Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Οι Παραβολές του Χριστού

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 22: Οχι λογια αλλα εργα

    Η Παραβολή: Ματθ. 21:23-32.

    “Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς· και έλθών πρός τόν πρώτον, είπε, Τέκνον, ΰπαγε σήμερον έργάζου έν τώ άμπελώνι μου. Ο δέ άποκριθείς είπε, δέν θέλω· ύστερον όμως μετανοήσας υπήγε. Καί ελθών πρός τόν δεύτερον ειπεν ώσαύτως. Καί έκεϊνος άποκριθείς είπεν, ‘Εγώ υπάγω, κύριε· και δέν ύπηγε. Τίς έκ τών δύο έκαμε τό θέλημα του πατρός; λέγουσι πρός Αύτόν, ο πρώτος.”ΠΧ 203.1

    Στήν έπί του όρους ομιλία ο Χριστός είπε: “Δέν θέλει εισέλθει εις τήν βασιλείαν τών ούρανών πάς ο λέγων πρός ‘Εμέ, Κύριε, Κύριε- άλλ’ ο πράττων τό θέλημα του Πατρός Μου του έν τοϊς ούρανοΐς.” (Ματθ. 7:21). Τό κριτήριο τών ειλικρινών προθέσεων δέν έγκειται στά λόγια, άλλά στά έργα. Ο Χριστός δέ λέει στούς άκροατές Του: “Τί περισσότερο λέτε εσεϊς από τούς άλλους,” άλλά “τί περισσότερο κάμνετε” (από τούς άλλους). (Ματθ. 5:47). Τά άκόλουθα λόγια Του έχουν πολύ βαθειά σημασία: “Εάν έξεύρητε ταϋτα, μακάριοι εισθε, εάν κάμνητε αυτά.” (Ίωάν. 13:17). Τά λόγια δέν άξίζουν τίποτε άν δέ συνοδεύονται από τά κατάλληλα έργα. Αύτό τό μάθημα διδάσκει ή παραβολή τών δύο γιών.ΠΧ 203.2

    Τήν παραβολή αυτή τήν είπε ο Χριστός κατά τήν τελευταία Του έπίσκεψη στά Ιεροσόλυμα πρίν από τόν θάνατό Του. Είχε διώξει από τό ναό τούς πωλητές και άγοραστές και ή φωνή Του είχε δονήσει τίς καρδιές τους μέ τή δύναμη του Θεού. Ξαφνιασμένοι έκεϊνοι και τρομοκρατημένοι, συμμορφώθηκαν μέ τήν προσταγή Του χωρίς νά προβάλουν καμιά δικαιολογία η άντίσταση.ΠΧ 203.3

    Μόλις όμως συνήλθαν από τό φόβο τους, οι ίερεϊς και οι πρεσβύτεροι έπέστρεψαν στό ναό, και βρήκαν τόν Χριστό νά θεραπεύει τούς άρρώστους και τούς έτοιμοθάνατους. Είχαν άκούσει τίς χαρμόσυνες φωνές και τούς ύμνους της δοξολογίας. Άκόμη και στό ναό τά μικρά παιδιά πού είχαν ξαναποκτήσει τήν ύγειά τους, κουνώντας τώρα τά δαφνόκλαδά τους έψελναν ώσαννά στόν Υιό του Δαβίδ. Ασχημάτιστες άκόμη νηπιακές φωνές ύμνοϋσαν τόν Παντοδύναμο Θεράποντα. Καί όμως τίποτε άπ’ όλα αυτά δέν μπορούσε νά κάνει τούς ίερεϊς και τούς πρεσβύτερους νά υπερνικήσουν τήν προκατάληψη και τή ζηλοφθονία τους.ΠΧ 203.4

    Τήν επομένη, ενώ ο Χριστός δίδασκε στό ναό, οι άρχιερεϊς και οι πρεσβύτεροι του λαοϋ παρουσιάσθηκαν σ’ Αύτόν και του είπαν: “Εν ποία έξουσία πράττεις ταϋτα; και τίς σοί εδωκε τήν εξουσίαν ταύτην;”ΠΧ 204.1

    Οι ιερείς και οι πρεσβύτεροι είχαν άδιάσειστη άπόδειξη τής δύναμης του Χριστού. Τήν ώρα πού ‘Εκείνος καθάριζε τό ναό είχαν διαπιστώσει τήν εξουσία του ούρανοϋ νά άντανακλάται στό πρόσωπό Του. Δέν μπόρεσαν νά άντισταθοϋν στή δύναμη μέ τήν όποία τούς μιλούσε. Αλλά και τά καταπληκτικά θεραπευτικά Του θαύματα ηταν άλλη μιά άπάντηση στήν ερώτηση πού του ύπέβαλαν. Αύτό πρόσδιδε στήν εξουσία Του ενα κύρος άναμφισβήτητο. Δέν ηταν όμως ζήτημα άπόδειξης αυτό πού γύρευαν οι εχθροί Του. οι ίερεϊς και οι πρεσβύτεροι άδημονοϋσαν νά έξαναγκάσουν τόν Χριστό νά άνακηρύξει τόν Έαυτό Του Μεσσία, ώστε νά έχουν τήν εύκαιρία νά παρερμηνεύσουν σκόπιμα τά λόγια Του και νά ξεσηκώσουν τό λαό εναντίον Του. Εκείνο πού ήθελαν ήταν νά υποδαυλίσουν τήν έπιρροή Του και νά Τόν θανατώσουν.ΠΧ 204.2

    Ο Χριστός ήξερε ότι άφού άδυνατοϋσαν νά άναγνωρίσουν στό πρόσωπό Του τόν Θεό, ή νά διαπιστώσουν στά εργα Του τή σφραγίδα του θεϊκού Του χαρακτήρα, δέν θά πίστευαν ούτε στήν προσωπική Του μαρτυρία ότι Αύτός ηταν ο Μεσσίας. Μέ τήν άπάντησή Του, παρέκαμψε τό θέμα πού εκείνοι έλπιζαν νά χειρισθοΰν έναντίον Του, και εστρεψε τήν καταδίκη καταπάνω τους.ΠΧ 204.3

    “Θέλω σάς έρωτήσει και Έγώ ενα λόγον,” τούς είπε, “τόν οποίον έάν μοί ε'ίπητε, και Έγώ θέλω σάς είπεϊ έν ποία έξουσίςα πράττω ταϋτα. Τό βάπτισμα του Ίωάννου πόθεν ήτο; έξ ούρανοϋ, ή έξ άνθρώπων;”ΠΧ 204.4

    Οι ίερεϊς και οι άρχοντες βρέθηκαν σέ άδιέξοδο. “Διελογίζοντο καθ’ έαυτούς λέγοντες, Έάν ειπωμεν έξ ούρανοϋ, θέλει είπεϊ πρός ήμάς, Διατί λοιπόν δέν έπιστεύσατε εις αυτόν; Έάν δέ είπωμεν έξ άνθρώπων, φοβούμεθα τόν όχλον· διότι πάντες εχουσι τόν Ίωάννην ώς προφήτην. Καί άποκριθέντες πρός τόν Ίησοϋν ειπον, δέν έξεύρομεν. Είπε πρόςαυτούς και Αύτός, Ούδέ έγώ λέγω πρός ύμάς έν ποία έξουσία πράττω ταϋτα.”ΠΧ 204.5

    “Δέν έξεύρομεν.” Αύτή ή άπάντηση αυτή ηταν ψέμμα. Άλλ’ οι ίερεϊς, μόλις άντελήφθηκαν τή δύσκολη θέση όπου βρέθηκαν, προσπάθησαν νά καλυφθούν μέ τήν ψευτιά. Ο Ιωάννης ό Βαπτιστής είχε έρθει γιά νά μαρτυρήσει γιά ‘Εκείνον του Οποίου τήν εξουσία αύτοί τώρα άμφισβητοϋσαν. Τόν είχε δείξει μέ τό δάκτυλο λέγοντας: “Ιδού ο ‘Αμνός του Θεού ο αίρων τήν άμαρτίαν του κόσμου.” (Ίωάν. 1:29). Τόν είχε βαπτίσει, και μετά τό βάπτισμα, καθώς ο Χριστός προσευχόταν, άνοιξαν τά ούράνια και τό Πνεύμα του Θεού ήρθε και κάθισε έπάνω Του σάν περιστέρι, ένώ μιά φωνή άκουόταν ταυτόχρονα άπ’ τόν ούρανό νά λέει: “Ούτος είναι ο Υίός Μου ο άγαπητός εις τόν Οποίον εύηρεστήθην.” (Ματθ. 3:17).ΠΧ 204.6

    Άναλογιζόμενοι πόσο συχνά ο Ιωάννης είχε έπαναλάβει τίς προφητείες τίς άναφερόμενες στόν Μεσσία, και φέροντας στή θύμησή τους τή σκηνή τής βάπτισης του Ιησοϋ, οι ίερεϊς και οι άρχοντες δέν τολμούσαν νά πούν ότι τό βάπτισμα του Ιωάννη ηταν άπ’ τόν ούρανό. Άν ομολογούσαν ότι ο Ιωάννης ηταν προφήτης, όπως πραγματικά ήξεραν ότι ήταν, τότε πώς μπορούσαν νά άρνηθοϋν τή μαρτυρία του ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ηταν ο Υιός του Θεού; Άπό τό άλλο μέρος, νά πούν ότι τό βάπτισμα του Ιωάννη ήταν άνθρώπινος δάκτυλος δέν μπορούσαν, έξαιτίας του λαοϋ πού πίστευε τόν Ιωάννη γιά προφήτη. Γι’ αυτό και άπήντησαν, “δέν έξεύρομεν.”ΠΧ 205.1

    Τότε ο Χριστός είπε τήν παραβολή του πατέρα και τών δύο γιών του. ‘Όταν ο πατέρας άπευθύνθηκε στόν πρώτο γυιό μέ τήν εντολή, “ύπαγε σήμερον, έργάζου έν τώ άμπελώνι μου,” ο γυιός άπήντησε στή στιγμή: “Δέν θέλω.” Άρνήθηκε νά ύπακούσει και παραδόθηκε στίς κακές έξεις και στήν κακή συναναστροφή. Αργότερα όμως μετάνοιωσε και συμμορφώθηκε μέ τήν κλήση.ΠΧ 205.2

    Τήν ίδια έντολή έδωσε ο πατέρας και στό δεύτερο γιό: “Ύπαγε σήμερον, έργάζου έν τώ άμπελώνι μου.” Αύτός άπάντησε πρόθυμα: “Εγώ υπάγω, κύριε,” άλλά δέν πήγε.ΠΧ 205.3

    Στήν παραβολή αυτή, ο πατέρας συμβολίζει τόν Θεό και τό άμπέλι τήν έκκλησία. Μέ τούς δύο γιούς παριστάνονται δύο διαφορετικές τάξεις άνθρώπων. Ο γιός πού άρνήθηκε νά ύπακούσει στήν έντολή λέγοντας, “Δέν θέλω,” άπεικονίζειαυτούς πού ζούσαν κάποτε σέ φανερή παράβαση, πού δέν προσποιούνταν καμιά μορφή εύσέβειας, και πού χωρίς περιστολή άρνούνταν νά ύποβληθοϋν στό ζυγό τών περιορισμών και τής έφαρμογής του θεϊκού νόμου. Πολλοί άπ’αυτούς όμως μετανόησαν άργότερα και συμμορφώθηκαν μέ τό θέλημα του Θεού. ‘Όταν τό εύαγγέλιο τούς άποκαλύφθηκε μέ του Ιωάννη του Βαπτιστή τό άγγελμα, “Μετανοείτε- διότι έπλησίασεν ή βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. 3:2), τότε οι άνθρωποι αυτοί μετανόησαν και ομολόγησαν τίς άμαρτίες τους.ΠΧ 205.4

    Ο γιός πού είπε: “Έγώ υπάγω, κύριε,” άλλά τελικά δέν πήγε, φανερώνει τόν χαρακτήρα τών Φαρισαίων. ‘Όπως ο γιός εκείνος, ετσι και οι Ιουδαίοι άρχηγοί του λαοϋ ήταν άμετανόητοι και αύτοδικαιούμενοι. Η θρησκευτική ζωή του ‘Ιουδαϊκού έθνους είχε καταντήσει προσποίηση. ‘Όταν στό όρος Σινά ή φωνή του Θεού διακήρυξε τό νόμο, ολόκληρος ο λαός ύποσχέθηκε ότι θά ύπακούσει. Είπαν: “Έγώ υπάγω, κύριε,” άλλά δέν πήγαν. ‘Όταν ο ϊδιος ο Χριστός ηρθε προσωπικά νά τούς εκθέσει τά διατάγματα του νόμου, Τόν άπέρριψαν. Ο Χριστός είχε δώσει στούς ‘Εβραίους αρχηγούς τών ήμερών Του άρκετές άποδείξεις τής εξουσίας Του και του θεϊκού Του κύρους. ‘Αλλά παρόλο ότι είχαν πεισθεΐ, τή μαρτυρία δέν ήθελαν νά τή δεχθούν. Ο Χριστός τούς άπέδειξε ότι εξακολουθούσαν νά άπιστοϋν επειδή δέν είχαν τό πνεύμα τής ύπακοής. “Ήκυρώσατε τήν εντολήν του Θεού διά τήν παράδοσίν σας,” τούς είπε, “Εις μάτην δέ Μέ σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίας, εντάλματα άνθρώπων.” (Ματθ. 15:6,9).ΠΧ 206.1

    Στό ακροατήριο του Χριστού ύπήρχαν γραμματείς και Φαρισαίοι, ίερεϊς και πρόκριτοι του λαοϋ και όταν ο Χριστός τελείωσε τήν παραβολή τών δύο γιών, στρεφόμενος στούς άκροατές Του τούς ύπέβαλε τήν ερώτηση: “Τίς εκ τών δύο εκαμε τό θέλημα του πατρός;” Χωρίς νά καλοσκεφθοϋν, οι Φαρισαίοι άπήντησαν, “ο πρώτος.” Δίνοντας τήν άπάντηση αυτή, δέν ήξεραν ότι πρόφεραν τήν ϊδια τους τήν καταδίκη. Τότε από τά χείλη του Χριστού άκούσθηκε ή άκόλουθη δημόσια επίκριση: “‘Αληθώς σάς λέγω, ότι οι τελώναι και αί πόρναι ύπάγουσι πρότεροι ύμών εις τήν βασιλείαν του Θεού. Διότι ήλθε πρός ύμάς ο ‘Ιωάννης εν όδώ δικαιοσύνης, και δέν έπιστεύσατε εις αυτόν οι τελώναι όμως και αί πόρναι έπίστευσαν εις αυτόν· σείς δέ ιδόντες, δέν μετεμελήθητε ύστερον, ώστε νά πιστεύσητε εις αυτόν.”ΠΧ 206.2

    Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ηρθε νά κηρύξει τήν άλήθεια και μέ τό κήρυγμά του οι άμαρτωλοί πείθονταν και συμμορφώνονταν. Αύτοί θά πήγαιναν προτύτερα στόν ούρανό από κείνους πού μέ τήν αύτοδικαίωσή τους άντιτίθονταν στό επίσημο εκείνο άγγελμα. οι τελώνες και οι άνήθικες γυναίκες είχαν άγνοια, ενώ οι πολυμαθείς εκείνοι άνθρωποι γνώριζαν τό δρόμο τής άλήθειας. Καί όμως άρνούνταν νά βαδίσουν στό μονοπάτι πού όδηγεϊ στόν Παράδεισο του Θεού. Η άλήθεια, πού γι’αυτούς επρεπε νά είναι οσμή ζωής γιά τή ζωή, εγινε οσμή θανάτου γιά τό θάνατο. Ανθρωποι βουτηγμένοι στήν άμαρτία, άηδιασμένοι άπ’ τή ζωή τους, έρχονταν και βαπτίζονταν από τόν ‘Ιωάννη. ‘Ετούτοι δμως οι δάσκαλοι ηταν ύποκριτές. Η ϊδια ή άκαμπτη καρδιά τους ηταν τό μοναδικό εμπόδιο πού δέ δέχονταν τήν άλήθεια. Άντιδροϋσαν στήν πειθώ του πνεύματος του Θεού. Άρνούνταν νά ύποταγοϋν στίς θεϊκές εντολές.ΠΧ 206.3

    Ο Χριστός δέν τούς είπε: “Δέν μπορεϊτε νά είσέλθετε στή βασιλεία τών ούρανών,” άλλά τούς εδωσε νά καταλάβουν ότι τό εμπόδιο πού τούς εφραζε τό δρόμο τό είχαν δημιουργήσει μόνοι τους. Η πόρτα ηταν άκόμη άνοιχτή γιά τούς Ιουδαίουςαυτούς άρχηγούς. Η πρόσκληση ίσχυε άκόμη. Ο Χριστός λαχταρούσε νά τούς δει νά καταδικάσουν τήν πρότερη ζωή τους και νά μεταπείθονται.ΠΧ 207.1

    Οι ίερεϊς και οι πρεσβύτεροι του Ίσραηλινοϋ λαού περνούσαν τή ζωή τους μέ τίς θρησκευτικές ιεροτελεστίες πού τίς θεωρούσαν σέ τέτοιο βαθμό άγιες, ώστε ποτέ δέν τίς αναμίγνυαν μέ τίς κοινές άσχολίες τής έφήμερης ζωής. Γι’ αυτόν τό λόγο ή ζωή τους θεωρούνταν από τούς άλλους άφιερωμένη άποκλειστικά στή θρησκεία. Τίς ιεροτελεστίες τους όμως τίς έκτελούσαν μόνο και μόνο γιά νά κάνουν τόν κόσμο νά δεϊ πόσο θεοσεβείς και άφοσιωμένοι ηταν. Από τό ενα μέρος προφασίζονταν ύπακοή, ενώ από τό άλλο άρνούνταν τήν ύπακοή τους στόν Θεό. Δέν ηταν οι εκτελεστές τής άλήθειας πού ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν.ΠΧ 207.2

    Ο Χριστός άνακήρυξε τόν ‘Ιωάννη τόν Βαπτιστή ενα τών μεγαλυτέρων προφητών, και επεισε τούς άκροατές Του ότι είχαν ίκανή άπόδειξη πώς ο ‘Ιωάννης ηταν άπεσταλμένος από τόν Θεό. Τά λόγια του κήρυκα τής έρημιάς ηταν πολύ δυναμικά. Ατρόμητος μετέδιδε τήν αγγελία του, καυτηριάζοντας τά παραπτώματα ιερωμένων και πολιτικών, και προστάζοντάς τους νά κάνουν εργα άξια τής βασιλείας τών ούρανών. Τούς άπέδειξε πόσο επιλήψιμη ηταν ή περιφρόνηση πού εδειχναν γιά τήν εξουσία του Θεού μέ τήν άρνησή τους νά έκτελέσουν τό καθορισμένο εργο τους. Δέν άνέχονταν κανένα συμβιβασμό μέ τήν άμαρτία και πολλοί ηταν εκείνοι πού έπέστρεφαν από τήν άμαρτωλή ζωή τους.ΠΧ 207.3

    Αν ή θεοσέβεια τών ‘Ιουδαίων άρχηγών ηταν ειλικρινής, θά επρεπε νά είχαν άσπασθεΐ τή μαρτυρία του Ίησοϋ ώς Μεσσία. Αλλ’ ή ζωή τους δέν εφερε τούς καρπούς τής μετάνοιας και τής δικαιοσύνης. Καί εκείνοι πού αύτοί περιφρονοϋσαν, είχαν τό προβάδισμα στή βασιλεία του Θεού.ΠΧ 207.4

    Στήν παραβολή ο γιός πού άπήντησε “εγώ ύπάγω, κύριε,” παρουσιάζεται σάν πιστός και ύπάκουος. Ο χρόνος όμως άπέδειξε ότι ή διαγωγή του δέν ήταν ειλικρινής. Δέν είχε πραγματική αγάπη γιά τόν πατέρα του. Έτσι και οι Φαρισαίοι περηφανεύονταν και αύτοί γιά τήν άγιωσύνη τους, άλλά ή δοκιμή άπέδειξε τίς μεγάλες τους ελλείψεις. “Οταν ήταν γιά τό συμφέρον τους, έκτελοϋσαν τά διατάγματα του νόμου μέ σχολαστική άκρίβεια. “Οταν δμως πρόκειτο γιά τήν άτομική τους ύποταγή στά θεϊκά εντάλματα, τότε μέ παμπόνηρες σοφιστείες άπαλλάσσονταν από τίς ύποχρεώσεις τους. Γι’αυτούς τόνισε ο Χριστός: “Κατά τά εργα αυτών μή πράττετε· επειδή λέγουσι και δέν πράττουσι.” (Ματθ. 23:3). Δέν είχαν πραγματική αγάπη οϋτε γιά τόν Θεό, ούτε γιά τούς άνθρώπους. Ο Θεός τούς είχε καλέσει νά γίνουν συνεργάτες Του γιά τό καλό τής άνθρωπότητας. Αλλ’ ενώ δέχθηκαν τή θεωρία τής κλήσης άρνούνταν τήν πράξη τής ύπακοής. Βασίζονταν στόν εαυτό τους και καυχησιολογούσαν γιά τήν άγαθότητά χους. Τίς έντολές του Θεού όμως τίς περιφρονοϋσαν. Αρνούνταν νά έκτελέσουν τό προσδιορισμένο από τόν Θεό εργο τους, και ο Θεός εμελλε σέ λίγο νά άποχωρισθεΐ από τό άνυπάκουο έκεΐνο έθνος.ΠΧ 208.1

    Η αύτοδικαίωση δέν είναι πραγματική δικαιοσύνη και όσοι στηρίζονται σ’ αυτή θά ύποστοϋν τά άποτελέσματα μιας μοιραίας αύταπάτης. Πολλοί διατείνονται σήμερα ότι σέβονται τίς εντολές του Θεού, άλλ’ ή καρδιά τους είναι άδεια από τή θεϊκή αγάπη γιά νά τή δείξουν και στούς άλλους. Ο Χριστός τούς καλεϊ νά συνεργασθοϋν μαζί Του γιά τή σωτηρία του κόσμου, άλλ’ αύτοί άρκοϋνται στήν άπάντηση, “εγώ ύπάγω, κύριε.” Καί δέν πηγαίνουν. Δέ συνεργάζονται μ’αυτούς πού προσφέρουν ύπηρεσία στόν Θεό. Είναι οκνηροί. Δίνουν, όπως και ο άπειθής εκείνος γιός, ψευδείς ύποσχέσεις στόν Θεό. ‘Όταν εγιναν επίσημα μέλη τής εκκλησίας, έδωσαν τήν ίερή ύπόσχεση ότι θά δεχθοϋν και θά ύπακούσουν στό λόγο του Θεού, ότι θά συνδράμουν στήν ύπηρεσία του Κυρίου. Δέν τό κάνουν όμως. Μέ τά λόγια ίσχυρίζονται ότι είναι παιδιά του Θεού, ενώ μέ τίς πράξεις και μέ τόν χαρακτήρα άρνοϋνται τή συγγένεια αυτή. Δέν παραχωρούν τό θέλημά τους στόν Θεό. Είναι ή προσωποποίηση της ψευτιάς.ΠΧ 208.2

    'Εκεί όπου δέν χρειάζεται θυσία, δείχνονται πρόθυμοι νά τηρήσουν τίς υποσχέσεις τους της ύπακοής. Έκε όμως όπου άπαιτειται αυταπάρνηση και αυτοθυσία, μόλις δοϋν ότι πρέπει νά σηκώσουν τό σταυρό, οπισθοχωρούν. Ετσι σβήνει σιγά σιγά ή προσήλωση πρός τό καθήκον, και ή συνειδητή παράβαση τών εντολών του Θεού γίνεται δεύτερη φύση. Τό αυτί μπορεί άκόμη νά άκούει τό λόγο του Θεού, αλλά τά αισθητήρια τών πνευματικών δυνάμεων έχουν άπονεκρωθεϊ. Η καρδιά τότε σκληρύνεται και ή συνείδηση παθαίνει πώρωση.ΠΧ 209.1

    Μή νομίσετε ότι επειδή δέν έξωτερικεύετε έχθρική στάση άπέναντι του Χριστού, Τοϋ προσφέρετε υπηρεσία. Μ’ αυτό εξαπατούμε μόνο τόν εαυτό μας. “Οταν έμεΐς κατακρατούμε τά μέσα πού ο Θεός μάς έχει δώσει γιά νά τά χρησιμοποιήσομε στήν ύπηρεσία Του, είτε χρόνος είναι αυτά είτε χρήμα, είτε άλλα διάφορα δώρα πού μάς έμπιστεύθηκε, τότε έργαζόμαστε εναντίον Του.ΠΧ 209.2

    Ο Σατανάς χρησιμοποιεί τήν άπάθεια και τή ληθαργική νωθρότητα τών καλούμενων Χριστιανών προκειμένου νά ένισχύσει τίς δυνάμεις του και νά κερδίσει ψυχές μέ τό μέρος του. Πολλοί πού νομίζουν ότι άνήκουν στήν παράταξη του Χριστού χωρίς νά Τοϋ προσφέρουν ενεργό ύπηρεσία, στήν πραγματικότητα βοηθούν τόν εχθρό νά κερδίζει έδαφος και νά άποκτάει δικαιώματα. Μέ τό νά άποφεύγουν νά είναι δραστήριοι εργάτες του Κυρίου, μέ τό νά άφήνουν καθήκοντα άκάμωτα και λόγια άνείπωτα, επιτρέπουν στόν Σατανά νά κερδίσει τόν έλεγχο ψυχών πού θά μπορούσαν κάλλιστα νά έχουν κερδηθεί γιά τόν Χριστό.ΠΧ 209.3

    Ποτέ δέν πρόκειται νά σωθούμε μέ τήν άδράνεια και τή νωθρότητα. Είναι άδύνατο νά θεωρείται κανείς πραγματικά άναγεννημένο άτομο και νά ζεϊ μιά άσκοπη, άχρηστη ζωή. Δέν μπορούμε ποτέ νά πάμε λικνιζόμενοι στόν ούρανό. Κανένας άκαμάτης δέν έχει θέση έκεϊ. Άν δέν άγωνισθοϋμε νά είσέλθομε στή βασιλεία, άν δέν καταβάλομε ειλικρινείς προσπάθειες νά μάθομε ποιοί νόμοι τή διέπουν, δέν έχομε θέση σ’ αυτή. Όσοι άρνοϋνται σ’ αυτή τή γή τή συνεργασία τους μέ τόν Θεό δέν πρόκειται νά συνεργασθούν μαζί Του ούτε και στόν ούρανό. Δέν θά ηταν ασφαλές τέτοια άτομα νά πάν στόν ούρανό.ΠΧ 209.4

    “Οσοι γνωρίζουν τό λόγο του Θεού αλλ’ άρνοϋνται νά προσαρμοσθούν μ’ αυτόν βρίσκονται σέ χειρότερη μοίρα από τούς τελώνες και τούς άμαρτωλούς. Ενώ αυτός πού παραδέχεται ότι είναι άμαρτωλός, χωρίς νά προσπαθεί νά καλύψει την άμαρτωλότητά του, αυτός πού άναγνωρίζει ότι φθείρει σώμα, πνεύμα και ψυχή, φοβάται ότι θά άποκοπεϊ γιά πάντα από τη βασιλεία τών ούρανών. Καταλαβαίνει την άρρωστημένη του κατάσταση και ζητάει νά γιατρευτεί από τόν μεγάλο Θεράποντα πού είπε: “Τόν ερχόμενον πρός Εμέ δέν θέλω εκβάλει έξω.” (Ίωάν. 6:37). Τέτοιες ψυχές μπορεί νά χρησιμοποιήσει ο Κύριος γιά εργάτες στό άμπέλι Του.ΠΧ 209.5

    Ο γιός πού γιά ένα διάστημα άρνήθηκε νά ύπακούσει στήν εντολή του Πατέρα του, δέν καταδικάζεται από τόν Χριστό· άλλ’ ούτε και επαινείται. Στήν τάξη τών άνθρώπων πού παίζουν τό ρόλο του πρώτου γιού άρνούμενοι νά ύπακούσουν, δέν άποδίδεται καμιά τιμητική άναγνώριση γιά τή στάση τους αυτή. Η ειλικρίνειά τους δέν πρέπει νά έκληφθεϊ γιά άρετή. ‘Εξαγνισμένη μέ τήν άλήθεια και τήν άγιωσύνη, ή ειλικρίνεια θά μπορούσε νά κάνει τούς άνθρώπους θαρραλέους μάρτυρες του ‘Ιησού Χριστού. Μιά τέτοια ειλικρίνεια όμως όπως τή χειρίζεται ο άμαρτωλός, καταντάει προσβλητική, προκλητική, και έγγίζει τά όρια τής βλασφημίας. Τό γεγονός ότι ένας άνθρωπος δέν είναι ύποκριτής, δέν άποδείχνει ότι δέν είναι άμαρτωλός. ‘Όταν οι επικλήσεις του Αγίου Πνεύματος φθάνουν στήν καρδιά, ή μόνη άσφαλής όδός γιά μάς είναι νά άνταποκριθούμε χωρίς καμιά χρονοτριβή. Οταν σάς έρχεται ή κλήση, “ύπαγε σήμερον, έργάζου εν τώ άμπελώνι Μου,” μήν άπορρίπτετε τήν πρόσκληση. “Σήμερον, εάν τής φωνής Αύτοΰ άκούσητε, μή σκληρύνετε τάς καρδίας σας.” (Έβρ. 4:7). Η άναβολή τής ύπακοής είναι πράγμα επικίνδυνο. Ενδέχεται νά μή ξανακούσετε ποτέ πιά τήν πρόσκληση.ΠΧ 210.1

    Κανείς άς μή αύταπατάται μέ τήν ιδέα ότι άμαρτίες πού ύποθάλπονται γιά ένα διάστημα μπορούν νά έγκαταλειφθούν στά γρήγορα. Αύτό δέν γίνεται. Κάθε ύποθαλπόμενη άμαρτία έξασθενεϊ τόν χαρακτήρα, και δυναμώνει τήν έξη. Τό άποτέλεσμα είναι ή φυσική, πνευματική και ηθική κατάπτωση. Μπορεϊ άργότερα νά μετανοήσετε γιά τό κακό πού κάνατε και μπορεί πάλι νά οδηγήσετε τά βήματά σας στόν ορθό δρόμο. Άλλ’ ή ύφή τών σκέψεών σας και ή εξοικείωσή σας μέ τήν άμαρτία καθιστούν γιά σάς δύσκολη τή διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Μέ τίς κακές συνήθειες πού αποκτήσατε, ο διάβολος θά σάς επιτεθεί πολλές φορές στό μέλλον.ΠΧ 210.2

    Μέ τήν έντολή, “ύπαγε σήμερον, έργάζου έν τώ άμπελώνι Μου,” δοκιμάζεται ή ειλικρίνεια τής κάθε ψυχής. Θά άπαντήσει μέ έργα, ή μόνο μέ λόγια; Θά θέσει ο καλούμενος όλες τίς γνώσεις του και τήν πιστή, άνιδιοτελή έργασία του στή διάθεση του’ Αμπελουργού;ΠΧ 211.1

    Ο άπόστολος Πέτρος μάς διδάσκει τόν τρόπο μέ τόν οποίο πρέπει νά έργασθούμε. “Χάρις και ειρήνη πληθυνθείη εις έσάς,” λέγει, “διά τής έπιγνώσεως του Θεού, και του ‘Ιησού του Κυρίου ήμών. Καθώς ή θεία δύναμις Αύτού έχάρισεν εις ήμάς πάντα τά πρός ζωήν και εύσέβειαν, διά τής έπιγνώσεως του καλέσαντος ήμάς διά τής δόξης Αύτοϋ και άρετής- διά τών όποιων έδωρήθησαν εις ήμάς αί μέγισται και τίμιαι έπαγγελίαι, ίνα διά τούτων γείνητε κοινωνοί θείας φύσεως, άποφυγόντες τήν έν τώ κόσμω ύπάρχουσαν διά τής επιθυμίας διαφθοράν. Καί δι’ αυτό δέ τούτο, καταβαλόντες πάσαν σπουδήν, προσθέσατε εις τήν πίστιν σας τήν άρετήν, εις δέ τήν άρετήν τήν γνώσιν. Εις δέ τήν γνώσιν τήν έγκράτειαν, εις δέ τήν έγκράτειαν τήν ύπομονήν, εις δέ τήν ύπομονήν τήν εύσέβειαν, εις δέ τήν εύσέβειαν τήν φιλαδελφίαν, εις δέ τήν φιλαδελφίαν τήν άγάπην.” (Β’ Πέτ. 1:2-7).ΠΧ 211.2

    Άν καλλιεργείτε προσεκτικά τόν κήπο τής καρδιάς σας, ο Θεός σάς κάνει συνεργάτες Του. Τό έργο πού έχετε νά κάνετε δέν άφορά μόνο έσάς, αλλ’ είναι και γιά τούς άλλους. Παραβάλλοντας τήν έκκλησία μέ τό άμπέλι, ο Χριστός δέν μάς διδάσκει ότι πρέπει ή συμπάθεια και ή άλληλεγγύη μας νά άπευθύνονται μόνο στά μέλη της. Τό άμπέλι του Κυρίου πρέπει νά έπεκταθεϊ άπ’ άκρη σ’ άκρη τής γης· ‘Ενώ δεχόμαστε τήν καθοδήγηση και τή χάρη του Θεού, έχομε τήν ύποχρέωση νά μεταδώσομε και στούς άλλους τή γνώση τής φροντίδας τών πολυτίμων φυτών. Μ’ αυτόν τόν τρόπο έπεκτείνομε τό άμπέλι του Κυρίου. Ο Θεός άναζητεϊ τήν έμπρακτη διαπίστωση τής πίστης μας, τής άγάπης μας και τής ύπομονής μας. Παρατηρεί νά δει άν κάνομε χρήση όλων τών πνευματικών προσόντων μας γιά νά γίνομε ικανοί έργάτες στό έπίγειο άμπέλι Του, ώστε νά μπορέσομε τελικά νά είσέλθομε στόν Παράδεισο του Θεού, στήν Έδεμική έκείνη κατοικία άπ’ όπου ο Άδάμ και ή Εϋα άποκλείσθηκαν εξ αιτίας τής παράβασης.ΠΧ 211.3

    Η στάση του Θεού έναντι του λαού Του είναι πατρική. Καί αυτό Τοϋ δίνει τό πατρικό δικαίωμα νά άπαιτεϊ πιστή υπηρεσία από μάς. Παρατηρήστε τή ζωή του Χριστού. Σάν κεφαλή τής άνθρωπότητας στήν ύπηρεσία του Πατέρα Του, άποτελεϊ ύπόδειγμα του τί πρέπει και τί μπορεί νά γίνει τό κάθε παιδί του Θεού. Τήν ϊδια ύπακοή πού έδειξε ο ‘Ιησούς, άπαιτεϊ από τούς άνθρώπους σήμερα ο Θεός. ‘Εκείνος ύπηρέτησε μέ αγάπη τόν Πατέρα Του, έλεύθερα και θεληματικά. “Χαίρω, Θεέ Μου, νά έκτελώ τό θέλημά Σου,” έλεγε, “και ο νόμος Σου είναι έν τώ μέσω τής καρδίας Μου.” (Ψαλμ. 40:8). Καμιά θυσία δέν θεώρησε ύπερβολική ο Χριστός, κανένα μόχθο άνυπέρβλητο προκειμένου νά έκπληρώσει τό έργο πού ήρθε νά κάνει. Δώδεκα ετών άκόμη δήλωνε: “Δέν ήξεύρετε ότι πρέπει νά είμαι εις τά του Πατρός Μου;” (Λουκ. 2:49). Άκουσε τήν κλήση και άνέλαβε τήν ύπηρεσία. “Τό Έμόν φαγητόν,” έλεγε, “είναι νά πράττω τό θέλημα του πέμψαντός Με, και νά τελειώσω τό έργον Αύτοϋ.” (Ίωάν. 4:34).ΠΧ 211.4

    Έτσι πρέπει και έμεϊς νά ύπηρετοϋμε τόν Θεό. Μόνο όποιος έξασκεϊ ύπακοή στόν ύπέρτατο βαθμό, Τόν ύπηρετεϊ πραγματικά. ‘Όλοι όσοι έπιθυμοϋν νά είναι γιοί και θυγατέρες του Θεού πρέπει νά άποδειχθοϋν γνήσιοι συνεργάτες του Θεού, του Χριστού και τών ούρανίων άγγέλων. Αύτή είναι ή δοκιμή στήν όποία κάθε ψυχή θά ύποβληθεϊ. Γι’αυτούς πού Τόν ύπηρετοϋν πιστά ο Κύριος λέγει: “Θέλουσιν εισθαι Έμοϋ... έν τή ήμέρα έκείνη όταν Έγώ ετοιμάσω τά πολύτιμά Μου και θελω σπλαχνισθήαυτούς, καθώς σπλαχνίζεται άνθρωπος τόν υιόν αυτού, όστις δουλεύει αυτόν.” (Μαλ. 3:17).ΠΧ 212.1

    Ο μεγάλος άντικειμενικός σκοπός τής πρόνοιας του Θεού είναι νά επιτρέπει στούς άνθρώπους, νά άποδείξουν ποιοί είναι, νά τούς παρουσιάζει εύκαιρίες γιά τήν έξέλιξη του χαρακτήρα. Μ’ αυτόν τόν τρόπο άποδείχνεται άν είναι ύπάκουοι ή άνυπότακτοι στίς εντολές Του. Τά καλά έργα δέν έξαγοράζουν τήν αγάπη του Θεού, άλλά πιστοποιούν ότι κατέχομε τήν αγάπη αυτή. Άν ύποτάσσομε τό θέλημά μας στόν Θεό, δέν θά έργαζόμαστε μέ σκοπό νά κερδίσομε τήν αγάπη Του. Η δωρεά τής άγάπης Του καταλαμβάνει τήν ψυχή και ή πρός Αύτόν αγάπη μας καθιστά τήν τήρηση τών έντολών Του πραγματική εύχαρίστηση.ΠΧ 212.2

    Δέν ύπάρχουν παρά δύο μόνο τάξεις άνθρώπων στόν κόσμο σήμερα, και δύο μόνο τάξεις θά άναγνωρισθούν τήν ήμέρα τής κρίσης του Θεού: αύτοί πού παραβαίνουν τό νόμο του Θεού και αύτοί πού τόν τηρούν. Ο Χριστός μάς παραθέτει τό μέσο τής δοκιμής μέ τήν οποία άποδεικνύεται ή ύπακοή ή η ανυπακοή μας. “Εάν Μέ άγαπάτε,” λέγει, “τάς έντολάς Μου φυλάξατε...Ο εχων τάς έντολάς Μου και φυλάττων αύτάς, εκείνος είναι ο άγαπών Με· ο δέ άγαπών Με, θέλει άγαπηθή υπό του Πατρός Μου· και Εγώ θέλω άγαπήσει αυτόν, και θέλω φανερώσει Εμαυτόν εις αυτόν... Ο μη αγαπών Με τούς λόγους Μου δέν ψυλάττει. Καί ο λόγος τον οποίον άκούετε, δέν είναι ιδικός Μου, άλλά του πέμψαντός Με Πατρός”. “Εάν τάς έντολάς Μου φυλάξητε, θέλετε μείνει έν τή αγάπη Μου· καθώς ‘Εγώ έφύλαξα τάς έντολάς του Πατρός Μου, και μένω έν τη αγάπη Αυτοϋ.” (Ίωάν. 14:15,21,24, 15:10).ΠΧ 212.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents