Go to full page →

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 26—Ο ΑΠΟΛΛΩΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΠΑ 236

(Βασίζεται στις Πράξεις 18:18 - 28.) ΠΑ 236.1

Μετά την Κόρινθο, η επόμενη σκηνή εργασίας για τον Παύλο ήταν η Έφεσος. Κατευθύνονταν προς τα Ιεροσόλυμα για να παρευρεθεί σε μία γιορτή που πλησίαζε και γι’ αυτό η παραμονή του στην Έφεσο ήταν αναγκαστικά σύντομη. Συζητούσε με τους Ιουδαίους στη συναγωγή και τόσο καλή εντύπωση τους είχε κάνει, ώστε τον παρακαλούσαν να μείνει και να συνεχίσει το έργο του. Η πρόθεσή του να επισκεφθεί το Ιεροσόλυμα τον εμπόδισε να παρατείνει την παραμονή του εκείνη τη φορά, αλλά υποσχέθηκε να επιστρέψει σ’ αυτούς, «Θεού θέλοντος.» Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα τον είχαν συνοδεύσει στην Έφεσο και τους άφησε εκεί για να συνεχίσουν το έργο που αυτός είχε αρχίσει. ΠΑ 236.2

Την εποχή εκείνη κάποιος «Ιουδαίος . . . ονόματί Απολλώς, Αλεξανδρεύς το γένος, κατήντησεν εις Έφεσον, όστις ήτο δυνατός εν ταις Γραφαίς.» Αυτός είχε ακούσει το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, είχε δεχτεί το βάπτισμα της μετανοίας και αποτελούσε μία ζωντανή μαρτυρία ότι το έργο του προφήτη δεν πήγε χαμένο. Η Γραφή καταχωρεί για τον Απολλώ ότι «ήτο κατηχημένος την οδόν του Κυρίου, και ζέων κατά το πνεύμα, ελάλει και εδίδασκεν ακριβώς τα περί του Κυρίου, γινώσκων μόνον το βάπτισμα του Ιωάννου.» ΠΑ 236.3

Ενώ βρίσκονταν στην Έφεσο, ο Απολλώς «ήρχισε να λαλή μετά παρρησίας εν τη συναγωγή.» Μεταξύ των ακροατών του βρίσκονταν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα οι οποίοι, όταν αντιλήφθησαν ότι δεν είχε ακόμη δεχθεί όλο το φώς του Ευαγγελίου, «παρέλαβον αυτόν και εξέθεσαν εις αυτόν ακριβέστερα την οδόν του Θεού.» Με τη διδαχή τους απέκτησε σαφέστερη κατανόηση των Γραφών και έγινε ένας από τους ικανότερους υπερασπιστές της χριστιανικής πίστης. ΠΑ 236.4

Ο Απολλώς ήθελε να πάει στην Αχαΐα και οι αδελφοί της Εφέσου «έγραψαν πρός τους μαθητάς προτρέποντες να δεχθώσιν αυτόν» σαν κατηχητή ευρισκόμενο σε πλήρη αρμονία με την Εκκλησία του Χριστού. Πήγε στην Κόρινθο όπου εργαζόμενος δημοσία και πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, «εξήλεγχε τους Ιουδαίους ... αποδεικνύων δια των Γραφών ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.» Ο Παύλος είχε σπείρει το λόγο της αλήθειας. Τώρα ο Απολλώς τον πότιζε. Η επιτυχία που συνόδευε το ευαγγελικό κήρυγμα του Απολλώ ώθησε μερικούς από τους πιστούς να εκθειάσουν το έργο του πάνω από το έργο του Παύλου. Αυτή η σύγκριση μεταξύ ανθρώπων δημιούργησε στην Εκκλησία ένα κομματικό πνεύμα που απειλούσε νε φέρει σοβαρά εμπόδια στην πρόοδο του Ευαγγελίου. ΠΑ 237.1

Μέσα στον ενάμιση χρόνο που πέρασε στην Κόρινθο, ο Παύλος είχε επίτηδες παρουσιάσει το Ευαγγέλιο με όσο γίνονταν μεγαλύτερη απλότητα. Είχε πάει στους Κορινθίους «ουχί με υπεροχήν λόγου ή σοφίας,» αλλά «με φόβον και με τρόμον πολύν» και «με απόδειξιν Πνεύματος και δυνάμεως» είχε καταστήσει γνωστή «την μαρτυρίαν του «Θεού,» για να είναι η πίστη τους «ουχί δια της σοφίας των ανθρώπων, αλλά δια της δυνάμεως του Θεού.» (Α ', Κορ. 2:1, 4, 5.) ΠΑ 237.2

Ο Παύλος είχε αναγκαστικά προσαρμόσει τον τρόπο της διδαχής του με την πραγματική κατάσταση της Εκκλησίας. «Εγώ, αδελφοί, δεν ηδυνήθην να λαλήσω πρός εσάς ως πρός πνευματικούς,» τους εξήγησε αργότερα, «αλλ’ ως πρός σαρκικούς, ως πρός νήπια εν Χριστώ. Γάλα σας επότισα και ουχί στερεάν τροφήν διότι δεν ηδύνασθε έτι να δεχθήτε αυτήν αλλ’ ουδέ τώρα δύνασθε.» (Α ', Κορ. 3:1,2.) Πολλοί από τους Κορινθίους πιστούς δυσκολεύονταν να μάθουν τα μαθήματα που προσπαθούσε να τους διδάξει. Η πρόοδός τους στη γνώση των πνευματικών δεν συμβάδιζε με τις ευκαιρίες και με τα προνόμια που είχαν. Ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται κατά πολύ προχωρημένοι στη χριστιανική τους εμπειρία και να είναι έτοιμοι να καταλάβουν και να εφαρμόσουν τις βαθύτερες αλήθειες του λόγου, αυτοί εξακολουθούσαν να μένουν στο σημείο όπου βρίσκονταν οι απόστολοι όταν ο Χριστός τους είπε: «Έτι πολλά έχω να είπω πρός εσάς δεν δύνασθε όμως τώρα να βαστάζητε αυτά.» (Ιωάν. 16:12.) Η ζήλεια, η καχυποψία και οι ενθεν και ελθεν κατηγορίες είχαν κλείσει τις καρδιές πολλών Κορινθίωνπιστών στην πλήρη επίδραση του Αγίου Πνεύματος το οποίο «ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού.» (Α ', Κορ. 2:10.) Όσο σοφοί κι αν ήταν στις γνώσεις του κόσμου, όσοναφορά τη γνώση του Χριστού, δεν ήταν παρά νήπια. ΠΑ 237.3

Το έργο του Παύλου ήταν να διδάξει τους Κορινθίους προσήλυτους την υποτυπώδη μορφή, το αλφάβητο της χριστιανικής πίστης. Ήταν υποχρεωμένος να τους διδάξει όπως διδάσκει κανείς αυτούς που αγνοούν τον τρόπο ενεργείας της θεϊκής δύναμης μέσα στην καρδιά. Την εποχή εκείνη ήταν ανίκανοι να κατανοήσουν τα μυστήρια της σωτηρίας επειδή «ο φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού διότι είναι μωρία εις αυτόν, και δεν δύναται να γνωρίση αυτά διότι πνευματικώς ανακρίνονται.» (Α', Κορ. 2:14). Ο Παύλος είχε προσπαθήσει να σπείρει το σπόρο που άλλοι θα πότιζαν. Αυτοί που τον διαδέχθηκαν έπρεπε να συνεχίσουν το έργο αυτό από το σημείο που το είχε σταματήσει, προσθέτοντας πνευματικό φώς και γνώση την κατάλληλη κάθε φορά στιγμή, ανάλογα με την ικανότητα της Εκκλησίας να τα δεχθεί. ΠΑ 238.1

Όταν ο απόστολος ανέλαβε το έργο του στην Κόρινθο, συνελήφθηκε ότι έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στον τρόπο με τον οποίο θα παρουσίαζε τις αλήθειες που ήθελε να διδάξει. Ήξερε ότι μεταξύ των ακροατών του θα υπήρχαν θιασώτες ανθρωπίνων θεωριών και υποστηρικτές ψευδών θρησκευτικών συστημάτων οι οποίοι ψηλαφούσαν στα τυφλά, με την ελπίδα να ανακαλύψουν στο βιβλίο της φύσης αντιφατικές θεωρίες προς την πραγματικότητα της πνευματικής αθάνατης ζωής, όπως την παρουσιάζουν οι Γραφές. Ήξερε επίσης ότι επικριτές θα επιχειρούσαν να αντικρούσουν τη χριστιανική ερμηνεία του αποκαλυμμένου λόγου και ότι οι σκεπτικιστές θα αντιμετώπιζαν το Ευαγγέλιο του Χριστού με ειρωνείες και χλευασμούς. ΠΑ 238.2

Επειδή ο σκοπός του ήταν να οδηγήσει ψυχές στα πόδια του σταυρού, ο Παύλος δεν τόλμησε να τιμήσει κατευθείαν αυτούς που είχαν επιδοθεί στην ακολασία, ή να τους δείξει πόσο ανίερη παρουσιάζονταν η αμαρτία τους στα μάτια ενός αγίου Θεού. Αντί να κάνει αυτό, τους εξέθεσε τον πραγματικά αντικειμενικό σκοπό της ζωής και προσπάθησε να χαράξει βαθιά στη σκέψη τους τα μαθήματα του θεϊκού Δασκάλου, τα οποία αν τα δέχονταν, θα τους ύψωναν από την κοσμικότητα και την αμαρτία στην αγνότητα και στη δικαιοσύνη. Επέμενε ιδιαίτερα στον τομέα της έμπρακτης θεοσέβειας και της αγνότητας που πρέπει να φθάσουν αυτοί που θα κριθούν άξιοι να έχουν θέση στη βασιλεία του Θεού. Λαχταρούσε να δει το φώς του ευαγγελίου του Χριστού να διαπερνά το σκότος των σκέψεών τους, έτσιώστε να μπορέσουν τότε να καταλάβουν πόσο προσβλητικές ήταν στα μάτια του Θεού οι ανήθικες συνήθειές τους. Γι’ αυτό το κέντρο βάρους της προς αυτούς διδασκαλίας του ήταν ο Χριστός και Αυτός εσταυρωμένος. Επεδίωξε να τους δείξει ότι η βαθύτερή τους μελέτη και η μεγαλύτερή τους χαρά έπρεπε να αποτελεί η θαυμάσια αλήθεια της σωτηρίας που θα αποκτούσαν με τη μετάνοια στο Θεό και την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό. ΠΑ 239.1

Ο φιλόσοφος καταφρονεί το φώς της σωτηρίας επειδή αυτό καταισχύνει τις αλαζονικές του θεωρίες. Ο κοσμικός αρνείται να το δεχθεί επειδή θα τον χώριζε από τα κοσμικά του είδωλα. Ο Παύλος κατάλαβε ότι οι άνθρωποι πρέπει πρώτα να κατανοήσουν το χαρακτήρα του Χριστού πριν Τον αγαπήσουν ή να Τον δουν στο σταυρό με τα μάτια της πίστης. Εδώ ακριβώς πρέπει να αρχίσει η μελέτη που θα αποβεί η επιστήμη και ο ύμνος των λυτρωμένων στους ατέλειωτους αιώνες. Μόνο κάτω από το φώς του σταυρού μπορεί να εκτιμηθεί η πραγματική αξία της ανθρώπινης ψυχής. ΠΑ 239.2

Η εξευγενιστική επιρροή της χάρης του Θεού μεταβάλλει τη φυσική διάθεση του ανθρώπου. Για το σαρκικό άνθρωπο ο ουρανός δεν είναι επιθυμητός. Η σαρκική, μη αναγεννημένη καρδιά δεν έλκεται προς τον αγνό και άγιο εκείνο τόπο. Και αν ακόμη τους ήταν δυνατή η είσοδος, δεν θα εύρισκαν τίποτε το συγγενικό με αυτούς εκεί. Οι κλίσεις που κυριαρχούν στη φυσική καρδιά πρέπει να υποταχθούν με τη χάρη του Χριστού, πριν ο αμαρτωλός άνθρωπος γίνει κατάλληλος να εισέλθει στον ουρανό και να απολαύσει την επικοινωνία με τους αγνούς, αγίους αγγέλους. Όταν ο άνθρωπος νεκρώνεται ως προς την αμαρτία και ζωοποιείται στη νέα εν Χριστώ ζωή, η θεϊκή αγάπη γεμίζει την καρδιά. Τα διανοήματά του αγιάζονται. Πίνει από μία αστείρευτη πηγή χαράς και γνώσης. Και το φώς της αιώνιας ημέρας λάμπει στο μονοπάτι του επειδή το Φώς της ζωής βρίσκεται διαρκώς κοντά του. ΠΑ 239.3

Ο Παύλος είχε προσπαθήσει να αποτυπώσει στο νου των Κορινθίων αδελφών του το γεγονός ότι τόσο εκείνος όσο και οι άλλοι κήρυκες που συνδέονταν με αυτόν δεν ήταν παρά άνθρωποι τους οποίους ο Θεός είχε εξουσιοδοτήσει να κηρύξουν την αλήθεια. Τόνισεεπίσης ότι όλοι τους ασχολούνταν με το ίδιο έργο και όλοι εξίσου εξαρτούνται από το Θεό για την επιτυχία των προσπαθειών τους. Η συζήτηση που είχε τώρα αρχίσει στην Εκκλησία για τα συγκριτικά προσόντα των διαφόρων ιεροκηρύκων δεν ήταν σύμφωνη με το Θεό, αλλά ήταν αποτέλεσμα των προσφιλών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της φυσικής καρδιάς. ΠΑ 240.1

«Διότι όταν λέγει τις, Εγώ μεν είμαι του Παύλουάλλος δε, εγώ του Απολλώ, δεν είσθε σαρκικοί; Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται δια των οποίων επιστεύσατε και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων.» (Α ', Κορ. 3:4 - 7.) ΠΑ 240.2

Ο Παύλος ήταν εκείνος που πρώτος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Κόρινθο και είχε οργανώσει την εκεί Εκκλησία. Αυτό το έργο του το είχε ορίσει ο Θεός. Αργότερα, κατά την υπόδειξη του Θεού, άλλοι εργάτες προστέθηκαν για να αναλάβουν τη θέση και το έργο τους. Ο σπαρμένος σπόρος έπρεπε να ποτιστεί. Αυτό θα έκανε ο Απολλώς. Συνέχισε το έργο του Παύλου για να δώσει περισσότερη καθοδήγηση και για να βοηθήσει στην αύξηση του φυτεμένου σπόρου. Είχε κατακτήσει με το έργο του τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Θεός όμως ήταν Εκείνος που έδινε την αύξηση. Δεν είναι η ανθρώπινη αλλά η θεϊκή δύναμη αυτή που επιφέρει τη μεταβολή του χαρακτήρα. Ούτε αυτοί που φυτεύουν, ούτε αυτοί που ποτίζουν μπορούν να προκαλέσουν την αύξηση του σπόρου. Εργάζονται κάτω από την επίβλεψη του Θεού, σαν καθορισμένοι πράκτορές Του, συνεργαζόμενοι μαζί Του στο έργο Του. Στον Αρχιεργάτη ανήκει η δόξα και η τιμή η οποία συνοδεύει την επιτυχία. ΠΑ 240.3

Οι υπηρέτες του Θεού δεν διαθέτουν όλοι τα ίδια προσόντα, αλλά όλοι τους είναι εργάτες Του. Ο καθένας πρέπει να μαθητεύσει κοντά στο μεγάλο Δάσκαλο και να μεταδώσει κατόπιν αυτά που έμαθε. Ο Θεός ανέθεσε ένα ιδιαίτερο έργο στον καθένα από τους απεσταλμένους Του. Υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, όλοι όμως οι εργάτες οφείλουν να συνενώνονται αρμονικά μεταξύ τους, καθοδηγούμενοι από την καθαγιάζουσα επιρροή του Αγίου Πνεύματος. Ενώ γνωστοποιούν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, πολλοί θα πεισθούν και θα μεταλλαχθούν από τη δύναμη του Θεού. Το ανθρώπινο στοιχείο είναι «κεκρυμμένον μετά του Χριστού εν τω Θεώ» και ο Χριστός παρουσιάζεται ως «ο αγαπητός . . . διακρινόμενος μεταξύ μυριάδων.» ΠΑ 241.1

«Ο φυτεύων δε και ο ποτίζων είναι εν και έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού. Διότι του Θεού είμεθα συνεργοίσεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.» (Α', Κορ. 3:8 - 9.) Στη γραφική αυτή περικοπή ο απόστολος παραβάλλει την εκκλησία με ένα καλλιεργημένο αγρό όπου οι γεωργοί εργάζονται Φροντίζοντας τα κλήματα της φυτείας του Κυρίου. Τη συγκρίνει επίσης με μία οικοδομή η οποία προορίζεται να γίνει ένας ιερός ναός για τον Κύριο. Ο Θεός είναι ο Αρχιεργάτης και Αυτός έχει καθορίσει το έργο του κάθε ανθρώπου. Όλοι πρέπει να εργάζονται κάτω από την επιτήρησή Του, αφήνοντάς Τον να εργάζεται μέσω των εργατών Του, για το καλό των εργατών Του. Τους χορηγεί διακριτικότητα και επιδεξιότητα και αν προσέχουν στην καθοδήγησή Του στέφει τις προσπάθειές τους με επιτυχία. ΠΑ 241.2

Οι δούλοι του Θεού πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους με καλοσύνη και ευγένεια, τιμώντας ο ένας τον άλλον. Δεν πρέπει να υπάρχει δριμύ επικριτικό πνεύμα, ή καταρράκωση του έργου ενός άλλου. Ούτε κομματισμός επιτρέπεται να υπάρχει. Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός έχει αναθέσει να φέρει μία αγγελία έχει το δικό του ιδιαίτερο έργο. Ο καθένας έχει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα και δεν πρέπει να προσπαθήσει να την αφομοιώσει με την προσωπικότητα κάποιου άλλου. Ο καθένας όμως οφείλει να εργάζεται αρμονικά με τους αδελφούς του. Στην υπηρεσία τους οι εργάτες του Θεού ουσιαστικά πρέπει να είναι ένα. Κανείς, δεν πρέπει να θέσει τον εαυτό του γνώμονα για τους άλλους, μιλώντας χωρίς σεβασμό για τους συνεργάτες του και να τους φέρεται σαν κατώτερους. Κάτω από την αιγίδα του Θεού ο καθένας οφείλει να εκτελεί την καθορισμένη του εργασία έχοντας το σεβασμό, την αγάπη και την ενθάρρυνση των άλλων εργατών. Όλοιμαζί πρέπει να συνεχίσουν το έργο μέχρι να το αποτελειώσουν. ΠΑ 242.1

Οι αρχές αυτές εκτίθενται λεπτομερώς στην πρώτη επιστολή του Παύλου στην εκκλησία της Κορίνθου. Ο απόστολος αναφέρεται στους «υπηρέτας του Χριστού» ως «οικονόμους των μυστηρίων του Θεού.» Και για το έργο τους λέγει: «Το δε επίλοιπον ζητείται μεταξύ των οικονόμων να ευρεθή έκαστος πιστός. Εις εμέ δε ελάχιστον είναι να ανακριθώ υφ’ υμών ή υπό ανθρώπινης κρίσεως αλλ’ ουδέ ανακρίνω εμαυτόν. Διότι η συνείδησίς μου δεν με ελέγχει εις ουδέν πλήν με τούτο δεν είμαι δεδικαιωμένος αλλ’ ο ανακρίνων με είναι ο Κύριος. ‘Ωστε μη κρίνετε μηδέν πρό καιρού, έως αν έλθη ο Κύριος όστις και θέλει φέρει εις το φώς τα κρυπτά του σκότους και θέλει φανερώσει τας βουλάς των καρδιών και τότε ο έπαινος θέλει γίνει εις έκαστον από του Θεού.» (Α ', Κορ. 4:1 - 5.) ΠΑ 242.2

Καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει ανάμεσα στους διαφόρους υπηρέτες του Θεού. Μόνο ο Θεός είναι ο κριτής του ανθρώπινου έργου, και Αυτός θα δώσει στον καθένα τη δίκαια αμοιβή του. ΠΑ 242.3

Συνεχίζοντας ο απόστολος, αναφέρεται άμεσα στις συγκρίσεις που είχαν γίνει ανάμεσα στις δικές του προσπάθειες και στις προσπάθειες του Απολλώ: «Ταύτα δε, αδελφοί, μετέφερα παραδειγματικός εις εμαυτόν και εις τον Απολλώ δια σας δια να μάθητε δια του παραδείγματος ημών να μη φρονητε υπέρ ότι είναι γεγραμμένον, δια να μη επαίρησθε εις υπέρ του ενός κατά του άλλου. Διότι τις σε διακρίνει από του άλλου; και τι έχεις το οποίον δεν έλαβες; Εάν δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α ', Κορ. 4:6 - 7.) ΠΑ 243.1

Ο Παύλος εκθέτει ολοφάνερα στην Εκκλησία τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες που ο ίδιος και οι σύντροφοί του είχαν υποστεί στην υπηρεσία τους για το Χριστό. «Έως της παρούσης ώρας,» αναφέρει, «και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και ραπιζόμεθα και περιπλανώμεθα και κοπιώμεν εργαζόμενοι με τας ιδίας ημών χείρας λοιδορούμενοι ευλογούμεν διωκόμενοι υποφέρομεν βλασφημούμενοι παρακαλούμεν ως περικαθάρματα του κόσμου εγίναμεν, σκύβαλον πάντων έως της σήμερον. Δεν γράφω ταύτα πρός εντροπήν σας, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Διότι αν έχητε μυρίους παιδαγωγούς εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας επειδή εγώ σας εγέννησα εν Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου.» (Α ', Κορ. 4:11 - 15.) ΠΑ 243.2

Εκείνος που αποστέλλει τους εργάτες του Ευαγγελίου σαν πρεσβευτές Του, προσβάλλεται όταν από μέρους των ακροατών δημιουργείται ένας τόσο ισχυρός δεσμός συμπάθειαςγια κάποιον προσφιλή ιεροκήρυκα, ώστε να μη θέλουν να δεχθούν το έργο άλλου εργάτη. Ο Κύριος στέλλει βοήθεια στο λαό Του όχι πάντοτε σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους, αλλά σύμφωνα με τις ανάγκες τους επειδή οι άνθρωποι μυωπάζουν και δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τι είναι για το ύψιστο συμφέρον τους. Σπάνια συμβαίνει ένας ιεροκήρυκας να συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα προσόντα για την τελειοποίηση μίας Εκκλησίας καθ’ όλες τις απαιτήσεις που επιβάλλει η Χριστιανοσύνη. Γι’ αυτό συχνά ο Θεός στέλλει διάφορους κήρυκες, ο καθένας από τους οποίους διαθέτει ορισμένες ικανότητες τις οποίες δεν είχαν οι προκάτοχοί του. ΠΑ 243.3

Η Εκκλησία πρέπει να δέχεται με ευγνωμοσύνη τους υπηρέτες αυτούς του Χριστού, όπως θα δέχονταν τον ίδιο τον Κύριο. Πρέπει να προσπαθούν τα μέλη να επωφελούνται όσο το δυνατόν περισσότερο από τη διδασκαλία την οποία ο κάθε κήρυκας μπορεί να τους μεταδώσει από το λόγο του Θεού. Οι αλήθειες τις οποίες μεταδίδουν οι δούλοι του Θεού πρέπει να γίνονται αποδεκτές και να εκτιμούνται με πραότητα και με ταπεινό πνεύμα, αλλά ποτέ δεν πρέπει ο ιεροκήρυκας να ειδωλοποιείται. ΠΑ 244.1

Με τη χάρη του Χριστού, οι υπηρέτες του Θεού γίνονται φορείς φωτός και ευλογιών. Με ένθερμη και έμμονη προσευχή αποκτούν τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος και εξέρχονται πιεζόμενοι από το βάρος να σώσουν ψυχές. Με τις καρδιές τους γεμάτες ζήλο για να εξαγγείλουν το θρίαμβο του σταυρού, θα δουν τους μόχθους τους να καρποφορούν. Όταν με αποφασιστικότητα αρνούνται να επιδείξουν την ανθρώπινη σοφία ή να εξυψώσουν τον εαυτό τους, τότε θα επιτελέσουν ένα έργο που θα αντέξει στις επιθέσεις του Σατανά. Πολλές ψυχές θα στραφούν από το σκότος στο φώς και πολλές Εκκλη-σίες θα ιδρυθούν. Οι άνθρωποι θα μεταπεισθούν όχι για χατίρι του ανθρώπινου παράγοντα, αλλά για χάρη του Χριστού.Το εγώ θα παραμερισθεί και θα εμφανίζεται μόνο ο Ιησούς, ο Άνθρωπος του Γολγοθά. ΠΑ 244.2

Όσοι εργάζονται για το Χριστό σήμερα μπορούν να παρουσιάζουν τα ίδια υπέροχα διακριτικά γνωρίσματα που παρουσίαζαν εκείνοι που κήρυτταν το Ευαγγέλιο κατά την αποστολική εποχή. Ο Θεός είναι εξίσου πρόθυμος να χορηγήσει δύναμη στους δούλους Του σήμερα, όπως έδινε δύναμη στον Παύλο, στον Απολλώ, στο Σίλα,στον Τιμόθεο, στον Πέτρο,στον Ιάκωβο και στον Ιωάννη. ΠΑ 244.3

Στις ημέρες των αποστόλων υπήρχαν μερικά παράλογα άτομα τα οποία, ενώ ισχυρίζονταν ότι πίστευαν στο Χριστό, αρνούνταν να δείξουν σεβασμό στους εκπροσώπους Του. Δήλωναν ότι δεν ακολουθούσαν κανένα ανθρώπινο δάσκαλο, αλλά ότι διδάσκονταν κατευθείαν από το Χριστό χωρίς τη βοήθεια των κηρύκων του Ευαγγελίου. Διέπονταν από πνεύμα ανεξάρτητο και αρνούνταν να υποταχθούν στη φωνή της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι αυτοί διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο να εξαπατηθούν. ΠΑ 244.4

Ο Θεός έθεσε στην Εκκλησία καθορισμένους βοηθούς Του με διαφορετικά ταλέντα, ώστε με τη συνδυασμένη σοφία των πολλών, να καταστούν κατανοητές οι απόψεις του Πνεύματος. Άνθρωποι οι οποίοι δρουν εμφορούμενοι από την ισχυρογνωμοσύνη τους και αρνούνται να ενωθούν με άλλους που έχουν αποκτήσει μακρά πείρα στο έργο του Θεού, θα τυφλωθούν από την εμπιστοσύνη που έχουν στον εαυτό τους, ανίκανοι να διακρίνουν τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Δεν είναι ασφαλές τέτοια άτομα να εκλέγονται ως αρχηγοί της Εκκλησίας. Γιατί θα ακολουθούν τη δική τους κρίση και τα δικά τους σχέδια, άσχετα από την κρίση των αδελφών τους. Ο εχθρός εργάζεται εύκολα με εκείνους που ενώ χρειάζονται συμβουλή σε κάθε βήμα αναλαμβάνουν την περιφρούρηση άλλων ψυχών, στηριζόμενοι στη δική τους δύναμη, χωρίς να έχουν μάθει την ταπεινοφροσύνη του Χριστού. ΠΑ 245.1

Μοναδικά οι εντυπώσεις δεν αποτελούν ασφαλή οδηγό του καθήκοντος. Συχνά ο εχθρός πείθει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι τους οδηγεί ο Θεός, ενώ στην πραγματικότητα ακολουθούν μόνο την ανθρώπινη παρόρμηση. Αν όμως είμαστε προσεκτικοί και συμβουλευόμαστε τους αδελφούς μας, τότε θα μπορέσομε να κατανοήσουμε το θέλημα του Θεού. Επειδή η υπόσχεση λέγει: «Θέλει οδηγήσει τους πράους εν κρίσει και θέλει διδάξει τους πράους την οδόν Αυτού.» (Ψαλμ. 25:9.) ΠΑ 245.2

Στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία υπήρχαν μερικοί που δεν αναγνώριζαν ούτε το Παύλο ούτε τον Απολλώ, αλλά ισχυρίζονταν ότι αρχηγός τους ήταν ο Πέτρος. Επέμεναν ότι ο Πέτρος είχε τη στενότερη επαφή με το Χριστό όταν ο Κύριος βρίσκονταν στη Γή, ενώ ο Παύλος υπήρξε διώκτης των πιστών. Οι απόψεις τους και τα αισθήματά τους καθοδηγούνταν από την προκατάληψη. Δεν έδειχναν την ελευθερία, τη γενναιοψυχία και την τρυφερότητα που φανερώνουν ότι ο Χριστός ενοικεί στην καρδιά. ΠΑ 245.3

Υπήρχε κίνδυνος αυτό το πνεύμα του κομματισμού να καταλήξει σε μεγάλο κακό για τη χριστιανική εκκλησία. Και ο Παύλος έλαβε θεία καθοδήγηση να μεταχειριστεί λόγια αυστηρής νουθεσίας και σοβαρής διαμαρτυρίας. Απευθυνόμενος σε αυτούς που έλεγαν: «Εγώ μεν είμαι του Παύλου, εγώ δε του Απολλώ, εγώ του Κηφά, εγώ δε του Χριστού,» ο απόστολος ρωτάει: «Διεμερίσθη ο Χριστός; Μήπως ο Παύλος εσταυρώθη δια σας; ή εις το όνομα του Παύλου εβαπτίσθητε;» «Μηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους,» τους ικέτευε, «διότι τα πάντα είναι υμών. Είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς, είτε κόσμος, είτε ζωή είτε θάνατος, είτε παρόντα είτε μέλλοντα, τα πάντα είναι υμών σείς δε του Χριστού ο δε Χριστός του Θεού.» (Α ', Κορ. 1:12 - 13, 3:21, 23.) ΠΑ 246.1

Ο Παύλος και ο Απολλώς ήταν απολύτως σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο τελευταίος αυτός αισθάνθηκε απογοήτευση και λύπη για τη διχογνωμία της Εκκλησίας της Κορίνθου. Δεν επωφελήθηκε από την προτίμηση που του έγινε, ούτε και την ενθάρρυνε, αλλά εγκατέλειψε βιαστικά το πεδίο των προστριβών. Όταν αργότερα ο Παύλος τον παρότρυνε να επισκεφτεί πάλι την Κόρινθο, εκείνος αρνήθηκε και δεν επέστρεψε να ξαναεργαστεί εκεί παρά μόνο πολύ αργότερα, όταν η Εκκλησία έφθασε σ’ ένα ανώτερο πνευματικό επίπεδο. ΠΑ 246.2