Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First

    Κεφάλαιο 16: Οι προσκυνητεσ πατερεσ

    Οι Άγγλοι Μεταρρυθμιστές, αν και είχαν εγκαταλείψει τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, είχαν όμως διατηρήσει πολλούς από τους τύπους της. Έτσι παρόλο που η εξουσία και το πιστεύω της Ρώμης είχαν απορριφθεί, πολλές από τις συνήθειες και τις θρησκευτικές της τελετές είχαν ενσωματωθεί στη λατρεία της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ισχυρίζονταν ότι τα πράγματα αυτά δεν ήταν ζητήματα συνείδησης και ότι αφού δεν τα διέτασσε η Γραφή, θεωρούνταν ασήμαντα· αλλ’ αφού ούτε και τα απαγόρευε, ήταν κατ’ ουσία ακίνδυνα. Με την τήρηση των στοιχείων αυτών πίστευαν ότι θα μέτριαζαν το χάσμα που χώριζε τις μεταρρυθμισμένες εκκλησίες από τη Ρώμη και θα διευκόλυναν την αποδοχή της Προτεσταντικής πίστης από μέρους των Καθολικών.ΜΔ1 309.1

    Για τους συντηρητικούς και συμβιβαστικούς οπαδούς της εκκλησίας οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονταν εύλογοι. Μια άλλη όμως κατηγορία μελών δεν είχαν την ίδια γνώμη. Και μόνο το γεγονός ότι οι συνήθειες εκείνες “έτειναν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ Ρώμης και Μεταρρύθμισης” (Martyn, Τόμ. 5, κεφ 22.), ήταν κατά τη γνώμη τους αρκετή δικαιολογία για να τις απορρίψουν. Τις έβλεπαν σαν σύμβολα της δουλείας από την οποία είχαν ελευθερωθεί και στην οποία δεν είχαν καμιά διάθεση να επιστρέψουν. Έκριναν ότι ο Θεός είχε ρυθμίσει στο λόγο Του τις διατάξεις της λατρείας Του και ότι οι άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να προσθέτουν σ’ αυτές, ούτε να αφαιρούν απ’ αυτές. Ακριβώς έτσι άρχισε η μεγάλη αποστασία με την προσπάθεια που έκαναν οι άνθρωποι να συμπληρώσουν με την εξουσία της εκκλησίας την εξουσία του Θεού. Η Ρώμη άρχισε με το να επιβάλει ότι ο Θεός δεν είχε απαγορεύσει και κατέληξε στο να απαγορεύσει ότι ο Θεός είχε με κάθε σαφήνεια επιβάλει.ΜΔ1 309.2

    Πολλοί επιθυμούσαν με όλη τους την καρδιά να επιστρέψουν στην αγνή και απλή πίστη που χαρακτήριζε την εκκλησία των πρώτων χρόνων. Πολλές από τις καθιερωμένες συνήθειες της Αγγλικής Εκκλησίας τις θεωρούσαν ειδωλολατρικά μνημεία και δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στη λατρεία της με καθαρή συνείδηση. Η εκκλησία όμως, με την υποστήριξη της πολιτείας, δεν επέτρεπε καμιά απομάκρυνση από τους τύπους της. Ο εκκλησιασμός επιβάλλονταν από το νόμο, ενώ οι χωρίς άδεια θρησκευτικές συναθροίσεις απαγορεύονταν με την ποινή της φυλάκισης, της εκτόπισης και του θανάτου.ΜΔ1 309.3

    Στην αρχή του δεκάτου εβδόμου αιώνα ο νεοενθρονισμένος βασιλιάς της Αγγλίας ανακοίνωσε την απόφασή του να κάνει τους Πουριτανούς, “να συμμορφωθούν ... ή να τους διώξει με τη βία από τη χώρα· ειδεμή υπήρχαν και άλλα μέτρα χειρότερα ακόμη.” (George Bancroft, “History of the United States of America,” μέρος 1, κεφ. 12, παράγ. 6.) Κυνηγημένοι, κατατρεγμένοι, φυλακισμένοι, δίχως την παραμικρή ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, πολλοί έκριναν ότι για όσους επιθυμούσαν να λατρέψουν το Θεό σύμφωνα με τη συνείδησή τους, “η Αγγλία έπαυσε να είναι τόπος κατοικίσιμος.” (J. G. Palfrey, “History of New England,” κεφ. 3, παράγ. 43.) Τελικά μερικοί πήραν την απόφαση να ζητήσουν άσυλο στην Ολλανδία. Αντιμετώπισαν αντιξοότητες, υλικές απώλειες και φυλάκιση. Τα σχέδιά τους ανατράπηκαν και οι ίδιοι, προδομένοι, έπεσαν στα χέρια των εχθρών τους. Νίκησαν όμως τελικά χάρη στην ανεξάντλητη επιμονή τους και βρήκαν καταφύγιο στις φιλόξενες ακτές της Ολλανδικής Δημοκρατίας.ΜΔ1 311.1

    Φεύγοντας εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, τα αγαθά τους και τους πόρους της ζωής τους. Βρέθηκαν παντάξενοι σε ξένο μέρος, ανάμεσα σε ανθρώπους που ούτε τη γλώσσα τους μιλούσαν, ούτε τις συνήθειές τους ήξεραν. Για να κερδίσουν τη ζήση τους αναγκάσθηκαν να εκζητήσουν καινούργιες, άγνωστες γι’ αυτούς τέχνες. Άνθρωποι μέσης ηλικίας που το μόνο που γνώριζαν ήταν η καλλιέργεια της γης, έπρεπε τώρα να μάθουν τέχνες χειριζόμενοι τις μηχανές. Με προθυμία όμως προσαρμόστηκαν στις περιστάσεις και δεν έχαναν τον καιρό τους γογγύζοντας και τεμπελιάζοντας. Αν και πολλές φορές βασανίζονταν από τη φτώχεια, δόξαζαν όμως το Θεό για τις ευλογίες που απολάβαιναν και έβρισκαν μεγάλη ανακούφιση στην ανεμπόδιστη πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους. “Ήξεραν ότι είναι οδοιπόροι σ’ αυτή τη γη και δεν απέβλεπαν πολύ στα πράγματα του κόσμου, αλλά ύψωναν τα μάτια στον ουρανό, πρός την προσφιλή πατρίδα τους και αυτό κατεύναζε τα πνεύματά τους.” (Bancroft, μέρος 1, κεφ. 12, παράγ. 15.)ΜΔ1 311.2

    Η αγάπη και η πίστη τους δυνάμωνε με την εξορία και τις κακουχίες. Στήριζαν την εμπιστοσύνη τους στις υποσχέσεις του Θεού και Εκείνος δεν τους εγκατέλειψε τον καιρό της ανάγκης. Οι άγγελοί Του ήταν στο πλευρό τους για να τους ενθαρρύνουν και να τους υποστηρίξουν. Και όταν φάνηκε ότι το χέρι του Θεού τους καθοδηγούσε σε μια χώρα πέρα από τον ωκεανό, όπου θα μπορούσαν να ιδρύσουν δική τους πατρίδα και να αφήσουν στα παιδιά τους πολύτιμο κληροδότημα την ανεξιθρησκεία, πήραν χωρίς να διστάσουν το δρόμο που η Πρόνοια τους υπέδειχνε.ΜΔ1 312.1

    Ο Θεός είχε επιτρέψει οι δοκιμασίες να επιστεφτούν το λαό Του για να εκπληρώσει το σκοπό της χάρης Του γι’ αυτούς. Η εκκλησία είχε οδηγηθεί στην ταπείνωση προκειμένου να υψωθεί. Ο Θεός ετοιμάζονταν να επιδείξει τη δύναμή Του προς χάρη της, για να δώσει στον κόσμο άλλη μια μαρτυρία ότι δεν εγκαταλείπει αυτούς που Τον εμπιστεύονται. Είχε ανατρέψει τα γεγονότα για να κάνει την οργή του Σατανά και τις πλεκτάνες των πονηρών ανθρώπων να αποβούν για την πρόοδο της δόξας Του και επίσης για να οδηγήσει το λαό Του σ’ ένα τόπο ασφαλείας. Ο διωγμός και η εξορία άνοιγαν το δρόμο προς την ελευθερία.ΜΔ1 312.2

    Όταν αρχικά αναγκάσθηκαν να χωριστούν από την Εκκλησία της Αγγλίας, οι Πουριτανοί αλληλοσυνδέθηκαν με μια ιερή συνθήκη, σαν ελεύθερος του Θεού λαός “να βαδίσουν ενωμένοι την οδό του Κυρίου, οπουδήποτε προς το παρόν Εκείνος οδηγεί και πρόκειται μελλοντικά να οδηγήσει.” (J. Brown, “The Pilgrim Fathers,” σελ. 74.) Αυτό ήταν το πραγματικό πνεύμα της Μεταρρύθμισης, η βασική αρχή του Προτεσταντισμού. Και μ’ αυτόν το σκοπό ξεκίνησαν οι Πρωτοπόροι από την Ολλανδία για να ιδρύσουν πατρίδα στο Νέο Κόσμο. Ο Ιωάννης Ρόβινσων, ο ποιμένας τους, που εμποδίσθηκε από το Θεό να τους συνοδεύσει στο ταξίδι εκείνο, αποχαιρέτησε τους εξόριστους με τα ακόλουθα λόγια:ΜΔ1 312.3

    “Αδελφοί, έφθασε η ώρα του χωρισμού μας, και μόνο ο Θεός γνωρίζει αν θα ζήσω να ξαναδώ τα πρόσωπά σας. Αλλά όποιο και αν είναι το θέλημα Του, σας εξορκίζω παρουσία του Θεού και των αγίων αγγέλων Του να ακολουθήσετε το παράδειγμά μου σε ότι εγώ ακολούθησα τον Χριστό. Αν ο Κύριος σας αποκαλύψει οτιδήποτε περισσότερο και με οποιοδήποτε άλλο μέσο, να είσθε το ίδιο πρόθυμοι να το δεχθείτε όπως δεχθήκατε την κάθε αλήθεια που σας κήρυξα εγώ. Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ο Θεός πρόκειται να σας αποκαλύψει περισσότερες αλήθειες και φως από το λόγο Του τον άγιο.” (Martyn, Τόμ. 5, σελ. 70.)ΜΔ1 312.4

    “Εγώ από μέρους μου, δεν νομίζω ότι μπορώ να θρηνήσω αρκετά την κατάσταση των μεταρρυθμισμένων εκκλησιών που φθάνοντας σ’ ένα ορισμένο σημείο της θρησκευτικής πορείας, δεν εννοούν να προχωρήσουν πρός το παρόν περισσότερο απ’ ότι οι υπεύθυνοι για τη μεταρρύθμιση τους. Οι Λουθηρανοί δεν τολμούν να δουν πιό μακριά απ’ ότι είδε ο Λούθηρος ... και οι Καλβινιστές, το βλέπετε, έμειναν στάσιμοι εκεί όπου τους άφησε ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος του Θεού, που δεν είχε όμως δει τα πάντα στον καιρό του. Αυτή είναι μια αληθινά αξιοθρήνητη κατάσταση. Επειδή, αν και υπήρξαν οι λαμπροί φωτοφόροι της εποχής τους, μολαταύτα οι άνθρωποι εκείνοι δεν έφθασαν μέχρι τα βάθη της βουλής του Θεού. Αν ζούσαν όμως σήμερα, θα εγκολπώνονταν το νέο φως με την ίδια προθυμία όπως εκείνο που πρωτοδέχθηκαν.” (D. Neal, “History of the Puritans,” σελ. 1, σελ. 269.)ΜΔ1 313.1

    “Μη λησμονείτε τη συνθήκη που συνάψατε σαν εκκλησία, σύμφωνα με την οποία υποσχεθήκατε να βαδίσετε την οδό του Κυρίου, οπουδήποτε προς το παρόν Εκείνος οδηγεί και πρόκειται μελλοντικά να οδηγήσει. Να θυμάστε την υπόσχεση και τη συνθήκη σας με το Θεό και αναμεταξύ σας ότι θα δεχθείτε οποιοδήποτε φως και οποιαδήποτε αλήθεια σας καταστήσει γνωστή μέσα από το γραπτό Του λόγο. Αλλά σ’ αυτό το σημείο, σας ικετεύω, προσέξτε καλά τι θα δεχθείτε για αλήθεια. Ζυγίστε την και συγκρίνετέ την με άλλες γραφικές αλήθειες πρίν την αποδεχθείτε. Επειδή δεν είναι δυνατόν για το σύγχρονο χριστιανικό κόσμο που μόλις πρόσφατα βγήκε από τέτοιο πυκνό αντιχριστιανικό σκοτάδι, να έχει φθάσει δια μιας στην τελειότητα της γνώσης.” (Martyn, Τόμ. 5, σελ. 70-71.)ΜΔ1 313.2

    Εμπνευσμένοι από το βαθύ πόθο τη ελευθερίας της συνείδησης, οι Πρωτοπόροι εκείνοι κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του δυσκολοδιάβατου ωκεανού, να δαμάσουν κακουχίες και δεινά της ερημικής στεριάς όπου πάτησαν και, με τη βοήθεια του Θεού, να θέσουν τα θεμέλια για ένα ισχυρό κράτος στις ακτές της Αμερικανικής Ηπείρου. Αλλ’ όσο έντιμοι και θεοσεβούμενοι αν ήταν οι Προσκυνητές Πατέρες, δεν είχαν ακόμη καταλάβει τις μεγάλες αρχές της ανεξιθρησκείας. Την ελευθερία αυτή που με τέτοιο τίμημα αυτοθυσίας απέκτησαν για τον εαυτό τους, δεν ήταν διατεθειμένοι να χορηγήσουν στους άλλους. “Ελάχιστοι, ακόμη και ανάμεσα από τους πιο διορατικούς και βαθυστόχαστους ηθικολόγους του δεκάτου εβδόμου αιώνα, είχαν συνειδητοποιήσει τη μεγάλη εκείνη αρχή που απορρέει από την Καινή Διαθήκη και που αναγνωρίζει το Θεό αποκλειστικό κριτή της πίστης του ανθρώπου.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 5, σελ. 297.) Η διδαχή ότι ο Θεός εξουσιοδότησε την εκκλησία με το δικαίωμα να ελέγχει συνειδήσεις και να διευθετεί και τιμωρεί την αίρεση, είναι μια από τις πιο βαθιά ριζωμένες πλάνες του παπισμού. Αν και οι Μεταρρυθμιστές απέρριψαν το “πιστεύω” της Ρώμης, δεν είχαν όμως τελείως απαλλαγεί από το πνεύμα της αδιαλλαξίας της. Τα πυκνά σκοτάδια που κατά τους ζοφερούς αιώνες της κυριαρχίας της είχαν σκεπάσει ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, δεν είχαν ακόμη διαλυθεί εντελώς. Κατά τις δηλώσεις ενός από τους ηγετικούς ιεροκήρυκες της αποικίας της Μασσαχουσέττης: “Η θρησκευτική ανεκτικότητα είναι εκείνη που έκανε τον κόσμο αντιχριστιανικό. Η εκκλησία ποτέ δεν υπέστη κανένα κακό τιμωρώντας τους αιρετικούς.” (Ίδιο μέρος. Τόμ. 5, σελ. 335.) Οι άποικοι υιοθέτησαν το σύστημα ότι μόνο τα μέλη της εκκλησίας είχαν το δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη σε ότι αφορούσε την πολιτική διοίκηση. Το αποτέλεσμα ήταν να οργανωθεί ένα είδος κρατικής εκκλησίας όπου όλος ο λαός υποχρεούτο να υποστηρίξει την ιεροσύνη και όπου οι δικαστικές αρχές εξουσιοδοτούνταν να καταπνίξουν την αίρεση. Έτσι η πολιτική εξουσία βρίσκονταν στα χέρια της εκκλησίας. Σε λίγο φανερώθηκε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των μέτρων αυτών, ο διωγμός.ΜΔ1 313.3

    Ένδεκα χρόνια μετά την ίδρυση της πρώτης αποικίας, ο Ρογήρος Γουΐλλιαμς έφθανε στο Νέο Κόσμο. Όμοια με τους πρώτους Προσκυνητές, ήρθε και αυτός για να απολαύσει τη θρησκευτική ανεξαρτησία. Ανόμοια όμως μ’αυτούς, έβλεπε τα πράγματα όπως λίγοι άνθρωποι στην εποχή του τα έβλεπαν: ότι δηλαδή η ελευθερία αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο δικαίωμα του καθενός οποιεσδήποτε και αν ήταν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ένθερμος ερευνητής της αλήθειας, έκρινε και αυτός, όπως και ο Ρόβινσων, ότι δεν ήταν δυνατό να έχει ακόμη δοθεί όλο το φως από το λόγο του Θεού στην πληρότητά του. Ο Γουΐλλιαμς ήταν “ο πρώτος άνθρωπος στο σύγχρονο χριστιανικό κόσμο που ίδρυσε ένα πολιτικό κράτος πάνω στην αρχή της ελευθερίας της συνείδησης και στην ισότητα της γνώμης όσον αφορά το νόμο.” (Bancroft, μέρος 1, κεφ. 15, παράγ. 16.) Διακήρυττε ότι το καθήκον των δικαστών ήταν να καταστέλλουν την εγκληματικότητα· ποτέ όμως να ελέγχουν την ανθρώπινη συνείδηση. “Το κοινό, ή οι δικαστικές αρχές,” έλεγε, “μπορούν να αποφασίσουν ποια είναι τα καθήκοντα του ανθρώπου πρός τον άνθρωπο. Δεν έχουν καμιά θέση όμως να προσδιορίζουν τα καθήκοντα του ανθρώπου πρός το Θεό και η στάση αυτή δεν είναι διόλου ασφαλής. Γιατί είναι αυτονόητο ότι όταν οι δικαστές έχουν την εξουσία, μπορούν τη μια μέρα να ψηφίσουν ένα σύνολο γνωμών και αντιλήψεων και την άλλη άλλο. Όπως ακριβώς έγινε με τους διαφόρους βασιλείς και τις βασίλισσες της Αγγλίας, ή με τους πάπες και τις ιερές συνόδους της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Έτσι η πίστη καταντάει μια μεγάλη σύγχυση.” (Martyn, Τόμ. 5, σελ. 340.)ΜΔ1 314.1

    Ο εκκλησιασμός στην επίσημη του κράτους εκκλησία ήταν υποχρεωτικός και επιβάλλονταν με πρόστιμο ή με φυλάκιση. “Ο Γουΐλλιαμς απεδοκίμασε αυτό το θέσπισμα. Το χειρότερο άρθρο του Αγγλικού κώδικα ήταν εκείνο που επέβαλλε τον αναγκαστικό εκκλησιασμό στους ενοριακούς ναούς. Να εξαναγκάζει κανείς τους ανθρώπους να ενώνονται μ’ αυτούς που πίστευαν διαφορετικά, το θεωρούσε κατάφωρη παράβαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να σέρνει τους άθρησκους και τους απρόθυμους με το ζόρι στα δημόσια θρησκευτικά κηρύγματα, το έβλεπε μόνο σαν κάτι που ενθαρρύνει την υποκρισία ... “Κανείς,” έλεγε, “δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να λατρεύει ή να υποστηρίζει ένα σύστημα λατρείας πατά τη θέλησή του.” “Τι;” διαμαρτύρονταν οι ανταγωνιστές του, απορώντας για τις θεωρίες του, “δεν είναι ο εργάτης άξιος του μισθού αυτού;” “Μάλιστα,” αποκρίνονταν εκείνος, “του μισθού όμως εκείνων που τον μίσθωσαν.” (Bancroft, μέρος 1, κεφ. 15, παράγ. 2.)ΜΔ1 315.1

    Ο Ρογήρος Γουΐλλιαμς ήταν ένα αγαπητό και αξιοσέβαστο πρόσωπο, ένας καθιερωμένος εργάτης του ευαγγελίου. Εκτιμώταν για τα σπάνια προτερήματά του, για την ευθύτητα του χαρακτήρα του και για την ανεπιτήδευτη καλοκαγαθία του. Αλλά δεν τον ανέχθηκαν για τη σταθερή του άρνηση να αναγνωρίσει το δικαίωμα των δικαστών να εξουσιάζουν την εκκλησία, ούτε και για την απαίτησή του για θρησκευτική ελευθερία. Η εφαρμογή των καινοτομιών αυτών, διατείνονταν, θα υπονόμευε τα κοινωνικά και πολιτικά θεμέλια της χώρας.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 1, κεφ. 15, παράγ. 10.) Οι αποικίες τον εκτόπισαν. Τελικά, για να αποφύγει τη σύλληψη, αναγκάσθηκε να τραπεί σε φυγή μέσα στο κρύο και στις θύελλες της βαρυχειμωνιάς, κρυμμένος στα παρθένα δάση.ΜΔ1 315.2

    “Δεκατέσσερις εβδομάδες,” διηγείται ο ίδιος, “πάλευα απεγνωσμένα μέσα στην κακοκαιρία, μη ξέροντας τι θα πει ψωμί, ούτε κρεβάτι.” Αλλά οι κόρακες τον έθρεψαν στην ερημιά, και οι κουφάλες των δένδρων συχνά του χρησίμευαν για άσυλο ... (Martyn, Τόμ. 5, σελ. 349-350.) Συνεχίζοντας την ταλαίπωρη πορεία του μέσα στα χιόνια και στα άβατα δάση, κατέφυγε σε μια φυλή Ινδιάνων όπου κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους προσπαθώντας να τους διδάξει τις αλήθειες του ευαγγελίου.ΜΔ1 316.1

    Τέλος, ύστερα από μια πολύμηνη, περιπετειώδη περιοδεία, έφθασε στον κόλπο του Narrangansett όπου θεμελίωσε την πρώτη σύγχρονη πολιτεία που αναγνώριζε το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας με όλη την σημασία της λέξης. Η βασική αρχή της αποικίας που ίδρυσε ο Γουΐλλιαμς όριζε ότι “κάθε άνθρωπος ήταν ελεύθερος να λατρεύει το Θεό σύμφωνα με τις υποδείξεις της συνείδησής του.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 5, σελ. 354.) Η μικρή αυτή πολιτεία του Ρόντ Άϊλαντ, έγινε το άσυλο των κατατρεγμένων και αύξησε και προόδευσε σε τέτοιο σημείο, ώστε οι θεμελιώδεις αρχές της—αρχές θρησκευτικής και πολιτικής ανεξαρτησίας—απετέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της Αμερικανικής Δημοκρατίας.ΜΔ1 316.2

    Στο εξαίρετο εκείνο αρχαϊκό έγγραφο στο οποίο οι ιδρυτές Πατέρες διατύπωσαν τις απόψεις τους επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων—γνωστό με τον τίτλο Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας—δήλωναν: “Θεωρούμε τις επόμενες αρχές αυτονόητες: ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ίσοι μεταξύ τους. Ότι σ’ όλους έχουν παραχωρηθεί από το Δημιουργό τους ορισμένα ακατάλυτα δικαιώματα μεταξύ των οποίων η ζωή, η ελευθερία και η αναζήτηση της ευτυχίας.” Επί πλέον, το Αμερικανικό Σύνταγμα εγγυάται με την ακριβέστερη φρασεολογία το απαραβίαστο της συνείδησης: “Η εξάσκηση του θρησκεύματος δεν πρόκειται να προβληθεί ποτέ σαν όρος καταλληλότητας του ατόμου για την πρόσληψή του σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες.” “Το Νομοθετικό Σώμα δεν πρόκειται να προβεί ποτέ στη νομοθέτηση της επιβολής ενός θρησκεύματος, ούτε στην απαγόρευση της ελεύθερης εξάσκησής του.”ΜΔ1 316.3

    “Οι θεμελιωτές του συντάγματος αναγνώρισαν την ακατάλυτη αρχή ότι οι σχέσεις του ανθρώπου πρός το Θεό του δεν υπάγονται στην ανθρώπινη νομοθεσία και ότι τα δικαιώματα της συνείδησης είναι αναφαίρετα. Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη σκέψη για την ανακήρυξη της αλήθειας αυτής. Ο καθένας την αισθάνεται στο βάθος του είναι του. Αυτή η συναίσθηση είναι εκείνη που, αψηφώντας όλους τους ανθρώπινους νόμους, εμψύχωσε τόσους και τόσους μάρτυρες μέσα στα φρικτά βασανιστήρια και τη φωτιά. Αισθάνονταν ότι η υποχρέωσή τους απέναντι στο Θεό υπερείχε πάνω από κάθε ανθρώπινο θέσπισμα και ότι καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν είχε το δικαίωμα να παραβιάσει τη συνείδησή τους. Αυτή είναι μια αυτέμφυτη αρχή που δεν ξεριζώνεται με τίποτε.” (Έγγραφα της Νομοθετικής Συνέλευσης των Η.Π.Α., Αύξ. αρ. 200, έγγραφο αρ. 271.)ΜΔ1 317.1

    Όταν οι Ευρωπαϊκές χώρες πληροφορήθηκαν την ύπαρξη ενός κράτους όπου ο καθένας μπορούσε να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του και να ζήσει σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της συνείδησής του, χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν στις ακτές του Νέου Κόσμου. Σύντομα οι αποικίες πολλαπλασιάστηκαν. “Με έκτακτο νόμο, η Πολιτεία της Μασσαχουσέττης ψήφισε την ελεύθερη αποδοχή και τη με δημόσιες δαπάνες συνδρομή των Χριστιανών κάθε εθνικότητας που θα διέσχιζαν τον Ατλαντικό για να γλυτώσουν από τους πολέμους, την πείνα ή την καταπίεση των καταδυναστών τους.’ Έτσι, χάρη στο νόμο αυτόν, οι φυγάδες και οι καταπιεζόμενοι του κόσμου γίνονταν οι φιλοξενούμενοι της Κοινοπολιτείας.” (Martyn, Τόμ. 5, σελ. 437.) Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη απόβαση στο Πλύμουθ, είκοσι χιλιάδες άποικοι είχαν εγκατασταθεί στις Πολιτείες της Νέας Αγγλίας.ΜΔ1 317.2

    Προκειμένου να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό τους, οι άνθρωποι εκείνοι “έμεναν ικανοποιημένοι με μια στοιχειώδη διαβίωση, μια ζωή στερήσεων και μόχθου. Δεν περίμεναν από τη γη παρά μόνο να τους ανταποδώσει μια εσοδεία ανάλογη με τους κόπους τους. Δεν αυταπατώνταν πλάθοντας ρόδινα όνειρα ... Ήταν ικανοποιημένοι με τη σιγανή, αλλά σταθερή ανάπτυξη του κοινωνικού τους συστήματος. Υπέμειναν καρτερικά τις στερήσεις της ερημικής ζωής τους, ποτίζοντας με τα δάκρυα τους και με τον ιδρώτα του προσώπου τους το δένδρο της ελευθερίας, μέχρι που ρίζωσε βαθιά μέσα στη γη.”ΜΔ1 317.3

    Η Αγία Γραφή έγινε το θεμέλιο της πίστης τους, η πηγή της σοφίας τους και το καταστατικό της ελευθερίας τους. Οι αρχές της διδάσκονταν προσεκτικά στο σπίτι, στο σχολείο και στην εκκλησία και τα αποτελέσματά της φανερώνονταν με την οικονομία, τη νοημοσύνη, την αγνότητα και την εγκράτεια. Χρόνια μπορούσε κανείς να ζήσει σε μια αποικία των Πουριτανών χωρίς να δει ούτε ένα μέθυσο, χωρίς να ακούσει ένα υβριστικό λόγο, ή να συναντήσει ένα ζητιάνο.” (Bancroft, 1 μέρος, κεφ. 19, παράγ. 25.) Αυτό πιστοποιούσε ότι οι Βιβλικές αρχές αποτελούν την ασφαλέστερη εγγύηση του εθνικού μεγαλείου. Οι αδύναμες και αποξενωμένες αρχικά αποικίες, αναπτύχθηκαν σε μια συνομοσπονδία ισχυρών πολιτειών και ο κόσμος παρακολουθούσε με θαυμασμό την ειρήνη και την ευημερία “μιας εκκλησίας δίχως πάπα και ενός Έθνους χωρίς βασιλιά.”ΜΔ1 318.1

    Αλλά ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ατόμων που έλκονταν προς τις Αμερικανικές ακτές υποκινούνταν από κίνητρα εντελώς διαφορετικά απ’ ότι οι πρώτοι εκείνοι άποικοι. Αν και η αρχέγονη πίστη και η αγνότητα εξακολουθούσαν να ασκούν μία ευρεία και μεταπλαστική επίδραση στον πληθυσμό, η επιρροή αυτή όμως εξασθένιζε όλο και περισσότερο, όσο αύξανε ο αριθμός εκείνων που επιζητούσαν τα κοσμικά μόνο προνόμια.ΜΔ1 318.2

    Η πολιτική που είχαν υιοθετήσει οι πρώτοι άποικοι να επιτρέπουν αποκλειστικά στα μέλη της εκκλησίας να ψηφίζουν ή να υπηρετούν σε δημόσιες υπηρεσίες, είχε καταλήξει στα πιο ολέθρια αποτελέσματα. Τα μέτρα αυτά είχαν ληφθεί με σκοπό να εξασφαλίσουν την εξυγίανση της Πολιτείας, αλλά κατέληξαν στη διάβρωση της εκκλησίας. Πολλοί, κινούμενοι αποκλειστικά από κοσμικά ελατήρια, ενώνονταν με την εκκλησία χωρίς καμιά ειλικρινή μεταλλαγή της ψυχής, αφού η μορφή μόνο της ευσέβειας εκπληρούσε την προϋπόθεση για το δικαίωμα ψήφου ή την απόκτηση δημοσίων θέσεων. Έτσι οι εκκλησίες κατέληξαν να αποτελούνται, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, από μη αναγεννημένα άτομα. Ακόμη και μεταξύ των ποιμένων είχαν εισχωρήσει εκείνοι που όχι μόνο δεν ήταν απαλλαγμένοι από τις πλάνες, αλλά και αγνοούσαν την αναπλαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Και έτσι ξαναπαρουσιάστηκαν τα άσχημα εκείνα αποτελέσματα τα γνώριμα στην εκκλησιαστική ιστορία από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου μέχρι τις μέρες μας. Αποτελέσματα δηλαδή των προσπαθειών για την εδραίωση της εκκλησίας με τη βοήθεια της πολιτείας, με τις εκκλήσεις πρός τις κοσμικές δυνάμεις για την υποστήριξή του ευαγγελίου Εκείνου που δήλωσε ότι: “η βασιλεία η Εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.” (Ιωαν. 18:36.) Η ένωση εκκλησίας και κράτους, όσο έντεχνα εκδηλωμένη, αν και δίνει την εντύπωση ότι φέρει τον κόσμο πλησιέστερα στην εκκλησία, στην πραγματικότητα φέρνει την εκκλησία πλησιέστερα στον κόσμο.ΜΔ1 318.3

    Η σημαντική αρχή που τόσο γενναία υποστηρίχτηκε από άτομα σαν τον Ιωάννη Ρόβινσων και τον Ρογήρο Γουΐλλιαμς, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι προοδευτική και ότι οι Χριστιανοί πρέπει να είναι πρόθυμοι να δεχθούν κάθε ακτίνα φωτός που μπορεί να λάμψει από τον άγιο λόγο του Θεού, χάθηκε από τα μάτια των μεταγενεστέρων τους. Οι Προτεσταντικές εκκλησίες της Αμερικής—όπως και της Ευρώπης—οι τόσο ευνοούμενες με τα ευλογημένα δώρα της Μεταρρύθμισης, απέτυχαν στο να εκζητήσουν να προχωρήσουν στον τομέα της θρησκευτικής ανάπτυξης. Αν και ορισμένοι πιστοί άνθρωποι παρουσιάστηκαν κατά διάφορα χρονικά διαστήματα υποστηρίζοντας νεοφώτιστες αλήθειες και καυτηριάζοντας αιωνόβιες πλάνες, η μεγάλη πλειονότητα όμως, όπως οι Ιουδαίοι στις μέρες του Χριστού και οι παπιστές στην εποχή του Λουθήρου, έμειναν ικανοποιημένοι με το να πιστεύουν όπως και οι πατέρες τους πίστευαν και με το να ζούν όπως εκείνοι έζησαν. Το αποτέλεσμα ήταν η θρησκεία να καταντήσει φορμαλισμός, ενώ τα λάθη και οι προκαταλήψεις που θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί, αν η εκκλησία εξακολουθούσε να βαδίζει στο φως του θεϊκού λόγου, διατηρήθηκαν με ευλάβεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το πνεύμα της Μεταρρύθμισης βαθμηδόν εξασθένισε στο σημείο που οι Μεταρρυθμιστικές εκκλησίες παρουσίασαν την ίδια σχεδόν ανάγκη για μεταρρύθμιση όπως και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την εποχή του Λουθήρου. Το ίδιο κοσμικό πνεύμα και ο ίδιος πνευματικός λήθαργος εκδηλώθηκαν και πάλι. Η ίδια βαθιά υπόληψη δίνεται στις γνώμες των ανθρώπων και οι ανθρώπινες θεωρίες αντικαθιστούν τα διδάγματα του λόγου του Θεού.ΜΔ1 319.1

    Η πλατιά κυκλοφορία των Γραφών στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα και το άπλετο φως που σκόρπισαν στον κόσμο, δεν παρουσίασαν την ανάλογη πρόοδο ούτε όσον αφορά την επίγνωση της αποκαλυμμένης αλήθειας, ούτε όσον αφορά την έμπρακτη θρησκευτική ζωή. Ο Σατανάς δεν μπορούσε να στερήσει το λαό από το λόγο του Θεού όπως έκανε άλλοτε. Αυτός ο λόγος βρίσκονταν τώρα στη διάθεση του καθενός. Προκειμένου όμως να φθάσει οπωσδήποτε στο σκοπό του, σοφίστηκε να τον υποτιμήσει στα μάτια των ανθρώπων οι οποίοι, παραμελώντας την έρευνα των Γραφών, εξακολουθούσαν να παραδέχονται εσφαλμένες ερμηνείες και να ασπάζονται αστήρικτες στη Γραφή διδασκαλίες.ΜΔ1 319.2

    Βλέποντας την αποτυχία του στο να συντρίψει την αλήθεια με τους διωγμούς, ο Σατανάς κατέφυγε γι’ άλλη μια φορά στο ίδιο σχέδιο του συμβιβασμού στο οποίο είχε καταλήγει στην πρώτη μεγάλη αποστασία και στη διαμόρφωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Παρέσυρε τους Χριστιανούς να συμμαχήσουν όχι τώρα πιά με τους ειδωλολάτρες, αλλά μ’ αυτούς που, με τη μεγάλη τους προσήλωση στα εγκόσμια, αποδείχθηκαν το ίδιο ειδωλολάτρες όπως και οι προσκυνητές των λαξευτών εικόνων. Και τα τωρινά αποτελέσματα μιας τέτοιας συμμαχίας δεν ήταν λιγότερο επιβλαβή απ’ εκείνα των περασμένων αιώνων. Υπερηφάνεια και επιδεικτική εκκεντρικότητα υποθάλπονταν κάτω από το κάλυμμα της θρησκείας και οι εκκλησίες υπέστησαν τη διάβρωση. Ο Σατανάς εξακολουθούσε τη διαστροφή των Βιβλικών διδασκαλιών και οι παραδόσεις που θα έφερναν την καταστροφή αμέτρητων ψυχών ρίζωναν βαθιά. Και η εκκλησία διατηρούσε και υποστήριζε τις παραδόσεις αυτές, αντί να μένει ικανοποιημένη με “την πίστην την άπαξ παραδοθείσαν εις τους αγίους.” Έτσι χαλάρωσαν οι αρχές για τις οποίες τόσα πρόσφεραν και υπέστησαν οι Μεταρρυθμιστές.ΜΔ1 320.1