«Τότε υπήγεν ο στρατηγός μετά των υπηρετών, και έφερεν αυτούς ουχί μετά βίας, διότι εφοβούντο τον λαόν μη λιθοβοληθώσι. Και αφού έφεραν αυτούς, έστησαν εν τω συνεδρίω και ηρώτησεν αυτούς ο αρχιερεύς λέγων, “Δεν σας παρηγγείλαμεν ρητώς να μη διδάσκητε εν τω ονόματι τούτω; Και ιδού, εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ από της διδαχής σας, και θέλετε να φέρητε εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου”» (Πραξ. ε’ 26-28). Δεν ήταν πλέον τόσο πρόθυμοι να πάρουν το βάρος της ευθύνης της δολοφονίας του Ιησού όσο ήταν όταν ωρύονταν μαζί με τον εξευτελισμένο όχλο: «Το αίμα αυτού ας ήναι εφ’ ημάς, και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. κζ’ 25). ΙΑ 197.1
Ο Πέτρος, μαζί με τους άλλους αποστόλους, συνέχισε την ίδια γραμμή απολογίας που είχε ακολουθήσει στην πρώτη δίκη. «Αποκριθείς δε ο Πέτρος και οι απόστολοι είπον, Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους». Ο σταλμένος από τον Θεό άγγελος ήταν εκείνος που τους είχε ελευθερώσει από τη φυλακή και τους είχε προστάξει να διδάξουν στο ιερό. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, υπάκουσαν στη θεϊκή προσταγή την οποία όφειλαν να σέβονται, οποιοδήποτε και αν ήταν το κόστος. Ο Πέτρος συνέχισε: «Ο Θεός των πατέρων ημών ανέστησε τον Ιησούν, τον οποίον σεις εθανατώσατε κρεμάσαντες επί ξύλου. Τούτον ο Θεός ύψωσε δια της δεξιάς αυτού αρχηγόν και σωτήρα, δια να δώση μετάνοιαν εις τον Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών. Και ημείς είμεθα μάρτυρες αυτού περί των λόγων τούτων, και το Πνεύμα δε το Άγιον, το οποίον έδωκεν ο Θεός εις τους πειθαρχούντας εις αυτόν” (Πραξ. ε’ 29-32). ΙΑ 197.2
Το Πνεύμα, απεσταλμένο από τον Θεό, ήταν στο πλευρό των α-ποστόλων. Οι κατηγορούμενοι έγιναν κατήγοροι, καταλογίζοντας τη δολοφονία του Ιησού στους ιερείς και στους άρχοντες που αποτελούσαν το συνέδριο. Οι Ιουδαίοι είχαν τόσο εξαγριωθεί ώστε αποφάσισαν, χωρίς περαιτέρω δίκη και χωρίς την εξουσιοδότηση των Ρωμαίων αξιωματούχων, να εφαρμόσουν το νόμο μόνοι τους και να θανατώσουν τους κρατούμενους. Ήδη ένοχοι από το θάνατο του Ιησού, ήταν τώρα πρόθυμοι να βάψουν τα χέρια τους με το αίμα των αποστόλων Του. Υπήρχε όμως ένας πολυμαθής άνθρωπος υψηλής περιωπής και με λογική ικανή να δει τις τρομερές επιπτώσεις που μπορούσε να επιφέρει η βίαιη αυτή πράξη. Ο Θεός χρησιμοποίησε ένα άτομο, μέλος του συμβουλίου τους, για να αναχαιτίσει τη βία των ιερέων και των δικαστών. ΙΑ 197.3
Ο Γαμαλιήλ, μορφωμένος Φαρισαίος και διδάκτορας, άνθρωπος με μεγάλη υπόληψη, ήταν προικισμένος με εξαιρετική σύνεση. Απαίτησε, πριν πάρει το λόγο, να απομακρύνουν από την αίθουσα τούς κατηγορούμενους. Μίλησε με μεγάλη προσοχή και ηρεμία: «Άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε εις εαυτούς περί των ανθρώπων τούτων, τι μέλλετε να πράξητε. Διότι προ τούτων των ημερών εσηκώθη ο Θευδάς, λέγων εαυτόν ότι είναι μέγας τις, εις τον οποίον προσεκολλήθη αριθμός ανδρών έως τετρακοσίων, όστις εφονεύθη, και πάντες όσοι επείθεντο εις αυτόν διελύθησαν και κατήντησαν εις ουδέν. Μετά τούτον εσηκώθη Ιούδας ο Γαλιλαίος, εν ταις ημέραις της απογραφής, και έσυρεν οπίσω αυτού αρκετόν λαόν, και εκείνος απωλέσθη, και πάντες όσοι επείθοντο εις αυτόν διεσκορπίσθησαν. Και τώρα σας λέγω, απέχετε από των ανθρώπων τούτων, και αφήσατε αυτούς, διότι εάν η βουλή αύτη ή το έργον τούτο ήναι εξ ανθρώπων, θέλει ματαιωθή, εάν όμως ήναι εκ Θεού, δεν δύνασθε να ματαιώσητε αυτό, και προσέχετε μήπως ευρεθήτε και θεομάχοι» (Πραξ. ε’ 35-39). ΙΑ 198.1
Οι ιερείς δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τη λογική των απόψεών του. Ήταν υποχρεωμένοι να συμφωνήσουν μαζί του και με μεγάλη διστακτικότητα απέλυσαν τους κρατούμενους. Πρώτα όμως τους ράβδισαν και τους πρόσταξαν έντονα να σταματήσουν να κηρύττουν στο όνομα του Ιησού, διαφορετικά θα πλήρωναν το θράσος τους με τη ζωή τους. «Εκείνοι λοιπόν ανεχώρουν από προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, ότι υπέρ του ονόματος αυτού ηξιώθησαν να ατιμασθώσι. Και πάσαν ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον δεν έπαυον διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι τον Ιησούν Χριστόν” (Πραξ. ε’ 41-42). ΙΑ 198.2
Δικαιολογημένα ταράχτηκαν οι διώκτες των αποστόλων, όταν διαπίστωσαν την ανικανότητά τους να αποτρέψουν τους μάρτυρες του Χριστού από το έργο τους. Χάρη του Κυρίου τους που πριν από αυτούς υπέστη ταπείνωση και αγωνία, οι οπαδοί του Χριστού είχαν την πίστη και την τόλμη να μετατρέψουν την αισχύνη τους σε δόξα και τον πόνο τους σε χαρά. Εξακολουθούσαν να διδάσκουν δημόσια, αλλά και μυστικά σε ιδιωτικά σπίτια όταν τους το ζητούσαν οι ιδιοκτήτες που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν φανερά την πίστη τους, επειδή φοβόνταν τους Ιουδαίους. ΙΑ 198.3