Η επίμονη πίστη του Ιακώβ νίκησε. Κράτησε σφιχτά τον άγγελο μέχρι που έλαβε την ευλογία που ζητούσε και τη διαβεβαίωση της συγχώρησης των αμαρτιών του. Τότε το όνομά του άλλαξε από Ιακώβ (υποσκελιστής) σε Ισραήλ (νικητής), ονομασία που αρμόζει σε έναν πρίγκιπα Θεού. «Ηρώτησε δε ο Ιακώβ, λέγων, Φανέρωσόν μοι παρακαλώ, το όνομά σου. Ο δε είπε, Διατί ερωτάς το όνομά μου; Και ευλόγησεν αυτόν εκεί. Και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Φανουήλ, λέγων, Διότι είδον τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εφυλάχθη η ζωή μου” (Γέν. λβ’ 29, 30). Ο Χριστός ήταν Αυτός που πάλεψε με τον Ιακώβ τη νύχτα εκείνη μέχρι τη στιγμή που τον ευλόγησε. ΙΑ 66.1
Ο Θεός, χωρίς να εγκρίνει καμία λανθασμένη πράξη του Ιακώβ, άκουσε τις ικεσίες του και άλλαξε τις προθέσεις του αδελφού του. Η ζωή του δούλου του, εξαιτίας της αμαρτίας του, ήταν γεμάτη αμφιβολία, αμηχανία και τύψεις, μέχρι τη στιγμή που πάλεψε με τον άγγελο και πήρε τη βεβαιότητα της συγχώρησης. ΙΑ 66.2
«Ναι, ενίσχυσε μετά αγγέλου, και υπερίσχυσεν, έκλαυσε, και εδεήθη αυτού. Εν Βαιθήλ εύρηκεν αυτόν, και εκεί ελάλησε προς ημας. Ναι, Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Κύριος είναι το μνημόσυνον αυτού” (Ωσηέ ιβ’ 4-5). ΙΑ 66.3
Ο Ησαύ ξεκίνησε με ένα στράτευμα να βρει τον αδελφό του με σκοπό να τον σκοτώσει. Την ίδια όμως νύχτα που ο Ιακώβ πάλευε με τον άγγελο, ένας άλλος ουράνιος επισκέπτης είχε σταλεί σ’ αυτόν για να αλλάξει τις προθέσεις του την ώρα που κοιμόταν. Στο όνειρό του είδε τον αδελφό του που από φόβο είχε απομακρυνθεί από το πατρικό του σπίτι για είκοσι χρόνια, προκειμένου να διαφυλάξει τη ζωή του. Πρόσεξε τη θλίψη του μόλις θα ανακάλυπτε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Είδε την ταπείνωσή του και τους αγγέλους του Θεού να τον περιβάλλουν. Ονειρεύτηκε ότι όταν συναντήθηκαν δεν είχε καμία πρόθεση να τον βλάψει. Όταν ξύπνησε, διηγήθηκε στους τετρακόσιους άντρες του το όνειρό του και έδωσε την εντολή να μην κάνουν κακό στον Ιακώβ επειδή ο Θεός ήταν μαζί του. ΙΑ 66.4
«Αναβλέψας δε ο Ιακώβ, είδε, και ιδού, ο Ησαύ ήρχετο και μετ’ αυτού τετρακόσιοι άνδρες... Αυτός δε επέρασεν έμπροσθεν αυτών, και προσεκύνησεν έως εδάφους επτάκις, έως να πλησιάση εις τον αδελφόν αυτού. Και έδραμεν ο Ησαύ εις συνάντησιν αυτού, και ενηγκαλίσθη αυτόν, και έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού, και κατεφίλησεν αυτόν, και έκλαυσαν”. Ο Ιακώβ παρακάλεσε τον Ησαύ να δεχτεί το δώρο της συμφιλίωσης και όταν εκείνος αρνήθηκε, ο Ιακώβ επέμενε: «Δέξαι, παρακαλώ τας ευλογίας μου, τας προσφερομένας προς σε, διότι με ηλέησεν ο Θεός. Και εβίασεν αυτόν και εδέχθη» (Γέν. λγ’ 14, 11). ΙΑ 67.1