Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Οι Παραβολές του Χριστού

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 28: Η αμοιβη τησ χαρησ

    Η Παραβολή: Ματθ. 19:16-30, 20:1-16; Μάρκ. 10:17-31, Λουκ. 18:18-30.

    Οι ‘Ιουδαίοι είχαν λησμονήσει σχεδόν όλότελα τήν άλήθεια τής δωρεάν χάρης του Θεού. οι ραββϊνοι δίδασκαν ότι ή εϋνοια του Θεού έπρεπε νά κερδηθεί. Έλπιζαν νά άποκτήσουν μέ τά έργα τους τήν άμοιβή τών δικαίων. Γι’ αυτόν τό λόγο ή θρησκευτική λατρεία τους διέπονταν από ένα άπληστο, συμφεροντολογικό πνεύμα. Από τό πνεύμα αυτό άκόμη και οι μαθητές του Χριστού δέν ήταν έντελώς άπαλλαγμένοι. Ο Σωτήρας έπωφελούνταν από κάθε εύκαιρία γιά νά τούς δείξει τό λάθος τους. Λίγο πρίν διηγηθεϊ τήν παραβολή τών μισθωτών, είχε μεσολαβήσει ένα γεγονός πού Τοϋ έδωσε άφορμή νά έκθέσει τίς κατάλληλες άρχές.ΠΧ 306.1

    'Ενώ βάδιζε στό δρόμο, ένας νεαρός άρχοντας ήρθε τρέχοντας πρός τό μέρος Του, και γονατίζοντας μπροστά Του, Τόν χαιρέτησε μέ σεβασμό. “Διδάσκαλε άγαθέ,” Τοϋ είπε, “τί καλόν νά πράξω διά νά έχω ζωήν αιώνιον;” Ο άρχοντας είχε άποτανθεϊ στόν Χριστό όπως σέ ένα άξιοσέβαστο ραββϊνο, χωρίς όμως νά άναγνωρίζει ότι Αύτός ήταν ο Υιός του Θεού. Ο Σωτήρας του είπε: “Τί Μέ λέγεις άγαθόν; ούδείς άγαθός είμή είς, ο Θεός.” Ποϋ βασίζεσαι και Μέ άποκαλεϊς άγαθό; Αγαθός είναι ο Θεός. Άν πραγματικά Μέ θεωρείς άγαθό, τότε πρέπει νά Μέ δεχθείς σάν γιό Του και σάν έκπρόσωπό Του.ΠΧ 306.2

    “Έάν θέλης νά εισέλθης εις τήν ζωήν,” πρόσθεσε, “φύλαξον τάς έντολάς.” Ο χαρακτήρας του Θεού έκφράζεται μέ τό νόμο Του. Καί άν θέλεις νά βρίσκεσαι σέ άρμονία μέ τόν Θεό, οι άρχές του νόμου Του πρέπει νά είναι τό κίνητρο κάθε σου πράξης.ΠΧ 306.3

    Ο Χριστός δέν μειώνει τίς άξιώσεις του νόμου. Μέ λεκτικό πού δέν έπιδέχεται παρερμηνεία διδάσκει ότι ή αιώνια ζωή είναι έφικτή κάτω από τόν όρο τής ύπακοής στό νόμο—τόν ίδιο όρο πού είχε τεθεί στόν Άδάμ πρίν από τήν άμαρτία. Ο Κύριος δέν περιμένει τίποτε λιγότερο από μάς σήμερα, άπ’ ο,τι περίμενε από τόν άνθρωπο στόν Παράδεισο· τέλεια δηλαδή ύπακοή και άψογη δικαιοσύνη. οι άξιώσεις κάτω από τή συνθήκη τής χάρης είναι πανομοιότυπες μέ τίς αξιώσεις που πρωτοαναφέρθηκαν στόν κήπο τής Έδέμ: εναρμόνιση δηλαδή μέ τό θεϊκό νόμο πού είναι άγιος, δίκαιος και καλός.ΠΧ 306.4

    Στά λόγια του Χριστού, “φύλαξον τάς έντολάς,” ο νέος απάντησε μέ τήν ερώτηση: “Ποίας;” Υπέθετε ασφαλώς ότι αναφερόταν σέ κάποια τελετουργικά εντάλματα. Ο Χριστός όμως έννοοϋσε τό νόμο τών δέκα εντολών πού δόθηκε από τό όρος Σινά. Άφοϋ άνέφερε μερικές από τίς εντολές τίς ύπαγόμενες στή δεύτερη πλάκα του δεκαλόγου, τίς συνόψισε μετά όλες μαζί και τίς διετύπωσε μέ τό “Θέλεις άγαπά τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν.”ΠΧ 307.1

    Σ’ αυτό ο νεαρός άπάντησε χωρίς κανένα δισταγμό: “Πάντα ταύτα έφύλαξα εκ νεότητάς μου· τί μοί λείπει έτι;” Είχε μόνο μιά εξωτερική, μιά επιφανειακή άντίληψη του νόμου. Κρινόμενος από τήν άνθρώπινη πλευρά, είχε διατηρήσει χαρακτήρα άμεμπτο. Μέχρι ένα σημαντικό βαθμό, ή εξωτερική όψη τής ζωής του δέν παρουσίαζε κανένα ψεγάδι. Είλικρινά πίστευε ότι ή ύπακοή του ήταν άμεμπτη. Κατά βάθος όμως είχε μέσα του ένα κρυφό καημό, πώς κάτι στήν ψυχή του δέν πήγαινε καλά μέ τόν Θεό. Αύτό τόν ώθησε σέ μιά καινούργια ερώτηση: “Ti μοί λείπει έτι;”ΠΧ 307.2

    “Έάν θέλης νά είσαι τέλειος,” του είπε ο Χριστός, “ϋπαγε, πώλησον τά ύπάρχοντά σου, και δός εις πτωχούς· και θέλεις έχει θησαυρόν εν ούρανώ· και έλθέ άκολούθει Μοι. Ακούσας δέ ο νεαρός τόν λόγον, άνεχώρησε λυπούμενος· διότι είχε κτήματα πολλά.”ΠΧ 307.3

    Ο εγωκεντρικός άνθρωπος είναι παραβάτης του νόμου του Θεού. Αύτό ήθελε νά άποδείξει στόν νέο ο Χριστός και του πρότεινε μιά δοκιμή ή όποία φανέρωσε τή φιλαυτία πού φώλιαζε στήν καρδιά του. Τοϋ ύπέδειξε τό τρωτό σημείο του χαρακτήρα του. Ο νεαρός δέν χρειάζονταν μεγαλύτερη άπόδειξη. Είχε ένα εϊδωλο στημένο στήν καρδιά του. Ο κόσμος ήταν θεός του. Ισχυριζόταν ότι είχε τηρήσει τίς εντολές, άλλά του ελλειπε άκριβώς ή βασική άρχή πού είναι τό πνεύμα και ή ζωή όλων τών εντολών. Του ελλειπε ή πραγματική αγάπη γιά τόν Θεό και γιά τόν πλησίον του. Η έλλειψη αυτή άντιπροσώπευε ο,τι άποκλειστικά του χρειάζονταν γιά νά εισέλθει στή βασιλεία τών ούρανών. Η μεγάλη του αγάπη γιά τόν εαυτό του και γιά τά εγκόσμια τόν έφερνε σέ σύγκρουση μέ τίς άρχές του ούρανού.ΠΧ 307.4

    Εύθύς μόλις ο νεαρός εκείνος άρχοντας πλησίασε τόν Χριστό, μέ τήν ειλικρίνεια και μέ τό ζήλο του, κέρδισε άμέσως τή συμπάθεια του Σωτήρα. “Ο ‘Ιησούς έμβλέψας εις αυτόν, ήγάπησεν αυτόν.” (Μάρκ. 10:21). Στό πρόσωπο του νεαροϋ εκείνου οραματιζόταν έναν πού θά μπορούσε κάλλιστα νά ύπηρετήσει σάν κήρυκας της δικαιοσύνης. Θά είχε δεχθεί τό μέ τά πολλά χαρίσματα προικισμένο εκείνο πλουσιόπαιδο, μέ τήν ϊδια προθυμία πού δέχθηκε τούς φτωχούς ψαράδες πού Τόν άκολούθησαν. Αν ο νέος αφιέρωνε τήν ίκανότητά του στό εργο της σωτηρίας τών ψυχών, θά είχε γίνει ένας χρήσιμος και έπιτυχημένος έργάτης του Χριστού.ΠΧ 307.5

    Επρεπε όμως πρώτα νά δεχθεί τούς όρους της μαθητείας. Έπρεπε νά παραχωρηθεί άνεπιφύλακτα στόν Θεό. Άπαντώντας στήν πρόσκληση χοϋ Σωτήρα, ο Ιωάννης, ο Πέτρος, ο Ματθαίος και οι σύντροφοί τους, άφησαν τά πάντα, σηκώθηκαν και Τόν άκολούθησαν (βλέπε Λουκ. 5:28). Η ίδια καθιέρωση άπαιτούνταν και από τό νεαρό άρχοντα. Μέ τήν άπαίτησή Του αυτή, ο Χριστός δέν ζητοϋσε καμιά μεγαλύτερη θυσία από εκείνη πού Αύτός ο ϊδιος είχε ύποστεϊ. “Πλούσιος ών, έπτώχευσε διά σάς, διά νά πλουτήσεχε σείς μέ τήν πρωτείαν ‘Εκείνου.” (Β’ Κορ. 8:9). Ο νέος δέν είχε παρά νά άκολουθήσει όπου οδηγούσε ο Χριστός.ΠΧ 308.1

    Κοιτάζοντας τόν νεαρό εκείνον ο Χριστός, τόν λυπήθηκε μέ τήν ψυχή Του. Λαχταρούσε νά τόν κάνει φορέα τών εύλογιών Του στούς λοιπούς άνθρώπους. Σέ αντικατάσταση αυτού πού του ζητοϋσε νά άπαρνηθεϊ, ο Χριστός του πρόσφερε τό προνόμιο της συντροφιάς Του. “Άκολούθει Μοι,” του είπε. Τό προνόμιο αυτό ο Πέτρος, ο ‘Ιωάννης και ο Ιάκωβος τό είχαν δεχθεί μέ χαρά. Καί αυτός ο ϊδιος ο νέος έτρεφε θαυμασμό γιά τόν Χριστό. Η καρδιά του είχε έλκυσθεϊ από τόν Σωτήρα. Δέν ηταν όμως πρόθυμος νά δεχθεί τήν άρχή της αύτοθυσίας πού του παρουσίαζε ο Χριστός. Άντί γιά τόν Ιησού διάλεξε τά πλούτη. Ήθελε τήν αιώνια ζωή, χωρίς όμως νά έπιδέχεται στήν ψυχή τήν άφίλαυτη αγάπη πού ούσιαστικά αυτή είναι ή ζωή. Μέ βαρειά καρδιά άπομακρύνθηκε από τόν Χριστό.ΠΧ 308.2

    Βλέποντάς τον νά άπομακρύνεται, ο Χριστός είπε στούς μαθητές Του: “Πόσον δυσκόλως θέλουσιν είσέλθει εις τήν βασιλείαν του Θεού οι εχοντες τά χρήματα!” Μαρκ. 10:23. οι μαθητές παραξενεύθηκαν μέ τά λόγια αυτά. Είχαν διδαχθεί νά θεωρούν τούς πλούσιους σάν τούς εύνοούμενους του ούρανού. Καί αύτοί οι ϊδιοι περίμεναν κοσμική δύναμη και πλούτη νά τούς άπονεμηθοϋν στή βασιλεία του Μεσσία. Αν οι πλούσιοι δέν ήταν κατάλληλοι νά εισέλθουν στη βασιλεία, τότε ποιά ελπίδα είχαν οι υπόλοιποι γιά νά εισέλθουν;ΠΧ 308.3

    “Ο Ιησούς πάλιν άποκριθείς, λέγει πρός αυτούς, Τέκνα, πόσον δύσκολον είναι νά εισέλθωσιν εις τήν βασιλείαν του Θεού οι εχοντες τό θάρρος αυτών εις τά χρήματα! Εύκολότερον είναι κάμηλος νά περάση διά της τρύπης της βελόνης, παρά πλούσιος νά εισέλθη εις τήν βασιλείαν του Θεού. Εκείνοι δέ σφόδρα έξεπλήττοντο.” Μαρκ. 10:24-26. Τότε κατάλαβαν ότι ή επίσημη εκείνη προειδοποίηση άφορούσε καίαυτούς τούς ίδιους. Τά άποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρα φανέρωναν τήν κρυφή τους επιθυμία γιά δύναμη και πλούτη. Έκφράζοντας άνησυχία γιά τόν ίδιο τόν εαυτό τους διερωτήθηκαν: “Τίς λοιπόν δύναται νά σωθη;”ΠΧ 309.1

    “Έμβλέψας δέ ο Ίησοϋς είπε πρός αυτούς, παρά άνθρώποις τοϋτο αδύνατον είναι, παρά τώ Θεώ όμως τά πάντα είναι δυνατά.”ΠΧ 309.2

    Ο πλούσιος δέν πηγαίνει στόν ούρανό μέ τόν τίτλο του πλουσίου. Τά πλούτη του δέν του εξασφαλίζουν τό δικαίωμα της ένδοξης κληρονομιάς τών άγίων. Μόνο μέ τή χάρη του Χριστού γιά τήν οποία δέν είναι άξιος, μπορεί νά κάνει ο άνθρωπος τήν εϊσοδό του στήν πόλη του Θεού.ΠΧ 309.3

    Τά άκόλουθα λόγια του Αγίου Πνεύματος άπευθύνονται τόσο στούς φτωχούς, όσο και στούς πλούσιους: “Δέν εισθε κύριοι έαυτών. Διότι ήγοράσθηχε διά τιμής.” Α’ Κορινθ. 6:19-20. ‘Όταν τό πισχεύουν αυτό οι άνθρωποι, τά ύπάρχοντά τους θά τά θεωρούν σάν παρακαταθήκη πού τούς έμπιστεύθηκε ο Θεός, νά χρησιμοποιηθούν κατά τήν ύπόδειξή Του γιά τή σωτηρία τών χαμένων ψυχών και γιά τήν άνακούφιση τών φτωχών και τών δεινοπαθούντων. Γιά τόν άνθρωπο αυτό είναι άδύνατο, επειδή ή καρδιά προσκολλάται στούς επίγειους θησαυρούς. Καί ή ψυχή πού είναι δεσμευμένη στήν ύπηρεσία του μαμωνά, κωφεύει στήν κραυγή της άνθρώπινης άνάγκης. Γιά τόν Θεό όμως τά πάντα είναι δυνατά. Παρατηρώντας τήν άσύγκριτη αγάπη του Χριστού, ή καρδιά μαλακώνει και ύποτάσσεται. Μαζί μέ τόν Σαϋλο τόν Φαρισαίο θά καταλήξει και ο πλούσιος νά πει: “Έκείνα τά οποία ήσαν εις εμέ κέρδη, ταϋτα ενόμισα ζημίαν διά τόν Χριστόν. Μάλιστα δέ και νομίζω τά πάντα ότι είναι ζημία, διά τό έξοχον χης γνώσεως του Ίησοϋ Χριστού του Κυρίου μου.” (Φιλιπ. 3:7-8). Τότε οι πλούσιοι δέν θά λογαριάζουν τίποτε γιά δικό τους. Θά χαίρονται νά θεωρούν τόν εαυτό τους οικονόμους “της πολυειδούς χάριτος του Θεού” και πρός χάρη Του, υπηρέτες όλων τών άλλων άνθρώπων.ΠΧ 309.4

    Πρώτος ο Πέτρος έξωτερίκευσε τήν κρυφή προσδοκία πού του προξένησαν τά λόγια του Σωτήρα. Σκέφθηκε μέ ικανοποίηση όσα εκείνος και οι άδελφοί του είχαν θυσιάσει γιά τόν Χριστό. “Ιδού,” είπε, “ημείς άφήκαμεν πάντα και σοί ήκολουθήσαμεν.” Θυμήθηκε τήν υπόσχεση πού είχε δώσει ο Χριστός στόν πλούσιο άρχοντα κάτω από τούς ίδιους όρους, “θέλεις έχει θησαυρόν έν ουρανοίς,” και ζήτησε νά μάθει ποιά άμοιβή περίμενε αυτόν και τούς συντρόφους του γιά τίς θυσίες τίς όποιες είχαν ύποστεΐ.ΠΧ 310.1

    Η άπάντηση του Σωτήρα χαροποίησε τήν καρδιά τών Γαλιλαίων έκείνων ψαράδων. Περιέγραφε τιμές πού ξεπερνοϋσαν και αυτά άκόμη τά τολμηρότερά τους όνειρα: “Αληθώς σάς λέγω, ότι σείς οι άκολουθήσαντές Μοι, έν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του άνθρώπου έπί του θρόνου τής δόξης Αύτοϋ, θέλετε καθίσει και σείς έπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.” Καί πρόσθεσε: “Δέν είναι ούδείς όστις, άφήσας οικίαν, ή τέκνα, ή άγρούς ενεκεν Έμού και του εύαγγελίου, δέν θέλει λάβει έκατονταπλασίονα τώρα έν τώ καιρώ τούτω, οικίας και άδελφούς και άδελφάς και μητέρας και τέκνα και άγρούς, μετά διωγμών, και έν τω ερχομένω αιώνι ζωήν αιώνιον.” (Μάρκ. 10:20-30). Η έρώτηση όμως του Πέτρου, “τί λοιπόν θέλει εισθαι εις ήμάς;” φανέρωνε ενα πνεύμα πού, άν εμενε χωρίς νά διορθωθεί, θά εμπόδιζε τούς μαθητές νά γίνουν κατάλληλοι άγγελιοφόροι του Χριστού. Έπειδή αυτό τό πνεύμα ήταν μισθοφορικό. “Αν και είχαν άκολουθήσει τόν Χριστό από αγάπη, οι μαθητές όμως δέν ηταν άκόμη έντελώς άπαλλαγμένοι από τό πνεύμα του φαρισαϊσμού. Εξακολουθούσαν νά εργάζονται μέ τήν ιδέα ότι τούς άξιζε μιά άμοιβή πού νά άναλογεϊ μέ τήν εργασία τους. Υπέθαλπαν ένα πνεύμα αύταρέσκειας και αύτοεξύψωσης και συχνά σύγκριναν τόν εαυτό τους ο ένας μέ τόν άλλον. Όταν ένας άπ’ αυτούς επεφτε σέ κάποιο λάθος, οι άλλοι καταλαμβάνονταν από ενα αίσθημα άνωτερότητας.ΠΧ 310.2

    Γιά νά μή λησμονήσουν οι μαθητές τίς άρχές του εύαγγελίου, ο Χριστός τούς διηγήθηκε μιά παραβολή όπου άπεικονίζεται ο τρόπος μέ τόν οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται πρός τούς δούλους Του, καθώς και τό πνεύμα μέ τό όποιο επιθυμεί νά έργάζονται γι’ Αυτόν.ΠΧ 310.3

    “Η βασιλεία τών ούρανών,” τούς είπε, “είναι ομοία μέ άνθρωπον οικοδεσπότην, όστις έξήλθεν άμα τό πρωί διά νά μισθώση έργάτας διά τόν άμπελώνα αυτού.” Η συνήθεια του τόπου ήταν οι άνθρωποι πού ζητούσαν εργασία νά συγκεντρώνονται στήν πλατεία του χωριού όπου οι εργοδότες πήγαιναν νά βρουν εργάτες. Ο άνθρωπος τής παραβολής παρουσιάζεται νά πηγαίνει σέ διάφορες ώρες τής ήμέρας και νά προσλαμβάνει εργάτες. Εκείνοι πού μισθώθηκαν τίς πρωινές ώρες συμφώνησαν νά έργασθοϋν γιά ενα ορισμένο ποσό. οι άλλοι πού τούς προσέλαβε άργότερα, άφησαν τή ρύθμιση τής μισθοδοσίας στήν άγαθή προαίρεση του εργοδότη.ΠΧ 310.4

    “Αφού δέ έγινεν έσπέρα, λέγει ο κύριος του άμπελώνος πρός τόν επίτροπον αυτού, κάλεσον τούς έργάτας, και άποδος εις αυτούς τόν μισθόν, άρχίσας από τών εσχάτων έως τών πρώτων. Καί έλθόντες οι περί τήν ένδεκάτην ώραν μισθωθέντες, ελαβον άνά έν δηνάριον. Έλθόντες δέ οι πρώτοι, ένόμισαν ότι θέλουσι λάβει πλειότερα· ελαβον όμως και αύτοί άνά έν δηνάριον.”ΠΧ 311.1

    Η συμπεριφορά του κτηματία αυτού πρός τούς εργάτες του άμπελιοϋ του, συμβολίζει τή συμπεριφορά του Θεού πρός τήν άνθρώπινη οικογένεια. Η συμπεριφορά αυτή είναι άντίθετη πρός τίς επικρατούσες συνήθειες τών άνθρώπων. Στίς κοσμικές επιχειρήσεις ή άμοιβή είναι πάντοτε άνάλογη μέ τήν προσφερόμενη έργασία. Ο εργαζόμενος περιμένει νά πληρωθεί άκριβώς γιά τή δουλειά μόνο πού έκανε. Στήν παραβολή ο Χριστός περιγράφει τίς άρχές τής βασιλείας Του—μιάς βασιλείας πού δέν είναι άπ’ αυτόν τόν κόσμο. Οϋτε έλεγχεται Αύτός από άνθρώπινα κριτήρια. Ο Κύριος λέγει: “Αί βουλαί Μου δέν είναι αί βουλαί ύμών, ούδέ αι οδοί ύμών αι οδοί Μου ...Άλλ’ όσον είναι ύψηλοί οι ούρανοί από τής γής, ούτως αι οδοί Μου είναι ύψηλότεραι τών οδών ύμών.” (Ήσ. 55:8-9).ΠΧ 311.2

    Στήν παραβολή οι πρώτοι εργάτες είχαν συμφωνήσει νά έργασθοϋν γιά μιά ορισμένη τιμή. Αύτοί έλαβαν τή συμφωνημένη άμοιβή τους και τίποτε περισσότερο. οι κατοπινοί βασίσθηκαν στήν ύπόσχεση του άφεντικοϋ, “ο,τι είναι δίκαιον θέλετε λάβει.” Απέδειξαν τήν εμπιστοσύνη τους σ’ Αύτόν μέ τό νά μή άναφέρουν τίποτε γιά τό ήμερομίσθιο. Βασίσθηκαν στή δικαιοσύνη και στήν εύθυκρισία του. Αυτοί δέν αμείφθηκαν σύμφωνα μέ τή δουλειά τους, άλλά σύμφωνα μέ τήν αγαθή προαίρεσή του κυρίου τους.ΠΧ 311.3

    Ετσι επιθυμεί ο Θεός νά έχομε εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν ό Οποίος δικαιώνει τόν αμαρτωλό. Η αμοιβή Του χορηγείται όχι μέ βάση τή δική μας άξία, άλλά μέ βάση τή δική Του πρόθεση. “Κατά τήν αιώνιον πρόθεσιν τήν όποίαν εκαμεν έν Χριστώ ‘Ιησού τω Κυρίω ήμών” (Έφ. 3:11), “Ούχί έξ έργων δικαιοσύνης, τά οποία επράξαμεν ημείς, άλλά κατά τό έλεος αυτού έσωσεν ήμάς.” (Τιτ. 3:5). Καί γι’ αυτούς πού Τόν εμπιστεύονται δύναται “ύπερεκπερισσοϋ νά κάμη ύπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοοϋμεν.” (Έφ. 3:20).ΠΧ 311.4

    Αύτό πού έχει άξία γιά τόν Θεό, δέν είναι ή ποσότητα τής έπιτελούμενης εργασίας, οϋτε τά άμεσα άποτελέσματά της, άλλά τό πνεύμα μέ τό όποιο έργαζόμαστε. Αύτοί πού πήγαν στό άμπέλι στίς ένδεκα ή ώρα ηταν εύχαριστημένοι γιά τήν εύκαιρία πού τούς προσφέρονταν νά έργασθοϋν. οι καρδιές τους ηταν γεμάτες από εύγνωμοσύνη γιά κείνον πού τούς δέχθηκε. Καί όταν τό δειλινό τό άφεντικό τούς πλήρωσε άκαίριο τό μεροκάματο, έμειναν κατάπληκτοι. ‘Ήξεραν ότι δέν τούς άξιζε μιά τέτοια άμοιβή. Η καλωσύνη, ζωγραφισμένη στό πρόσωπο του έργοδότη τους, τούς γέμισε μέ χαρά. Ποτέ δέ λησμόνησαν τήν καλωσύνη του αυτή, ούτε τή γενναιοδωρία μέ τήν όποία τούς άντήμεψε. Αύτό συμβαίνει μέ τόν άμαρτωλό ο όποιος, συναισθανόμενος τήν άναξιότητά του, έρχεται νά έργασθεϊ τήν τελευταία στιγμή στό άμπέλι του Κυρίου. Ο χρόνος τής ύπηρεσίας του φαίνεται τόσο μηδαμινός πού δέ νομίζει ότι του άνήκει καμιά άπολύτως άμοιβή. Άλλά είναι χαρούμενος πού ο Θεός συναίνεσε νά τόν δεχθεί. Εργάζεται ταπεινά μέ πνεύμα έμπιστοσύνης και εύγνωμοσύνης γιά τό προνόμιο τής συνεργασίας του μέ τόν Χριστό. Αύτό τό πνεύμα εύαρεστεϊται νά άμοίβει ο Θεός.ΠΧ 312.1

    Ο Κύριος θέλει νά έπαναπαυόμαστε σ’ Αύτόν χωρίς νά νοιαζόμαστε καθόλου γιά τό μέτρο τής άμοιβής. “Οταν ο Χριστός κατοικεί στήν ψυχή, ή σκέψη τής άμοιβής παύει νά έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή αυτή δέν είναι τό κίνητρο πού εμπνέει τήν ύπηρεσία μας. Είναι βέβαια φυσικό νά άποβλέπομε κατά κάποιον δευτερεύοντα τρόπο στήν άνταπόδοση τής άμοιβής. Ο Θεός επιθυμεί νά έκτιμοϋμε τίς εύλογίες πού μάς έχει ύποσχεθεΐ. Άλλά δέν θέλει νά σκεπτόμαστε διαρκώς τήν άμοιβή και νά περίμενομε άνταπόδωση γιά τό κάθε καθήκον πού έκτελοϋμε. Δέν πρέπει νά μάς απασχολεί τόσο πολύ τό ζήτημα του μισθού, όσο τό νά κάνομε αυτό πού είναι σωστό, άδιαφορώντας γιά τό κέρδος. Τό κίνητρο τών πράξεων μας πρέπει νά είναι ή αγάπη γιά τόν Θεό και γιά τούς συνανθρώπους μας.ΠΧ 312.2

    Η παραβολή δέν δικαιολογεί αυτούς πού ακούν τό πρώτο κάλεσμα γιά δουλειά, αλλ’ άδιαφοροϋν νά έργασθοϋν στό άμπέλι του Κυρίου τους. Οταν ο οικοδεσπότης βγήκε στήν πλατεία στίς ένδεκα ή ώρα και συνήντησε άνθρώπους άργόσχολους, τούς ρώτησε, “Διά τί ϊστασθε εδώ όλην τήν ήμέραν άργοί;” Εκείνοι άπάντησαν: “Διότι ούδείς έμίσθωσεν ήμάς.” Κανείς άπ’ αυτούς πού κλήθηκαν νά έργασθοϋν σέ τέτοια προχωρημένη ώρα δέν βρίσκονταν έκεϊ τό πρωί. Αύτοί δέν άρνήθηκαν νά πάν νά δουλέψουν. Αλλ’ όσο γιά κείνους πού αρνούνται στήν αρχή, κι’ ύστερα μετανοούν και πηγαίνουν, καλά κάνουν βέβαια πού μετανοούν, είναι όμως επικίνδυνο πράγμα νά κωφεύουν στήν πρόσκληση όταν τούς πρωτοαπευθύνεται.ΠΧ 313.1

    “Οταν τήν ώρα τής πληρωμής οι εργάτες του άμπελιοϋ έλαβαν ο καθένας “άνά εν δηνάριον,” εκείνοι πού είχαν πιάσει δουλειά νωρίς τό πρωί δυσαρεστήθηκαν. Δέν είχαν δουλέψει δώδεκα ώρες; σκέφθηκαν. Δέν ηταν επομένως σωστό νά πληρωθούν πάρα πάνω από τούς άλλους πού είχαν δουλέψει μία μόνο ώρα και μάλιστα μέ τή δροσιά του δειλινού; “Ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εκαμον,” παραπονέθηκαν στό νοικοκύρη, “και εκαμες αυτούς ίσους μέ ήμάς, οίτινες έβαστάσαμεν τό βάρος τής ήμέρας και τόν καύσωνα.”ΠΧ 313.2

    “Φίλε,” άπάντησε εκείνος άπευθυνόμενος σ’ έναν άπ’ αυτούς, “δέν σέ άδικώ. Δέν συνεφώνησας εν δηνάριον μετ’ έμοϋ; Λάβε τό σόν και ύπαγε. Θέλω δέ νά δώσω εις τούτον τόν έσχατον ώς και εις σέ. “Η δέν εχω τήν εξουσίαν νά κάμω ο,τι θέλω εις τά έμά; ή ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, διότι εγώ είμαι άγαθός;”ΠΧ 313.3

    “Οϋτω θέλουσιν εισθαι οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι- διότι πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δέ οι εκλεκτοί.”ΠΧ 313.4

    Οι πρώτοι εργάτες τής παραβολής παριστάνουν αυτούς πού, λόγο τής ύπηρεσίας τους, θεωρούν τόν εαυτό τους πάρα πάνω άπ’ τούς άλλους. Κάνουν τή δουλειά τους μ’ ένα πνεύμα άνωτερότητας, χωρίς νά δείχνουν αύτοθυσία και αύταπάρνηση. Μπορεί νά πιστεύουν ότι ύπηρέτησαν τόν Θεό σ’ όλη τους τή ζωή. Μπορεί νά έχουν πρώτιστα άντιμετωπίσει δυσκολίες, στερήσεις και δοκιμασίες. Γι’ αυτό και ύπολογίζουν σέ μιά μεγάλη άντιμισθία. Τό θέμα τής άμοιβής τούς απασχολεί περισσότερο παρά τό προνόμιο νά υπηρετούν τόν Χριστό. Κατά τήν κρίση τους, οι κόποι και οι θυσίες τους τούς καθιστούν άξιους γιά μεγαλύτερη τιμητική άναγνώριση από ο,τι άξίζουν οι άλλοι. Καί όταν ή άξίωσή τους αυτή δέν άναγνωρίζεται, προσβάλλονται. Άν είχαν κάνει τή δουλειά τους μ’ ένα καλωσυνάτο πνεύμα εμπιστοσύνης, θά εξακολουθούσαν νά κατέχουν τήν πρώτη θέση. Αλλ’ ο μεμψίμοιρος χαρακτήρας τους και τά παράπονά τους είναι άντιχριστιανικά και τούς αποδείχνουν αναξιόπιστους. Φανερώνουν τή μεγάλη τους επιθυμία γιά τήν αύτοπροαγωγή, τήν έλλειψη τής εμπιστοσύνης τους πρός τόν Θεό και επίσης τό ζηλόφθονο πνεύμα δυσαρέσκειας έναντι τών άδελφών τους. Η άγαθότητα και ή γενναιοδωρία του Κυρίου γι’ αυτούς άντιμετωπίζεται μόνο μέ παράπονα. Μ’ αυτό δείχνουν ότι ή ψυχή τους δέν έρχεται σέ επαφή μέ τόν Θεό. Η χαρά τής συνεργασίας μέ τόν Μεγάλον Αρχιεργάτη τούς είναι άγνωστη.ΠΧ 313.5

    Τίποτε δέν είναι προσβλητικότερο στόν Θεό απ’ αυτό τό στενόμυαλο, έγωκεντρικό πνεύμα πού κάνει τόν άνθρωπο εφταξούσιο του εαυτού του. Δέν μπορεί νά συνεργαστεί μέ κανέναν άπ’ αυτούς πού παρουσιάζουν τά χαρακτηριστικά αυτά. Δέν άνταποκρίνονται στήν επιρροή του Αγίου Πνεύματος.ΠΧ 314.1

    Οι ‘Εβραίοι ήταν οι πρώτοι πού κλήθηκαν στό άμπέλι του Κυρίου και αυτό τούς γέμιζε μέ περηφάνεια και αύτοδικαίωση. ‘Εξ αιτίας τής μακρόχρονης ύπηρεσίας τους άπέβλεπαν σέ μιά άμοιβή άνώτερη άπ’ ο,τι άξιζαν οι άλλοι. Τίποτε δέν τούς εξόργιζε περισσότερο από τή δήλωση ότι οι ‘Εθνικοί πρόκειτο νά άπολαύσουν τά ίδια μ’ αυτούς πνευματικά προνόμια.ΠΧ 314.2

    Ο Χριστός ήθελε νά προειδοποιήσει τούς μαθητές Του πού ήταν οι πρωτόκλητοι στό νά Τόν άκολουθήσουν, μή τυχόν πέσουν και αύτοί στό ίδιο παράπτωμα. ‘Ήξερε ότι τό πνεύμα τής αύτοδικαίωσης θά ήταν ή μεγαλύτερη άδυναμία, μιά σωστή πληγή γιά τήν εκκλησία Του. Οι άνθρωποι θά σχημάτιζαν τή γνώμη ότι οι ιδιαίτερες προσπάθειές τους θά τούς εξασφάλιζαν τή θέση τους στή βασιλεία τών ούρανών. Θά πίστευαν ότι πρωτοστατώντας αυτοί σέ κάποια προώθηση, ο Κύριος θά έσπευδε νά τούς συνδράμει. “Ετσι οι άνθρωποι θά μεγαλοποιούσαν τόν εαυτό τους και θά ύποτιμούσαν τόν Χριστό. Καί ή παραμικρή πρόοδος θά έκανε πολλούς νά έπαίρονται θεωρώντας τόν εαυτό τους άνώτερο άπ’ τούς άλλους. Θά έπεφταν θύματα τής κολακείας και θά ζηλοφθονούσαν όταν δέν θά αναγνωρίζονταν ή ανωτερότητά τους. Απ’ αυτόν τόν κίνδυνο προσπάθησε ο Χριστός νά προστατεύσει τούς μαθητές Του.ΠΧ 314.3

    Η καυχησιολογία γιά τήν προσωπική μας αξία είναι έντελώς άβάσιμη. “Άς μή καυχάται ο σοφός εις τήν σοφίαν αυτού, και άς μή καυχάται ο δυνατός εις τήν δύναμιν αυτού· αλλ’ ο καυχώμενος άς καυχάται εις τούτο, ότι εννοεί και γνωρίζει ‘Εμέ, ότι ‘Εγώ είμαι ο Κύριος, ο ποιών έλεος, κρίσιν και δικαιοσύνην επί της Γης· επειδή εις ταύτα εύαρεστούμαι, λέγει Κύριος.” (Ίερ. 9:23-24).ΠΧ 315.1

    Η αμοιβή δέν προέρχεται από τά έργα γιά νά μή μπορούν νά καυχηθούν οι άνθρωποι, αλλά προέρχεται άποκλειστικά από τή χάρη. “Ti λοιπόν θέλομεν ειπεϊ ότι άπήλαυσεν Αβραάμ, ο πατήρ ήμών, κατά σάρκα; Διότι εάν ο Αβραάμ έδικαιώθη έκ τών έργων, έχει καύχημα· άλλ’ ουχί ενώπιον του Θεού. Επειδή τί λέγει ή Γραφή; Καί έπίστευσεν Αβραάμ εις τόν Θεόν και έλογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην. Εις δέ τόν εργαζόμενον ο μισθός δέν λογίζεται ως χάρις, άλλ’ ως χρέος· εις τόν μή έργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δέ εις τόν δικαιούντα τόν άσεβή, ή πίστις αυτού λογίζεται εις δικαιοσύνην.” (Ρωμ. 4:1-5). Επομένως δέν ύπάρχει δικαιολογία προκειμένου νά καυχάται κανείς έναντι τών άλλων, ούτε και νά μνησίκακε! κατά τών άλλων. Κανένας δέν θεωρείται ανώτερος από τόν άλλον και κανένας δέν μπορεί νά ισχυρισθεΐ ότι είναι άξιος τής μισθαποδοσίας.ΠΧ 315.2

    Οι πρώτοι και οι τελευταίοι θά συμμετέχουν όλοι μαζί στή μεγάλη και αιώνια άμοιβή και οι πρώτοι μέ χαρά θά ύποδέχονται τούς τελευταίους. Όποιος συνερίζεται τόν άλλον γιά τήν αμοιβή του, ξεχνάει ότι ο ίδιος οφείλει τή σωτηρία του μόνο στή χάρη του Θεού. Η παραβολή τών εργατών καταδικάζει γενικά τή ζηλοφθονία και τήν καχυποψία. Η αγάπη χαίρεται μέ τήν άλήθεια και δέν άνέχεται τίς φθονερές συγκρίσεις μέ τούς άλλους. Όποιος έχει αγάπη, μόνο μέ τήν ερασμιότητα του Χριστού θά συγκρίνει τόν δικό του άτελή χαρακτήρα.ΠΧ 315.3

    Η παραβολή αυτή είναι μιά προειδοποίηση γιά όλους τούς έργάτες του Κυρίου, άδιάφορο πόσο πολύχρονη είναι ή ύπηρεσία τους και πόσο παραγωγικά τά έργα τους, ότι χωρίς αγάπη γιά τούς άδελφούς τους και χωρίς ταπεινοφροσύνη πρός τόν Θεό, δέν άξίζουν τίποτε. Η ένθρόνιση του εγώ δέν έχει καμιά σχέση μέ τή θρησκεία. Όποιος βάζει σκοπό τής ζωής του τόν αύτοδοξασμό, θά στερηθεί στό τέλος τή χάρη πού αυτή άποκλειστικά μπορεί νά τόν καταστήσει κατάλληλο γιά τή χριστιανική υπηρεσία. Κάθε φορά πού ύποθάλπεται ένα περήφανο και αύτάρεσκο πνεύμα, τό εργο βλάπτεται.ΠΧ 315.4

    Δέν είναι ή διάρκεια τής ύπηρεσίας μας εκείνη πού τήν κάνει εύπρόσδεκτη από τόν Θεό, αλλ’ ή προθυμία και ή πιστότητα πού δείχνομε κατά τήν έργασία μας. Ολόκληρη ή ύπηρεσία μας πρέπει νά χαρακτηρίζεται από τήν τέλεια παραχώρηση του εγώ. Τό παραμικρό καθήκον, όταν έκτελεϊται μέ πιστότητα και άνιδιοτέλεια, εύαρεστεϊ περισσότερο τόν Θεό από τό σπουδαιότερο καθήκον πού χάνει τήν άξία του όταν επιτελείται γιά λόγους συμφεροντολογικούς. Ο Θεός ένδιαφέρεται νά ίδεί μέχρι ποιό σημείο ύποθάλπομε τό πνεύμα του Χριστού και κατά πόσο ή εργασία μας παρουσιάζει τήν ομοιότητα αυτή μέ τόν Χριστό. Ένδιαφέρεται περισσότερο γιά τήν αγάπη και τήν πιστότητα μέ τά οποία εργαζόμαστε, παρά γιά τήν ποσότητα τής δουλειάς πού άποδίδομε.ΠΧ 316.1

    Μόνο όταν τό έγώ πεθάνει μέσα μας, όταν ο άγώνας γιά τήν ύπεροχή έκτοπισθεί, όταν ή εύγνωμοσύνη πλημμυρίζει τήν καρδιά, και ή αγάπη ευωδιάζει τή ζωή, τότε μόνο ο Χριστός κατοικεί στήν ψυχή και άναγνωριζόμαστε γιά συνεργάτες του Θεού.ΠΧ 316.2

    Οσο κοπιαστικό και άν είναι τό καθήκον τους, οι πραγματικοί έργάτες δέν τό βλέπουν ποτέ σάν άγγαρεία. Είναι πρόθυμοι νά προσφέρουν τόσο από τά μέσα πού διαθέτουν, όσο και από τόν ίδιο τόν εαυτό τους. Τό κάνουν όμως μέ χαρά, επειδή τό θεωρούν εργο εύχάριστο. Η χαρά πού αισθάνονται γιά τόν Θεό, έκφράζεται μέσω του ‘Ιησού Χριστού. Η χαρά τους είναι ή ίδια χαρά πού έβαζε γιά σκοπό Του ο Χριστός: “Νά πράττω τό θέλημα του πέμψαντός Με και νά τελειώσω τό έργον Αύτοϋ.” (Ίωάν. 4:34). Συνεργάζονται μέ τόν Κύριο τής δόξας. Η σκέψη αυτή γλυκαίνει τό μόχθο, ένισχύει τή θέληση και ένθαρρύνει τό πνεύμα οτιδήποτε και άν συμβεϊ. Εργαζόμενοι χωρίς ιδιοτέλεια, έξευγενισμένοι από τή συμμετοχή τους στά παθήματα του Χριστού, συμμεριζόμενοι τά φιλεύσπλαχνα αισθήματά Του και συνεργαζόμενοι μαζί Του στό έργο Του, συντελούν στό νά αβγατίσουν τή χαρά Του και νά προσθέσουν δοξολογία και τιμή στό τιμημένο όνομά Του. Αυτό είναι τό πνεύμα τής πραγματικής υπηρεσίας γιά τόν Θεό. Η έλλειψη του πνεύματος αυτού, πολλούς πού φαινομενικά έρχονται πρώτοι θά τούς καταντήσει τελευταίους, ενώ άλλοι πού διέπονται από το πνεύμα αυτό, άν και τελευταίοι, θά καταλήξουν πρώτοι.ΠΧ 316.3

    'Υπάρχουν πολλοί πού έχουν παραχωρήσει τόν εαυτό τους στόν Χριστό, αλλά δέν βλέπουν άκόμη τήν εύκαιρία νά προσφέρουν κάποιο άξιόλογο εργο ή νά ύποστούν σοβαρές θυσίες στόν τομέα τής ύπηρεσίας Του. Αύτοί άς παρηγορηθοϋν μέ τή σκέψη ότι δέν είναι άναγκαστικά ή μαρτυρική αύτοπαραχώρηση πού ο Θεός άποδέχεται μέ τή μεγαλύτερη εύαρέσκεια. Δέν σημαίνει ότι ο ιεραπόστολος πού άντιμετωπίζει καθημερινά τόν κίνδυνο και τόν θάνατο, ύποχρεωτικά κατέχει τά πρωτεία στά κατάστιχα του ουρανού. Αύτός πού ζεϊ σάν πραγματικός χριστιανός στήν ιδιωτική του ζωή, μέ τήν καθημερινή παραχώρηση του εγώ, μέ τήν ειλικρίνεια τών προθέσεων και τήν άγνότητα τών σκέψεων, μέ τήν πραότητα ενόψει τών προκλήσεων, μέ τήν πίστη, μέ τήν εύλάβεια, μέ τήν εντιμότητα και στά ελάχιστα άκόμη πράγματα, αυτός πού στό οικογενειακό περιβάλλον άντικατοπτρίζει τόν χαρακτήρα του Χριστού, αυτός ο άνθρωπος είναι στά μάτια του Θεού πολυτιμότερος από τόν παγκοσμίου φήμης μάρτυρα ή ιεραπόστολο.ΠΧ 317.1

    ’Ώ! μέ τί διαφορετικούς κανόνες ο Θεός και οι άνθρωποι κρίνουν τόν χαρακτήρα! Ο Θεός βλέπει τούς πολλαπλούς πειρασμούς πού καταπολεμούν οι άνθρωποι γιά τούς οποίους ο κόσμος, άκόμη και αύτοί οι στενότεροι φίλοι, δέν έχουν ιδέα, πειρασμούς μέσ’ στό σπίτι, πειρασμούς τής καρδιάς. Βλέπει τήν ταπείνωση τής ψυχής ενόψει τής άδυναμίας της, και τήν ειλικρινή μετάνοια άκόμη και γιά μιά σκέψη πονηρή. Παρακολουθεί τήν ολόψυχη άφοσίωση τήν ώρα τής θεϊκής λατρείας. Κρατάει άκριβή λογαριασμό γιά κάθε νικηφόρο κατά του εγώ σκληρόν άγώνα. Ολα αυτά τά γνωρίζουν τόσο ο Θεός όσο και οι άγγελοι. “Ενα “βιβλίον ένθυμήσεως” τηρείται στόν ούρανό γι’ αυτούς πού φοβούνται τόν Θεό και τιμούν τό όνομά Του.ΠΧ 317.2

    Ούτε στή μόρφωσή μας, ούτε στήν κοινωνική μας θέση, ούτε στά πολλαπλά, ποικίλα τάλαντά μας, ούτε στήν άνθρώπινη θέλησή μας, πρέπει νά άναζητηθεϊ τό μυστικό τής επιτυχίας. Εχοντας συναίσθηση τής άναξιότητάς μας, όφείλομε νά παρατηρούμε τόν Χριστό και, μέ τή βοήθεια Εκείνου πού είναι ή πηγή κάθε δύναμης και ή πηγή κάθε καλής σκέψης, όποιος είναι πρόθυμος και υπάκουος θά κερδίζει τή μιά νίκη μετά τήν άλλη.ΠΧ 317.3

    Οσο μικρή κι’ άν είναι ή διάρκεια τής ύπηρεσίας μας και όσο ταπεινή ή φύση τής εργασίας μας, άν μέ άπλότητα πίστης άκολουθοϋμε τόν Χριστό, δέν θά απογοητευτούμε ποτέ από τήν αμοιβή. Οι πιό άδύναμοι και ταπεινοί θά λάβουν εκείνο πού οι πιό μεγάλοι και σοφοί δέν κατόρθωσαν νά άποκτήσουν. Οι χρυσές πύλες του ουρανού δέν θ’ άνοίξουν στήν παρουσία του ύπερόπτη. Δέν θά ύποχωρήσουν μπροστά στόν περήφανο. Αλλ’ οι αιώνιες θύρες διάπλατες θ’ άνοίξουν στό τρεμάμενο άγγιγμα ενός μικρού παιδιού. Εύλογημένη θά είναι ή άνταμοιβή τής χάρης γιά κείνους πού εργάστηκαν γιά τόν Θεό μέ απλότητα πίστης και άγάπης.ΠΧ 317.4

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents