Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 1: Η αγαπη και η μακροθυμια του θεου

    “Είθε να εγνώριζες και συ τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα αλλά τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου. Διότι θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει, και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν. Και θέλουσι κατεδαφίσει σε, και τα τέκνα σου εν σοί και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοί λίθον επί λίθον· διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου.” (Λουκ. 19:42-44.)ΜΔ1 1.1

    Από την πλαγιά του όρους των Ελαιών ο Χριστός αντίκρυζε την Ιερουσαλήμ. Πανέμορφο, γαληνεμένο θέαμα απλώνονταν μπροστά Του. ‘Ηταν η εποχή του Πάσχα και απ’ όλα τα μέρη οι απόγονοι του Ιακώβ συγκεντρώνονταν εκεί γιά να γιορτάσουν τη μεγάλη εθνική τους γιορτή. Ανάμεσα από κήπους και αμπέλια και καταπράσινες λοφοπλαγιές στολισμένες με των προσκυνητών τις σκηνές, ξεπρόβαλλαν τα υψώματα με τις πεζουλιαστές ανωφεριές τους, τα μεγαλόπρεπα παλάτια και τα πανίσχυρα οχυρά της Ισραηλινής πρωτεύουσας. Η θυγατέρα της Σιών έμοιαζε να μονολογεί μέσα στην περηφάνειά της: “Κάθημαι βασίλισσα και θλίψιν δεν θέλω ιδεί.” Το ίδιο όμορφη τότε και σίγουρη για την εξασφαλισμένη εύνοια του ουρανού, όπως αιώνες πρίν όταν ο βασιλικός Ψαλμωδός υμνούσε την ομορφιά της: “Ωραίον την θέσιν, χαρά πάσης της γής, είναι το όρος Σιών ... η πόλις του Βασιλέως του Μεγάλου.” (Ψαλμ. 48:2.) Επίκεντρο της θέας, τα επιβλητικά οικοδομήματα του ναού. Δύοντας ο ήλιος, τόνιζε με τις ακτίνες του την αστραφτερή στιλπνάδα των μαρμαρένιων τοίχων του και λαμποκοπούσε πάνω σε κάθε χρυσωμένη πύλη, πύργο και προμαχώνα. Τέλεια σε ομορφιά η πόλη, αποτελούσε το καμάρι του Ισραηλινού έθνους. Ποιός Ισραηλίτης μπορούσε να αντικρύσει μιά τέτοια θέα δίχως να νοιώσει σκιρτήματα χαράς και θαυμασμού! Και όμως το νού του Ιησού απασχολούσαν εντελώς διαφορετικές σκέψεις. “Ότε επλησίασεν, ιδών την πόλιν, έκλαυσεν επ’ αυτήν.” (Λουκ. 19:41.) Μέσα στο γενικό παραλήρημα της θριαμβευτικής εισόδου, ενώ τα φοινικόκλαδα σείονταν ολούθε στον αέρα, ενώ χαρμόσυνα ωσαννά αντιλαλούσαν στους ολόγυρα λόφους και χιλιάδες φωνές Τον ζητωκραύγαζαν βασιλιά, ο Λυτρωτής του κόσμου καταλήφθηκε από μιά ξαφνική και μυστηριώδη λύπη. Αυτός, ο Υιός του Θεού, η υπόσχεση του Ισραήλ, ο νικητής του θανάτου και ο ελευθερωτής των αιχμαλώτων του τάφου, αναλύεται σε δάκρυα, όχι δάκρυα συνειθισμένης λύπης, αλλ’ έντονης, ακατάσχετης αγωνίας.ΜΔ1 1.2

    Το κλάμμα αυτό δεν ήταν για τον εαυτό Του, αν και γνώριζε πολύ καλά πού Τον οδηγούσαν τα βήματά Του. Μπροστά Του απλώνονταν η Γεθσημανή, η σκηνή της μελλοντικής ψυχικής Του οδύνης. Λίγο πιό πέρα διακρίνονταν η προβατική πύλη απ’ όπου αμέτρητα είχαν οδηγηθεί στο διάβα των αιώνων τα θύματα των θυσιών και που θα ανοίγονταν τώρα γι’ Αυτόν που έμελλε να φερθεί “ως αρνίον επί σφαγήν.” (Ησ. 53:7.) Σε κοντινή απόσταση ορθώνονταν και ο Γολγοθάς, η απεικόνιση του σταυρικού θανάτου. Το μονοπάτι όπου ο Χριστός θα διάβαινε σε λίγο για να προσφέρει την ψυχή Του λύτρο για την αμαρτία, θα σκιάζονταν από ένα πυκνό, τρομακτικό σκοτάδι. Και όμως δεν ήταν η σκέψη των σκηνών αυτών που έπεφτε πάνω Του σα μαύρη σκιά τη χαρμόσυνη εκείνη ώρα. Κανένα προαίσθημα της ατομικής Του υπεράνθρωπης αγωνίας δεν βάραινε το αφίλαυτο εκείνο πνεύμα. Ο Ιησούς έκλαιγε για τις καταδικασμένες χιλιάδες των Ιερουσολημιτών—για την τύφλωση και αμετανοησία εκείνων που είχε έρθει να σώσει.ΜΔ1 2.1

    Στα μάτια του Χριστού ξετυλίγονταν η χιλιόχρονη και πέρα ιστορία της ιδιαίτερης εύνοιας και προστατευτικής φροντίδας του Θεού για τον εκλεκτό λαό Του. Εκεί βρίσκονταν το όρος Μωριά, όπου ο γυιός της υπόσχεσης, το χωρίς αντίσταση θύμα, ο Ισαάκ, είχε δεθεί πάνω στο βωμό—συμβολίζοντας τη θυσία του Υιού του Θεού. Εκεί είχε επισημοποιηθεί πρός τον πατέρα των πιστευόντων η συνθήκη της ευλογίας, η ένδοξη Μεσσιανική υπόσχεση. (Γέν. 22:9, 16-18.) Εκεί οι φλόγες της θυσίας ανεβαίνοντας στον ουρανό από το αλώνι του Ορνάν, είχαν αποτρέψει το σπαθί του εξολοθρευτή αγγέλου (Α’ Χρον. 21)—σύμβολο κατάλληλο της θυσίας και μεσιτείας του Σωτήρα για τον ένοχο άνθρωπο. Η Ιερουσαλήμ είχε τιμηθεί από το Θεό πάνω από κάθε άλλο μέρος της γής. Ο Κύριος είχε εκλέξει τη Σιών, “διότι ευηρεστήθη να κατοική εν αυτή.” (Ψαλμ. 132:13.) Σ’ αυτό το μέρος άγιοι προφήτες πρόφεραν προειδοποιητικά μηνύματα για γενεές ολόκληρες. Σ’ αυτό το μέρος ιερείς κινούσαν τα θυμιατήρια τους στέλλοντας το λιβανωτό ανάμικτο με τις προσευχές των προσκυνητών ψηλά στον ουρανό. Σ’ αυτό το μέρος καθημερινά προσφέρονταν το αίμα των σφαγμένων αρνιών συμβολίζοντας τον Αμνό του Θεού. Σ’ αυτό το μέρος εμφανίζονταν η παρουσία του Κυρίου μέσα στο σύννεφο της δόξας πάνω από το ιλαστήριο. Και σ’ αυτό το μέρος ακούμπησε η βάση της μυστηριακής εκείνης σκάλας που ένωνε τον ουρανό με τη γή (Γεν. 28:12, Ιωάν. 1:51)—της σκάλας όπου ανεβοκατέβαιναν οι άγγελοι του Θεού και που άνοιγε στον κόσμο το δρόμο για τον τόπο τον πανάγιο. Αν ο Ισραήλ σαν έθνος είχε διατηρήσει την αφοσίωσή του στο Θεό, η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε παντοτεινά η εκλεκτή Του πόλη. (Ιερ. 17:21-25.) Αλλ’ η ιστορία του ευνοούμενου εκείνου λαού δεν ήταν παρά μιά αφήγηση από αδιάκοπα ολισθήματα και ανταρσίες. Είχαν αντισταθεί στη χάρη του ουρανού, καταχρασθεί τα προνόμιά τους και αγνοήσει τις ευκαιρίες τους.ΜΔ1 2.2

    Αλλ’ αν και οι Ισραηλίτες “εχλεύαζον τους απεσταλμένους του Θεού και κατεφρόνουν τους λόγους Αυτού και έσκωπτον τους προφήτας Αυτού,” (Β’ Χρον. 36:16,) Εκείνος όμως εξακολουθούσε να τους αποκαλύπτεται, “Κύριος ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός.” (Εξ. 34:6.) Παρά τις επανειλημμένες αποκρούσεις, η ευσπλαχνική φύση Του συνέχιζε να ικετεύει. Με μια στοργή τρυφερότερη ακόμη από τη στοργή οποιουδήποτε πατέρα για το αγαπημένο του παιδί, ο Θεός “παρήγγειλεν εις αυτούς ... δια χειρός των απεσταλμένων Αυτού, εγειρόμενος πρωί και εξαποστέλλων· διότι εφείδετο του λαού Αυτού και του κατοικητηρίου Αυτού.” (Β’ Χρον. 36:15.) Και όταν επιπλήξεις, παρακλήσεις και επιτιμήσεις απέτυχαν, τότε τους έστειλε το πολυτιμότερο δώρο του ουρανού· ή ακριβέστερα, σύσσωμο το πλήρωμα του ουρανού είχε προσφερθεί στο πρόσωπο του Δώρου εκείνου του μοναδικού.ΜΔ1 3.1

    Αυτός ο ίδιος ο Υιός του Θεού είχε σταλεί για να υπερασπισθεί την αμεταμέλητη την πόλη. Ο Χριστός ο ίδιος είχε βγάλει παλαιά τον Ισραήλ από την Αίγυπτο σαν αμπέλι Του πολύτιμο. (Ψαλμ. 80:8.) Με το ίδιο Του το χέρι είχε αφανίσει τους ειδωλολατρικούς λαούς γύρω του. Το είχε φυτέψει “επί λόφου παχυτάτου.” Το είχε περιφράξει με την προστατευτική Του φροντίδα. Το είχε περιποιηθεί με τη βοήθεια των δούλων Του. “Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνα Μου και δεν έκαμον εις αυτόν;” διερωτάται. (Ησ. 5:1-4.) Αλλ’ ενώ περίμενε στον τρυγητό σταφύλια, το αμπέλι έκανε μόνο αγριοστάφυλα. Ακόμη και τότε, με μιά αναπώθητη λαχτάρα για βελτιωμένη μελλοντική καρποφορία, ήρθε ο ίδιος στο αμπέλι Του να ιδεί αν μπορούσε να το σώσει από την καταστροφή. Το έσκαψε, το κλάδεψε, το περιποιήθηκε. Δεν φείσθηκε ούτε κόπους ούτε μόχθους προκειμένου να σώσει το αμπέλι της φυτείας Του.ΜΔ1 3.2

    Τρία ολόκληρα χρόνια ο Αρχηγός του φωτός και της δόξας κυκλοφορούσε παντού ανάμεσα στό λαό Του, “ευεργετών και θεραπεύων πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου,” παρηγορώντας ραγισμένες καρδιές, ελευθερώνοντας δέσμιους, χαρίζοντας το φώς στους τυφλούς, κάνοντας χωλούς να περπατούν και κωφούς να ακούν, καθαρίζοντας λεπρούς, ανασταίνοντας νεκρούς, κηρύττοντας το ευαγγέλιο στους φτωχούς. (Πράξ. 10:38, Λουκ. 4:18, Ματθ. 11:5.) Σε ανθρώπους κάθε κατηγορίας, χωρίς διάκριση, απηύθυνε την ευσπλαχνική πρόσκληση: “‘Ελθετε προς Με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και Εγώ θέλω σας αναπαύσει.” (Ματθ. 11:28.)ΜΔ1 4.1

    Παρ’ όλο ότι Του ανταπέδιδαν “κακόν αντί καλού και μίσος αντί της αγάπης” (Ψαλμ. 109:5), Εκείνος συνέχιζε με επιμονή τη σπλαχνική αποστολή Του. Οποιοσδήποτε αποζήτησε τη χάρη Του, ποτέ δεν αποκρούσθηκε. ‘Αστεγος, περιπλανώμενος, καταφρονεμένος και φτωχός, ζούσε μόνο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και ν’ απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων, εκλιπαρώντας τους να δεχθούν το δώρο Του της ζωής. Απωθημένα από τη σκληρόκαρδη εκείνη γενεά, τα κύματα του ελέους, ξαναγύριζαν πίσω πάλι σ’ αυτούς με εντονότερη ακόμη σπλαχνικότητα και ανείπωτη αγάπη. Αλλ’ ο Ισραήλ έστρεψε τα νώτα πρός τον καλύτερό του Φίλο και μοναδικό Βοηθό του, περιφρονώντας τις ικεσίες της αγάπης Του, απορρίπτοντας τις συμβουλές Του και χλευάζοντας τις προειδοποιήσεις Του.ΜΔ1 4.2

    Σε λίγο η προθεσμία της ελπίδας και της συγνώμης έληγε. Το ποτήρι της μακρόχρονης συγκροτημένης οργής του Θεού ξεχείλιζε. Τα από αιώνες συγκεντρωμένα σύννεφα της αποστασίας και της ανταρσίας, σκοτεινιασμένα τώρα από το βάρος του ολέθρου, όπου νάναι θα ξεσπούσαν πάνω στον ένοχο εκείνο λαό. Και ο μόνος που μπορούσε να τους σώσει από τη μελλοντική καταστροφή είχε περιφρονηθεί, απορριφθεί και σε λίγο έμελλε να σταυρωθεί. Με το σταυρικό του Χριστού θάνατο στό Γολγοθά θα σώνονταν οι τελευταίες μέρες του Ισραήλ σαν το ευνοούμενο κι ευλογημένο έθνος του Θεού. Η απώλεια και μιάς μόνο ψυχής είναι συμφορά που δε μπορεί να συγκριθεί με τα κέρδη και τους θησαυρούς του κόσμου όλου. Στη θέα όμως εκείνη της Ιερουσαλήμ, μπροστά στα μάτια του Χριστού διαγράφονταν ο χαμός μιάς ολάκερης πόλης, ενός έθνους ολόκληρου—και τι πόλης! και τι έθνους! Εκείνων που αποτελούσαν άλλοτε τον εκλεκτό λαό του Θεού, τον ιδιαίτερο θησαυρό Του.ΜΔ1 4.3

    Προφήτες είχαν θρηνήσει την αποστασία του Ισραήλ και τις τρομακτικές ερημώσεις που επηκολούθησαν τις αμαρτίες του. “Είθε να ήσαν οι οφθαλμοί μου πηγή δακρύων,” οδύρονταν ο Ιερεμίας, “δια να κλαίω ημέραν και νύκτα τους πεφονευμένους της θυγατρός του λαού μου,” επειδή του Κυρίου το ποίμνιο είχε φερθεί στην αιχμαλωσία. (Ιερ. 9:1, 13:17.) Πόσο βαθύτερη έπρεπε να είναι η θλίψη Εκείνου που το προφητικό Του μάτι διαπερνούσε όχι μόνο χρόνια, αλλ’ απώτερους αιώνες. Οραματίζονταν τον άγγελο τον εξολοθρευτή με υψωμένο το σπαθί βαδίζοντας κατά της πόλης εκείνης που όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε το κατοικητήριο του Υψίστου. Από τη βουνοπλαγιά των Ελαιών, το ίδιο ακριβώς σημείο όπου αργότερα ο Τίτος πάτησε με τα στρατεύματά του, ο Ιησούς ατένιζε τις αντίπερα από την κοιλάδα πύλες και αυλές του ιερού. Και με γεμάτα δάκρυα μάτια ήδη διέκρινε τα τείχη περικυκλωμένα από τις ξενικές ορδές. ‘Ακουγε την πολεμική κλαγγή των όπλων. ‘Ακουγε τα γυναικόπαιδα να θρηνωδούν μέσα στη λιμοκτονούσα πολιορκημένη πόλη. ‘Εβλεπε το πανέμορφο ιερό οικοδόμημά της, τα παλάτια και τους πύργους της παρανάλωμα της φωτιάς και τους κατοπινούς στη θέση τους σωρούς από τα καπνισμένα ερείπια.ΜΔ1 5.1

    Διαπερνώντας με το βλέμμα μέχρι τα τέλη των αιώνων, διέκρινε το λαό της διαθήκης σκορπισμένο σε κάθε γωνιά της γής σαν ναυάγια απορρημένα πάνω σ’ ερημικές ακτές. Αλλά στην οπτασία της τιμωρίας εκείνης της προσωρινής που θα ξέσπαγε σε λίγο πάνω στην Ιερουσαλήμ, δεν διέκρινε παρά τις πρώτες μόνο ξέχειλες σταγόνες από το ποτήρι της οργής που τη μέρα των τελικών λογαριασμών γραφτό της ήταν να το πιεί μέχρι την τελευταία του σταλαματιά. Αυτό το νόημα είχαν τα ανατριχιαστικά εκείνα λόγια, το καταστάλαγμα της θεϊκής ευσπλαχνίας και λαχτάρας ξέχειλης από στοργή: “Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους πρός σε· ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας και δεν ηθελήσατε.” (Ματθ. 23:37.) Και σύ, έθνος ευλογημένο υπεράνω πάντων, “είθε να εγνώριζες τον καιρόν της επισκέψεώς σου και τα πρός ειρήνην σου αποβλέποντα.” (Λουκ. 19:42.) Αναχαίτησα τον άγγελο της δικαιοσύνης, σε κάλεσα σε μετάνοια. Αλλά μάταια. Δεν καταφρόνησες και απέρριψες μόνο δούλους, απεσταλμένους και προφήτες, αλλ’ Αυτόν τον ‘Αγιο του Ισραήλ, το Λυτρωτή σου. Για την καταστροφή σου η μόνη υπεύθυνη είσαι σύ. “Δεν θέλετε να έλθητε πρός Εμέ δια να έχητε ζωήν.” (Ιωάν. 5:40.)ΜΔ1 5.2

    Στην περίπτωση της Ιερουσαλήμ ο Χριστός διέκρινε ένα σύμβολο της σκληροκαρδίας του επίλοιπου κόσμου που με την απιστία και την ανταρσία του βάδιζε εσπευσμένα πρός τις τιμωρές κρίσεις του Θεού. Η συμφορά της αμαρτωλής ανθρώπινης φυλής πίεζε με το άγχος της την ψυχή Του, ώσπου από τα χείλη Του αποσπάσθηκε η πικρή εκείνη οδυνηρή κραυγή. Διάβαζε την ιστορία της αμαρτίας τη γραμμένη με τη μιζέρια, τα δάκρυα και το αίμα των ανθρώπων. Κατασυγκινημένος, με την καρδιά ξέχειλη απο απύθμενο οίκτο για τα δυστυχισμένα πλάσματα της γής, λαχταρούσε να φέρει σε όλους ανακούφιση. Ούτε όμως το δικό Του χέρι ήταν ικανό να αναχαιτίσει το κύμα της ανθρώπινης συμφοράς. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που στρέφονταν πρός τη μοναδική Πηγή βοήθειας. ‘Ηταν πρόθυμος να κενώσει την ψυχή Του μέχρι θανάτου για να τους καταστήσει προσιτή τη σωτηρία. Πολλοί λίγοι όμως έρχονταν σ’ Αυτόν για το αντάλλαγμα της ζωής.ΜΔ1 6.1

    Η Μεγαλειότητα του ουρανού πλημμυρισμένη από δάκρυα! Ο Υιός του άπειρου Θεού ταραγμένος το πνεύμα, συντριμμένος από το βάρος της αγωνίας! Το θέαμα αυτό προκάλεσε το θαυμασμό ολόκληρου του ουρανού. Η σκηνή εκείνη απεικονίζει για μας την ανυπολόγιστη εγκληματικότητα της αμαρτίας. Αποκαλύπτει πόσο δύσκολο έργο είναι και γι’ Αυτόν ακόμη τον Παντοδύναμο Θεό να σώσει τον ένοχο από τις συνέπειες της παράβασης του θεϊκού νόμου. Ατενίζοντας ο Χριστός μακρυά, μέχρι την τελευταία ανθρώπινη γενεά, διέκρινε ένα κόσμο βυθισμένο στην πλάνη, παρόμοια μ’ αυτήν που θα προκαλούσε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Το μεγάλο κρίμα των Ιουδαίων ήταν η απόρριψη του Χριστού. Το μεγάλο κρίμα του χριστιανικού κόσμου θα είναι η απόρριψη του θεϊκού νόμου—της βάσης της επουράνιας και επίγειας διακυβέρνησής Του—η καταπάτηση και η εκμηδένιση των εντολών του Παντοδυνάμου. Εκατομμύρια ανθρώπων, παραδομένοι στην αμαρτία, αιχμάλωτοι του Σατανά, καταδικασμένοι στο θάνατο το δεύτερο θα αρνηθούν να δώσουν προσοχή στην προειδοποιητική αλήθεια την ημέρα της επίσκεψής τους. Τι τρομερή τύφλωση και φοβερή αυταπάτη!ΜΔ1 6.2

    Δυό μέρες πρίν από το Πάσχα, αφού καυτηρίασε την υποκρισία των Ιουδαίων αρχηγών, ο Χριστός απομακρύνθηκε για τελευταία φορά από το ιερό, και μαζύ με τους μαθητές Του βρέθηκε πάλι στο όρος των Ελαιών, καθισμένος πλάι τους, πάνω στη χλοερή βουνοπλαγιά αντικρυστά απ’ την πόλη. Ατένιζε γι΄ άλλη μιά φορά τα τείχη, τους πύργους, τα παλάτια της. Ξαναντίκρυζε γι΄ άλλη μιά φορά το ναό μέσα στην εκτυφλωτική στιλπνάδα του, κορωνίδα ομορφιάς στημένης στην κορφή του όρους του αγίου.ΜΔ1 7.1

    Πρίν από χίλια χρόνια ο Ψαλμωδός είχε εγκωμιάσει την εύνοια του Θεού πρός τον Ισραήλ, με το να διαλέξει τον ιερό ναό του για κατοικητήριό Του. “Η σκηνή Αυτού είναι εν Σαλήμ και το κατοικητήριον Αυτού εν Σιών.” “Εξέλεξε την φυλήν Ιούδα, το όρος της Σιών, το οποίον ηγάπησε και ωκοδόμησεν ως υψηλά παλάτια το αγιαστήριον Αυτού.” (Ψαλμ. 76:2, 78:68-69.) Ο πρώτος ναός είχε οικοδομηθεί την εποχή της μεγαλύτερης ακμής του Ιουδαϊκού έθνους. Τεράστιες ποσότητες ποικίλων θησαυρών είχαν συγκεντρωθεί για το σκοπό αυτό από το βασιλιά Δαβίδ, ενώ η εκπόνηση των οικοδομικών σχεδίων έφερε τη σφραγίδα της θείας έμπνευσης. (Α’ Χρον. 28:12,19.) Κι ο Σολομών, ο σοφότερος Ισραηλινός μονάρχης, αποπεράτωσε το έργο. Ο ναός εκείνος ήταν το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Και όμως ο Θεός αναφέρονταν στό ναό το δεύτερο όταν ανήγγειλε με τον προφήτη Αγγαίο ότι “η δόξα του εσχάτου τούτου οίκου θέλει είσθαι μεγαλυτέρα της του πρώτου.” “Και θέλω σείσει πάντα τα έθνη και θέλει ελθεί ο Εκλεκτός πάντων των εθνών και θέλω εμπλήσει τον οίκον τούτον δόξης, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων.” (Αγγ. 2:9,7.)ΜΔ1 7.2

    Καταστρεμένος από τα στρατεύματα του Ναβουχορδονόσορα, ο ναός εκείνος ξανακτίσθηκε πεντακόσια περίπου χρόνια πρίν γεννηθεί ο Χριστός από ένα λαό που επέστρεφε από μιά ολόκληρη ζωή αιχμαλωσίας σε μιά χώρα ερειπωμένη, καθολοκληρία σχεδόν εγκαταλειμένη. Ανάμεσά τους βρίσκονταν άνθρωποι ασπρομάλληδες που είχαν γνωρίσει τη δόξα του ναού του Σολομώντα και που έκλαψαν σαν είδαν το αναστηλωμένο κατοπινό οικοδόμημα, ασύγκριτα κατώτερο από το προηγούμενο. Το γενικό εκείνο αίσθημα περιγράφουν παραστατικά τα λόγια του προφήτη: “Τις μεταξύ σας έμεινεν όστις είδεν τον οίκον τούτον εν τη πρώτη αυτού δόξη; Και οποίον χώρα σείς βλέπετε αυτόν; Δεν είναι εις τους οφθαλμούς σας ως ουδέν συγκρινόμενος προς εκείνον;” (Έσδ. 3:12, Αγγ. 2:3.) Αλλ’ η υπόσχεση είχε δοθεί όχι η δόξα του μεταγενέστερου εκείνου οίκου θα υπερέβαινε τη δόξα του προγενέστερου ναού.ΜΔ1 7.3

    Και όμως ο δεύτερος ναός δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον πρώτο ως πρός τη μεγαλοπρέπεια. Ούτε και είχε αγιασθεί ετούτος ο ναός με φανερά δείγματα της θεϊκής παρουσίας όπως ο προηγούμενος. Καμιά εκδήλωση υπερφυσικής δύναμης δεν επεσήμανε τον εγκαινιασμό του. Κανένα ένδοξο σύννεφο δε φάνηκε να γεμίζει το νεόκτιστο αγιαστήριο. Κανένα ίχνος φωτιάς δεν κατέβηκε από τον ουρανό για να καταβροχθίσει με τις φλόγες της τη θυσία του βωμού του. Η παρουσία του Θεού δεν βρίσκονταν πιά μεταξύ των δύο χερουβείμ μέσα στά άγια των αγίων. Ούτε η κιβωτός, ούτε το ιλαστήριο, ούτε οι πλάκες του μαρτυρίου υπήρχαν μέσα στο αναστηλωμένο οικοδόμημα. Και ούτε φωνή από τον ουρανό ακούσθηκε ποτέ για να φανερώσει στον πρωθιερέα το θέλημα του Υψίστου.ΜΔ1 8.1

    Μάταια προσπαθούσαν επί αιώνες οι Εβραίοι να αποδείξουν ότι η υπόσχεση του Θεού που αναφέρεται στον Αγγαίο είχε εκπληρωθεί. Τυφλωμένοι από την απιστία και την υπερηφάνεια, δεν μπορούσαν να συλλάβουν το πραγματικό νόημα των λόγων του προφήτη. Ο δεύτερος ναός δεν είχε τιμηθεί με το σύννεφο της δόξας του Θεού, αλλά με την προσωπική παρουσία Εκείνου, “εν τω Οποίω κατοικεί το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς.” Εκείνου που ήταν ο ίδιος “ο Θεός φανερωθείς εν σαρκί.” Ο “Εκλεκτός πάντων των Εθνών” είχε πραγματικά εισέλθει στο ναό Του. ‘Οταν ο γλυκύς Ναζωραίος δίδασκε και θεράπευε στις άγιες αυλές του, τότε η παρουσία του Χριστού, αποκλειστικά αυτή η παρουσία, έκανε το δεύτερο ναό ασύγκριτο σε δόξα από τον πρώτο. Αλλ’ ο Ισραήλ απέρριψε το δώρο που του έστειλε ο ουρανός. Κι όπως διάβαινε ο ταπεινός Δάσκαλος τη μέρα εκείνη για τελευταία φορά το κατώφλι της χρυσής πύλης του ιερού, η δόξα τότε χάθηκε κι αυτή παντοτεινά απ’ αυτό. ‘Ηδη είχαν εκπληρωθεί τα λόγια του Σωτήρα: “Ιδού, αφήνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος.” (Ματθ. 23:38.)ΜΔ1 8.2

    Τα προφητικά λόγια του Χριστού για την καταστροφή του ιερού προκάλεσαν βαθειά εντύπωση και δέος στους μαθητές που είχαν τώρα την περιέργεια να καταλάβουν καλύτερα τη σημασία των λόγων Του εκείνων. Η φαντασμαγορική λαμπρότητα του ναού αντιπροσώπευε πλούτο, εργασία και αρχιτεκτονική δεξιοχεχνία σαράντα και πλέον χρόνων. Ο βασιλιάς Ηρώδης τον είχε πλουσιοπάροχα στολίσει με θησαυρούς ρωμαϊκούς και με πλούτη ιουδαϊκά. Και αυτός ακόμη ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με τα δώρα του. Ατόφιοι, κάτασπροι, μαρμάρινοι ογκόλιθοι τεραστίων διαστάσεων, προερχόμενοι από τη Ρώμη, αποτελούσαν το κύριο μέρος της οικοδομής. Σ’ αυτούς θέλησαν οι μαθητές να εφιστήσουν την προσοχή του Κυρίου λέγοντας: “Διδάσκαλε, ιδέ οποίοι λίθοι και οποίαι οικοδομαί!” (Μάρκ. 13:1.) Στα λόγια αυτά ο Σωτήρας έδωσε τη βαθυστόχαστη και καταπληκτική απάντηση: “Αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθεί εδώ λίθος επί λίθον όστις δεν θέλει κατακρημνισθει.” (Ματθ. 24:2.)ΜΔ1 9.1

    Την ανατροπή της Ιερουσαλήμ, οι μαθητές τη συνταύτισαν με τα γεγονότα της προσωπικής παρουσίας του Χριστού, στα πλαίσια μιάς προσωρινής δόξας συνυφασμένης με την κατάκτηση του θρόνου της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, την τιμωρία του αμετανόητου Ιουδαϊκού λαού και την απελευθέρωση του έθνους από το ρωμαϊκό ζυγό. Ο Κύριος τους είχε μιλήσει ότι θα έρχονταν για δεύτερη φορά. Γι΄ αυτό και στο άκουσμα της τιμωρίας της Ιερουσαλήμ, η σκέψη τους πήγε σ’ αυτόν τον ερχομό. Κι όπως συσπειρώθηκαν τώρα κοντά στο Σωτήρα πάνω στο Όρος των Ελαιών, Τον ρώτησαν: “Ειπέ προς ημάς, πότε θέλουσι γείνει ταύτα και τι το σημείον της παρουσίας Σου και της συντελείας του αιώνος;” (Εδαφ. 3.)ΜΔ1 9.2

    Από ευσπλαχνία το μέλλον παρουσιάσθηκε στους μαθητές τυλιγμένο σ’ ενα πέπλο. Αν είχαν την ώρα εκείνη κατανοήσει την ολοσχερή σημασία και των δύο μαζύ φοβερών γεγονότων—των παθημάτων δηλαδή και του σταυρικού θανάτου του Λυτρωτή, καθώς και της καταστροφής της αγαπημένης πόλης και του ιερού της—θα είχαν τρομοκρατηθεί. Ο Χριστός τους παρουσίασε μόνο ένα σκιαγράφημα των σημαντικών γεγονότων που θα συνέβαιναν πρίν από τη συντέλεια του κόσμου. Τα λόγια Του δεν έγιναν τότε εντελώς κατανοητά. Η σημασία τους όμως θα αποκαλύπτονταν στο λαό Του κάθε φορά που θα είχαν ανάγκη από την καθοδήγηση που προέρχονταν από αυτά. Η προφητεία, όπως τη διατύπωσε ο Χριστός, είχε διπλή σημασία. Σκιαγραφούσε την πτώση της Ιερουσαλήμ και παράλληλα απεικόνιζε τα τρομακτικά γεγονότα των εσχάτων ημερών.ΜΔ1 9.3

    Στους προσηλωμένους μαθητές Του ο Χριστός απεκάλυψε τις τιμωρές κρίσεις που θα επισκέπτονταν τον αποστάτη Ισραήλ και ιδιαίτερα τη δίκαια μισθαποδοσία που θα ξεσπούσε πάνω τους για την από μέρους τους απόρριψη και σταύρωση του Μεσσία. Σημεία που ήταν αδύνατο να παρερμηνευθούν έμελλε να προηγηθούν από το κορύφωμα εκείνο του ολέθρου. Βιαστικά κι απρόσμενα θα έρχονταν η καταχθόνια εκείνη ώρα και ο Σωτήρας προειδοποίησε τους οπαδούς Του: “Όταν λοιπόν ίδετε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν δια του προφήτου Δανιήλ, ιστάμενον εν τω τόπω τω αγίω,—ο αναγινώσκων ας εννοή—τότε οι εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν επί τα όρη.” (Ματθ. 24:15-16, Λουκ. 21:20-21.) Όταν τα ειδωλολατρικά λάβαρα των Ρωμαίων θα καταπατούσαν το ιερό έδαφος που επεκτείνονταν σε μερικά στάδια έξω από τα τείχη της αγίας πόλης, τότε οι οπαδοί του Χριστού έπρεπε να σπεύσουν να φύγουν για να σωθούν. Μόλις θα έβλεπαν το σύνθημα αυτό της προειδοποίησης, όσοι ήθελαν να φύγουν δεν έπρεπε να χασομερούν καθόλου. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ιουδαίας και ιδιαίτερα στα Ιεροσόλυμα, μόλις δίνονταν το σύνθημα της φυγής έπρεπε να συμμορφωθούν στη στιγμή. Όποιος τύχαινε να βρίσκεται στο ανώγειο του σπιτιού του, δεν έπρεπε ούτε κάν να επιχειρήσει να κατεβεί για να περισώσει και αυτούς ακόμη τους πολυτιμότερους θησαυρούς του. ‘Οσοι λάχαινε να δουλεύουν στο αμπέλι ή στο χωράφι, δεν έπρεπε ούτε να γυρίσουν να πάρουν το ρούχο τους που είχαν αφημένο στην άκρη ενώ δούλευαν κάτω από την κάψα της ημέρας. Αν δεν ήθελαν να παγιδευθούν μέσα στη γενική καταστροφή, δεν έπρεπε να διστάσουν ούτε λεπτό.ΜΔ1 10.1

    Κατά τη βασιλεία του Ηρώδη, η Ιερουσαλήμ όχι μόνο είχε εξωραϊσθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά και με την ανοικοδόμηση νέων πύργων, τειχών και προμαχώνων, που πρόσθεταν χάρη στη φυσιολογική πλεονεκτική της θέση, κατέληξε να θεωρείται απόρθητη. Αν τολμούσε κανείς την εποχή εκείνη να μιλήσει δημοσία για μιά επικείμενη καταστροφή της, θα τον περνούσαν όπως το Νώε οι σύγχρονοί του, για πανικόβλητο φρενοβλαβή. Ο Χριστός όμως είχε πεί: “Ο ουρανός και η γη θέλουσι παρέλθει, οι δε λόγοι Μου δεν θέλουσι παρέλθει.” (Ματθ. 24:35.) Η θεϊκή οργή είχε προκληθεί εξ αιτίας των αμαρτιών της Ιερουσαλήμ της οποίας η άκαμπτη αμετανοησία επέφερε την αμετάκλητη καταδίκη της.ΜΔ1 10.2

    Με τον προφήτη Μιχαία ο Θεός είχε κάνει την ακόλουθη δήλωση: “Ακούσατε λοιπόν τούτο, αρχηγοί του οίκου Ιακώβ, και άρχοντες του οίκου Ισραήλ, οι βδελυττόμενοι την κρίσιν, και διαστρέφοντες πάσαν ευθύτητα· οι οικοδομούντες την Σιών εν αίματι και την Ιερουσαλήμ εν ανομία. Οι άρχοντες αυτής κρίνουσι με δώρα, και οι ιερείς αυτής διδάσκουσιν επί μισθώ, και οι προφήται αυτής μαντεύουσιν επί αργυρίω, και επαναπαύονται επί τον Κύριον λέγοντες. Δεν είναι ο Κύριος εν μέσω ημών; κανείς δεν θέλει ελθεί εφ’ ημάς.” (Μιχ. 3:9-11.)ΜΔ1 11.1

    Τα λόγια αυτά παρουσιάζουν μιά πιστή περιγραφή των εξαχρειωμένων και αυτοδικαιωμένων κατοίκων της Ιερουσαλήμ. Ενώ ισχυρίζονταν ότι τηρούσαν με σχολαστικότητα τα διατάγματα του θεϊκού νόμου, παρέβαιναν όλες του τις αρχές. Μισούσαν το Χριστό επειδή η αγνή και άγια ζωή Του φανέρωνε τη δική τους παρανομία. Και Τον κατηγορούσαν μετά ότι Εκείνος ήταν η αιτία για όλα τα δεινά που τους είχαν βρεί σαν αποτέλεσμα των αμαρτιών τους. Αν και αναγνώριζαν ότι ήταν αναμάρτητος, γνωμάτευσαν όμως ότι ο θάνατός Του ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια του έθνους. “Εάν αφήσωμεν Αυτόν ούτω,” έλεγαν οι Ιουδαίοι αρχηγοί, “πάντες θέλουσι πιστεύσει εις Αυτόν· και θέλουσιν ελθεί οι Ρωμαίοι και αφανίσει και τον τόπον ημών και το έθνος.” (Ιωάν. 11:48.) Θυσιάζοντας το Σωτήρα, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ξαναγίνουν ένα ισχυρό και ενιαίο έθνος. Μ’ αυτή τη λογική βάδιζαν και συναινούσαν στην απόφαση του αρχιερέα τους ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει ένας άνθρωπος παρά ολόκληρο το έθνος να χαθεί.ΜΔ1 11.2

    Μ’ αυτόν τον τρόπο οι Ισραηλινοί αρχηγοί είχαν οικοδομήσει “την Σιών εν αίματι και την Ιερουσαλήμ εν ανομία.” (Μιχ. 3:10.) Και όμως τόση ήταν η αυτοδικαίωσή τους, που αφού θανάτωσαν το Σωτήρα τους επειδή τους έλεγχε για την αμαρτωλή ζωή τους, εξακολουθούσαν να θεωρούν τον εαυτό τους σαν τον εκλεκτό του Θεού λαό, περιμένοντας να τους ελευθερώσει ο ‘Υψιστος από τα χέρια των εχθρών τους. “Δια τούτο,” συνεχίζει ο προφήτης, “η Σιών εξ αιτίας σας θέλει αροτριασθεί ως αγρός και η Ιερουσαλήμ θέλει γείνει σωροί λίθων και το όρος του οίκου ως υψηλοί τόποι δρυμού.” (Μιχ. 3:12.)ΜΔ1 11.3

    Καταπληκτική ήταν η μακροθυμία του Θεού πρός τους περιφρονητές του ευαγγελίου Του και τους δολοφόνους του Υιού Του. Για σαράντα περίπου χρόνια από τότε που η καταδίκη είχε προφερθεί από τον ίδιο το Χριστό κατά της Ιερουσαλήμ, ο Θεός ανέβαλε την εκτέλεση της τιμωρίας πάνω στην ένοχη πόλη και το έθνος. Η παραβολή της άκαρπης συκιάς απεικονίζει τη συμπεριφορά του Θεού πρός το Εβραϊκό έθνος. Η εντολή είχε δοθεί: “Έκκοψον αυτήν· διατί καταργεί και την γήν.” (Λουκ. 13:7.) Αλλ’ η θεϊκή ευσπλαχνία μακροθυμούσε ακόμη. Ανάμεσα στον Εβραϊκό λαό βρίσκονταν πολλοί που αγνοούσαν το χαρακτήρα και το έργο του Χριστού. Υπήρχαν επίσης τα παιδιά που δεν είχαν γευθεί τις ευκαιρίες, ούτε ιδεί το φώς που οι πατέρες τους απέρριψαν. Με τα κηρύγματα των αποστόλων και των συντρόφων| τους, ο Θεός έστελνε σ’ αυτούς το φώς. Θα τους επιτρεπόταν να ιδούν πως οι προφητείες είχαν εκπληρωθεί όχι μόνο με τη γέννηση I και τη ζωή του Χριστού, αλλά και με το θάνατο και την ανάστασή Του. Τα παιδιά δεν θα καταδικάζονταν για τις αμαρτίες των πατέρων. Όταν όμως, αφού πρώτα γνώρισαν ολόκληρο το φώς που είχε δοθεί στους πατέρες τους, τα παιδιά απέρριψαν και το περιπλέον φώς που χορηγήθηκε σ’ αυτά τα ίδια, έγιναν τότε συγκοινωνά των αμαρτιών των πατέρων τους ξεχειλίζοντας το ποτήρι της παρανομίας τους.ΜΔ1 12.1

    Η μεγάλη μακροθυμία του Θεού για την Ιερουσαλήμ μόνο επικύρωσε την πεισματική ακαμψία των Ιουδαίων. Με το μίσος και την αγριότητα που έδειξαν πρός τους μαθητές του Ιησού, απέρριψαν την τελευταία προσφορά της ευσπλαχνίας. Τότε πια ο Θεός απέσυρε την προστασία Του και τους εγκατέλειψε έρμαια του Σατανά και των αγγέλων του. Το έθνος αφέθηκε στο έλεος του αρχηγού που είχε διαλέξει. Οι Ιουδαίοι είχαν περιφρονήσει τη χάρη του Χριστού η οποία θα τους καθιστούσε ικανούς να δαμάσουν τις ορμέμφυτες κακές τους τάσεις και τώρα εκείνες υπερίσχυσαν. Ο Σατανάς ξεσήκωσε τα αγριότερα και χαμερπέστερα πάθη της ψυχής. Παρασυρόμενοι από τις κακεντρεχείς ορμές και τυφλωμένοι από την παραφορά του μίσους, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να λογικευθούν. Είχαν χάσει τα λογικά τους. Στην αγριότητα αμιλλώνταν το Σατανά. Μέσα στην οικογένεια, μέσα στο έθνος, ανάμεσα στις ανώτερες και στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, παντού δίχως εξαίρεση, κυριαρχούσε η υποψία, η ζηλοφθονία, το μίσος, η διαμάχη, η ανταρσία, το έγκλημα. Ασφάλεια δεν υπήρχε πουθενά. Συγγενείς και φίλοι πρόδιδαν ο ένας τον άλλο. Γονείς σκότωναν τα παιδιά και παιδιά τους γονείς. Οι κυβερνήτες του λαού ήταν ανίκανοι να κυβερνήσουν τον εαυτό τους. Αδάμαστα πάθη τους μετέβαλλαν σε τύραννους πραγματικούς. Για να καταδικάσουν τον άμωμο Υιό του Θεού, οι Ιουδαίοι είχαν βασισθεί σε ψευδομαρτυρίες. Τώρα η δική τους ζωή κινδύνευε από τις ψευδείς κατηγορίες των άλλων. Από καιρό τα έργα τους μιλούσαν κι έλεγαν: “Σηκώσατε απ’ έμπροσθεν ημών τον ‘Αγιον του Ισραήλ.” (Ησ. 30:11.) Τώρα η επιθυμία τους είχε εκπληρωθεί. Ο φόβος του Θεού εξέλιπε τελείως. Ο Σατανάς έγινε κεφαλή του έθνους με τις ανώτερες θρησκευτικές και πολιτικές αρχές κάτω από το πέλμα του.ΜΔ1 12.2

    Κάποτε συνέβαινε οι κομματάρχες των αντιθέτων φατριών να συνασπίζονται με το σκοπό να λεηλατήσουν και να καταβασανίσουν τα δύσμοιρα θύματά τους, για να στραφούν μετά και πάλι στον αλληλοσπαραγμό και στην ανιλεή σφαγή. Ούτε ο αγιασμένος χώρος του ναού δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την ξέφρενη αγριότητά τους. Οι προσκυνητές δολοφονούνταν μπροστά στον ιερό βωμό και το αγιαστήριο μολύνονταν με τα πτώματα των εκτελεσμένων. Και παρ’ όλα αυτά, μέσα στην τυφλή και βλάσφημη υπεροψία τους, οι πρωταίτιοι του μακάβριου αυτού έργου διατυμπάνιζαν ότι η Ιερουσαλήμ δεν διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο, αφού ήταν η αγία πόλη του Θεού. Και προκειμένου να δώσουν στερεότερες βάσεις στη δύναμή τους, δωροδοκούσαν ψευδοπροφήτες που ανήγγειλαν ακόμη και όταν τα Ρωμαϊκά στρατεύματα πολιορκούσαν το ιερό, ότι ο λαός μπορούσε άφοβα να επαναπαύεται στη θεϊκή επέμβαση για την απολύτρωσή του. Μέχρι την τελευταία στιγμή, τα πλήθη πίστευαν ακράδαντα ότι η μεσολάβηση του Υψίστου, θα επέφερε τον εξολοθρεμό των εχθρών τους. Αλλ’ ο Ισραήλ είχε απορρίψει τη θεϊκή προστασία και είχε μείνει τελείως απροστάτευτος. Δυστυχισμένη Ιερουσαλήμ! Σπαραγμένη από εσωτερικούς διχασμούς, έβλεπε από το ένα μέρος το αίμα των αλληλοσφαγμένων παιδιών των σπλάχνων της να ρέει άφθονο βάφοντας τους δρόμους της, και από το άλλο τους προμαχώνες της να γκρεμίζονται από τα ξενικά στρατεύματα που κατακρεουργούσαν τους ανδρείους πολεμιστές της!ΜΔ1 13.1

    Όλες οι προφητείες του Χριστού για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ εκπληρώθηκαν κατά γράμμα. Για τους Ιουδαίους επαλήθευσαν τα προειδοποιητικά Του λόγια: “Με οποίον μέτρον μετρείτε, θέλει αντιμετρηθηί εις εσάς.” (Ματθ. 7:2.)ΜΔ1 14.1

    Σημεία και τέρατα είχαν παρουσιασθεί, οιωνοί κακοί’ θανάτου και ολέθρου: μέσα στη σκοτεινή νύχτα ένα υπερφυσικό φώς άστραψε φεγγοβολώντας πάνω από το ιερό και πάνω από το | βωμό. Το ηλιοβασίλεμα παρουσιάσθηκαν μέσα στα σύννεφα άρματα και πολεμιστές έτοιμοι για μάχη. Ιερείς που λειτουργούσαν κατά τη νυχτερινή βάρδια τρομοκρατήθηκαν από παράξενους ανεξήγητους κρότους. Η γή σείσθηκε και απειράριθμες φωνές ακούονταν θρηνώντας: “Πάμε να φύγομε απ’ εδώ.” Η μεγάλη ανατολική πύλη, τόσο βαρειά που με δυσκολία είκοσι άτομα μαζύ κατόρθωναν να κλείσουν, και ασφαλισμένη με πελώριους σιδερένιους μοχλούς μπηγμένους βαθειά μέσα στό συμπαγές λιθόστρωτο, μεσάνυχτα βρέθηκε ορθάνοιχτη, χωρίς κανείς να την πειράξει. (Milman, “The History of the Jews,” Τόμ. 13.)ΜΔ1 14.2

    Για επτά χρόνια συνέχεια ακούονταν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ η φωνή ενός ανθρώπου που πηγαινοέρχονταν; αγγέλλοντας τη συμφορά που θα έβρισκε την πόλη. Νυχθημερόν απάγγειλε το μακάβριο μοιρολόϊ του: “Φωνή από την ανατολή! Φωνή από τη δύση! Φωνή από τους τέσσερες ανέμους της γής! Φωνή κατά της Ιερουσαλήμ και κατά του ναού! Φωνή κατά του νυμφίου και κατά της νύμφης! Φωνή κατά παντός του λαού!” (Βλέπε στο ίδιο μέρος, Τόμ. 13.) Το παράξενο αυτό άτομο φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε, χωρίς ποτέ παράπονο να βγει από τα χείλη του. Η μόνη του απάντηση για τις προσβολές και την κακομεταχείρεισή του ήταν: “Αλλοίμονο, αλλοίμονο στην Ιερουσαλήμ! Αλλοίμονο, αλλοίμονο στους κατοίκους της!” Η προειδοποιητική φωνή του δε σίγησε παρά μόνο όταν το άτομο αυτό δολοφονήθηκε κατά την πολιορκία που είχε προφητεύσει.ΜΔ1 14.3

    Ούτε ένας Χριστιανός δε χάθηκε κατά την άλωση της Ιερουσαλήμ. Ο Χριστός είχε δώσει στους μαθητές Του τη σχετική προειδοποίηση και όσοι πήραν τα λόγια Του στα σοβαρά, περίμεναν το σημείο που τους είχε αναγγείλει: “Όταν ίδητε την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων,” είχε πεί ο Ιησούς, “τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής. Τότε οι όντες εν τη Ιουδαία ας φύγωσιν επί τα όρη και οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω.” (Λουκ. 21:20-21.) Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, κάτω από την ηγεσία του Κεστίου, είχαν πολιορκήσει την Ιερουσαλήμ. Ξαφνικά και ενώ όλα φαίνονταν ευνοϊκά για μιά άμεση επίθεση, οι Ρωμαίοι έλυσαν την πολιορκία. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για τη συνέχιση της από μέρους τους αντίστασης, οι πολιορκημένοι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, όταν έξαφνα ο Ρωμαίος στρατηγός απέσυρε τις δυνάμεις του χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Αυτό οφείλονταν μόνο στην προνοητική ευσπλαχνία του Θεού, που κατεύθυνε τα γεγονότα για το καλό του λαού Του. Το γνωστό σύνθημα είχε δοθεί για τους Χριστιανούς που το περίμεναν και η ευκαιρία προσφέρονταν τώρα και σ’ όλους τους άλλους που θα ήθελαν να συμμορφωθούν με την προειδοποίηση του Σωτήρα. Επικρατούσε τέτοια γενική σύγχυση, που ούτε οι Ιουδαίοι, ούτε οι Ρωμαίοι επεχείρησαν να εμποδίσουν τη φυγή των Χριστιανών. Με την υποχώρηση του Κεστίου οι Ιουδαίοι, βγαίνοντας από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, καταδίωξαν τα εχθρικά στρατεύματα. Και ενώ οι δύο παρατάξεις είχαν εμπλακεί στη μάχη, οι Χριστιανοί μπόρεσαν ανενόχλητα να εγκαταλείπουν την πόλη. Τις μέρες εκείνες η ύπαιθρος είχε και αυτή απαλλαγεί από τους εχθρούς που ενδεχόμενα θα επιχειρούσαν να εμποδίσουν τη φυγή τους. Τον καιρό του αποκλεισμού οι Ιουδαίοι είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή της Σκηνοπηγίας, κι έτσι οι Χριστιανοί σ’ ολόκληρη τη χώρα μπόρεσαν να διαφύγουν ανεμπόδιστοι. Χωρίς χρονοτριβή κατέφυγαν σ’ ένα τόπο ασφαλείας—στην πόλη της Πέλλας της επαρχίας της Περαίας,—αντίπερα από τον Ιορδάνη ποταμό.ΜΔ1 14.4

    Σ’ αυτό το μεταξύ, οι Εβραϊκές καταδιωκτικές δυνάμεις, καταφθάνοντας την οπισθοφυλακή των στρατευμάτων του Κεστίου, έπεσαν κατά πάνω της, με τέτοια ασυγκράτητη ορμή και προκαλώντας τους ένα τέτοιο καίριο πλήγμα, που με μεγάλη δυσκολία οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Οι Ιουδαίοι αποχώρησαν με ανεπαίσθητες μόνο απώλειες, και φορτωμένοι λάφυρα, επέστρεψαν θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ. Αλλά το μόνο που κέρδισαν από τη φαινομενική αυτή νίκη ήταν η καταστροφή. Τους ενέπνευσε με ένα τέτοιο πνεύμα πεισματικής αντίστασης κατά των Ρωμαίων, που αυτό ακριβώς αργότερα επέσπευσε τις ανεκδιήγητες συμφορές της τραγικής πόλης.ΜΔ1 15.1

    Τρομακτικές ήταν οι συμφορές που βρήκαν την Ιερουσαλήμ, όταν ο Τίτος επανέλαβε την πολιορκία. Η επίθεση άρχισε την εποχή του Πάσχα, τότε που εκατομμύρια Ιουδαίων είχαν συγκεντρωθεί μέσα στα τείχη της. Υπήρχε τέτοια πληθώρα αποθηκευμένων τροφίμων που, αν διατηρούνταν προσεκτικά θα μπορούσαν να επαρκέσουν για τις ανάγκες του πληθυσμού για χρόνια ολόκληρα. Αλλά τα αποθηκεύματα είχαν καταστραφεί σαν αποτέλεσμα του ζηλόφθονου και εκδικητικού πνεύματος που διείπε τις διάφορες αντιθετικές φατρίες και ο πληθυσμός αντιμετώπιζε τώρα όλα τα ανήκουστα δεινά της λιμοκτονίας. ‘Ενα μέτρο σταριού έφθασε να πωλείται ένα τάλαντο. Σε τέτοιο βαθμό υπέφεραν οι άνθρωποι από τις ωδίνες της πείνας, ώστε μασούσαν τα πετσιά από τα σανδάλια τους και από τις ζώνες τους και τα δερμάτινα καλύμματα των ασπίδων τους. Πολλοί απεφάσιζαν να ξεγλιστρήσουν έξω το βράδυ κρυφά για να μαζέψουν αγριόχορτα που φύτρωναν στις σχισματιές του τείχους. Πολλοί απ’ αυτούς συλλαμβάνονταν και θανατώνονταν με μαρτυρικό θάνατο. Και όσοι είχαν την τύχη να επιστρέφουν από την επικίνδυνη εκείνη αποστολή, τις πιό πολλές φορές οι άλλοι τους απογύμνωναν από τα αξιοθρήνητα σταχυολογήματά τους. Οι αρχηγοί υπέβαλλαν στα πιό απάνθρωπα βασανιστήρια τον εξαθλιωμένο λαό, για να τους αποσπάσουν τα τελευταία ίχνη τροφίμων, αν υποπτεύονταν ότι κάπου τα είχαν κρυμμένα. Και όχι σπάνια, οι ωμότητες αυτές διαπράττονταν από ανθρώπους που ήταν οι ίδιοι καλοζωϊσμένοι και που προσπαθούσαν να κάνουν ξέχωρες εφεδρείες για τον εαυτό τους. Σε χιλιάδες ανέρχονται τα θύματα της ασιτίας και του λιμού. Τα αισθήματα της ανθρωπιάς εξέλιπαν. ‘Ανδρες έκλεβαν από τις γυναίκες τους και γυναίκες από τους άνδρες τους. Παιδιά άρπαζαν με τη βία τη μπουκιά μέσα από το στόμα των ηλικιωμένων γονέων τους. Στην ερώτηση του προφήτη: “Δύναται γυνή να λησμονήσει το θηλάζον βρέφος αυτής;” δίνονταν μέσα από τα τείχη της τραγικής πόλης η φρικιαστική απάντηση: “Αι χείρες των ευσπλάχνων γυναικών έψησαν τα τέκνα αυτών· έγειναν εις αυτάς τροφή εν τω συντριμμώ της θυγατρός του λαού μου.” (Ησ. 49:15, Θρήνοι 4:10.) Τότε επίσης βρήκε την εκπλήρωσή της και η ακόλουθη προφητεία που είχε αναγγελθεί δέκα τέσσερες αιώνες πρίν: “Η απαλή και τρυφερά γυνή μεταξύ σου, της οποίας ο πούς δεν εδοκίμασε να πατήση επί της γής, δια την τρυφερότητα και απαλότητα, θέλει εμβλέψει με βλέμμα πονηρόν εις τον άνδρα του κόλπου αυτής και εις τον υιόν αυτής και εις την θυγατέρα αυτής ... και εις τα τέκνα τα οποία εγέννησε· διότι θέλει φάγει αυτά κρυφίως, δια την έλλειψιν πάντων, εν τη πολιορκία και εν χη καταθλίψει, με την οποίαν ο εχθρός σου θέλει σε καταθλίψει εις τας πόλεις σου.” (Δευτ. 28:56-57.)ΜΔ1 15.2

    Οι Ρωμαίοι αρχηγοί προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν τους Ιουδαίους, για να τους αναγκάσουν να παραδοθούν. ‘Οσοι από τους αιχμαλώτους αντιστέκονταν όταν συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και σταυρώνονταν έξω από το τείχος της πόλης. Εκατοντάδες θανατώνονταν καθημερινά μ’ αυτόν τον τρόπο και το μακάβριο έργο συνεχίζονταν μέχρι που σε ολόκληρη την κοιλάδα του Ιωσαφάτ και στο λόφο του Γολγοθά τόσοι ήταν οι μπηγμένοι σταυροί, ώστε με δυσκολία κατόρθωνε κανείς να περάσει ανάμεσά τους. Τέτοια φρικιαστική εκπλήρωση είχε η παθιασμένη, απερίσκεπτη εκείνη κραυγή των Ιουδαίων μπροστά στό βήμα Του Πιλάτου: “Το αίμα Αυτού ας είναι εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.” (Ματθ. 27:25.)ΜΔ1 17.1

    Αποτροπιασμένος από τη θέα των πτωμάτων που είχαν στιβιασθεί σωροί μέσα στις χαράδρες, ο Τίτος ήταν διατεθειμένος να θέσει τέρμα στη μακάβρια σκηνή, απαλλάσσοντας την Ιερουσαλήμ από του να πιεί το πικρό ποτήρι του αφανισμού μέχρι τον πάτο. Εκστατικός ατένιζε από την κορυφή του Όρους των Ελαιών τη θεσπέσια θέα του ναού και έδωσε εντολή ούτε μιά πέτρα του να μη πειραχθεί. Πρίν επιχειρήσει την έφοδο για την εκπορθήση του φρουρίου, απήυθυνε έκκληση στους Ιουδαίους αρχηγούς να μή τον εξαναγκάσουν να βεβηλώσει τον ιερό τόπο με αίμα. Πρότεινε ότι, αν αποφάσιζαν να μεταφέρουν το θέατρο του πολέμου σ’ οποιαδήποτε άλλη τοποθεσία, κανένας Ρωμαίος στρατιώτης δεν θα πρόσβαλε την ιερότητα του χώρου. Και αυτός ακόμη ο συμπατριώτης τους, ο Ιωσήφος, έκανε την πιό θερμή έκκληση, εκλιπαρώντας τους ότι ήταν ακόμη καιρός να συνθηκολογήσουν και να σώσουν τη ζωή τους, την πόλη τους και τον τόπο της λατρείας τους. Αλλά τα λόγια του έγιναν δεκτά με τις πιό βαρειές κατάρες και στον τελευταίο αυτόν ανθρώπινο μεσάζοντα που απέμεινε να τους παρακαλεί, απάντησαν εκσφενδονίζοντας βέλη εναντίον του. Οι Εβραίοι είχαν απορρίψει τις ικεσίες του Υιού του Θεού. Και όλες οι συστάσεις και οι ικεσίες που τους γίνονταν τώρα, τους έκαναν μόνο αποφασιστικότερους να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο. Οι προσπάθειες του Τίτου να σώσει το ιερό ναυάγησαν. Κάποιος άλλος, ανώτερος από αυτόν, είχε πεί πως από το ιερό οικοδόμημα δεν θά έμενε πέτρα για πέτρα που να μη καταγκρεμισθεί.ΜΔ1 17.2

    Το τυφλό πείσμα των Ιουδαίων αρχηγών και τα βδελυρά εγκλήματα που συνεχίζονταν μέσα στην πολιορκημένη πόλη προκάλεσαν τον αποτροπιασμό και την αγανάκτηση των Ρωμαίων. Τελικά ο Τίτος απεφάσισε να καταλάβει το ιερό με έφοδο. Μολαταύτα, η πρόθεσή του ήταν να το σώσει με κάθε θυσία από την καταστροφή. Αλλά οι διαταγές του αγνοήθηκαν. Ένα βράδυ, μόλις είχε αποσυρθεί στη σκηνή του, οι Εβραίοι ορμώντας από το ναό, επετέθηκαν στους στρατιώτες έξω από τα τείχη. Μέσα στην έξαψη της μάχης, ένας δαυλός που είχε εκτοξεύσει ένας στρατιώτης περνώντας από ένα άνοιγμα της πύλης μετέβαλε αυτοστιγμή τους επενδυμένους με κέδρο θαλάμους ολόγυρα από το ιερό σε παρανάλωμα της φωτιάς. Ακολουθούμενος από τους στρατηγούς και τους λεγεωνάριους του, ο Τίτος έσπευσε αμέσως επί τόπου προστάζοντας τους στρατιώτες του να σβύσουν τη φωτιά. Κανένας δεν τον άκουγε. Μέσα στον ξέφρενο παροξυσμό τους, οι στρατιώτες εξακολουθούσαν να εκσφενδονίζουν πυρωμένα βέλη στους θαλάμους πλάι στο ιερό και να κατακρεουργούν με τα σπαθιά τους όσους είχαν ζητήσει να βρούν εκεί καταφύγιο. Το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι στα σκαλοπάτια του ναού. Αμέτρητες χιλιάδες Ιουδαίων εξολοθρεύθηκαν. Πάνω από την ιαχή του πολέμου, ξεχώριζαν οι γοερές φωνές: “Ιχαβώθ.”—Πάει η δόξα χάθηκε.ΜΔ1 18.1

    Ο Τίτος δεν κατόρθωσε να σταματήσει την αναχαίτιστη μανία των στρατιωτών. Μπαίνοντας με τους αξιωματικούς του στο εσωτερικό του ναού, έμεινε έκθαμβος από την αστραφτερή φαντασμαγορία του ιερού οικοδομήματος. Και επειδή οι φλόγες δεν είχαν ακόμη φθάσει στο διαμέρισμα των αγίων, καταβάλλοντας μιά τελευταία προσπάθεια να το σώσει, πήδησε έξω και διέταξε γι΄ άλλη μιά φορά τους στρατιώτες να αναχαιτίσουν την πρόοδο της πυρκαϊάς. Χρησιμοποιώντας το μαστίγιό του, ο εκατόνταρχος Λιβεράλης προσπάθησε με τη βία να επιβάλει την εκτέλεση της διαταγής. Αλλ’ ούτε σεβασμός για τον ίδιο τον αυτοκράτορα μπορούσε πιά να συγκρατήσει το μανιασμένο μίσος εναντίον των Εβραίων, την άγρια έξαψη του πολέμου και την ακατάσχετη δίψα για λεηλασία. Αντικρύζοντας το εκτυφλωτικό φώς του χρυσαφιού ολόγυρά τους, που αστραφτοκοπούσε από την αντανάκλαση της αγριεμένης φλόγας, οι στρατιώτες υπέθεσαν ότι θησαυροί ανυπολόγιστης αξίας βρίσκονταν κρυμμένοι μέσα στο αγιαστήριο. Απαρατήρητος ένας στρατιώτης έρριξε μιά αναμμένη δάδα ανάμεσα από τους στρόφιγγες της πόρτας. Στή στιγμή ολόκληρο το κτίριο μεταβλήθηκε σε πυροτέχνημα. Ο αποπνικτικός καπνός και η μανία της φωτιάς ανάγκασε τους στρατιωτικούς να υποχωρήσουν και το εξαίσιο εκείνο οικοδόμημα αφέθηκε στην τύχη του.ΜΔ1 18.2

    Αν το θέαμα ήταν αποτρόπαιο για τους Ρωμαίους, τι έπρεπε να ήταν για τους Ιουδαίους! Ολόκληρη η λοφοκορφή που δέσποζε στην πόλη καίγονταν σαν ηφαίστειο. Το ένα μετά το άλλο τα κτίρια κατέρρεαν με πάταγο εκκωφαντικό και καταβροχθίζονταν από τις αδηφάγες φλόγες της πύρινης κόλασης. Οι κέδρινες οροφές μεταβλήθηκαν σε πυρωμένα φύλλα. Οι χρυσωμένες αιχμές φεγγοβολούσαν σαν στήλες από κόκκινο φώς. Οι πύργοι των πυλών πετούσαν στον ουρανό στήλες από φλόγα και καπνό. Οι γύρω λόφοι αστραφτοκοπούσαν μέσα στην ανταύγεια της φωτιάς. Και σκοτεινοί όμιλοι ανθρώπων διακρίνονταν να παρακολουθούν με φοβερή αγωνία την πρόοδο της καταστροφής. Οι προμαχώνες και τα τείχη της άνω πόλης ήταν κατάμεστα από κόσμο. Σε άλλων τα πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη η τρομάρα και η απόγνωση, σε άλλων το μίσος και ο πόθος για εκδίκηση. Οι γοερές κραυγές των Ρωμαίων στρατιωτών που έτρεχαν πρός κάθε κατεύθυνση και τα ουρλιαχτά αυτών που είχαν παγιδευθεί στις φλόγες, έσμιγαν με το μουγκρητό της πυρκαϊάς και τον ορυμαγδό των γκρεμισμένων δοκαριών. Στα τριγύρω βουνά αντηχούσαν οι φρικιαστικές τσιρίδες αυτών που είχαν πιάσει τα ύψη. Καθόλο το μήκος των τειχών ακούονταν θρήνοι και οδυρμοί. Ξεψυχώντας οι λιμοκτονούντες κάτοικοι, συγκέντρωναν τις τελευταίες δυνάμεις που τους απέμειναν για να ξεστομίσουν μια έσχατη σπαραξικάρδια κραυγή αγωνίας και αφανισμού.ΜΔ1 19.1

    Η σφαγή μέσα στην πόλη παρουσίαζε φρικιαστικότερο ακόμη θέαμα απ’ αυτό που παρουσιάζονταν απ’ έξω. ‘Ανδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, ιερείς, επαναστάτες, μαχητές ή ζητιανεύοντας για οίκτο ψυχές, θερίζονταν χωρίς διάκριση σάν τα στάχυα κάτω από το δρεπάνι της σφαγής. Ο αριθμός των σφαγμένων ξεπερνούσε τον αριθμό των σφαγιαστών. Οι λεγεωνάριοι έφθασαν να πατούν πάνω σε σωρούς πτωμάτων για να αποπερατώσουν το μακάβριο έργο του εξολοθρεμού. (Milman, “The History of Jews,” Τόμ. 16.)ΜΔ1 19.2

    Μετά την καταστροφή του ναού, η υπόλοιπη πόλη περιήλθε σύντομα στα χέρια των Ρωμαίων. Οι Ιουδαίοι αρχηγοί είχαν εγκαταλείψει τα απόρθητα φρούριά τους και ο Τίτος τα βρήκε έρημα. Εμβρόντητος, τα περιεργάστηκε προσεκτικά, και αποφάνθηκε ότι ο Θεός ήταν Εκείνος που τα είχε παραδώσει στα χέρια του. Επειδή οι ισχυρότεροι ακόμη μοχλοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκπορθήσουν τις καταπληκτικές εκείνες θωρακισμένες επάλξεις. Τόσο η πόλη όσο και το αγιαστήριο γκρεμίσθηκαν από θεμέλια και ο χώρος όπου άλλοτε έστεκε ο ιερός ναός είχε τώρα—“αροτριασθεί ως αγρός.” (Ιερ. 26:18.) Πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπινες ψυχές ήταν ο τραγικός απολογισμός της πολιορκίας και της επακόλουθης σφαγής. Εκείνοι που επέζησαν φέρθηκαν στη Ρώμη, θριαμβευτικά έπαθλα του κατακτητή, ρίχθηκαν βορά των θηρίων στα αμφιθέατρα ή σκορπίσθηκαν περιπλανώμενοι στους τέσσερες ανέμους της γής.ΜΔ1 20.1

    Με το να ξεχειλίσουν το ποτήρι τους της εκδίκησης, οι Εβραίοι είχαν υπογράψει την καταδίκη τους με τα ίδια τους τα χέρια. Με τον παντελή εξολοθρεμό που τους σάρωσε σαν έθνος, καθώς και με τις συμφορές που τους ακολούθησαν στους τόπους της διασποράς, δεν έκαναν παρά να θερίσουν ότι έσπειραν. Όπως το διατυπώνει ο προφήτης: “Απωλέσθης, Ιερουσαλήμ,” “διότι έπεσας δια της ανομίας σου.” (Ωσηέ 13:9, 14:1.) Συχνά οι συμφορές τους παρουσιάζονταν σαν τιμωρία που τους επεβλήθηκε προερχόμενη κατευθείαν από το Θεό. Μ’ αυτό τον τρόπο | προσπαθεί ο αρχηγός της πλάνης να καλύψει το δικό του το έργο. Το σωστό είναι ότι με την πεισματική τους περιφρόνηση της θεϊκής αγάπης και ευσπλαχνίας, οι Ιουδαίοι προκάλεσαν την ανάκληση της προστασίας του ουρανού, και τότε ο Σατανάς ήταν ελεύθερος να τους διοικεί σύμφωνα με το θέλημά του. Οι πρωτάκουστες ωμότητες που διαπράχθηκαν κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ αποτελούν έμπρακτη απόδειξη της σατανικής εκδικητικής πολιτικής πρός όλους όσοι παραδίδονται στον έλεγχό του.ΜΔ1 20.2

    Είναι αδύνατο να φαντασθούμε πόσο είμαστε χρεώστες στο Χριστό για την ειρήνη και την προστασία που απολαμβάνομε. Είναι μόνο η προστατευτική δύναμη του Θεού που φυλάγει την ανθρωπότητα από του να πέσει ολοκληρωτικά στην κυριαρχία του Σατανά. Οι ανυπάκουοι και οι αχάριστοι έχουν πολλούς λόγους να ευγνωμονούν το Θεό για την ευσπλαχνία και τη μακροθυμία Του, που συγκροτεί την άγρια και απάνθρωπη δύναμη του Πονηρού. Όταν όμως οι άνθρωποι ξεπεράσουν τα όρια της ανεκτικότητας του ουρανού, τότε η προστατευτική αυτή δύναμη αποσύρεται. Ο Θεός δε στέκεται απέναντι στους αμαρτωλούς σαν εκτελεστής της καταδικαστικής για την παρανομία απόφασης, άλλ’ αφήνει τους ίδιους τους περιφρονητές του ελέους Του να θερίσουν ότι έσπειραν. Κάθε περιφρονημένη ακτίνα φωτός, κάθε καταφρονεμένη λέξη προειδοποιητική, κάθε υποθαλπόμενη φυσική ροπή, κάθε παραβιασμένη θεϊκή εντολή, είναι ένας σπόρος που νωρίς ή αργά θα φέρει τους καρπούς του. Όταν πεισματικά απωθείται το Πνεύμα του Θεού, αποσύρεται τελικά από την ψυχή του αμαρτωλού, και τότε τα ορμέμφυτα πάθη κυριαρχούν, παραδομένα στον απόλυτο έλεγχο της σατανικής κακίας και εχθρότητας. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ αποτελεί μιά σοβαρή, μιά τρομερή προειδοποίηση για όλους όσους παίρνουν στα ελαφρά τις εκκλήσεις της θεϊκής ευσπλαχνίας και κωφεύουν στις ικεσίες του ελέους του ουρανού. Ποτέ δεν έχει δοθεί κατηγορηματικότερη απόδειξη της θεϊκής αποστροφής για την αμαρτία και την αναπόφευκτη τιμωρία που περιμένει τους ενόχους.ΜΔ1 20.3

    Η προφητεία του Σωτήρα για τη μισθαποδοσία των κριμάτων της Ιερουσαλήμ πρόκειται να βρεί άλλη μιά εκπλήρωση που μπροστά της ωχριούν οι σκηνές του ακατονόμαστου εκείνου εξολοθρεμού. Με της εκλεκτής πόλης το τραγικό πεπρωμένο σκιαγραφείται η τύχη που περιμένει έναν ολόκληρο κόσμο που καταφρονεί τα ελέη του Θεού και ποδοπατεί τους νόμους Του. Κατάμαυρα είναι τα κατάστιχα της μιζέριας και συμφοράς που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα στο αιωνόβιο και εγκληματικό της αμαρτίας διάβα. Σφίγγεται η ψυχή και το πνεύμα φρικιά μονο να τα σκέπτεται. Φοβερά ήταν τα αποτελέσματα που διαδέχθηκαν την απόρριψη της επικρατείας του ουρανού. Αλλά με μελανότερα ακόμη χρώματα απεικονίζονται οι αποκαλυπτικές σκηνές του μέλλοντος. Τα κατάστιχα του παρελθόντος—οι ατέλειωτες σειρές ταραχών, συγκρούσεων και επαναστάσεων, “πάσα περικνημίς πολεμιστού μαχομένου μετά θορύβου και πάσα στολή κεκυλισμένη εις αίματα.” (Ησ. 9:5.)—τι είναι αυτά μπροστά στη φρίκη της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού όταν το προστατευτικό Πνεύμα Του θα αποσυρθεί εντελώς, εγκαταλείποντας τους ασεβείς στο αναχαίτιστο ξέσπασμα των ανθρωπίνων παθών και της σατανικής οργής; Τότε θα γνωρίσει ο κόσμος, όπως δεν γνώρισεποτέ προηγουμένως, τα αποτελέσματα της κυριαρχίας του Διαβόλου.ΜΔ1 21.1

    Την ημέρα όμως εκείνη, το ίδιο όπως στην περίπτωση της Ιερουσαλημικής καταστροφής, ο λαός του Θεού θα διασωθεί “πάς όστις ευρεθεί γεγραμμένος μεταξύ των ζώντων.” (Ησ. 4:3.) Ο Χριστός δήλωσε ότι θα επιστρέφει για δεύτερη φορά να συνάξει κοντά Του τους πιστούς Του. “Τότε θέλουσι θρηνήσει πάσαι αι φυλαί της γής. Και θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. Και θέλει αποστείλει τους αγγέλους Αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και θέλουσι συνάξει τους εκλεκτούς Αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ’ άκρων ουρανών έως άκρωυ αυτών.” (Ματθ. 24:30-31.) Τότε αυτούς που δεν υπακούουν στο ευαγγέλιό Του, “ο Κύριος θέλει απολέσει με το Πνεύμα του στόματος Αυτού και θέλει εξαφανίσει με την επιφάνειαν της παρουσίας Αυτού.” (Β’ Θεσ. 2:8.) Όπως ο αρχαίος Ισραήλ, έτσι και οι ασεβείς αυτοκαταστρέφονται. Χάνονται εξ αιτίας της παρανομίας τους. Η αμαρτωλή ζωή τους τους έχει τόσο πολύ απομακρύνει από κάθε αρμονική σχέση με το Θεό και η φύση τους έχει σε τέτοιο σημείο εξαχρειωθεί από την κακία, ώστε η παρουσία της δόξας Του γι’ αυτούς είναι εξολοθρευτική φωτιά.ΜΔ1 22.1

    Ας προσέξουν οι άνθρωποι μη τυχόν και αμελήσουν το μάθημα που περικλείουν τα λόγια του Χριστού. Όπως ακριβώς προειδοποίησε τους μαθητές Του για την ερήμωση της Ιερουσαλήμ, δίνοντάς τους το σύνθημα του επικείμενου ολέθρου ώστε να σπεύσουν να σωθούν, έτσι προειδοποίησε την ανθρωπότητα για την ημέρα της τελικής καταστροφής φανερώνοντας τα σημεία της εγγύτητάς της ώστε όλοι όσοι θελήσουν να μπορέσουν να αποφύγουν τη μελλοντική οργή. Ο Ιησούς δήλωσε ότι “θέλουσιν είσθαι σημεία εν τω ηλίω τη σελήνη και τοις άστροις· και επί γής στενοχώρια εθνών εν απορία.” (Λουκ. 21:25, Ματθ. 24:29, Μαρκ. 13:24-26, Αποκ. 6:12-17.) ‘Οσοι παρακολουθούν τα προαγγέλματα αυτά της παρουσίας Του, πρέπει να ξέρουν ότι “πλησίον είναι επί τας θύρας.” (Ματθ. 24:33.) Και καταλήγει με την παραίνεση: “Αγρυπνείτε λοιπόν.” (Μάρκ. 13:35.) Αυτοί που παίρνουν στα σοβαρά την προειδοποίηση δεν θα αφεθούν στο σκότος ώστε να τους βρεί η ημέρα εκείνη ανέτοιμους. Αντίθετα, για κείνους που δεν αγρυπνούν, “η ημέρα του Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται.” (Α’ Θεσ. 5:2-5.)ΜΔ1 22.2

    Ο σημερινός κόσμος δεν φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη σημασία στα σύγχρονα μηνύματα που τον αφορούν απ’ ότι έδωσαν οι Ιουδαίοι στις προειδοποιήσεις του Σωτήρα σχετικά με την Ιερουσαλήμ. Σε οποιαδήποτε στιγμή και αν έρθει, η ημέρα του Κυρίου τους ασεβείς θα τους βρεί απροετοίμαστους. Ενώ η ζωή εξακολουθεί να κυλάει ακολουθώντας το συνειθισμένο της ρυθμό, ενώ οι άνθρωποι απορροφημένοι τρέχουν πίσω από τις απολαύσεις, το εμπόριο, τις συναλλαγές, την αύξηση του πλούτου, ενώ οι θρησκευτικοί ηγέτες εκθειάζουν τα φώτα και την πρόοδο του κόσμου και η ανθρωπότητα θα νανουρίζεται μέσα σε μιά φαινομενική ασφάλεια—τότε, απρόσμενα, σαν τον κλέφτη που μεσάνυχτα γλιστράει μέσα σε σπίτι αφρούρητο, έτσι, και ο “αιφνίδιος όλεθρος” θα ξεσπάσει ξαφνικά πάνω στους άθεους και αδιάφορους, και τότε “δεν θέλουσιν εκφύγει.” (Α’ Θεσ. 5:3.)ΜΔ1 23.1

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents