρυά άπό τόν Χριστό μοιάζομε μέ τό σβυσμένο τό κερί, μοιάζομε μέ τό φεγγάρι όταν έχει τήν όψη του στραμμένη άντίθετα άπ’ τόν ήλιο. Δέν έχομε ούτε μιά άκτίνα φωτός γιά νά φωτίσομε του κόσμου τό σκοτάδι. Όταν δμως στραφούμε πρός τόν Ήλιο τής Δικαιοσύνης, όταν έρθομε σέ επαφή μέ τόν Χριστό, τότε ολόκληρη ή ψυχή άντινοβολεί άπό τή λαμπρότητα τής θεϊκής παρουσίας. OO 45.1
Οί οπαδοί τού Χριστού οφείλουν νά είναι κάτι πολύ περισσότερο άπό ένα περιορισμένο φώς μεταξύ τών άνθρώπων. Οφείλουν νά είναι το φώς του κόσμου. Σέ όλους όσους φέρουν τό όνομά Του, ό Χριστός λέγει: Σείς προσφέρατε τόν έαυτό σας σ’Έμένα καί Εγώ σάς προσφέρω στόν κόσμο σάν άντιπροσώπους Μου. Όπως ό Πατέρας Του είχε στείλει Αύτόν στόν κόσμο, έτσι, λέγει, “καί Εγώ άπέστειλα αύτούς εις τόν κόσμον.” (Ίωάν. 17:18). Όπως ό Χριστός άποτελεί τό κανάλι γιά τήν άποκάλυψη του Πατέρα, έτσι καί εμείς πρέπει νά γίνομε τά κανάλια μέσο τών όποιων νά άποκαλυφθεί ό Χριστός. Ένώ ό Χριστός είναι ή μεγάλη πηγή του φωτός, άς μή λησμονούμε όμως εμείς οί Χριστιανοί ότι Αύτός άποκαλύπτεται μέσο της ανθρωπότητας. Οί ευλογίες του Θεού επιδαψιλεύονται μέ τή συμβολή του ανθρώπου. Ό ίδιος ό Χριστός ήρθε στόν κόσμο σάν Υίός του άνθρώπου. Ή ανθρώπινη φύση, άπό κοινού μέ τή θεϊκή φύση, πρέπει νά έγγίσει τήν άνθρωπότητα. Στήν εκκλησία τού Χριστού, ό κάθε μαθητής τού Κυρίου είναι ένα προορισμένο άπό τόν ούρανό κανάλι γιά τήν άποκάλυψη τού Θεού στούς άνθρώπους. OO 45.2
Οί άγγελοι τής δόξας περιμένουν νά μεταδώσουν μέ τή σύμπραξή σας τό φώς καί τή δύναμη του ούρανού σέ ψυχές πού είναι έτοιμες νά χαθούν. Θά άποτύχει ό άνθρώπινος παράγοντας στήν εκπλήρωση τού καθορισμένου του καθήκοντος; Ώ, τότε σέ ποιόν άνυπολόγιστο βαθμό ύποκλέπτεται ό κόσμος άπό τήν ύποσχεμένη επιρροή τού Αγίου Πνεύματος! OO 46.1
Στούς μαθητές Του όμως ό Ιησούς δέ λέγει, “Καταβάλετε κάθε προσπάθεια γιά νά κάνετε τό φώς σας νά λάμψει”, άλλά λέγει, “ας λάμψη τό φώς σας.” Άν ό Χριστός κατοικεί στήν καρδιά, είναι άδύνατο νά κρυφθεί τό φώς τής παρουσίας Του. Άν αύτοί πού ισχυρίζονται ότι είναι οπαδοί του Χριστού δέν είναι τό φώς του κόσμου, αύτό θά πει ότι ή ζωτική αύτή δύναμη έχει άποχωρισθεί άπ’ αύτούς. Άν δέν έχουν φώς νά μεταδώσουν, αύτό συμβαίνει επειδή δέν έρχονται σέ επαφή μέ τήν Πηγή τού φωτός. OO 46.2
Στήν κάθε εποχή τό “εν αύτοίς Πνεύμα τού Χριστού” (Α’ Πετ. 1:11) καθιστούσε τά πραγματικά παιδιά τού Θεού φώς μεταξύ τών συγχρόνων τους. Ό Ιωσήφ ήταν ό φωτοφόρος στήν Αίγυπτο. Μέ τήν άγνότητά του, μέ τήν καλοκαγαθία του καί μέ τήν υίκή του άγάπη άντιπροσώπευε τόν Χριστό μέσα σ’ ένα είδωλολατρικό έθνος. Όταν οί Ισραηλίτες οδοιπορούσαν άπό τήν Αίγυπτο πρός τή γή τής επαγγελίας, οί ειλικρινείς μεταξύ τους ψυχές ήταν ένα φώς γιά τά τριγύρω έθνη. Μέσο αύτών ό Θεός γίνονταν γνωστός στόν κόσμο. Άπό τόν Δανιήλ καί τούς συντρόφους του στή Βαβυλώνα, όπως καί άπό τόν Μαροδοχαΐο στήν Περσία, ζωντανές άκτίνες φωτός έλαμπαν μέσ’ τό σκοτάδι τών βασιλικών αύλών. Έτσι καί οί οπαδοί του Χριστού προορίζονται γιά φωτοφόροι ενώ οδοιπορούν πρός τόν ούρανό. Μέσο αύτών ή εύσπλαχνία καί ή άγαθότητα του Πατέρα φανερώνονται σ’ ενα κόσμο βουτυγμένο στό σκοτάδι τής άγνοιας τού Θεού. Βλέποντας τά καλά τους έργα, οί άλλοι όδηγούνται στό νά δοξάζουν τόν έπουράνιο Πατέρα. Επειδή έτσι γίνεται φανερό ότι τόν θρόνο του σύμπαντος κατέχει ένας Θεός τού Όποιου ό χαρακτήρας είναι άξιέπαινος καί άξιομίμητος. Ή θεϊκή άγάπη λάμποντας μεσ’ τήν καρδιά καί ή Χριστόμορφη εναρμόνιση εκδηλωμένη στή ζωή, βοηθούν τούς άνθρώπους τού κόσμου νά συλλάβουν μιά άναλαμπή του ούρανού γιά νά μπορέσουν νά εκτιμήσουν τήν έξοχη τελειότητά του. Μ’ αύτόν τόν τρόπο μπορούν οί άνθρωποι νά πιστέψουν “τήν άγάπην τήν όποίαν έχει ό Θεός πρός ήμάς.” (Α’ Ίωάν. 4:16). Έτσι οί άλλοτε άμαρτωλές καί διεφθαρμένες, άλλ’ εξαγνισμένες τώρα καί μετασχηματισμένες καρδιές, παρουσιάζονται άπταιστες “εις τόν δυνάμενον νά σάς φυλάξη ... καί νά σάς στήση κατενώπιον τής δόξης Αύτού άμώμους εν άγαλλιάσει.” (Ιούδα 24). OO 46.3
Τά λόγια του Σωτήρα, “Σείς είσθε τό φώς τού κόσμου”, μαρτυρούν τό γεγονός ότι οί οπαδοί Του έχουν εξουσιοδοτηθεί άπ’ Αύτόν μέ μιά παγκόσμια άποστολή. Στήν εποχή τού Χριστού ή φιλαυτία, ή περηφάνεια καί ή προκατάληψη είχαν ορθώσει ψηλό καί πανίσχυρο τό μεσότοιχο του φραγμού άνάμεσα στούς προκαθορισμένους θεματοφύλακες τών ίερών χρησμών καί σ’ δλους τούς άλλους λαούς τής γης. Ό Χριστός όμως ήρθε γιά νά διορθώσει αύτή τήν κατάσταση τών πραγμάτων. Τά λόγια πού οί άνθρωποι άκουγαν άπό τό στόμα Του δέν έμοιαζαν διόλου μ’ αύτά πού είχαν άκούσει μέχρι τότε άπό ιερείς η ραββίνους. Ό Χριστός γκρεμίζει τό μεσότοιχο του φραγμού, τήν άγάπη πού άγκαλιάζει ολόκληρη τήν άνθρώπινη οικογένεια. Βγάζει τούς άνθρώπους έξω άπό τόν στενό κύκλο πού χαράζει ή φιλαυτία τους. Καταργεί όλες τίς διαχωριστικές γραμμές καί τίς επίπλαστες κοινωνικές διακρίσεις. Δέν κάνει καμιά εξαίρεση άνάμεσα σέ γνωστούς κι’ άγνώστους, άνάμεσα σέ φίλους κι’ εχθρούς. Μάς διδάσκει νά θεωρούμε σάν τόν πλησίον μας κάθε ψυχή πού έχει κάποια άνάγκη, καί σάν τόν άγρό τής εργασίας μας ολόκληρο τόν κόσμο. OO 47.1
Όπως οί άκτίνες του ήλίου φθάνουν μέχρι τίς πιό απόμακρες γωνιές τής γης, έτσι ό Θεός στοχεύει τό φώς τού εύαγγελίου νά φθάσει μέχρι τήν τελευταία ψυχή πάνω στή γή. Άν ή Χριστιανική εκκλησία έκπληρούσε τό σκοπό τού Κυρίου μας, τότε θά φωτίζονταν όλος “ό λαός ό περιπατών εν τώ σκότει,” καί “εις τούς καθημένους εν γή σκιάς θανάτου” θά ελαμπε τό φώς. (Ήσ. 9:2). Άντί νά συγκεντρώνονται όλα μαζί στό ίδιο μέρος άποφεύγοντας τίς εύθύνες καί τό σήκωμα τού σταυρού, τά μέλη τής εκκλησίας θά έκαναν πολύ καλύτερα άν σκορπίζονταν σ’ όλες τίς χώρες του κόσμου. Αντανακλώντας μέ τή ζωή τους τό φώς του Χριστού καί εργαζόμενοι γιά τή σωτηρία τών ψυχών όπως Εκείνος έργάσθηκε, θά είχαν γρήγορα φέρει “τούτο τό εύαγγέλιον τής βασιλείας” σ’ ολόκληρο τόν κόσμο. OO 48.1
Αρχίζοντας άπό τήν κλήση πού έστειλε στόν Αβραάμ στίς Μεσοποταμιακές πεδιάδες καί φθάνοντας μέχρι τήν εποχή μας, έτσι εκπληρώνει ό Θεός τό σκοπό Του καλώντας τό λαό Του. Λέγει: “Θέλω σέ εύλογήσει ... καί θέλεις είσθαι εις εύλογίαν.” (Γεν. 12:2). Τά λόγια του Χριστού, διατυπωμένα άπό τόν καλούμενο προφήτη τού εύαγγελίου, δέν είναι παρά ή ίδια ή ηχώ της επί του Όρους Ομιλίας, καί άπευθύνονται σ’ εμάς πού ζούμε στήν τελευταία αύτή γενεά: “Σηκώθητι, φωτίζου· διότι τό φώς σου ήλθε, καί ή δόξα τού Κυρίου άνέτειλεν επί σέ.” (Ήσ. 60:1). Άν ή δόξα του Κυρίου άνέτειλε πάνω στό πνεύμα σου, άν παρατήρησες τήν ομορφιά Εκείνου ό Όποίος είναι “διακρινόμενος μεταξύ μυριάδων” καί “όλος επιθυμητός”, άν ή ψυχή σου άντανακλά τήν παρουσία τής δόξας Του, τότε σέ σένα άπευθύνει ό Σωτήρας τά λόγια Του αύτά. Παραβρέθηκες μαζί μέ τόν Χριστό πάνω στό όρος τής Μεταμόρφωσης; Τότε σκέψου τίς ψυχές κάτω στήν πεδιάδα πού, παγιδευμένες άπό τόν Σατανά, περιμένουν τά λόγια τής πίστης καί τής προσευχής γιά νά άπελευθερωθούν. OO 48.2
Δέν φθάνει νά παρατηρούμε μόνο τή δόξα του Χριστού, άλλά χρειάζεται καί νά μιλούμε γιά τίς άσύγκριτες άρετές Του. Ό Ήσαΐας δέν άρκέσθηκε μόνο στό νά ίδεί τήν δόξα του Χριστού, άλλά μιλούσε επίσης γι’ αύτή. Καί ό Δαβίδ ονειροπολώντας, φλέγονταν μέσα του άπό μιά πνευματική φωτιά. Τότε άνοιγε τό στόμα του καί μίλαγε. Ρεμβάζοντας γύρω άπό τά θαυμάσια πράγματα τής άγάπης τού Θεού, δέν μπορούσε νά κρατηθεί άπό του νά έξωτερικεύσει αύτά πού έβλεπε καί αισθάνονταν. Ποιός μπορεί νά παρατηρήσει μέ τά μάτια τής πίστης τό θαυμάσιο άπολυτρωτικό σχέδιο, τή δόξα του μονογενούς Υίού του Θεού καί νά μή μιλήσει μετά γι’ αύτό; Ποιός μπορεϊ νά σκεφθεϊ τήν άνεξιχνίαστη άγάπη πού εκδηλώθηκε πάνω στό Γολγοθά μέ τό σταυρικό τού Χριστού θάνατο γιά νά μή άπολεσθούμε εμείς άλλά νά έχομε ζωή αιώνια, καί νά μή εγκωμιάσει μέ λόγια τή δόξα του Λυτρωτή; OO 49.1
“'Εν τώ ναώ Αύτού πάς τις κηρύττει τήν δόξαν Αύτού.” (Ψαλμ. 29:9). Ό γλυκύς ψαλμωδός του Ισραήλ Τόν ύμνούσε μέ τήν άρπα του λέγοντας: “Θέλω λαλεί περί τής ενδόξου μεγαλοπρεπείας τής μεγαλειότητός Σου καί περί τών θαυμαστών έργων Σου· καί θέλουσι διηγείσθαι τήν μεγαλωσύνην Σου.” (Ψαλμ. 145:5-6). OO 49.2
Ό σταυρός του Γολγοθά πρέπει νά ύψωθεί στά μάτια τών άνθρώπων, έτσι πού νά κατακτήσει τό νου τους καί νά άπορροφήσει τή σκέψη τους. Τότε όλες οί διανοητικές ιδιότητες θά ένισχυθούν άπό θεϊκή δύναμη προερχόμενη κατευθείαν άπό τόν Θεό. Τότε θά παρατηρείται μιά άκατανίκητη δραστηριότητα γιά ειλικρινή ύπηρεσία χάρη του Κυρίου. Οί εργάτες Του θά έξαποστέλλουν στόν κόσμο κύματα φωτεινών άκτίνων πού σάν ζωντανά όργανα θά φωτίσουν τή γή. OO 50.1
Μέ τί χαρά ό Χριστός δέχεται τόν κάθε άνθρώπινο παράγοντα πού παραχωρεί τόν εαυτό Του σ’ Αύτόν! Συνταυτίζει τό άνθρώπινο στοιχείο μέ τό θεϊκό γιά νά μπορέσει νά μεταδώσει στόν κόσμο τόν μυστηριακό χαρακτήρα τής ενσαρκωμένης άγάπης. Μιλάτε γι’ αύτό, προσεύχεσθε γι’ αύτό, ψάλλετε γι’ αύτό, εξαγγέλλετε παντού τό άγγελμα τής δόξας Του καί εξακολουθείτε νά προχωρείτε πάντοτε πρός τά εμπρός εισχωρώντας σέ καινούργιους πάντοτε τομείς. OO 50.2
Υπομονή γιά τήν άντιμετώπιση τών δοκιμασιών, εύγνωμοσύνη γιά τήν άπολαβή τών εύλογιών, θάρρος γιά τήν άναχαίτιση τών πειρασμών, πραότητα, καλωσύνη, εύσπλαχνία καί άγάπη σά δεύτερη φύση, νά ποιά είναι τά φώτα πού λάμπουν στόν χαρακτήρα, σέ άντίθεση μέ τό σκότος τής φίλαυτης καρδιάς μέσα στήν όποία τό φώς τής ζωής ποτέ δέν έχει λάμψει. OO 50.3