Μέσο του Μωϋσή ό Θεός είχε πει: “Δέν θέλεις μισήσει τόν αδελφόν σου έν τή καρδία σου... Δέν θέλεις έκδικείσθαι, ουδέ θέλεις μνησικακεί κατά τών υίών του λαού σου· άλλά θέλεις άγαπά τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν.” (Λευ. 19:17,18). Οί άλήθειες πού εξέθετε ό Χριστός ήταν οί ίδιες πού είχαν διδάξει οί προφήτες. Άλλ’ ή σκληροκαρδία καί ή άγάπη της άμαρτίας τίς είχαν επισκιάσει. OO 62.3
Τά λόγια τού Σωτήρα φανέρωναν στούς άκροατές Του ότι ενώ κατέκριναν τούς άλλους γιά παραβάτες, αύτοί οί ϊδιοι ήταν εξίσου ένοχοι, άφού ύπέθαλπαν μέσα τους τήν κακεντρέχεια καί τό μίσος. OO 63.1
Αντίπερα άπ’ τήν άκτή τής λίμνης όπου τό πλήθος είχε συγκεντρωθεί, βρίσκονταν ή χώρα τής Βασάν, μιά άπομονωμένη περιοχή τής όποίας τά χάσκοντα φαράγκια κι’ οί δασωμένοι λόφοι πρόσφεραν εύνοϊκούς κρυψώνες σέ κάθε λογής εγκληματίες. Οί φήμες γιά διάφορες ληστείες καί εγκληματικές πράξεις πού είχαν διαπραχθεί εκεί ήταν άκόμη νωπές στή μνήμη τών άνθρώπων καί πολλοί έσπευδαν νά καταδικάσουν μέ άποτροπιασμό τούς κακοποιούς εκείνους. Άλλά ταυτόχρονα αύτοί οί ίδιοι δέν ήταν άπαλλαγμένοι άπό τά πάθη καί τίς φιλονικίες. Έτρεφαν τό πιό πικρόχολο μίσος εναντίον τών Ρωμαίων κατακτητών τους καί έκριναν ότι είχαν τό δικαίωμα νά μισούν καί νά καταφρονούν όλους τούς άλλους λαούς, καί αύτούς άκόμη τούς συμπατριώτες τους πού δέ συμφωνούσαν κατά πάντα μέ τή γνώμη τους. Μέ μιά τέτοια στάση παρέβαιναν τήν εντολή πού διακηρύσσει, “Μή φονεύσεις.” OO 63.2
Τό πνεύμα τού μίσους καί τής εκδίκησης προέρχεται άπό τόν Σατανά καί τόν ώθησε μέχρι τό σημείο νά θανατώσει τόν Υίό του Θεού. “Οποιος ύποθάλπει τό πνεύμα τής κακεντρέχειας καί τής βαναυσότητας υποθάλπει τό ίδιο αύτό πνεύμα τό όποίο καταλήγει σέ θανατηφόρα αποτελέσματα. Ή εκδικητική σκέψη κλείνει μέσα της τό έμβρυο τής κακής πράξης, όπως ό σπόρος κλείνει μέσα του τό φύτρο. “Πάς δστις μισεί τόν αδελφόν αύτού είναι άνθρωποκτόνος· καί έξεύρετε ότι πάς άνθρωποκτόνος δέν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν έαυτώ.” (Α’ Ίωάν. 3:15). OO 63.3
“Όστις είπη πρός τόν άδελφόν αύτού, Ρακά, (ήλίθιε), θέλει είσθαι ένοχος εις τό συνέδριον.” Μέ τή δωρεά τού Υίού Του γιά τήν άπολύτρωσή μας, ό Θεός άπέδειξε πόσο μεγάλη άξία άποδίδει στήν κάθε άνθρώπινη ψυχή καί δέν δίνει σέ κανένα τό δικαίωμα νά εκφράζεται περιφρονητικά γιά τόν άλλον. Ασφαλώς θά άνακαλύψομε λάθη καί άδυναμίες στούς γύρω μας, άλλ’ ό Θεός διεκδικεί τήν κάθε ψυχή γιά δική Του—δική Του όχι μόνο επειδή τήν έπλασε, άλλά διπλά δική Του επειδή τήν εξαγόρασε μέ τό πολύτιμο αίμα τού Χριστού. Όλοι έχουν πλαστεί σύμφωνα μέ τήν εικόνα Του καί σ’ αύτούς άκόμη τούς πιό ξεπεσμένους όφείλομε νά συμπεριφερόμαστε μέ σεβασμό καί καλοσύνη. Ό Θεός θά μάς ζητήσει λόγο καί γιά μιά άκόμη περιφρονητική κουβέντα πού άπευθύνομε σέ μιά ψυχή γιά τήν όποία ό Χριστός έδωσε τή ζωή Του. OO 64.1
“Τίς σέ διακρίνει άπό τού άλλου; καί τί έχεις τό όποίον δέν έλαβες; Έάν δέ καί έλαβες, τί καυχάσαι ώς μή λαβών;” “Σύ τίς είσαι όστις κρίνεις ξένον δούλον; εις τόν ίδιον αύτού κύριον ίσταται ή πίπτει.” (Α’ Κορ. 4:7, Ρωμ. 14:4). OO 64.2
“Όστις είπη, Μωρέ, θέλει ε'ισθαι ένοχος εις τήν γένναν του πυρός.” Στήν Παλαιά Διαθήκη ή λέξη “μωρός” ύποδηλεί κάποιον πού έχει άποστατήσει, κάποιον πού έχει παραδοθεί στήν άμαρτία. Καί ό Χριστός λέγει ότι όποιος καταδικάζει τόν άδελφό του γιά άποστάτη ή γιά άρνητή του Θεού, δείχνει ότι αύτός ό ίδιος είναι άξιος τής αύτής καταδίκης. OO 64.3
Ό ίδιος ό Χριστός κατά τή φιλονικία μέ τό διάβολο γιά τό σώμα του Μωϋσή, “δέν έτόλμησε νά έπιφέρη εναντίον αύτού κατηγορίαν βλάσφημον.” (Ιούδα 9). Άν τό εκανε αύτό, θά είχε εισδύσει σέ εχθρικό έδαφος, επειδή ή κατηγορία είναι τό όπλο του Σατανά. Στή Γραφή άποκαλείται “ό κατήγορος τών άδελφών ημών.” (Άποκ. 12:10). Ό Χριστός δέν προτίθονταν νά χρησιμοποιήσει κανένα άπό τά όπλα του πονηρού. Τόν άντιμετώπισε μέ τά λόγια: “Ό Κύριος νά σέ έπιτιμήσει.” ('Ιούδα 9). OO 65.1
Αύτό τό παράδειγμα πρέπει νά άκολουθήσομε κι’ έμείς. Όταν άντιμετωπίζομε διαμάχες μέ τούς εχθρούς του Χριστού, δέν πρέπει νά λέμε τίποτε μέ πνεύμα εκδικητικό, ούτε καί μέ πνεύμα πού φέρει τή χροιά μιας χλευαστικής κατηγορίας. Εκείνος πού μιλάει σάν εκπρόσωπος του Θεού, δέν πρέπει ποτέ νά ξεστομίζει λόγια πού ούτε αύτή άκόμη ή Μεγαλειότητα του ούρανού τόλμησε νά προφέρει φιλονικώντας μέ τόν Σατανά. Τό έργο τής κρίσης καί τής καταδίκης πρέπει νά τό άφήσομε στά χέρια του Θεού. OO 65.2