Οί εθνικοί θεωρούσαν ότι οί προσευχές τους περιείχαν καθεαυτές έξιλεωτική άξία γιά τήν άμαρτία. Γι’ αυτό καί πίστευαν ότι όσο μακροσκελέστερη ή προσευχή, τόσο μεγαλύτερη ή άξία της. Άν κατόρθωναν νά έξαγιασθοϋν μέ τίς δικές τους τίς προσπάθειες, τότε θά είχαν κάτι τό άτομικό πού νά τούς προξενεί χαρά, κάποια βάση γιά νά αισθάνονται περήφανοι. Αύτή ή ιδέα γιά τήν προσευχή είναι μιά έμπρακτη εξωτερίκευση τής άρχής τής αύτοεξιλέωσης πού έχουν γιά βάση τους όλα τά συστήματα τής άπατηλής θρησκείας. Οί Φαρισαίοι είχαν υιοθετήσει τήν είδωλολατρική αύτή άντίληψη γιά τήν προσευχή πού ούτε καί στίς μέρες μας λείπει, άκόμη καί μεταξύ αύτών τών λεγομένων Χριστιανών. Ή επανάληψη αποστηθισμένων, συνηθισμένων φράσεων, χωρίς ή καρδιά νά νοιώθει τήν άνάγκη του Θεού, άνήκει στήν ϊδια μοίρα μέ τά “βαττολογήματα” τών εθνικών. OO 97.1
Ή προσευχή δέν είναι ό εξιλασμός άπό τήν άμαρτία. Αύτή καθεαυτή δέν κατέχει καμιά ιδιαίτερη άξία ή άποτελεσματικότητα. Όλα μαζί τά ρητορικά λόγια πού μπορούμε νά προφέρομε δέν ίσοδυναμοϋν ούτε μέ μία έξ’αγιαστική επιθυμία. Οί πιό εύγλωττες προσευχές δέν άποτελοϋν παρά κούφια λόγια όταν δέν εκφράζουν τά πραγματικά αισθήματα τής καρδιάς. Άλλ’ ή προσευχή πού προέρχεται άπό μιά ειλικρινή καρδιά, καί πού εκφράζει τίς γνήσιες άνάγκες τής ψυχής—όπως άκριβώς όταν ζητούμε μιά χάρη άπό ένα φίλο καί ξέρομε ότι θά μάς την κάνει—αύτή είναι ή προσευχή της πίστης. Ό Θεός δεν θέλει τίς εθιμοτυπικές φιλοφρονήσεις μας. Άλλ’ ή άνέκφραστη κραυγή τής συντριμμένης καρδιάς πού συναισθάνεται τήν άμαρτωλότητά της καί τήν ολοσχερή της άνημπόρια φθάνει μέχρι τόν Πατέρα τού άπειρου ελέους. OO 97.2