Ο Θεός είχε λεπτομερώς πληροφορήσει τους προπάτορές μας για το δέντρο της γνώσης, για την πτώση του Σατανά και για τον κίνδυνο που θα διέτρεχαν ακούγοντας τις προτάσεις του. Δεν τους είχε στερήσει τη δύναμη να φάνε τον απαγορευμένο καρπό. Τους άφησε ελεύθερους είτε να ακούσουν το λόγο Του, να υπακούσουν στις εντολές Του και να ζήσουν, είτε να πιστέψουν τον πειραστή, να παρακούσουν και να πεθάνουν. Και οι δύο έφαγαν και η μεγάλη σοφία που απέκτησαν ήταν η γνώση της αμαρτίας και η συναίσθηση της ενοχής. Το φωτεινό περίβλημα που τους κάλυπτε σε λίγο εξαφανίστηκε. Συναισθανόμενοι την ενοχή, ένιωσαν ξαφνικά να τρέμουν και προσπάθησαν να σκεπάσουν τα ακάλυπτα σώματά τους. ΙΑ 21.1
Ο Αδάμ και η Εύα προτίμησαν να ακούσουν τα λόγια ενός φιδιού, όπως νόμισαν, το οποίο δεν τους είχε δώσει καμία ένδειξη της αγάπης του. Δεν είχε κάνει τίποτα για την ευτυχία τους, ενώ ο Θεός τους είχε προμηθέψει με κάθε τι το όμορφο και ωφέλιμο. Οπουδήποτε και αν έστρεφαν το βλέμμα τους, αντίκριζαν την αφθονία και την ομορφιά. Και όμως, η Εύα απατήθηκε από το φίδι πιστεύοντας ότι κάτι τους είχε κατακρατηθεί που θα μπορούσε να τους κάνει σοφούς, όπως τον ίδιο τον Θεό. Αντί να δείξει εμπιστοσύνη στον Δημιουργό της, εκδήλωσε τέλεια δυσπιστία στην καλοσύνη Του και τίμησε τα λόγια του Σατανά. ΙΑ 21.2
Στην αρχή, μόλις ο Αδάμ έφαγε το φρούτο νόμισε ότι εισχωρούσε σε μία ανώτερη σφαίρα της ύπαρξής του. Σε λίγο όμως η σκέψη της παράβασής του τον τρομοκράτησε. Η ατμόσφαιρα που μέχρι τότε είχε ήπια και ομοιογενή θερμοκρασία, τούς έκανε να κρυώνουν. Το ένοχο ζευγάρι ένιωσε το αίσθημα της ενοχής, το φόβο του μέλλοντος, τη γυμνότητα της ψυχής. Η αγάπη και η γαλήνη που γνώριζαν μέχρι τότε χάθηκαν και στη θέση τους εμφανίστηκε η αίσθηση της έλλειψης που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν νιώσει. Για πρώτη φορά έστρεψαν την προσοχή τους στην εξωτερική τους εμφάνιση. Το φωτεινό περίβλημα που τους σκέπαζε είχε εξαφανιστεί και για να το αντικαταστήσουν προσπάθησαν να βρουν ένα κάλυμμα για τα σώματά τους. Συναισθανόμενοι τη γυμνότητά τους, δεν μπορούσαν να αντικρίσουν τον Θεό και τους αγγέλους. ΙΑ 21.3
Άρχισαν να βλέπουν τον αληθινό χαρακτήρα της αμαρτίας. Η ανυπακοή τους στην εντολή του Θεού φάνηκε καθαρά. Ο Αδάμ κατη-γορούσε την Εύα για την ανοησία της να φύγει από κοντά του και να απατηθεί από το φίδι. Έλπιζαν όμως και οι δύο ότι ο Θεός που τους αγαπούσε πολύ και είχε κάνει το παν για την ευτυχία τους, θα συγχωρούσε τη μοναδική παράβασή τους και δεν θα τους επέβαλλε τρομερή τιμωρία. ΙΑ 21.4
Ο Σατανάς θριάμβευε με την επιτυχία του. Είχε οδηγήσει τη γυναίκα να δυσπιστήσει στον Θεό, να αμφιβάλλει για τη σοφία Του και να επιχειρήσει να εισχωρήσει στα πάνσοφα σχέδιά Του. Μέσω αυτής είχε κατορθώσει να καταστρέψει τον Αδάμ ο οποίος, εξαιτίας της αγάπης του για την Εύα, παραβίασε την εντολή του Θεού. ΙΑ 22.1
Η είδηση της πτώσης του ανθρώπου διαδόθηκε στον ουρανό. Κάθε άρπα σίγησε. Οι άγγελοι θλιμμένοι έβγαλαν τα στεφάνια από τα κεφάλια τους. Ολόκληρος ο ουρανός ταράχτηκε. Οι ουράνιες υπάρξεις λυπήθηκαν για τη μεγάλη αχαριστία προς τον Θεό ο οποίος τους είχε χορηγήσει πλούσια δώρα. Κλήθηκε ένα συμβούλιο προκειμένου να αποφασιστεί η τύχη του αμαρτωλού ζευγαριού. Οι άγγελοι φοβήθηκαν μήπως οι πρωτόπλαστοι έτρωγαν από το δέντρο της ζωής διαιωνίζοντας τη ζωή της αμαρτίας. ΙΑ 22.2
Ο Κύριος επισκέφτηκε τον Αδάμ και την Εύα και τους γνωστοποίησε τις συνέπειες της παράβασής τους. Όταν άκουσαν να πλησιάζει η μεγαλειότητά Του, προσπάθησαν να κρυφτούν από Αυτόν που πριν την αμαρτία Τον υποδέχονταν με χαρά. «Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Πού είσαι; Ο δε είπε, Την φωνήν σου ήκουσα εν τω παραδείσω, και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός και εκρύφθην. Και είπε προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του δένδρου από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης;» Δεν έκανε ο Θεός την ερώτηση αυτή για να πληροφορηθεί ο Ίδιος τα γεγονότα, αλλά για να αποδειχτεί το σφάλμα του ένοχου ζευγαριού. Γιατί ένιωσες ντροπιασμένος και κρύφτηκες; Ο Αδάμ αναγνώρισε την παράβασή του όχι επειδή μετανόησε για τη μεγάλη του παρακοή, αλλά επειδή ήθελε να ρίξει την ευθύνη στον Θεό. «Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου και έφαγον”. Τότε απευθύνθηκε προς τη γυναίκα: «Τι είναι τούτο το οποίον έκαμες;” Η Εύα απάντησε: «Ο όφις με ηπάτησε και έφαγον». ΙΑ 22.3