(Βασίζεται στις Πράξεις: 17:11 - 34.) ΠΑ 203.1
Στη Βέροια ο Παύλος συνάντησε Ιουδαίους οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν τις αλήθειες που δίδασκε. Γι’ αυτούς αναφέρει ο Λουκάς: «Ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι παρά τους εν Θεσσαλονίκη, καθότι εδέχθησαν τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, εξετάζοντες καθ’ ημέραν τας γραφάς, αν ούτως έχωσι ταύτα. Πολλοί μεν λοιπόν εξ αυτών επίστευσαν, και εκ των επισήμων Ελληνίδων γυναικών και εκ των ανδρών ουκ ολίγοι.» ΠΑ 203.2
Οι Βεροιείς δεν είχαν τη στενοκεφαλιά που δημιουργεί η προκατάληψη. Ήταν πρόθυμοι να ερευνήσουν να βρουν αν οι αλήθειες που κήρυτταν οι απόστολοι ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Μελετούσαν τη Βίβλο όχι από περιέργεια, αλλά για να μπορέσουν να μάθουν τι είχε σχετικά γραφεί για τον αναμενόμενο Μεσσία. Καθημερινά ερευνούσαν τα εμπνευσμένα κατάστιχα. Καθώς σύγκριναν γραφή με γραφή, άγιοι άγγελοι τους παραστέκονταν, φωτίζοντας το νου τους και επηρεάζοντας την καρδιά τους. ΠΑ 203.3
Οπουδήποτε κηρύσσονται οι αλήθειες του Ευαγγελίου, εκείνοι που ειλικρινά θέλουν να πράξουν το σωστό, οδηγούνται πάντοτε στο να κάνουν προσεκτική έρευνα των Γραφών. Αν κατά τις τελευταίες σκηνές της ιστορίας του κόσμου, οι κηρυσσόμενοι τις συγκλονιστικές αυτές αλήθειες ακολουθούσαν το παράδειγμα των Βεροιέων, ερευνώντας κάθε μέρα τις Γραφές και συγκρίνοντας με το λόγο του Θεού τις αγγελίες που τους παρουσιάζονται, θα υπήρχε σήμερα ένας μεγάλος αριθμός αφοσιωμένων τηρητών των εντολών του Θεού εκεί όπου υπάρχουν σχετικά ολίγοι. Όταν όμως οι παρουσιαζόμενες αλήθειες δεν είναι δημοφιλείς, πολλοί αρνούνται να κάνουν την έρευνα αυτή. Παρόλο ότι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τις σαφείς διδασκαλίες της Γραφής, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη διστακτικότητα στη μελέτη προτεινόμενων αποδείξεων. Μερικοί ισχυρίζονται ότι και αν ακόμη οι διδαχές αυτές είναι πράγματι αληθινές, δεν έχει σημασία το αν θα δεχθούν ή όχι το καινούργιο φώς. Και προσκολλούνται στους τερπνούς μύθους που χρησιμοποιούνται από τον εχθρό για την παραπλάνηση των ψυχών. Έτσι τα μάτια τους τυφλώνονται από την πλάνη και αυτοί χωρίζονται από τον Ουρανό. ΠΑ 203.4
Όλοι θα κριθούν σύμφωνα με το φώς που τους δόθηκε. Ο Θεός στέλνει τους πράκτορές Του με το μήνυμα της σωτηρίας. Όσοι το ακούν θεωρούνται υπεύθυνοι για τη στάση που τηρούν απέναντι στους λόγων των δούλων Του. Όσοι ειλικρινά αναζητούν την αλήθεια, θα κάνουν με τη βοήθεια του φωτός του θεϊκού λόγου μία επισταμένη έρευνα των διδασκαλιών που τους παρουσιάζονται. ΠΑ 204.1
Οι άπιστοι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης, γεμάτοι φθόνο και μίσος για τους αποστόλους, μη ικανοποιημένοι που τους έδιωξαν πρωτύτερα από την πόλη τους, τους ακολούθησαν στη Βέροια. Εκείξεσήκωσαν εναντίον τους τα ευέξαπτα πάθη της κοινωνικής υποστάθμης. Από φόβο ότι θα ασκείτο βία κατά του Παύλου αν έμενε περισσότερο εκεί, οι αδελφοί τον έστειλαν στην Αθήνα, συνοδευόμενο από μερικούς Βεροιείς που είχαν μόλις δεχθεί την πίστη. ΠΑ 204.2
Έτσι ο διωγμός ακολουθούσε από πόλη σε πόλη αυτούς που δίδασκαν την αλήθεια. Οι εχθροί του Χριστού δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την πρόοδο του Ευαγγελίου, αλλά κατόρθωναν να κάνουν το έργο των αποστόλων υπερβολικά δύσκολο. Παρόλη όμως την εναντίωση και τις συγκρούσεις, ο Παύλος εξακολουθούσε να προχωρεί σταθερά, αποφασισμένος να εκπληρώσει το σκοπό του Θεού όπως του τον αποκάλυψε στο όραμα των Ιεροσολύμων: «Εγώ θέλω σε εξαποστείλει εις έθνη μακράν.» (Πραξ. 22:21.) ΠΑ 204.3
Η βιαστική αναχώρηση του Παύλου από τη Βέροια του στέρησε την ευκαιρία που σκέπτονταν ότι θα είχε για να επισκεφθεί τους αδελφούς της Θεσσαλονίκης. ΠΑ 205.1
Φθάνοντας στην Αθήνα, ο απόστολος έστειλε πίσω τους Βεροιείς αδελφούς μήνυμα στο Σίλα και στο Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν αμέσως. Ο Τιμόθεος είχε πάει στη Βέροια πριν από την αναχώρηση του Παύλου και είχε παραμείνει μαζί με το Σίλα για να συνεχίσει το έργο που είχε τόσο καλά αρχίσει εκεί.Να διδάξειδηλαδήστους νέους προσήλυτους τις αρχές της πίστης. ΠΑ 205.2
Η Αθήνα ήταν η μητρόπολη του ειδωλολατρικού κόσμου. Εδώ ο Παύλος δεν συνάντησε τη βουτηγμένη στην άγνοια και στη μωροπιστία λαϊκή μάζα που συνάντησε στα Λύστρα, αλλά ένα λαό φημισμένο για την ευφυΐα και την πνευματική του καλλιέργεια. Τα αγάλματα των θεών τους και των θεοποιημένων ηρώων της ιστορίας και της ποίησηςβρίσκονταν παντούκαι προκαλούσαν το βλέμμα του θεατή, ενώ η μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική και ζωγραφική παρίσταναν την εθνική δόξα και τη λαϊκή λατρεία των ειδωλολατρικών θεοτήτων. Οι αισθήσεις των ανθρώπων γοητεύονταν από την ομορφιά και τη λαμπρότητα της τέχνης. Παντού βωμοί και ναοί ύψωναν το συμπαγή τους όγκο, η κατασκευή των οποίων άγγιζε μυθικά ποσά. Στρατιωτικές νίκες και ανδραγαθήματα φημισμένων ανδρών είχαν αποθανατιστεί με αγάλματα, με βωμούς και με στήλες. Όλα αυτά έκαναν την Αθήνα μία απέραντη έκθεση τέχνης. ΠΑ 205.3
Καθώς ο Παύλος αντίκριζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια που τον τριγύριζε και έβλεπε την πόλη τελείως παραδομένη στην ειδωλολατρία, το πνεύμα του ταράζονταν από ζήλο για το Θεό τον οποίο έβλεπε να εξευτελίζεται από όλες τις απόψεις. Και η καρδιά του γέμισε από οίκτο για τους Αθηναίους οι οποίοι, παρά την πνευματική τους καλλιέργεια, αγνοούσαν τον πραγματικό Θεό. ΠΑ 205.4
Ο απόστολος δεν παρασύρθηκε από αυτά που αντίκρισε στο κέντρο εκείνο της γνώσης. Η πνευματική του φύση ήταν τόσο συνεπαρμένη από την έλξη των ουρανίων πραγμάτων, ώστε η χαρά και η δόξα των αφθάρτων θησαυρών καθιστούσαν ανάξια στα μάτια του τη μεγαλοπρέπεια που τον περιστοίχιζε. Αντικρίζοντας τη λαμπρότητα της Αθήνας, αναλογίζονταν τη σαγηνευτική δύναμη που ασκούσε στους αφοσιωμένους λάτρεις της τέχνης και της επιστήμης. Η σκέψη του ήταν βαθειά απασχολημένη με τη σπουδαιότητα του έργου που είχε μπροστά του. ΠΑ 205.5
Στη μεγάλη αυτή πόλη όπου δεν λατρεύονταν ο Θεός, ο Παύλος αισθάνονταν να τον πιέζει η μοναξιά και επιθύμησε πολύ την κατανόηση και τη συμπαράσταση των συνεργατών του. Όσοναφορά την ανθρώπινη φιλία, ένοιωθε εντελώς μόνος. Στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς εκφράζει τα αισθήματά του για την απομόνωσή του αυτή με τις λέξεις: «απομείναμεν μόνοι εν Αθήναις.» (Α’ Θεσ. 3:1.) Εμπόδια φαινομενικά ανυπέρβλητα παρουσιάζονταν μπροστά του που τον έκαναν να νομίζει ότι δεν υπήρχε σχεδόν ελπίδα για να προσπαθήσει να αγγίξει τις καρδιές των ανθρώπων. ΠΑ 206.1
Ενώ περίμενε το Σίλα και τον Τιμόθεο, ο Παύλος δεν έμενε άπραγος. «Διελέγετο ... εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών, και εν τη αγορά καθ’ εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων.» Το πρώτιστο όμως έργο του στην Αθήνα ήταν να φέρει το άγγελμα της σωτηρίας σ’ αυτούς που δεν είχαν συλλάβει την έννοια της θεότητας, ούτε γνώριζαν την πρόθεση του Θεού για την αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή. Σε λίγο ο απόστολος έμελλε να αντικρύσει την ειδωλολατρία στην πιο διακριτική και σαγηνευτική μορφή της. ΠΑ 206.2
Οι μεγάλοι άνδρες των Αθηνών δεν άργησαν να πληροφορηθούν την παρουσία στην πόλη ενός εκκεντρικού δασκάλου ο οποίος παρουσίαζε στο λαό παράξενες καινούργιες διδαχές. Μερικοί από αυτούς έψαξαν και βρήκαν τον Παύλο και έπιασαν μαζί του συζήτηση. Σε λίγο ένα πλήθος ακροατών συγκεντρώθηκε γύρω τους. Μερικοί είχαν έρθει με το σκοπό να γελοιοποιήσουν τον απόστολο σαν έναν κατά πολύ κατώτερό τους, τόσο στην κοινωνική όσο και στην πνευματική υπόσταση. Αυτοί κορόιδευαν και έλεγαν μεταξύ τους: «Τι θέλει τάχα ΠΑ 206.3
ο σπερμολόγος ούτος να είπη; » Άλλοι πάλι, «διότι εκήρυττε πρός αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν,» είπαν: «Ξένων θεών κήρυξ φαίνεται ότι είναι.» ΠΑ 207.1
Μεταξύ αυτών που ήρθαν σε διαλογική συζήτηση με τον Παύλο στην αγορά, ήταν «τινές των Επικουριών και των Στωϊκών φιλοσόφων.» Αυτοί όμως, όπως και όλοι οι άλλοι που ήρθαν σε επαφή μαζί του, σύντομα κατάλαβαν ότι είχε αποθέματα γνώσεων μεγαλύτερα ακόμη από τα δικά τους. Η πνευματική του ανωτερότητα ενέπνεε το σεβασμό των φιλοσόφων. Η σταθερότητα, η επιχειρηματολογία των συλλογισμών του καθώς και η ρητορική του δεινότητα αιχμαλώτιζαν γενικά την προσοχή του ακροατηρίου. Οι ακροατές του γνώριζαν το γεγονός ότι δεν ήταν κανένας αρχάριος, αλλά ότι ήταν ικανός να αντιμετωπίσει όλες τις κοινωνικές τάξεις με πειστικά επιχειρήματα που προσέδιδαν κύρος στα δόγματα που δίδασκε. Έτσι ο απόστολος έμεινε απτόητος, αντιμετωπίζοντας τους αντιπάλους του στο δικό τους έδαφος, παραβάλλοντας τη λογική με τη λογική, τη φιλοσοφία με τη φιλοσοφία, τη ρητορική με τη ρητορική. ΠΑ 207.2
Οι ειδωλολάτρες ανταγωνιστές του επέστησαν την προσοχή του στην τύχη του Σωκράτη ο οποίος, με την κατηγορία ότι εισήγαγε ξένους θεούς, είχε καταδικασθεί σε θάνατο. Συμβούλευαν τον Παύλο να μη διακινδυνεύσει τη ζωή του κατά τον ίδιο τρόπο. Οι διαλέξεις όμως του αποστόλου καθήλωναν το λαό και η ανεπιτήδευτη σοφία του αποσπούσε το σεβασμό και το θαυμασμό τους. Δεν σίγησε μπροστά στην ειδημοσύνη, ούτε μπροστά στην ειρωνεία των φιλοσόφων. Ικανοποιημένοι όταν αντελήφθησαν πως ήταν πάση θυσία διατεθειμένος να εκπληρώσει τον προορισμό του απέναντι τους λέγοντάς αυτά που είχε να πει, αποφάσισαν να του δώσουν την ευκαιρία μίας έντιμης ακροαματικής διαδικασίας. ΠΑ 207.3
Κατά συνέπεια τον οδήγησαν στον Άρειο Πάγο. Αυτό ήταν ένα από τα ιερότερα σημεία σε όλη την Αθήνα. Οι αναμνήσεις και οι συσχετίσεις που του απέδιδαν ήταν τέτοιου είδους ώστε οι άνθρωποι το έβλεπαν με δεισιδαιμονική ευλάβεια που στη σκέψη μερικών ισοδυναμούσε με τρόμο. Σ’ αυτό το μέρος ζητήματα σχετιζόμενα με τη θρησκεία πολλές φορές εξετάζονταν προσεκτικά από ανθρώπους οι οποίοι ενεργούσαν σαν ύπατοι δικαστές όλων των σημαντικών ηθικοκοινωνικών θεμάτων. ΠΑ 207.4
Εδώ, μακριά από το θόρυβο, το συνωστισμό των κοσμοβριθών λεωφόρων και την ταραχή των συγκεχυμένων συζητήσεων, ο απόστολος μπορούσε να ακουστεί χωρίς να διακόπτεται. Γύρω του συγκεντρώθηκαν ποιητές, καλλιτέχνες και φιλόσοφοι. Οι εμβριθείς λόγιοι και οι σώφρονες των Αθηνών οι οποίοι του απηύθυναν τα ακόλουθα λόγια: «Δυνάμεθα να μάθωμεν τις αύτη η νέα διδαχή ήτις κηρύττεται υπό σου; Διότι φέρεις εις τας ακοάς ημών παράδοξα τινά. Θέλομεν λοιπόν να μάθωμεν τι σημαίνουσι ταύτα.» ΠΑ 208.1
Την ώρα της μεγάλης υπευθυνότητας, ο απόστολος διατήρησε τη νηφαλιότητά του και την ψυχραιμία του. Η καρδιά του πιέζονταν από ένα βαρυσήμαντο μήνυμα και τα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη του έπεισαν τους ακροατές του ότι δεν είχαν να κάνουν με κανένα σπερμολόγο. «Άνδρες Αθηναίοι,» είπε, «κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω πρός εσάς.» Με όλη τους την ευφυΐα και τις γενικές τους γνώσεις, αγνοούσαν το Θεό που είχε δημι-ουργήσει το σύμπαν. Υπήρχαν όμως και μερικοί που λαχταρούσαν για περισσότερο φώς και στρέφονταν προς τον Άπειρο [Θεό]. ΠΑ 208.2
Δείχνοντας με το χέρι το ναό της Αθηνάς που έβριθε από είδωλα, ο Παύλος φανέρωσε το βάρος της ψυχής του και εξέθεσε τις πλάνες της θρησκείας των Αθηναίων. Οι συνετότεροι από τους ακροατές του παραξενεύτηκαν παρακολουθώντας τη λογική του. Αποδείχθηκε ότι ήταν γνώστης των έργων της τέχνης τους, της φιλολογίας τους και της θρησκείας τους. Δείχνοντας τα αγάλματα και τα είδωλά τους, έκανε τη δήλωση ότι ήταν αδύνατο ο Θεός να ομοιωθεί με τις μορφές της ανθρώπινης επινόησης. Αυτές οι λαξευτές εικόνες δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να παραστήσουν τη δόξα Κυρίου του Θεού. Τους υπενθύμισε ότι οι απεικονίσεις εκείνες ήταν άψυχες, ότι καθοδηγούνταν από την ανθρώπινη δύναμη και κινούνταν μόνο όταν τα ανθρώπινα χέρια τις κινούσαν. Κατά συνέπεια οι λατρευτές τους ήταν από κάθε άποψη ανώτεροι από τα αντικείμενα της λατρείας τους. ΠΑ 208.3
Ο Παύλος επέστησε την προσοχή των ειδωλολατρών ακροατών του πέρα από τα όρια της εσφαλμένης θρησκείας τους σε μία πραγματική όψη της Θεότητας που αυτοί αποκαλούσαν «Άγνωστο Θεό.» Το Ον το οποίο τώρα αυτός τους κήρυττε ήταν ανεξάρτητο από τους ανθρώπους, χωρίς να χρειάζεται τίποτε από τα ανθρώπινα χέρια που να προσθέτει στη δύναμη και στη δόξα Του. ΠΑ 209.1
Οι άνθρωποι ήταν συνεπαρμένοι από θαυμασμό για τη θεαματική και λογική παρουσίαση των ιδιοτήτων του αληθινού Θεού, της δημιουργικής Του δύναμης και της ύπαρξης της εξουσιαστικής προνοίας Του. Με ένα φλογερό χείμαρρο ρητορικής, ο απόστολος δήλωσε: «Ο Θεός όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ών του ουρανού και της γής, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων, ως έχων χρείαν τινός, επειδή Αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα.» Οι Ουρανοί δεν ήταν αρκετοί για να χωρέσουν το Θεό πόσο λιγότερο ήταν οι ναοί κατασκευασμένοι από ανθρώπινα χέρια. ΠΑ 209.2
Την εποχή εκείνη των κοινωνικών διακρίσεων, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα πολλές φορές παραγνωρίζονταν, ο Παύλος εξέθεσε τη μεγάλη αλήθεια της ανθρώπινης συναδελφοσύνης, δηλώνοντας ότι ο Θεός «έκαμεν εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γής.» Στα μάτια του Θεού όλοι είναι ίσοι και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη οφείλει τέλεια υποταγή στο Δημιουργό. Κατόπιν ο απόστολος απέδειξε ότι κατά τη λεπτομερή συμπεριφορά του Θεού προς τον άνθρωπο, ο σκοπός της χάρης και της ευσπλαχνίας Του μεταδίδεται σαν μία χρυσή κλωστή. Ο Θεός «διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών δια να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν Αυτόν και να εύρωσιν αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.» ΠΑ 209.3
Στρεφόμενος προς τα εξευγενισμένα αντιπροσωπευτικά δείγματα της αρρενωπότητας γύρω του, περιέγραφε με λόγια παρμένα από ένα ποιητή τους, τον άπειρο Θεό σαν Πατέρα, του οποίου εκείνοι ήταν τα παιδιά. «Εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν,» δήλωσε. «Καθώς τινες των ποιητών σας είπον, «Διότι και γένος είμεθα Τούτου. Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου» ΠΑ 210.1
«Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι.». Στους σκοτεινούς αιώνες πριν από τον ερχομό του Χριστού ο επουράνιος Κυρίαρχος παρέβλεψε την ειδωλολατρία των εθνικών. Τώρα όμως, είχε στείλει μέσω του Υιού Του το φώς της αλήθειας στους ανθρώπους. Περίμενε να δείξουν μετάνοια προς σωτηρίαν όλοι, όχι μόνο οι φτωχοί και ταπεινοί αλλά και οι περήφανοι φιλόσοφοι και οι άρχοντες της Γής. «Διότι προσεδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια Ανδρος τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας Αυτόν εκ νεκρών.» Μόλις άκουσαν τον Παύλο να μιλάει για την εκ νεκρών ανάσταση, «οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον, Περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν.» ΠΑ 210.2
Έτσι πήραν τέλος οι προσπάθειες του αποστόλου στην Αθήνα, το κέντρο της ειδωλολατρικής πολυπραγμοσύνης. Επειδή οι Αθηναίοι, προσκολλημένοι με επιμονή στην ειδωλολατρία τους, αδιαφόρησαν για το φώς της πραγματικής θρησκείας. Όταν ένας λαός μένει τελείως ικανοποιημένος από τα επιτεύγματά του, ελάχιστα παραπάνω μπορεί να περιμένει κανείς από αυτόν. Υπερήφανοι για τη μάθηση και την καλλιέργειά τους, οι Αθηναίοι έπεφταν διαρκώς χαμηλότερα στη φαυλότητα, μένοντας περισσότερο ικανοποιημένοι με τα ακαθόριστα μυστήρια της ειδωλολατρίας. ΠΑ 210.3
Ανάμεσα στους ακροατές του Παύλου ήταν μερικοί οι οποίοι πείστηκαν από τις παρουσιαζόμενες αλήθειες. Δεν ήθελαν όμως να ταπεινωθούν ώστε να αναγνωρίσουν το Θεό και να παραδεχτούν το σχέδιο της σωτηρίας. Καμία ρητορική του λόγου, κανένα δυναμικό επιχείρημα μπορεί ποτέ να αλλάξει τον αμαρτωλό. Μόνο η δύναμη του Θεού μπορεί να εφαρμόσει την αλήθεια στην καρδιά. Εκείνος που επίμονα αποστρέφεται τη δύναμη αυτή, είναι απροσπέλαστος. Οι Έλληνες επιζητούσαν τη σοφία. Το άγγελμα όμως του σταυρού ήταν γι’ αυτούς μωρία, επειδή θεωρούσαν τη δική τους σοφία ανώτερη από την «άνωθεν σοφίαν.» ΠΑ 210.4
Η αιτία για την οποία το άγγελμα του Ευαγγελίου σημείωσε μικρή σχετικά επιτυχία μεταξύ των Αθηναίων, μπορεί να αποδοθεί στο υπερήφανο πνεύμα και στην ανθρώπινη σοφία. Οι κατά κόσμο σοφοί οι οποίοι προσέρ-χονται στο Χριστό σαν φτωχοί, χαμένοι και αμαρτωλοί, θα καταστούν σοφοί προς σωτηρία. Ενώ εκείνοι που έρχονται σαν άτομα διακεκριμένα, εγκωμιάζοντας τη δική τους σοφία, δεν θα κατορθώσουν να δεχτούν το φώς και τη γνώση που μόνο Εκείνος μπορεί να δώσει. ΠΑ 211.1
Έτσι ο Παύλος αντιμετώπισε την ειδωλολατρία της εποχής του. Οι κόποι του στην Αθήνα δεν πήγαν εντελώς χαμένοι. Ο Διονύσιος, μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης, καθώς και μερικοί άλλοι, δέχθηκαν την ευαγγελική αγγελία και ενώθηκαν καθόλα με τους πιστούς. ΠΑ 211.2
Η καταχώρηση της θεοπνευστίας μας παρέχει αυτή την ενόραση της ζωής των Αθηναίων, οι οποίοι παρόλη τη γνώση, την καλλιέργεια και την καλλιτεχνία τους είχαν βυθιστεί στην αμαρτία.Για να καταστεί γνωστό πως ο Θεός τίμησε μέσω του δούλου Του την ειδωλολατρία και τις αμαρτίες ενός υπερήφανου, κατά πάντα ικανοποιημένου από τον εαυτό του λαού. Τα λόγια του αποστόλου, η περιγραφή της στάσης του και του περιβάλλοντος του όπως τα χάραξε η πέννα της θεοπνευστίας, επρόκειτο να μεταβιβαστούν σε όλες τις κατοπινές γενεές, μαρτυρώντας την ακλόνητη εμπιστοσύνη του, το θάρρος του στην απομόνωση και στις αντιξοότητες, καθώς και τη νίκη που απέσπασε για το Χριστιανισμό μέσα στην καρδιά της ειδωλολατρίας. ΠΑ 211.3
Τα λόγια του Παύλου αποτελούν θησαυρό γνώσεων για την Εκκλησία. Βρέθηκε σε τέτοια θέση όπου θα ήταν εύκολο να πει κάτι που να ερεθίσει τους υπερήφανους ακροατές του και να δημιουργήσει δυσκολίες για τον εαυτό του. Αν στην αγόρευσή του καταφέρονταν άμεσα εναντίον των θεών τους και των μεγάλων ανδρών της πόλης τους, θα κινδύνευε να συμμερισθεί την τύχη του Σωκράτη. Με λεπτότητα όμως που είναι αποκύημα της θεϊκής αγάπης, έστρεψε την προσοχή τους εύλογα μακριάαπό τις ειδωλολατρικές τους θεότητες, παρουσιάζοντάς τους τον αληθινό Θεό που τους ήταν τελείως άγνωστος. ΠΑ 212.1
Σήμερα οι γραφικές αλήθειες πρέπει να εκτεθούν στους μεγάλους της Γής για να είναι σε θέση να διαλέξουν ανάμεσα στην υπακοή προς το νόμο του Θεού και στην υποταγή προς τον άρχοντα του κακού. Ο Θεός παρουσιάζει μπροστά τους την αιώνια αλήθεια, αλήθεια η οποία θα τους κάνει σοφούς προς σωτηρία, χωρίς όμως να τους αναγκάζει να τη δεχθούν. Αν την απορρίψουν, τους αφήνει τότε μόνους τους για να δρέψουν τους καρπούς των πράξεών τους. ΠΑ 212.2
«Διότι ο λόγος του σταυρού εις μέν τους απολλυμένους είναι μωρία, εις ημάς δε τους σωζομένους είναι δύναμις Θεού. Επειδή είναι γεγραμμένον, «Θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών.» «Τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τους σοφούς και τα ασθενή του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξέλεξεν ο Θεός, και τα μη όντα δια να καταργήση τα όντα.» (Α ', Κορ. 1:18 - 19, 27 - 28.) Πολλοί από τους μεγαλύτερους λογίους και πολιτικούς - οι εξοχότεροι άνθρωποι του κόσμου - κατά τις τελευταίες αυτές ημέρες θα αποστραφούν το φώς επειδή ο Θεός δεν καθίσταται γνωστός στον κόσμο με την πολυμάθεια. Οι δούλοι του Θεού όμως έχουν καθήκον να επωφελούνται από κάθε ευκαιρία για να γνωστοποιήσουν την αλήθεια στα άτομα αυτά. Μερικοί θα αναγνωρίσουν την άγνοιά τους για θέματα σχετιζόμενα με το Θεό και θα καθίσουν σαν ταπεινοί μαθητές στα πόδια του Ιησού, του κορυφαίου Δασκάλου. Σε κάθε του προσπάθεια να πλησιάσει τις ανώτερες τάξεις, ο εργάτης του Θεού έχει ανάγκη από μεγάλη πίστη. Φαινομενικά μπορεί τα πράγματα να παρουσιάζονται σκοτεινά. Αλλά και στη σκοτεινότερη ακόμη ώρα υπάρχει το φώς από ψηλά. Η δύναμη εκείνων που αγαπούν και υπηρετούν το Θεό ανανεώνεται μέρα με τη μέρα. Η κατανόηση του Άπειρου Θεού τίθεται στη διάθεσή τους, ώστε να εξυπηρετούν τους σκοπούς Του και να μη πέφτουν σε λάθη. Ας τηρούν οι εργάτες αυτοί την αρχή της πεποίθησής τους μέχρι τέλους, έχοντας βεβαία υπόψη ότι η αλήθεια του Θεού πρόκειται να λάμψει μέσα στο σκότος που σκεπάζει τον κόσμο μας. Η αποθάρρυνση δεν έχει καμία θέση στην υπηρεσία του Θεού. Η πίστη του καθιερωμένου εργάτη πρέπει να αντέξει στην κάθε δοκιμασία που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Ο Θεός είναι ικανός και πρόθυμος να χορηγήσει στους δούλους Του όλη τη δύναμη που χρειάζονται και να τους χαρίσει τη σοφία που απαιτούν οι ποικίλες ανάγκες τους. Θα κάνει πράγματα ανώτερα από την απλή εκπλήρωση των μεγαλύτερων ακόμη προσδοκιών εκείνων που στηρίζουν την εμπιστοσύνη τους σ’ Αυτόν. ΠΑ 212.3