Ενώ ο Παύλος προσευχόταν με θέρμη στον Θεό μέσα στο ναό, αψηφώντας όλες τις συνέπειες ενός τέτοιου βήματος, ο Σωτήρας του αποκαλύφτηκε με ένα όραμα λέγοντας: «Σπεύσον, και έξελθε ταχέως εξ Ιερουσαλήμ, διότι δεν θέλουσι παραδεχθή την περί εμού μαρτυρίαν σου” (Πραξ. κβ’ 18). Ακόμη και τότε, ο Παύλος δίστασε να εγκαταλείψει την Ιερουσαλήμ χωρίς πρώτα να πείσει τους ισχυρογνώμονες Ιουδαίους για την αλήθεια της πίστης του. Νόμισε ότι και αν ακόμη η ζωή του θυσιαζόταν χάρη της αλήθειας, το γεγονός αυτό δεν θα αντιστάθμιζε το τρομακτικό λάθος που τον βάραινε με το θάνατο του Στέφανου. Απάντησε: «Κύριε, αυτοί εξεύρουσιν, ότι εγώ εφυλά- κιζον και έδερον εν ταις συναγωγαίς τους πιστεύοντας εις σε, και ότε εχύνετο το αίμα Στεφάνου του μάρτυρός σου, και εγώ ήμην παρών, και συνεφώνουν εις τον φόνον αυτού, και εφύλαττον τα ιμάτια των φονευόντων αυτόν». Η απάντηση όμως ήταν πιο κατηγορηματική από πριν: «Ύπαγε, διότι εγώ θέλω σε εξαποστείλει εις έθνη μακράν» (Πραξ. κβ’ 19-21). ΙΑ 214.3
Όταν οι αδελφοί πληροφορήθηκαν το όραμα του Παύλου και τη φροντίδα με την οποία ο Θεός τον περιέβαλλε, η ανησυχία τους γι’ αυτόν αυξήθηκε. Αναγνώριζαν ότι πραγματικά ήταν σκεύος εκλογής του Κυρίου, για να φέρει την αλήθεια στους Εθνικούς. Επέσπευσαν τη μυστική απόδραση του από τα Ιεροσόλυμα, φοβούμενοι τη δολοφονία του από τους Εβραίους. Η αναχώρηση του Παύλου ανέστειλε για ένα διάστημα την ορμητική αντίδραση των Ιουδαίων και η εκκλησία απόλαυσε μία περίοδο ηρεμίας κατά την οποία πολλοί πιστοί προ-στέθηκαν σ’ αυτήν. ΙΑ 215.1