Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Οι Παραβολές του Χριστού

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 27: Ποιοσ ειναι ο πλησιον μου;

    Η Παρααβολή: Λουκ. 10:25-37.

    Γιά τούς ‘Ιουδαίους ή ερώτηση, “Ποιός είναι ο πλησίον μου;” μπορούσε νά προκαλέσει άτέλειωτες διενέξεις. Όσον αφορά τούς εθνικούς και τούς Σαμαρείτες, γι’αυτούς δέν είχαν καμιά άμφιβολία. Αύτοί τούς ήταν ξένοι και εχθροί. Αλλ’ όταν πρόκειτο γιά τούς συμπατριώτες τους και γιά τίς διάφορες κοινωνικές τάξεις μεταξύ τους, πού επρεπε νά χαράξουν τή διαχωριστική γραμμή; Ποιόν αίφνης έπρεπε νά θεωρήσει γιά πλησίον του ο ιερέας, ο ραββϊνος, ο πρεσβύτερος; Αύτοί περνούσαν όλη τους τή ζωή μέσα σ’ ενα δαίδαλο ιεροτελεστιών προσπαθώντας νά διατηρηθούν καθαροί και άμόλυντοι. Δίδασκαν ότι ή επαφή μέ τόν άγράμματο και άξεστο όχλο μπορούσε νά τούς μολύνει. Καί γιά νά καθαρισθούν μετά από τή μόλυνση αυτή έπρεπε νά καταβάλουν κοπιαστικές προσπάθειες. Μπορούσαν λοιπόν νά θεωρούν γείτονές τους “άκάθαρτους”;ΠΧ 294.1

    Στήν ερώτηση αυτή ο Χριστός άπάντησε μέ τήν παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Υπέδειξε ότι ο πλησίον μας δέν είναι μόνο αυτός πού είναι ομόθρησκος και πηγαίνει στήν ίδια μ’ εμάς εκκλησία, άλλ’ ότι ο πλησίον δέν ύπόκειται σέ καμιά άπολύτως θρησκευτική, φυλετική ή κοινωνική διάκριση. Ο γείτονάς μας είναι το κάθε άτομο πού χρειάζεται τή βοήθειά μας. Ο γείτονάς μας είναι ή κάθε ψυχή πού έχει τραυματισθεϊ και μωλωπισθεϊ από τόν εχθρό. Μέ δυό λόγια, γείτονάς μας είναι τό κάθε πλάσμα του Θεού.ΠΧ 294.2

    Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη γιά άφορμή ειχε τήν ερώτηση πού ύπέβαλε στόν Χριστό ένας ειδικός του νόμου. Ένώ ο Χριστός δίδασκε, “νομικός τις έσηκώθη, πειράζων Αυτόν και λέγων, Διδάσκαλε, τί πράξας θέλω κληρονομήσει ζωήν αιώνιον;” οι Φαρισαίοι είχαν προτείνει τήν ερώτηση αυτή στόν νομικό, μέ τήν ελπίδα νά παγιδέψουν τόν Χριστό μέ τά ίδια Του τά λόγια. Γι’ αυτό και περίμεναν τήν απάντηση μέ ζωηρό ενδιαφέρον. Άποφεύγοντας όμως κάθε διένεξη, ο Σωτήρας ζήτησε από τόν ίδιο τόν νομικό νά δώσει τήν άπάντηση. “Έν τώ νόμω τί είναι γεγραμμένον;” τόν ρώτησε, “πώς άναγινώσκεις;” οι ‘Ιουδαίοι εξακολουθούσαν νά κατηγορούν τόν Χριστό ότι δέν άπέδιδε τή δέουσα σημασία στό Σιναϊτικό νόμο. Αλλ’ ‘Εκείνος έξαρτά τό ζήτημα τής σωτηρίας από τήν τήρηση τών έντολών του Θεού.ΠΧ 294.3

    Ο νομικός απάντησε, “Θέλεις άγαπά Κύριον τόν Θεόν σου έξ όλης τής καρδίας σου, και έξ όλης τής ψυχής σου, και έξ όλης τής δυνάμεώς σου και έξ όλης τής διανοίας σου και τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν.” Καί ο Χριστός του είπε: “Όρθώς άπεκρίθης· τούτο κάμνε και θέλεις ζήσει.”ΠΧ 295.1

    Ο άνθρωπος εκείνος του νόμου δέν ήταν ικανοποιημένος από τή στάση και τά έργα τών Φαρισαίων. Είχε μελετήσει τίς Γραφές μέ τήν έπιθυμία νά γνωρίσει τήν πραγματική τους έννοια. Τό ζήτημα τόν άπασχολοϋσε σοβαρά και ή έρώτηση “τί πράξας θέλω κληρονομήσει ζωήν αιώνιον;” ήταν ειλικρινής. Στήν άπάντησή του σχετικά μέ τίς άξιώσεις του νόμου, αγνόησε ολόκληρο τόν όγκο τών τελετουργικών και έθιμοτυπικών ένταλμάτων. Σ’ αυτά δέν άπέδιδε μεγάλη σημασία, άλλά προχώρησε κατ’ εύθείαν στήν ούσία τών δύο μεγάλων αρχών πάνω στίς οποίες ολόκληρος ο νόμος και οι προφήτες στηρίζονται. Η από μέρους του Χριστού έπικύρωση τής άπάντησής Του αύτής, έθετε τόν Σωτήρα σέ θέση πλεονεκτική έναντι τών ραββίνων. Δέν μπορούσαν νά Τόν καταδικάσουν επειδή συμφωνούσε μ’ αυτά πού ύποστήριζε ο έκπρόσωπος του νόμου.ΠΧ 295.2

    “Τούτο κάμνε και θέλεις ζήσει,” είπε ο Χριστός. Στή διδαχή Του πάντοτε παρέστηνε τό νόμο σάν μιά θεϊκή αλληλουχία, άποδεικνύοντας ότι είναι αδύνατο νά παραβαίνει κανείς μιά έντολή χωρίς νά παραβιάζει και τίς άλλες. Επειδή όλες διέπονται από τή μιά και τήν ίδια αρχή. Η αιώνια τύχη του άνθρώπου θά έξαρτηθει από τήν ύπακοή του σ’ ολόκληρο τό νόμο.ΠΧ 295.3

    Ο Χριστός ήξερε ότι κανείς δέν μπορούσε νά ύπακούσει στό νόμο μέ τή δική του δυνατότητα. ‘Ήθελε νά οδηγήσει τόν νομικό έκεϊ όπου μιά προσεκτικότερη και μεθοδικότερη έρευνα, θά τόν βοηθούσε νά άνακαλύψει τήν άλήθεια. Μόνο άν δεχθούμε τήν άξία και τή χάρη του Χριστού, εϊμαστε σέ θέση νά τηρήσομε τό νόμο. Η πίστη στήν εξιλέωση τής άμαρτίας ίκανώνει τόν άμαρτωλό άνθρωπο νά άγαπά τόν Θεό μέ όλη του τήν καρδιά και τόν πλησίον του σάν τόν εαυτό του.ΠΧ 295.4

    Ο νομικός ήξερε ότι ούτε τίς τέσσερες πρώτες, ούτε τίς έξη τελευταίες έντολές είχε τηρήσει όπως έπρεπε. Τά βαρυσήμαντα λόγια του Χριστού τόν είχαν πείσει γι’ αυτό. Αντί όμως νά ομολογήσει τό σφάλμα του, προσπάθησε νά τό δικαιολογήσει. Άντί νά ομολογήσει τήν άλήθεια, άνέλαβε νά άποδείξει πόσο δύσκολη ήταν ή τήρηση των εντολών. Μ’ αυτό έλπιζε νά παρακάμψει τήν ύποχρέωση τής άποδοχής και νά βγει επίσης δικαιωμένος στά μάτια του λαού. Τά λόγια του Χριστού απέδειξαν ότι ή ερώτησή του ήταν περιττή, αφού ήταν σέ θέση νά δώσει μόνος του τήν απάντηση. Αλλά τότε εκείνος ύπέβαλε μιά δεύτερη έρώτηση: “Τίς είναι ο πλησίον μου;”ΠΧ 295.5

    Καί πάλι ο Χριστός άπέφυγε νά μπλεχθεϊ σέ λογομαχίες. Άποκρίθηκε στήν καινούργια αυτή έρώτηση άναφέροντας ένα περιστατικό, ή άνάμνηση του οποίου ήταν ακόμη νωπή στή μνήμη των ακροατών Του. “Άνθρωπος τις,” είπε, “κατέβαινεν από ‘Ιερουσαλήμ εις ‘Ιεριχώ, και περιέπεσεν εις ληστάς· οίτινες και γυμνώσαντες αυτόν και καταπληγώσαντες, άνεχώρησαν άφήσαντες αυτόν ήμιθανή.”ΠΧ 296.1

    Προκειμένου νά ταξιδέψει κανείς από τά ‘Ιεροσόλυμα στήν ‘Ιεριχώ, έπρεπε νά περάσει ένα ορισμένο μέρος τής ερημικής περιοχής τής Ίουδαίας. Ο δρόμος οδηγούσε άνάμεσα από άγρια, άπότομα φαράγγια πού λυμαίνονταν από ληστές και πού συχνά γίνονταν τό θέατρο εγκληματικών σκηνών. Σ’ αυτό τό μέρος είχε ύποστεϊ τήν επίθεση ο οδοιπόρος. Είχε ληστευθεΐ από ο,τι πολύτιμο του βρισκόταν άπάνω του, και μισοπεθαμένος, είχε έγκαταληφθεΐ στήν άκρη του δρόμου. Καί ενώ βρισκόταν πεσμένος έκεϊ, ένας ιερέας φάνηκε νά περνάει από τό δρόμο εκείνο. Είδε τόν άνθρωπο κυλισμένο κατά γής, πληγωμένο, τραυματισμένο, κολυμπώντας μέσ’ τό αίμα του. Αλλ’ άντί νά του προσφέρει βοήθεια, “έπέρασεν από τό άλλο μέρος.” Κατόπιν παρουσιάσθηκε ένας Λευίτης. Άπό περιέργεια νά ιδεί τί συνέβαινε, έσκυψε και έρριξε μιά ματιά στό θύμα. “Ηξερε πολύ καλά τί έπρεπε νά κάνει, άλλ’ αυτή ή δουλειά δέν ήταν καθόλου εύχάριστη. Θά ευχόταν νά μήν είχε διαβεΐ από κείνο τό δρόμο ώστε νά μή είχε δει τόν πληγωμένο. Έπεισε τελικά τόν εαυτό του ότι αυτή ή ύπόθεση δέν τόν άφοροϋσε, κι’ έτσι τό ίδιο και αυτός “έπέρασεν από τό άλλο μέρος.”ΠΧ 296.2

    'Ένας Σαμαρείτης όμως, πού ταξίδευε στόν ίδιο δρόμο, είδε τόν τραυματία και έκανε ο,τι άκριβώς οι άλλοι δύο άρνήθηκαν νά κάνουν. Μέ στοργή και τρυφερότητα βάλθηκε άμέσως νά εξυπηρετήσει τόν πληγωμένο. “Ίδών αυτόν εύσπλαχνίσθη. Καί πλησιάσας έδεσε τάς πληγάς αυτού, έπιχέων έλαιον και οίνον και έπιβιβάσας αυτόν επί τό κτήνος αυτού, εφερεν αυτόν εις ξενοδοχεϊον, και έπεμελήθη αυτού. Καί τήν επαύριον ότε έξήρχετο, έκβαλών δύο δηνάρια εδωκεν εις τόν ξενοδόχον, και είπε πρός αυτόν, Έπιμελήθητι αυτού· και ο,τι αν δαπανήσης περιπλέον, εγώ, όταν έπανέλθω, θέλω σοι άποδώσει.” Ο παπάς και ο Λευίτης δείχνονταν άνθρωποι θεοσεβείς. Αλλ’ ο Σαμαρείτης αυτός άπέδειξε ότι ηταν πραγματικά καθιερωμένος. Αύτό πού εκανε δέν ήταν γι’ αυτόν καθήκον πιό εύχάριστο άπ’ ο,τι ηταν γιά τόν παπά και τό Λευίτη. Αλλά τόσο μέ τό πνεύμα όσο και μέ τά έργα του άπέδειξε ότι ζοϋσε σέ άρμονία μέ τόν Θεό.ΠΧ 296.3

    Μέ τό μάθημα αυτό ο Χριστός παρέστησε τίς άρχές του νόμου μέ τρόπο σαφή και δυναμικό, δείχνοντας στούς άκροατές Του ότι τήν εφαρμογή των άρχών αυτών τήν είχαν παραμελήσει. Τά έπιχειρήματά Του ηταν τόσο πειστικά και άκαταμάχητα, πού δέν έδιναν δικαίωμα στούς άκροατές Του νά προβάλουν άντιρρήσεις. Ο νομικός δέν βρήκε τίποτε νά σχολιάσει στό μάθημα εκείνο. Η προκατάληψή του κατά του Χριστού διαλύθηκε. Δέν είχε όμως ακόμη υπερνικήσει τήν εθνική του αντιπάθεια σέ σημείο πού νά άναγνωρίσει τήν καλή πράξη του Σαμαρείτη άναφέροντάς τον μέ τ’ όνομα. ‘Όταν ο Χριστός τόν ρώτησε, “Τίς λοιπόν εκ των τριών τούτων σοί φαίνεται ότι εγινε πλησίον του έμπεσόντος εις τούς ληστάς;” εκείνος άπάντησε: “Ο ποιήσας τό ελεος εις αυτόν.”ΠΧ 297.1

    “Είπε λοιπόν πρός αυτόν ο ‘Ιησούς, ύπαγε, και σύ κάμνε ομοίως.” Δείξε και σύ τήν ίδια τρυφερή καλωσύνη σ’αυτούς πού έχουν άνάγκη. Αυτό θά άποδείξει ότι τηρείς ολόκληρο τό νόμο.ΠΧ 297.2

    Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών ηταν ή διαφορά στίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις,, ενα θέμα πού αφορούσε τήν ουσία τής πραγματικής λατρείας. οι Φαρισαίοι δέν εύρισκαν τίποτε καλό νά πουν γιά τούς Σαμαρείτες, αλλ’ εκτόξευαν τίς πιό κεραυνοβόλες κατάρες εναντίον τους. Τόσο βαθειά ριζωμένη ήταν ή αντιπάθεια ανάμεσα στούς Ιουδαίους και στούς Σαμαρείτες, πού ή Σαμαρείτισα άπόρησε όταν ο Χριστός τής ζήτησε νά Τοϋ δώσει νερό νά πιει. “Πώς σύ,” Τόν ρώτησε, “Ιουδαίος ών, ζητείς νά πίης παρ’ εμού, ήτις είμαι γυνή Σαμαρεΐτις;” “Διότι,” εξηγεί ο εύαγγελιστής, “δέν συγκοινωνούσιν οι ‘Ιουδαίοι μέ τούς Σαμαρείτας.” (Ίωάν. 4:9). Καί όταν τό εγκληματικό μίσος τών ‘Ιουδαίων ξεχείλιζε εναντίον του Χριστού σέ σημείο πού σηκώθηκαν νά Τόν λιθοβολήσουν στό ναό, καταλληλότερα λόγια γιά νά έκφράσουν τό μϊσος τους δέ βρήκαν άπ’ αυτά: “Δέν λέγομεν ημείς καλώς ότι Σαμαρείτης είσαι συ, και δαιμόνιον έχεις;” (Ίωάν. 8:48). Καί όμως ο ιερέας και ο Λευίτης άμέλησαν νά εκπληρώσουν τό εντεταλμένο από τόν Θεό καθήκον τους, άφήνοντας ενα μισητό και καταφρονεμένο Σαμαρείτη νά εξυπηρετήσει ένα συμπατριώτη τους.ΠΧ 297.3

    Ο Σαμαρείτης είχε έκπληρώσει τήν έντολή, “θέλεις άγαπά τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν” και μ’ αυτό άπέδειξε ότι ήταν δικαιότερος άπ’ εκείνους πού τόν περιφρονούσαν. Διακινδυνεύοντας τή δική του ζωή, φέρθηκε στόν πληγωμένο σάν σέ άδελφό του. Ο Σαμαρείτης αυτός παριστάνει τόν Χριστό. Ο Σωτήρας μας έδειξε γιά μάς μιά τέτοια αγάπη πού ή ανθρώπινη αγάπη δέν μπορεί ποτέ νά συγκριθεϊ μ’ αυτή. Ένώ είμασταν πληγωμένοι και ετοιμοθάνατοι, Εκείνος μάς λυπήθηκε. Δέν μάς προσπέρασε άδιάφορος από τό άλλο μέρος, άφίνοντάς μας νά χαθούμε, δίχως βοήθεια, δίχως έλπίδα. Δέν έμεινε στήν προσφιλή Του, άγια κατοικία όπου ήταν ο τιμημένος τών στρατιών του ούρανοϋ. Είδε τήν τρομερή άνάγκη μας, άνέλαβε νά ύπερασπισθεϊ τήν άπεγνωσμένη μας κατάσταση και συνταυτίστηκε μέ τήν ανθρώπινη φυλή. Πέθανε γιά νά σώσει τούς εχθρούς Του. Προσευχήθηκε γιά τούς δολοφόνους Του. Προβάλλοντας τό δικό Του παράδειγμα, λέγει στούς οπαδούς Του: “Ταϋτα σάς παραγγέλλω, νά αγαπάτε άλλήλους·” “Καθώς Έγώ σάς ήγάπησα, και σείς νά αγαπάτε αλλήλους.” (Ίωάν. 15:17, 13:34).ΠΧ 298.1

    Ο ιερέας και ο Λευίτης επέστεφαν από τή λατρεία τους στό ναό του οποίου ή ύπηρεσία είχε καθορισθεϊ από τόν ίδιο τόν Θεό. Η συμμετοχή στή λατρεία εκείνη άποτελοϋσε ένα εξαιρετικά μεγάλο προτέρημα. ‘Έκανε τόν παπά και τό Λευίτη νά νοιώθουν ότι ύστερα από ένα τέτοιο τιμητικό προνόμιο, ήταν ύποδεέστερο γι’αυτούς νά ασχοληθούν μέ τίς άνάγκες ένός άγνωστου τραυματία, πεταμένου στήν άκρη του δρόμου. Μ’ αυτό έχασαν τήν ιδιαίτερη ευκαιρία πού τούς παρουσίαζε ο Θεός σάν όργανά Του νά γίνουν ευλογία σ’ ένα συνάνθρωπό τους.ΠΧ 298.2

    Πολλοί σήμερα κάνουν τό ίδιο λάθος. Ταξινομούν τά καθήκοντά τους σέ δύο διαφορετικές κατηγορίες. Η μιά αποτελείται από ύποχρεώσεις σοβαρές πού ρυθμίζονται άμεσα από τό νόμο του Θεού. Η άλλη έγκειται στά θεωρούμενα μικροκαθήκοντα γιά τήν εκπλήρωση τών οποίων η εντολή “θέλεις αγαπά τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν” δέν λαβαίνεται ύπόψη. Αύτή ή κατηγορία τών καθηκόντων έπαφίεται στή διάθεση του καθενός, και ύπόκειται στίς άτομικές προτιμήσεις και στόν αύθορμητισμό. ‘Έτσι ο χαρακτήρας άλλοιώνεται και ή χριστιανική θρησκεία παρουσιάζεται διαφορετική άπ’ ο,τι είναι.ΠΧ 298.3

    Μερικοί έχουν τήν εντύπωση ότι χάνουν από τήν άξιοπρέπειά τους όταν καταπιάνονται μέ τή μιζέρια τής πάσχουσας άνθρωπότητας. Πολλοί βλέπουν μόνο μέ άδιαφορία και καταφρόνια αυτούς πού έχουν κατηντήσει ψυχικά ράκη. Άλλοι άγνοούν τούς φτωχούς γιά διαφορετικούς λόγους. Εργάζονται, κατά τή γνώμη τους, γιά τόν Χριστό προσπαθώντας νά δημιουργήσουν κάποια άξιόλογη επιχείρηση. Νομίζουν ότι κάνουν ένα τέτοιο σπουδαίο έργο, πού δέν τούς επιτρέπει νά διακόψουν γιά νά παρατηρήσουν τίς άνάγκες τών δυστυχών και τών καταδυναστευμένων. Προκειμένου νά προωθήσουν τό ύποτιθέμενο μεγάλο έργο τους, είναι ικανοί άκόμη και νά καταπιέσουν τούς φτωχούς. Μπορούν νά τούς φέρουν σέ δύσκολη θέση, νά τούς στερούν τά δικαιώματά τους, ή έσκεμμένα νά άγνοούν τίς άνάγκες τους. Καί όμως κρίνουν ότι όλα αυτά επιτρέπονται, μέ τή δικαιολογία ότι συμβάλλουν, κατά τή γνώμη τους, στήν πρόοδο του έργου του Χριστού.ΠΧ 299.1

    Πολλοί άνέχονται νά βλέπουν έναν άδελφό ή ένα γείτονά τους άπεγνωσμένα νά παλαίουν μέ άντίξοες περιστάσεις άβοήθητοι. ‘Επειδή ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί, μπορεί νά δίνουν στούς τελευταίους αυτούς τήν εντύπωση ότι ο ψυχρός εγωισμός τους άντιπροσωπεύει τόν χαρακτήρα του Χριστού. Όταν οι θεωρούμενοι ύπηρέτες του Κυρίου δέν συνεργάζονται μαζί Του, τό ρεύμα τής αγάπης του Θεού πού θάπρεπε νά ρέει άφθονα μέσω αυτών, κόβεται κατά ένα μεγάλο βαθμό από τούς συνανθρώπους τους. Καί μέ τή σειρά της, μιά σημαντική άνταπόδοση δοξολογίας και εύχαριστιών προερχομένων άπ’ τά χείλη και τίς καρδιές τών άνθρώπων, εμποδίζεται από το νά προσφερθεΐ σ’ Αύτόν. Ο Θεός στερείται τή δόξα πού όφείλεται στό άγιο όνομά Του. Στερείται τίς ψυχές εκείνες χάρη τών οποίων πέθανε ο Χριστός, ψυχές τίς οποίες λαχταράει νά οδηγήσει στή βασιλεία Του γιά νά ζήσουν στή παρουσία Του κατά τούς άτελεύτητους αιώνες.ΠΧ 299.2

    Η θεϊκή άλήθεια ελάχιστη ασκεί επιρροή στόν κόσμο, ένώ θά έπρεπε νά είναι μεγάλη ή επίδρασή της άν ετίθετο σέ έμπρακτη εφαρμογή. Η θεωρητική όψη τής θρησκείας απαντάται παντοϋ άλλά πολύ λίγο κύρος εχει. Μπορεϊ νά ισχυριζόμαστε ότι άκολουθοϋμε τόν Χριστό. Μπορεϊ νά ισχυριζόμαστε ότι παραδεχόμαστε κάθε άλήθεια του λόγου του Θεού. Αλλ’ αυτό δέν θά όφελήσει τόν πλησίον μας άν ή πίστη μας δέν έκδηλώνεται καθημερινά μέ έργα. Μπορεϊ νά έπιδεικνύομε ούρανομήκεις ομολογίες πίστης. Άν δέν είμαστε όμως πραγματικοί Χριστιανοί, δέν πρόκειται αυτό νά σώσει ούτε έμάς ούτε τούς συνανθρώπους μας. Τό καλό παράδειγμα ωφελεί τόν κόσμο περισσότερο άπ’ όλη τήν επίδειξη της πίστης.ΠΧ 299.3

    Τό έργο του Χριστού δέν μπορεί νά προαχθεϊ μέ εγωιστικά μέσα. Τό έργο Του είναι έργο τών φτωχών και τών καταδυναστευμένων. Άπό τίς καρδιές τών όμολογουμένων οπαδών Του λείπει ή τρυφερή συμπόνοια του Χριστού, ή βαθύτερη έκείνη αγάπη γι’αυτούς πού τόσο έξετίμησε ώστε έδωσε και αυτή άκόμη τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τους. οι ψυχές αύτές Τού είναι πολύτιμες, άφάνταστα πολυτιμότερες άπ’ όποιαδήποτε προσφορά μπορούμε νά φέρομε στόν Θεό. Τό νά διαθέτει κανείς όλες του τίς δυνάμεις γιά νά έκτελεϊ ένα φαινομενικά μεγάλο έργο, ένώ ταυτόχρονα άγνοεΐ τίς άνάγκες του ένδεοϋς ή τά δικαιώματα του ξένου, δέν άποτελεϊ ύπηρεσία πού Εκείνος μπορεί ποτέ νά επιδοκιμάσει.ΠΧ 300.1

    Ο άγιασμός τής ψυχής μέ τήν έπίδραση του Αγίου Πνεύματος είναι ή ένωση τής φύσης του Χριστού μέ τήν άνθρώπινη φύση. Η θρησκεία του ευαγγελίου είναι ή ζωή του Χριστού μέσα μας, μιά άρχή γεμάτη ζωή και δράση. Είναι ή χάρη του Χριστού πού άποκαλύπτεται μέ τόν χαρακτήρα και έξωτερικεύεται μέ τά καλά έργα. οι άρχές του εύαγγελίου δέν είναι δυνατό νά άποσυνδεθοϋν από καμιά πτυχή τής έμπρακτης ζωής. Κάθε φάση τής χριστιανικής έμπειρίας και δράσης πρέπει νά είναι μιά ζωντανή άναπαράσταση τής ζωής του Χριστού.ΠΧ 300.2

    Η αγάπη άποτελεϊ τή βάση τής εύσέβειας. “Οσο και άν ισχυρίζεται ότι πιστεύει, κανείς δέν έχει πραγματική αγάπη γιά τόν Θεό, άν δέν έχει άφίλαυτη αγάπη γιά τόν άδελφό του. Τό πνεύμα όμως αυτό δέν μπορούμε ποτέ νά τό άποκτήσομε προσπαθώντας νά άγαπήσομε τούς άλλους. Αυτό πού χρειάζεται είναι ή αγάπη του Χριστού μέσ’ τήν καρδιά. Οταν τό έγώ συγχωνεύεται μέ τόν Χριστό, τότε άναβρύζει αύτόματα ή αγάπη. Η τελειότητα του χριστιανικού χαρακτήρα πετυχαίνεται όταν διαρκώς ξεπηδά από μέσα μας ο αυθορμητισμός νά βοηθήσομε και νά ευεργετήσομε τούς άλλους—όταν τό χαρούμενο φώς του ούρανού πλημμυρίζει τήν καρδιά και ζωγραφίζεται στό πρόσωπο.ΠΧ 300.3

    Είναι άδύνατο μιά καρδιά μέσα στήν οποία κατοικεί ο Χριστός νά είναι άδεια από αγάπη. Άν άγαπούμε τόν Θεό επειδή Αύτός πρώτος μάς άγάπησε, τότε θά άγαπούμε και όλους έκείνους γιά τούς όποιους ο Χριστός πέθανε. Δέν μπορούμε νά έρθομε σέ έπαφή μέ τή θεότητα χωρίς νά έρχόμαστε σέ στενή επαφή μέ τήν άνθρωπότητα. ‘Επειδή σ’ Αύτόν πού κάθεται στό θρόνο του σύμπαντος ή θεότητα και ή άνθρωπότητα συνυπάρχουν.ΠΧ 301.1

    Οταν ένωθούμε μέ τόν Χριστό, ένωνόμαστε και μέ τούς συνανθρώπους μας μέ τούς χρυσούς κρίκους τής άλυσίδας τής άγάπης. Τότε ή συμπόνοια και ή εύσπλαχνία του Χριστού θά έκδηλώνονται και στή δική μας ζωή. Δέν θά περιμένομε να έρθουν νά μάς βροϋν οι φτωχοί και οι δύσμοιροι. Δέν θα έχουμε άνάγκη νά μάς παρακαλοϋν οι άνθρωποι γιά νά συγκινηθοϋμε από τή συμφορά τών άλλων. Θά μάς γίνει τόσο φυσική ή συνήθεια νά άνταποκρινόμαστε στίς άνάγκες τών δεινοπαθούντων, όπως γινόταν μέ τόν Χριστό πού πήγαινε από μέρος σέ μέρος κάνοντας τό καλό.ΠΧ 301.2

    Κάθε φορά πού νοιώθομε μέσα μας ένα σκίρτισμα άγάπης και συμπόνοιας, κάθε φορά πού ή καρδιά προσφέρεται νά εύεργετήσει και νά άνυψώσει τούς άλλους, έχομε μιά έμπρακτη άπόδειξη τής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος του Θεού. Καί μέσα σ’ αυτά τά σπλάχνα του είδωλολατρικοϋ κόσμου, άνθρωποι πού δέν έχουν ιδέα από τόν γραπτό λόγο του Θεού, άνθρωποι πού ούτε άκουσαν ποτέ τό όνομα του Χριστού, φέρθηκαν μέ καλωσύνη πρός τούς δούλους Του, προστατεύοντάς τους μέ κίνδυνο τής ϊδιας τους τής ζωής. Αύτή ή συμπεριφορά τους δείχνει τή δράση μιάς θεϊκής δύναμης. Τό “Αγιο Πνεύμα κάποτε στάλαξε τή χάρη του Χριστού στήν καρδιά τών αγρίων, άφυπνίζοντας μέσα τους συμπαθητικές ιδιότητες άφύσικες πρός τήν ιδιοσυγκρασία τους και τό μορφωτικό τους επίπεδο. “Τό φώς τό άληθινόν, τό όποιον φωτίζει πάντα άνθρωπον έρχόμενον εις τόν κόσμον” (Ίωάν. 1:9), λάμπει στήν ψυχή τους. Καί άν του δώσουν προσοχή, τό φώς αυτό θά οδηγήσει τά βήματά τους στή βασιλεία του Θεού.ΠΧ 301.3

    Άποτελεϊ δόξα γιά τόν ούρανό νά δίνει κανείς χέρι βοήθειας στούς αμαρτωλούς και νά παρηγορεί τούς δυστυχείς. Καί όταν ο Χριστός ενοικεί στίς καρδιές τών άνθρώπων, θά άποκαλύπτεται άκριβώς μ’ αυτόν τόν τρόπο. ‘Οπουδήποτε δρά ή θρησκεία του Χριστού στέφει τίς ενέργειες μέ εύλογία. ‘Οπουδήποτε εκδηλώνεται άκολουθεϊ τό φώς.ΠΧ 301.4

    Ο Θεός δέν άναγνωρίζει καμιά εθνική, φυλετική ή κοινωνική διάκριση. Αύτός είναι ο Πλάστης όλου του κόσμου. Βασικά μέ τή δημιουργία και μετά μέσω τής άπολύτρωσης, όλοι οι άνθρωποι είναι μέλη μιάς και τής αύτής οικογένειας. Ο Χριστός ηρθε γιά νά καταργήσει τό μεσότοιχο του φραγμού, νά άνοίξει διάπλατα τά διαμερίσματα του άγιαστηρίου, ώστε κάθε ψυχή νά άποκτήσει τό δικαίωμα τής ελεύθερης εισόδου πρός τόν Θεό. Η αγάπη Του είναι τόσο μεγάλη, τόσο βαθειά, τόσο τέλεια, πού εισχωρεί παντού. Αποσπά από τή σφαίρα τής επιρροής του Σατανά τίς δυστυχισμένες ψυχές πού έχουν άποπλανηθεϊ μέ τίς άπατηλές μεθοδείες του. Τίς όδηγεϊ μέχρι τόν θρόνο του Θεού, τόν θρόνο πού περιβάλλεται μέ τό τόξο τής ύπόσχεσής Του. ‘Όντες του Χριστού, οι άνθρωποι δέν διακρίνονται πιά σέ ‘Ιουδαίους ή σέ “Ελληνες, σέ δούλους ή ελεύθερους. “Ολοι θεωρούνται “πλησίον διά του αϊματος του Χριστού.” (Γαλ. 3:28, ‘Εφεσ. 2:13).ΠΧ 302.1

    Σ’ όποιαδήποτε θρησκεία και άν άνήκουν, όταν οι άνθρωποι ζητούν βοήθεια, ή έκκλησή τους πρέπει νά είσακουσθεΐ και ή βοήθεια νά τούς χορηγηθεί. Σέ περίπτωση πού ή διαφορά του θρησκεύματος εχει δημιουργήσει ψυχρότητα, μεγάλο καλό μπορεί νά προέλθει μέ τήν άτομική διακονία σέ ώρα άνάγκης. Η καλωσυνάτη προσωπική ύπηρεσία συντελεί στό νά σπάσει ή προκατάληψη και νά κερδιθούν ψυχές στόν Θεό.ΠΧ 302.2

    Πρέπει νά δείχνομε κατανόηση, γιά τίς θλίψεις, τίς στενοχώριες και τά προβλήματα τών άλλων. Πρέπει νά συμμεριζόμαστε τίς χαρές και τίς λύπες μεγάλων και μικρών, πλουσίων και φτωχών. “Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε,” μάς λέγει ο Χριστός (Ματθ. 10:8). Από παντού μάς τριγυρίζουν θλιμμένες ψυχές πού διέρχονται από δοκιμασίες και χρειάζονται δυό συμπονετικά λόγια και μιά έμπρακτη συμπαράσταση. Ύπάρχουν χήρες πού χρειάζονται συμπάθεια και βοήθεια, και ύπάρχουν ορφανά τήν προστασία τών οποίων ο Χριστός άναθέτει στούς οπαδούς Του νά άναλάβουν σάν ιερή παρακαταθήκη άπ’ τόν Θεό. Πολύ συχνά τά άτομα αυτά άγνοούνται. Μπορεϊ νά είναι κουρελήδες, άξεστοι, κάθε άλλο παρά συμπαθητικοί. Είναι όμως η περιουσία του Θεού. Εχουν έξαγορασθεϊ μέ μεγάλη τιμή και στά δικά Του μάτια είναι τόσο πολύτιμοι όσο είμαστε κι’ έμεϊς. Είναι μέλη της μεγάλης οικογένειας του Θεού, και οι Χριστιανοί, σάν οικονόμοι του Κυρίου, θεωροϋνται υπεύθυνοι γι’ αυτούς. “Έκ της χειρός σου,” λέγει, “θέλω ζητήσει τήν ψυχήν αυτών.”ΠΧ 302.3

    Η άμαρτία είναι τό χειρότερο κακό. Γι’ αυτό πρέπει νά λυπούμαστε και νά βοηθούμε τούς άμαρτωλούς. Δέν μπορούμε όμως νά τούς πλησιάσομε όλους μέ τόν ίδιο τρόπο. Είναι πολλοί πού κρύβουν τή δίψα τής ψυχής τους. Στήν περίπτωση αυτή ένας καλός λόγος ή μιά εύγενική χειρονομία θά βοηθούσαν πολύ. Υπάρχουν άλλοι πού βρίσκονται στή μεγαλύτερη ένδεια, χωρίς ούτε νά τό ξέρουν. Δέν συναισθάνονται τήν τρομερή άπογύμνωνση τής ψυχής τους. Πλήθη άμέτρητα είναι τόσο βαθειά βουτηγμένα στήν άμαρτία, πού δέν έχουν πιά ιδέα γιά τίς αιώνιες πραγματικότητες, ή εικόνα τής ομοιότητας μέ τόν Θεό εξαφανίσθηκε και ούτε καν γνωρίζουν αν έχουν ή όχι ψυχή γιά σώσιμο. Δέν έχουν ούτε πίστη στόν Θεό, ούτε εμπιστοσύνη στόν άνθρωπο. Πολλοί άπ’αυτούς δέν πλησιάζονται παρά μόνο μέ πράξεις άνυστερόβουλου ενδιαφέροντος. Η άνακούφιση τών φυσικών άναγκών τους προηγείται πάνω άπ’ όλα. Πρέπει νά τραφούν, νά καθαρισθοϋν και νά ντυθούν άνθρωπινά. Παρατηρώντας τίς εκδηλώσεις μιας τέτοιας άφίλαυτης άγάπης, θά τούς είναι εύκολότερο νά πιστέψουν στήν αγάπη του Χριστού.ΠΧ 303.1

    Είναι πάλι άλλοι πού πέφτουν σέ λάθη και πού ντρέπονται γιά τήν απομάρα τους. Σκέπτονται διαρκώς τόσο πολύ τά παραστρατήματά τους, ώστε έρχονται σχεδόν σέ άπόγνωση. οι ψυχές αυτές δέν πρέπει νά άγνοηθούν. ‘Όταν κολυμπάει κανείς άντίθετα στή φορά του ποταμού, παλαίει μέ τήν συνισταμένη δύναμη του ορμητικού ρεύματος πού τόν τραβάει πρός τά πίσω. Δώστε του τήν ώρα αυτή ενα χέρι βοήθειας, όπως εδωσε ο Πρεσβύτερος Αδελφός μας στόν Πέτρο ενώ καταποντίζονταν. Πέστε του δυό λόγια παρήγορα, λόγια πού δημιουργούν τήν εμπιστοσύνη και ξυπνούν τήν αγάπη.ΠΧ 303.2

    Ο άδελφός σου πού άσθενεϊ κατά τό πνεύμα σέ χρειάζεται, όπως και σύ χρειάζεσαι τήν αγάπη ένός αδελφού. Αύτό πού του χρειάζεται είναι τό ζωντανό παράδειγμα ενός πού γνώρισε τίς ίδιες μ’ αυτόν αδυναμίες, ενός πού είναι σέ θέση νά τόν καταλάβει και νά τόν βοηθήσει. Η συναίσθηση τής δικής μας αδυναμίας μάς κάνει ικανούς νά βοηθήσομε κάποιον άλλον σέ μιά κρίσιμη καμπή τής ζωής του. Δέν πρέπει ποτέ νά προσπεράσομε μιά δυστυχισμένη ψυχή χωρίς νά προσπαθήσομε νά τής μεταδώσομε τήν παρηγοριά μέ τήν όποία ο Θεός μάς έχει παρηγορήσει.ΠΧ 303.3

    Αύτό πού ίκανώνει τό νού, τήν ψυχή και τήν καρδιά νά νικούν τά κατώτερα άνθρώπινα ένστικτα είναι ή έπικοινωνία μέ τόν Χριστό, ή προσωπική έπαφή μ’ ένα ζώντα Σωτήρα. Μιλήστε στόν παραπλανώμενο οδοιπόρο τής ζωής γιά τό παντοδύναμο χέρι πού καρτερεί νά τόν σηκώσει ψηλά. Μιλήστε του γιά τήν άπεραντωσύνη τής άνθρωπιάς του Χριστού πού είναι όλο συμπόνοια γι’ αυτόν. Δέν είναι άρκετό νά πιστεύει στό νόμο και στόν εξαναγκασμό, πράγματα πού ούτε οίκτο έχουν, ούτε να ακούσουν μπορούν τήν άπεγνωσμένη κραυγή τής καρδιάς. ‘Εκείνο πού του χρειάζεται είναι νά νοιώσει μιά θερμή χειραψία, νά έμπιστευθεϊ μιά καρδιά γεμάτη καλωσύνη. Στρέψτε τό νοϋ του στή σκέψη ότι ή θεϊκή παρουσία είναι πάντα στό πλευρό του, ότι τόν παρακολουθεί άδιάκοπα μέ σπλαχνική αγάπη. Πέστε του νά σκέπτεται τήν πατρική εκείνη καρδιά πού θλίβεται διαρκώς γιά τήν άμαρτία, τό πατρικό χέρι πού πάντα τείνεται προσφέροντας βοήθεια και τήν πατρική φωνή πού λέγει: “Άς πιασθή από τής δυνάμεώς Μου, διά νά κάμη ειρήνην μετ’ ‘Εμού- και θέλει κάμει μετ’ ‘Εμού ειρήνην.” (Ήσ. 27:5).ΠΧ 304.1

    Στήν έκπλήρωση του έργου σας αυτού σάς συμπαραστέκονται σύντροφοι άόρατοι από τά άνθρώπινα μάτια. Άγγελοι του ούρανοϋ παράστεκαν στό Σαματείτη ένώ φρόντιζε γιά τόν πληγωμένο άγνωστο. Άγγελοι άπ’ τίς ουράνιες αύλές παραστέκουν σ’ όλους εκείνους πού έκτελοϋν τήν ύπηρεσία αυτή του Θεού πρός τούς συνανθρώπους τους. Πάνω άπ’ όλα έχετε τή συμπαράσταση του ίδιου του Χριστού. Αύτός είναι ο Επανορθωτής. ‘Εργαζόμενοι κάτω από τήν έπίβλεψή Του, θά διαπιστώσετε θαυμάσια άποτελέσματα.ΠΧ 304.2

    Άπό τήν πιστότητα μέ τήν όποία άνταποκρίνεσθε στό έργο αυτό, έξαρτάται όχι μόνο ή εύημερία τών άλλων, άλλά και τό δικό σας αιώνιο πεπρωμένο. Ο Χριστός έπιδιώκει νά ύψώσει τόν καθένα πού θέλει νά φθάσει στό ύψος τής έπικοινωνίας μαζί Του ώστε νά γίνει ένα μ’ Αύτόν, όπως ‘Εκείνος είναι ένα μέ τόν Πατέρα. ‘Επιτρέπει νά έρχόμαστε σέ έπαφή μέ τή δυστυχία και τή συμφορά γιά νά άπαλλαγοϋμε από τή φιλαυτία μας. Προσπαθεί νά αναπτύξει μέσα μας τά φυσικά του χαρακτήρα Του, τήν ευσπλαχνία, τήν τρυφερότητα και τήν αγάπη. “Οταν συγκατανεύομε νά κάνομε αυτή τή διακονία τής άγάπης, φοιτούμε στό σχολείο Του όπου αποκτούμε τήν καταλληλότητα γιά τόν ούρανό. Οταν τήν άρνούμαστε, απορρίπτομε τή διαπαιδαγώγηση πού μάς προσφέρει και διαλέγομε τόν αιώνιο χωρισμό μας άπ’ Αυτόν. “‘Εάν φυλάξης τάς έντολάς Μου,” δηλώνει ο Κύριος, “θέλω σοί δώσει νά περιπατής μεταξύ τών ενταύθα ίσταμένων” (Ζαχ. 3:7), δηλαδή μεταξύ τών άγγέλων πού περιβάλλουν τό θρόνο Του. Η συνεργασία μας μέ τίς ουράνιες υπάρξεις κατά τήν επίγεια υπηρεσία τους, μάς προετοιμάζει γιά τή συντροφιά τους στόν ουρανό. “Λειτουργικά πνεύματα, εις υπηρεσίαν άποστελλόμενα, διά τούς μέλλοντας νά κλήρονομήσωσι σωτηρίαν” (Έβρ. 1:14), οι άγγελοι υποδέχονται στόν ουρανό αυτούς πού στή γή εζησαν όχι γιά νά υπηρετηθούν, άλλά γιά νά υπηρετήσουν. Στήν ευλογημένη εκείνη ομήγυρη θά γνωρίσομε, πρός αιώνια ικανοποίησή μας, τήν τέλεια απάντηση στήν ερώτηση, “Τίς είναι ο πλησίον μου.”ΠΧ 304.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents