Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 6: Ο θανατοσ δυο ηρωων

    Από τον έννατο ακόμη αιώνα το ευαγγέλιο είχε γίνει γνωστό στη Βοημία. Η Αγία Γραφή είχε μεταφρασθεί και η λειτουργία γίνονταν στη γλώσσα του λαού. Όσο όμως ο πάπας κέρδιζε σε δύναμη, τόσο ο λόγος του Θεού έχανε σε φώς. Ο Γρηγόριος Ζ΄ ο οποίος θεωρούσε καθήκον του προσωπικό να ταπεινώνει την υπερηφάνεια των μοναρχών, δείχθηκε εξίσου ζηλωτής στην υποδούλωση των λαϊκών. Ένα παπικό διάταγμα που εξέδωσε απαγόρευε τη δημόσια λατρεία στη Βοημική γλώσσα. Σ’ αυτό ο πάπας διεκήρυττε ότι “αποτελεί την ευαρέσκεια του Παντοδυνάμου όπως η λατρεία Του αποδίδεται σε μιά γλώσσα άγνωστη και ότι η παράβαση του κανονισμού αυτού έγινε αφορμή να αναφυούν πολλά τρωτά και αιρέσεις.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 1.) Έτσι πρόσταζε η Ρώμη να σβυσθεί το φώς του λόγου του Θεού και να βυθισθεί ο λαός στο σκοτάδι. Ο Ουρανός όμως είχε προβλέψει άλλα μέσα για τη διατήρηση της εκκλησίας Του. Πολλοί Βαλδένσιοι και Αλβιγένσιοι, διωγμένοι από την πατρίδα τους τη Γαλλία ή την Ιταλία, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Βοημία. Αν και δεν τολμούσαν να κηρύξουν στα φανερά, εργάζονταν όμως με ζήλο στα κρυφά και έτσι διατηρήθηκε η αλήθεια από γενεά σε γενεά.ΜΔ1 90.1

    Από το άλλο μέρος, πρίν ακόμη εμφανισθεί ο Χούς, υπήρχαν άνθρωποι στη Βοημία που στιγμάτιζαν δημόσια τη διαφθορά της εκκλησίας και την ακολασία του λαού. Οι προσπάθειές τους έλκυσαν το γενικό ενδιαφέρον. Αλλ’ αυτό κίνησε τους φόβους της ιεραρχίας η οποία ξεσήκωσε αμείλικτο διωγμό κατά των οπαδών του ευαγγελίου που αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα βουνά και στα δάση για να λατρέυουν το Θεό. Ο στρατός ανέλαβε την καταδίωξή τους και πολλοί απ’ αυτούς θανατώθηκαν. Λίγο αργότερα, ένα καινούργιο νομοθετικό διάταγμα όριζε ότι οποιοσδήποτε αποσκιρτούσε από τον Ρωμαιοκαθολικό τρόπο λατρείας θα καίγονταν ζωντανός. Προσφέροντας όμως οι Χριστιανοί τη ζωή τους ολοκαύτωμα, οραματίζονταν τα θριαμβευτικά αποτελέσματα του σκοπού τους. Ένας απ’ αυτούς, που διεκήρυττε ότι η σωτηρία δεν αποκτάται παρά μόνο με την πίστη στο σταυρωμένο Σωτήρα, πεθαίνοντας έκαμε την ακόλουθη δήλωση: “Οι εχθροί μας με τη μανία τους υπερισχύουν τώρα εναντίον μας. Αυτό όμως δεν θα είναι για πάντα. Από τις τάξεις του λαού θα προέλθει κάποιος δίχως σπαθί ή εξουσία· αλλά οι εχθροί δεν θα μπορέσουν να υπερισχύσουν εναντίον του.” (ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 1.) Η εποχή του Λουθήρου ήταν ακόμη πολύ μακρυά. Αλλά σύντομα κάποιος άλλος πρόκειτο να ορθώσει το ανάστημά του και η διαμαρτυρία του κατά της Ρώμης έμελλε να συγκινήσει την ανθρωπότητα.ΜΔ1 90.2

    Ο Ιωάννης Χούς ήταν άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε πολύ μικρή ηλικία. Η ευλαβική μητέρα του θεωρούσε τη μόρφωση και τη θεοσέβεια σαν τα πολυτιμότερα αγαθά και φρόντισε να τα εξασφαλίσει κληροδότημα για το παιδί της. Ο Χούς. αφού τελείωσε το δημόσιο σχολείο της περιφερείας του, πήγε κατόπιν στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, όπου έγινε δωρεάν δεκτός σαν άπορος φοιτητής. Στό ταξίδι του αυτό στην πρωτεύουσα συνοδεύονταν από τη μητέρα του. Χήρα και φτωχή, δεν είχε πλούσια δώρα να του προσφέρει, αλλά ενώ πλησίαζαν να φθάσουν στη μεγαλούπολη, γονάτισε πλάι στο απορφανισμένο από πατέρα παιδί και επικαλέσθηκε την ευλογία του ουράνιου Πατέρα γι’ αυτό. Που να ήξερε η μητέρα εκείνη με ποιό τρόπο θα εισακούονταν η προσευχή της!ΜΔ1 91.1

    Στο Πανεπιστήμιο, ο Χούς δεν άργησε να διακριθεί για την ακαταπόνητη εργατικότητά του και την καταπληκτική του πρόοδο, ενώ η άψογη ζωή του και η κόσμια καλοκάγαθη συμπεριφορά του προκαλούσαν το γενικό σεβασμό. Ήταν αφοσιωμένος οπαδός της Καθολικής Εκκλησίας και ζητούσε με επιμονή τις πνευματικές ευλογίες τις οποίες αυτή έλεγε ότι χορηγούσε. Κάποτε σε μιά από τις πανηγυρικές επετείους για την άφεση των αμαρτιών, πήγε και εξομολογήθηκε πληρώνοντας τα τελευταία ελάχιστα κέρματα που του απέμειναν από τις γλίσχρες οικονομίες του, και πήρε μέρος σ’ όλες τις λιτανείες για να μπορέσει να αποκτήσει την υποσχεμένη άφεση αμαρτιών. Αποπερατώνοντας τις πανεπιστημιακές του σπουδές, καθιερώθηκε στην ιερωσύνη. Σύντομα ανέβηκε τα σκαλοπάτια πρός τα υψηλά αξιώματα που τον οδήγησαν μέχρι τη σύναψη στενών σχέσεων με τη βασιλική αυλή. Ταυτόχρονα ανακηρύσσονταν καθηγητής, και λίγο αργότερα πρύτανης του Πανεπιστημίου όπου είχε αποπερατώσει τις σπουδές του. Σε μερικά χρόνια μέσα, ο χθεσινός άσημος και άπορος φοιτητής γίνονταν το καμάρι της πατρίδας του και το όνομά του είχε διαφημισθεί σ’ όλη την Ευρώπη.ΜΔ1 91.2

    Το μεταρρυθμιστικό του όμως έργο ο Χούς πρόκειτο να το αρχίσει σ’ ένα διαφορετικό τομέα. Αρκετά χρόνια μετά τη χειροτόνησή του, διορίσθηκε ιεροκήρυκας του παρεκκλησίου της Βηθλεέμ. Ο ιδρυτής της εκκλησίας εκείνης απέδιδε μεγάλη σημασία στο ζήτημα του κηρύγματος των Αγίων Γραφών στην καθομιλουμένη γλώσσα. Παρά την αντίδραση της Ρώμης, η συνήθεια αυτή δεν είχε τότε ακόμη καταργηθεί εντελώς στη Βοημία. Υπήρχε όμως μεγάλη άγνοια της Αγίας Γραφής και οι άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων είχαν επιδοθεί στα πιό ακατανόμαστα ανοσιουργήματα. Τη διαφθορά αυτή αδυσώπητα καυτηρίαζε ο Χούς, τονίζοντας τη σπουδαιότητα της εφαρμογής των υγιών, εξαγιαστικών αρχών που συμπεριλαμβάνονταν μέσα στο λόγο του Θεού.ΜΔ1 92.1

    Ένας κάτοικος της Πράγας, ο Ιερώνυμος που τόσο στενά αργότερα έμελλε να συνδεθεί με τον Χούς, επιστρέφοντας από την Αγγλία, είχε φέρει μαζί του τα συγγράμματα του Ουΐκλιφ. Η βασίλισσα της Αγγλίας, πρώην Βοημή πριγκίπισα, είχε ασπασθεί τις αρχές του Ουΐκλιφ και χάρη στο ενδιαφέρον της, τα γραπτά του Μεταρρυθμιστή έφθασαν να κυκλοφορούν ευρύτατα και στη γενέτειρά της. Ο Χούς τα διάβασε με βουλημία. Βέβαιος ότι ο συγγραφέας τους ήταν ένας γνήσιος Χριστιανός, έβλεπε με ευμένεια τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες. Ήδη δίχως να το υποπτεύεται, έπαιρνε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε πολύ μακρυά από τη Ρώμη.ΜΔ1 92.2

    Την ίδια περίπου εποχή έφθαναν στην Πράγα δύο αλλοδαποί από την Αγγλία, άνθρωποι σπουδασμένοι που είχαν δεχθεί οι ίδιοι το φώς και έρχονταν να το διαδώσουν στη μακρυνή αυτή χώρα. Εγκαινιάζοντας τις προσπάθειες τους με μιά απροκάλυπτη επίθεση κατά της παπικής υπεροχής, σε λίγο υποχρεώθηκαν από τις αρχές να σιγήσουν. Αποφασισμένοι όμως να μή εγκαταλείψουν το σκοπό τους, επινοήθηκαν διαφορετικά μέσα. Δεινοί όχι μόνο ιεροκήρυκες αλλά και ζωγράφοι, βάλθηκαν να χρησιμοποιήσουν το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, και ζωγράφισαν δύο πίνακες στον τοίχο μιάς δημόσιας πλατείας. Στον ένα πίνακα απεικονίζονταν ο Χριστός κατά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα, “πραΰς και καθήμενος επί όνου” (Ματθ. 21:5), συνοδευόμενος από τους μαθητές Του με φτωχική περιβολή και με γυμνά τα πόδια. Στον άλλον παρέστηναν μιά εκκλησιαστική πομπή—τον πάπα ντυμένο με τα φανταχτερά του άμφια, την τριπλή τιάρα στο κεφάλι, ανεβασμένο πάνω σε ένα μυριοστόλιστο άλογο, που το προηγούνταν σαλπιγκτές και το ακολουθούσαν πλουσιοπάροχα ντυμένοι καρδινάλιοι.ΜΔ1 92.3

    Με την άφωνη αυτή αναπαράσταση μεταδίδονταν ένα εύγλωττο κήρυγμα που τραβούσε την προσοχή κάθε διαβάτη. Πλήθη όλων των κοινωνικών τάξεων έρχονταν να παρατηρήσουν τους πίνακες και δεν ήταν κανείς που να μη καταλαβαίνει το χρησμό. Βαθειά εντύπωση έκανε σε όλους η αντίθεση ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη του Χριστού, του Διδασκάλου, και στην υπερηφάνεια και αλλαζονία του πάπα, του υποτιθέμενου δούλου Του. Μπροστά στο σάλο που δημιουργήθηκε στην Πράγα, οι δύο ξένοι έκριναν, ύστερα από ένα διάστημα, σκόπιμο να απομακρυνθούν από την πόλη. Το μάθημα όμως που δίδαξαν δεν πρόκειτο να λησμονηθεί. Βαθειά εντυπωσιασμένος από τις δύο απεικονίσεις τους, ο Χούς επεδόθηκε στην προσεκτικότερη μελέτη τόσο της Γραφής όσο και των Ουϊκλιφικών συγγραμμάτων. Αν και στο σημείο αυτό δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ασπασθεί όλες τις μεταρρυθμιστικές αρχές του Ουΐκλιφ, διέκρινε όμως καθαρότερα τον πραγματικό χαρακτήρα της παπωσύνης και με μεγαλύτερο ακόμη ζήλο καυτηρίαζε το υπερήφανο, φιλόδοξο και φθοροποιό πνεύμα που διείπε την ιεραρχία.ΜΔ1 93.1

    Από τη Βοημία το φώς επεκτάθχκε στη Γερμανία επειδή οι ταραχές που εκδηλώθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Πράγας έγιναν αφορμή να αποχωρήσουν εκατοντάδες Γερμανών φοιτητών. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν γνωρίσει για πρώτη φορά τη Γραφή από τον Χούς, και επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, μετέδιδαν τις γνώσεις τους και στους άλλους.ΜΔ1 93.2

    Ειδήσεις των γεγονότων της Πράγας δεν άργησαν να φθάσουν στη Ρώμη και ο Χούς κλητεύθηκε σε λίγο να παρουσιασθεί στον πάπα. Να υπακούσει στην κλήση ισοδυναμούσε με το να εκθέσει τη ζωή του στο θάνατο. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Βοημίας, το Πανεπιστήμιο, μέλη της αριστοκρατίας, εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού, όλοι μαζί συσπειρώθηκαν για να υποβάλουν έκκληση στο Ρωμαίο ποντίφικα να επιτρέψει στον Χούς να παραμείνει στην Πράγα, και να αντιπροσωπευθεί μ’ έναν απεσταλμένο στη Ρώμη. Αντί γι’ άλλη απάντηση, ο πάπας προχώρησε στη δίκη και στην ερήμην καταδίκη του Χούς, ανακηρύσσοντας ταυτόχρονα την πόλη της Πράγας σε κατάσταση θρησκευτικού αναθέματος.ΜΔ1 93.3

    Την εποχή εκείνη, οποιαδήποτε τέτοια καταδικαστική απόφαση ήταν ικανή να προκαλέσει γενική αναστάτωση. Συνοδεύονταν πάντοτε από θρησκευτικές τελετές οργανωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να πανικοβάλουν τα πλήθη που απέβλεπαν στον πάπα σαν αντιπρόσωπο του ίδιου του Θεού κρατώντας τα κλειδιά του ουρανού και του άδη και έχοντας το δικαίωμα να επιβάλει οποιαδήποτε φυσική ή πνευματική ποινή στους ανθρώπους. Ο λαός πίστευε ότι ο ουρανός παρέμενε κλειστός για την περιοχή που είχε παταχθεί με μια τέτοια τιμωρή εγκύκλιο και ότι, μέχρι να ευαρεστηθεί ο πάπας να σηκώσει το ανάθεμα, οι νεκροί αποκλείονταν από τον τόπο της ευδαιμονίας. Σ’ ένδειξη πένθους για τη φοβερή συμφορά, όλες οι θρησκευτικές λειτουργίες αναστέλλονταν. Οι εκκλησίες έκλειναν. Οι γάμοι ευλογούνταν στο προαύλιο της εκκλησίας. Οι νεκροί, στερημένοι το δικαίωμα ταφής στα κοιμητήρια, ενταφιάζονταν χωρίς καμιά επικήδεια τελετή μέσα στα χαντάκια ή στα χωράφια. Έτσι με μέσα που ερέθιζαν την ανθρώπινη φαντασία, η Ρώμη προσπαθούσε να επιβληθεί στις συνειδήσεις του λαού.ΜΔ1 94.1

    Η Πράγα τελούσε σε κατάσταση αναβρασμού. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έκριναν τον Χούς υπεύθυνο για όλες τις συμφορές που τους είχαν βρεί και αξίωναν την άμεση απόδοσή του στη δικαιοδοσία της Ρώμης. Για να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Μεταρρυθμιστής αποσύρθηκε για ένα διάστημα στο πατρικό χωριό του. Από εκεί έγραφε απευθυνόμενος στους φίλους του της Πράγας: “Αν απομακρύνθηκα από κοντά σας, το έκανα μόνο για να μιμηθώ το παράδειγμα του Ιησού Χριστού και να μη δώσω ούτε αφορμή στους ασεβείς να προκαλέσουν εναντίον τους την αιώνια καταδίκη, ούτε στους πιστούς να γίνω αιτία θλίψεων και διωγμών. Απομακρύνθηκα επίσης με την προαίσθηση ότι ανόσιοι ιερείς θα εξακολουθήσουν να εμποδίζουν το κήρυγμα του λόγου του Θεού μεταξύ σας· αλλά δεν σας εγκατέλειψα με την πρόθεση να αρνηθώ τη θεϊκή αλήθεια που για χάρη της είμαι έτοιμος, με τη βοήθεια του Θεού, και να πεθάνω.” (Bonnechose, “The Reformers Before the Reformation,” Τόμ. 1, σελ. 87.) Ο Χούς δεν έμεινε αδρανής, αλλά ταξιδεύοντας στα περίχωρα, εξακολουθούσε να κηρύττει στα διψασμένα πλήθη. Έτσι τα παπικά μέτρα που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό του ευαγγελίου, κατέληξαν στην ευρύτερη διάδοσή του. “Διότι δεν δυνάμεθα να πράξωμεν τι κατά της αλήθειας, αλλ’ υπέρ της αλήθειας.” (Β΄ Κορ. 13:8.)ΜΔ1 94.2

    “Φαίνεται ότι σ’ αυτό το σημείο της σταδιοδρομίας του, ο Χούς βασανίζονταν από μιά οδυνηρή εσωτερική πάλη. Αν και η εκκλησία τον κατακεραύνωνε με τις επιθέσεις της, αυτός δεν είχε ως τότε αποτινάξει την εξουσία της. Θεωρούσε ακόμη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τη νύφη του Χριστού, και τον πάπα τον αντιπρόσωπο και βικάριο του Θεού. Στόχο των επικρίσεων του Χούς αποτελούσε ειδικά η κατάχρηση της εξουσίας και όχι αυτή η εξουσία. Αυτό δημιούργησε ένα τρομερό αντιπερισπασμό ανάμεσα στην κατάσταση της αντίληψής του και στις υπαγορεύσεις της συνείδησής του. Αν η παπική εξουσία ήταν νόμιμη και αλάθητη, όπως πίστευε ότι ήταν, τότε πως εξηγείται ότι αισθάνονταν αναγκασμένος να παρακούσει στα εντάλματά της; Η υπακοή, το έβλεπε, ισοδυναμούσε με την αμαρτία. Αλλά πάλι γιατί η υπακοή σε μιά αλάθητη εκκλησία να οδηγεί σ’ ένα τέτοιο αδιέξοδο; Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να λύσει. Αυτή ήταν μιά αμφιβολία που τον κατέτρωγε μέρα με τη μέρα. Η μόνη κατά προσέγγιση λύση που μπορούσε να δώσει ήταν ότι αυτό είχε ξανασυμβεί προηγουμένως στις μέρες του Ιησού Χριστού, όταν οι ιερείς της εκκλησίας, έχοντας πέσει στην εξαχρείωση, έκαναν χρήση της νόμιμης εξουσίας τους για την εξυπηρέτηση παρανόμων σκοπών. Αυτό τον έκανε να υιοθετήσει για τον εαυτό του και να γνωστοποιήσει και στους άλλους το αξίωμα ότι τα εντάλματα της Γραφής, όπως απευθύνονται στη νοημοσύνη του ανθρώπου, γίνονταν οδηγός της συνείδησης. Με άλλα λόγια, ο αλάθητος οδηγός είναι ο Θεός που μιλάει μέσο της Γραφής και όχι η Εκκλησία που μιλάει μέσο της ιερωσύνης.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 2.)ΜΔ1 95.1

    Όταν ύστερα από ένα διάστημα κόπασαν οι ταραχές στην Πράγα, ο Χούς επέστρεψε στο παρεκκλήσι του της Βηθλεέμ, απ’ όπου εξακολούθησε με μεγαλύτερο ζήλο και θάρρος το κήρυγμα του λόγου του Θεού. Οι εχθροί του ήταν δραστήριοι και δυναμικοί, αλλ’ η βασίλισσα και πολλοί ευγενείς ήταν φίλοι του και ένα μεγάλο μέρος του λαού είχε επίσης ταχθεί με το μέρος του. Συγκρίνοντας τα αγνά, μεταρσιωτικά διδάγματά του και την άγια ζωή του με τα ξεπεσμένα δόγματα και τη φιλαργυρία και τον έκλυτο βίο των θιασωτών της Ρώμης, πολλοί το θεωρούσαν τιμή τους να ταχθούν στο πλευρό του.ΜΔ1 95.2

    Μέχρι τότε ο Χούς ήταν ολομόναχος στις επάλξεις του αγώνα. Τώρα όμως ο Ιερώνυμος, που στο διάστημα της παραμονής του στην Αγγλία είχε ασπασθεί τις αρχές του Ουΐκλιφ, προσκολλήθηκε στο μεταρρυθμιστικό έργο. Από τότε οι δυό τους έγιναν αχώριστοι στη ζωή, και ούτε ο θάνατος μπόρεσε να τους χωρίσει. Προικισμένος με αξιοθαύμαστη μεγαλοφυΐα, ευγλωττία και πολυπραγμωσύνη, ο Ιερώνυμος είχε ότι του χρειάζονταν για να αποκτήσει την εύνοια του λαού. Αλλά στις ιδιάζουσες εκείνες αρετές που αποτελούν την πραγματική δυναμικότητα του χαρακτήρα, την υπεροχή την είχε ο Χούς. Η ήρεμη ευθυκρισία του χρησίμευε σαν τροχοπέδη στον έμφυτο αυθορμητισμό του Ιερώνυμου, που ανεγνώριζε με πραγματική ταπεινοφροσύνη την αξία του φίλου του και δέχονταν τις συμβουλές του. Οι συνασπισμένες προσπάθειές τους έδωσαν νέα ώθηση στο μεταρρυθμιστικό έργο.ΜΔ1 96.1

    Χωρίς να τους μεταδώσει ολόκληρο το φώς που επρόκειτο να δοθεί μελλοντικά στον κόσμο, ο Θεός φώτισε τις διάνοιες των δύο εκλεκτών εκείνων ανθρώπων, αποκαλύπτοντάς τους πολλές πλάνες της Ρωμαϊκής εκκλησίας. Μεταχειριζόμενος τους δύο δούλους Του, ο Θεός έβγαζε το λαό Του έξω από τα σκοτάδια του Καθολικισμού. Αλλ’ έμελλαν να συναντήσουν πολλά και σοβαρά εμπόδια στο δρόμο τους, γι’ αυτό και τους οδηγούσε βήμα προς βήμα, σύμφωνα με την αντοχή τους. Δεν ήταν σε θέση να δεχθούν όλο μαζί το φώς. Θα μπορούσαν και να στραφούν μακρυά από αυτό, όπως συμβαίνει με άτομα που, αφού παραμείνουν για πολύ καιρό στο σκότος, αντικρύζουν ξαφνικά την εκτυφλωτική λάμψη του ηλίου το καταμεσήμερο. Γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός το απεκάλυπτε στους αρχηγούς κατά μικρές δόσεις ώστε να μπορέσει ο λαός λίγο-λίγο να το χωνέψει. Από γενεά σε γενεά, άλλοι καθιερωμένοι εργάτες θα επακολουθούσαν για να οδηγήσουν τον κόσμο μακρύτερα ακόμη πάνω στο μονοπάτι της Μεταρρύθμισης.ΜΔ1 96.2

    Το εκκλησιαστικό σχίσμα συνεχίζονταν. Τρείς τώρα πάπες διαπληκτίζονταν για την ιερατική τιάρα και οι προστριβές τους προξενούσαν παντού στο χριστιανικό κόσμο αναβρασμό και εγκλήματα. Μη αρκούμενοι στους εναλλασσόμενους εκσφενδονισμούς αναθεμάτων, κατέφυγαν στα πολεμικά όπλα. Ο καθένας ανέλαβε να συγκεντρώσει γύρω του πολεμοφόδια και στρατό. Φυσικά απαιτούνταν χρήματα. Για την εξασφάλισή τους, δωρεές, οφφίκια και περιουσιακά αγαθά της εκκλησίας βγήκαν στο ξεπούλημα. Και οι ιερείς, μιμούμενοι το παράδειγμα των ανωτέρων τους, επεδόθηκαν στη σιμωνία και στον πόλεμο για να ταπεινώσουν τους αντιπάλους τους και να εξασφαλίσουν τη δική τους δύναμη. Με καθημερινά αυξανόμενο θάρρος, ο Χούς κεραυνοβολούσε τις βδελυρές πράξεις που διαπράττονταν στο όνομα της θρησκείας ενώ ο λαός ανεπιφύλακτα μέμφονταν τους εκκλησιαστικούς ηγήτορες της Ρώμης σαν αφορμή της μιζέριας που κατέκλυσε το χριστιανικό κόσμο.ΜΔ1 96.3

    Γι’ άλλη μιά φορά η Πράγα έφθασε στο χείλος αιματηρών συγκρούσεων. Όπως στα παλιά τα χρόνια, έτσι και ο σύγχρονος δούλος του Θεού κατηγορήθηκε ότι αυτός ήταν “ο ταράττων τον Ισραήλ.” (Α΄ Βασ. 18:17.) Η πόλη αφορίσθηκε ξανά και ο Χούς κατέφυγε στο πατρικό χωριό του. Η πιστή μαρτυρία του από το αγαπημένο του παρεκκλήσι της Βηθλεέμ είχε πάρει τέλος. Απ’ εδώ κι εμπρός πρόκειτο να απευθυνθεί σ’ ολόκληρη τη Χριστιανωσύνη από ένα πολύ ευρύτερο άμβωνα πρίν προσφέρει τη ζωή του για μαρτυρία χάρη της αλήθειας.ΜΔ1 97.1

    Προκειμένου να λήξουν τα δεινοπαθήματα που είχαν συγκλονίσει ολόκληρη την Ευρώπη, αποφασίσθηκε η σύγκληση μιάς γενικής ιερής Συνόδου στην πόλη της Κωστάντης. Τη Σύνοδο κάλεσε, κατά την επιθυμία του αυτοκράτορα Σιγισμούνδου, ο ένας από τους τρείς αντίζηλους πάπες, ο Ιωάννης ΚΓ΄ που δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τη σύγκληση μιάς τέτοιας Συνόδου. Τόσο η ιδιωτική ζωή του, όσο και η ακολουθούμενη πολιτική του δε σήκωναν τον παραμικρό έλεγχο, ούτε ακόμη αν αυτός διεξάγονταν από επισκόπους με τις χαλαρές ηθικές αρχές που χαρακτήριζαν τους ιεράρχες της εποχής εκείνης. Μολαταύτα δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση στην επιθυμία του αυτοκράτορα.ΜΔ1 97.2

    Οι δύο βασικοί αντικειμενικοί σκοποί της Συνόδου ήταν ο τερματισμός του εκκλησιαστικού σχίσματος και η εκρίζωση της αίρεσης. Γι’ αυτόν το λόγο κλήθηκαν να παραστούν σ’ αυτή οι δυό αντιπάπες, καθώς και ο πρωτεργάτης των νέων θρησκευτικών φρονημάτων, Ιωάννης Χούς. Οι δύο πρώτοι, εκφράζοντας φόβους για την ασφάλειά τους, δεν παρέστησαν προσωπικά οι ίδιοι, αλλά εκπροσωπεύθηκαν από τους απεσταλμένους τους. Όσο για τον Ιωάννη ΚΓ΄, τον φαινομενικά εγκαλούντα τη Σύνοδο, προσήλθε σ’ αυτή με πολλούς ενδοιασμούς και φόβους ότι απώτερος σκοπός του αυτοκράτορα ήταν να τον εκθρονίσει επίσης και με την υποψία ότι θα καλείτο να απολογηθεί για τις βδελυρές του πράξεις που είχαν ντροπιάσει την ιερατική τιάρα, καθώς και για τα εγκλήματα που του την είχαν εξασφαλίσει. Παρ’ όλα αυτά έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στην Κωστάντη, ακολουθούμενος από εκπροσώπους της ανωτάτης ιεραρχίας και μιά ολόκληρη παράταξη από αυλικούς του. Όλος ο κλήρος και οι επίσημοι της πόλης μαζύ με τα πλήθη των πολιτών βγήκαν σε προϋπάντησή του. Μπροστά του έρχονταν τα όστια. Πάνω του, ένα χρυσό κουβούκλιο φέρονταν από τέσσερες ανώτερους δικαστικούς εκπροσώπους. Τα αστραφτερά άμφια των καρδιναλίων και των ευγενών παρουσίαζαν ένα επιβλητικό θέαμα.ΜΔ1 97.3

    Ταυτόχρονα ένας άλλος οδοιπόρος έμπαινε στην Κωστάντη. Ο Χούς, γνωρίζοντας καλά τον κίνδυνο που τον απειλούσε, αποχωρίσθηκε από τους φίλους του σαν να δεν θα τους ξανάβλεπε πιά, και ξεκίνησε για το ταξίδι ξέροντας ότι τον οδηγούσε στον τόπο του μαρτυρίου. Παρ’ όλο ότι είχε την εγγύηση του βασιλιά της Βοημίας εξασφαλισμένη και έλαβε επίσης άλλο ένα τέτοιο πιστοποιητικό από τον αυτοκράτορα Σιγισμούνδο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, εκείνος φρόντισε να τακτοποιήσει τα πάντα, σε περίπτωση που θα αντιμετώπιζε το θάνατο.ΜΔ1 98.1

    Σ’ ένα γράμμα που απηύθυνε σε φίλους του στην Πράγα ανέφερε: “Αδελφοί μου, ... φεύγω εφοδιασμένος μ’ ένα πιστοποιητικό ελεύθερης κυκλοφορίας για να συναντήσω τους πολυάριθμους και θανάσιμους εχθρούς μου ... Εμπιστεύομαι καθολοκληρία στον Παντοδύναμο Θεό και Σωτήρα μου. Πιστεύω ότι θα εισακούσει τις ένθερμες προσευχές σας για να μου δώσει να μιλήσω σύμφωνα με τη δική Του σοφία και σύνεση ώστε να μπορέσω να τους αντικρούσω. Επίσης να με ενισχύσει στην αλήθεια με το πνεύμα Του το Άγιο, ώστε να αντιμετωπίσω με θάρρος πειρασμούς, φυλάκιση και, άν χρειασθεί, και το σκληρό ακόμη θάνατο. Ο Ιησούς Χριστός υπέφερε για κείνους που αγαπούσε πάνω απ’ όλα. Πρέπει λοιπόν να απορούμε για το παράδειγμα που μας άφησε ώστε να μπορέσομε και εμείς να υποφέρομε τα πάντα με καρτερικότητα για την ίδια μας τη σωτηρία; Αυτός είναι Θεός, εμείς είμαστε τα πλάσματά Του. Αυτός είναι Κύριος, εμείς είμαστε δούλοι Του. Αυτός είναι Κυρίαρχος του κόσμου, ενώ εμείς είμαστε ευτελείς αμαρτωλοί. Και όμως Αυτός υπέφερε. Γιατί λοιπόν να μή υποφέρομε και εμείς, αφού τα παθήματα σκοπό έχουν την κάθαρσή μας; Επομένως, αγαπητοί μου, αν ο θάνατός μου πρόκειται να συντελέσει στη δόξα Του, προσεύχεσθε να είναι σύντομος και να με αξιώσει ‘ο Θεός’ να υποστώ με υπομονή όλα τα δεινοπαθήματά μου. Αλλ’ άν είναι προτιμότερο να επιστρέψω κοντά σας, ας προσευχηθούμε στο Θεό να επιστρέψω χωρίς να κηλιδωθώ, δηλαδή χωρίς να έχω παραβεί ούτε κατά κεραία την αλήθεια του ευαγγελίου για να κληροδοτήσω στους αδελφούς μου ένα αξιομίμητο παράδειγμα. Πιθανόν λοιπόν να μη ξαναντικρύσετε στην Πράγα το πρόσωπό μου. Αλλ’ αν το θέλημα του Παντοδύναμου Θεού είναι να χαρισθώ σ’ εσάς, τότε ας προχωρήσομε με σταθερότερη καρδιά στη γνώση και στην αγάπη του νόμου Του.” (Bonnechose, Τόμ. 1, σελ. 147-148.)ΜΔ1 98.2

    Σ’ ένα άλλο γράμμα πρός ένα ιερέα που είχε γίνει πιστός μαθητής του ευαγγελίου, ο Χούς αναφέρονταν με μεγάλη ταπεινοφροσύνη στα προσωπικά του σφάλματα, κατακρίνοντας τον εαυτό του για “την ικανοποίηση που είχε αισθανθεί φορώντας τα πολυτελή άμφια και για τον καιρό που άφησε να πάει χαμένος με ανάξιες λόγου ασχολίες.” Κατόπιν πρόσθετε τις ακόλουθες συγκινητικές παραινέσεις: “Είθε τη σκέψη σου να απασχολεί η δόξα του Θεού και η σωτηρία των ψυχών και όχι η απόκτηση προνομίων και πρόσκαιρων αγαθών. Πρόσεχε μη επιδίδεσαι, στο στολισμό του σπιτιού σου περισσότερο από το στολισμό της ψυχής σου. Και πάνω απ’ όλα, δώσε όλη σου την προσοχή στο πνευματικό οικοδόμημα. Έσο ευλαβικός και καταδεκτικός πρός τους φτωχούς και μη αφανίζεις την υγεία με τις θρησκευτικές υπερβολές. Αν δεν αλλάξεις τη ζωή σου αποφεύγοντας τους πλεονασμούς, φοβούμαι ότι θα τιμωρηθείς σκληρά σαν εμένα ... Ξέρεις τι πρεσβεύω αφού από μικρός δέχθηκες τις διδασκαλίες μου. Ώστε δεν είναι ανάγκη να σου γράψω περισσότερα. Αλλά σε εξορκίζω με τα ελέη του Κυρίου μας, να μη με μιμηθείς σε καμιά από τις ματαιότητες όπου με είδες να παρασύρομαι.” Στο φάκελο της επιστολής πρόσθετε: “Σε εξορκίζω, φίλε μου, να μη ξεσφραγίσεις το φάκελλο αυτό παρά μόνο αφού βεβαιωθείς για το θάνατό μου.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 1, σελ. 148-149.)ΜΔ1 99.1

    Κατά τη διαδρομή του ταξιδιού ο Χούς είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει παντού τα αποτελέσματα της διάδοσης των διδαχών του και την ευμενή υποδοχή που τις επιφύλασσε ο λαός. Τα πλήθη συνωστίζονταν να τον ιδούν από κοντά και, σε μερικά μέρη, οι επίσημοι της πόλης βάδιζαν πλάϊ του στους δρόμους.ΜΔ1 99.2

    Φθάνοντας στην Κωστάντη, στην αρχή απολάμβανε μεγάλη ελευθερία. Στο πιστοποιητικό ελεύθερης κυκλοφορίας από μέρους του αυτοκράτορα, πρόσθεσε και ο πάπας τη δική του προσωπική εγγύηση. Λίγο αργότερα όμως, κατά παράβαση των επισήμων και επανειλημμένων αυτών βεβαιώσεων, ο Μεταρυθμιστής συνελήφθηκε κατόπιν διαταγής του πάπα και των καρδιναλίων, και ρίχθηκε μέσα σε μιά φρικαλέα φυλακή. Σε λίγο τον μετέφεραν σ’ ένα οχυρό στην όχθη του Ρήνου ποταμού και εκεί τον κρατούσαν σε απομόνωση. Ελάχιστα κερδισμένος από τη δόλια αυτή πράξη του, ο πάπας βρέθηκε σε λίγο ο ίδιος φυλακισμένος στο ίδιο εκείνο μπουντρούμι. (ίδιο μέρος, Τόμ. 1, σελ. 247.) Η Σύνοδος τον κήρυξε ένοχο για τα πιό βδελυρά εγκλήματα, μεταξύ άλλων, για ανθρωποκτονία, σιμωνία και μοιχεία—“ακατανόμαστα ανοσιουργήματα” σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση της Συνόδου. Κηρύχθηκε έκπτωτος και ρίχθηκε στη φυλακή. Έκπτωτοι επίσης κηρύχθηκαν και οι άλλοι δύο πάπες και στη θέση τους εξέλεξαν ένα νέο ποντίφηκα.ΜΔ1 100.1

    Αν και ο πάπας αποδείχθηκε ένοχος για βαρύτερα ακόμη εγκλήματα από εκείνα για τα οποία ο Χούς κατέκρινε ποτέ τον κλήρο και για τα οποία απαιτούσε τη Μεταρύθμιση, η ίδια μολαταύτα Σύνοδος που καθαίρεσε τον ποντίφικα, ανέλαβε μετά να εξοντώσει το Μεταρυθμιστή. Η φυλάκιση του Χούς προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση στη Βοημία. Εβυπόληπτοι άνθρωποι με κύρος και δυναμικότητα απηύθυναν στη Σύνοδο έντονες διαμαρτυρίες για το ανοσιούργημα αυτό. Ο αυτοκράτορας που απεχθάνονταν την παραβίαση του εγγυητικού πιστοποιητικού ασφαλείας, αντέδρασε στις μηχανορραφίες των εχθρών του Χούς. Αλλ’ αυτοί οι τελευταίοι, κακοήθεις και αποφασισμένοι για όλα, προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τις προκαταλήψεις, τους φόβους και τον εκκλησιαστικό ζήλο του Σιγισμούνδου. Επεδίωξαν με μακροσκελή επιχειρήματα να αποδείξουν όχι “η τήρηση του λόγου δεν ισχύει όταν δίνεται σε άτομα αιρετικά ή ύποπτα για αίρεση, έστω και αν αυτά ήταν εφοδιασμένα με πιστοποιητικά ασυλίας από αυτοκράτορες και βασιλείς.” (Jacques Lenfant, “History of the Council of Constance,” Τόμ. 1, σελ. 516.) Και έτσι η γνώμη τους υπερίσχυσε.ΜΔ1 100.2

    Εξαντλημένος από την αρρώστεια και την ειρκτή, αφού ο μολυσμένος αέρας της φυλακής του προξένησε έναν υψηλό πυρεττό που τον έφερε στο χείλος σχεδόν του θανάτου, ο Χούς κλήθηκε κάποτε να παρουσιασθεί στη Σύνοδο. Βαρειά αλυσοδεμένος στάθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα ο οποίος είχε δώσει το λόγο της τιμής του ότι θα τον προστάτευε. Κατά τη μακρά διαδικασία υποστήριξε ατρόμητος την αλήθεια και, παρουσία των συγκεντρωμένων εκκλησιαστικών και πολιτικών εξοχοτήτων, διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της ασυδοσίας της ιεραρχίας. Όταν του ζήτησαν να διαλέξει ανάμεσα στην ανάκληση των φρονημάτων του και στο θάνατο, προτίμησε το μαρτυρικό τέλος.ΜΔ1 100.3

    Η χάρη του Θεού ήταν εκείνη που τον ενίσχυε. Στις κρίσιμες εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι να εκδοθεί, η τελική απόφαση, μιά ουράνια γαλήνη κατέλαβε την ψυχή του. Σ’ ένα φίλο του έγραφε: “Γράφω αυτό το γράμμα από τη φυλακή μου, με αλυσοδεμένο χέρι, περιμένοντας την αυριανή θανατική μου καταδίκη ... Όταν ξανανταμώσομε με τη χάρη του Ιησού Χριστού, στη γλυκειά ατμόσφαιρα της μελλοντικής ζωής, τότε θα μάθεις με τι μεγάλη ευσπλαχνία μου αποκαλύφθηκε ο Θεός και πόσο αποτελεσματικά με υποστήριξε μέσα στους πειρασμούς και στις δοκιμασίες μου.” (Bonnechose, Τόμ. 2, σελ. 67.)ΜΔ1 101.1

    Από τα ζοφερά σκοτάδια του κελλιού του διέκρινε το θρίαμβο της πραγματικής πίστης. Στον ύπνο του βρέθηκε στην Πράγα, στην εκκλησία της Βηθλεέμ όπου είχε εφημερεύσει, και είδε τον πάπα και τους επισκόπους του να καταγίνονται με το σβύσιμο των προσωπογραφιών του Χριστού που είχε ζωγραφίσει στους τοίχους της εκκλησίας. “Το όνειρο αυτό τον λύπησε βαθειά. Αλλά την επομένη νύχτα ονειρεύθηκε πολλούς ζωγράφους να επιδίδονται στην αναστήλωση των φυσιογνωμιών εκείνων που τώρα γίνονταν ακόμη περισσότερες και αποδίδονταν με ζωηρότερα χρώματα. Μόλις τελείωσαν την εργασία τους, οι ζωγράφοι, περιτρυγυρισμένοι από ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, φώναξαν: “Ας έρθουν τώρα ο πάπας και οι επίσκοποι. Δεν θα μπορέσουν ποτέ πιά να τις ξανασβύσουν!”” Διηγούμενος το όνειρό του ο Μεταρρυθμιστής παρατήρησε. “Το πιστεύω πραγματικά ότι η εικόνα του Χριστού δεν θα σβυσθεί ποτέ. Προσπάθησαν να την εξαλείψουν, αλλά θα απεικονισθεί πάλι απ’ αρχής μέσα σ’ όλες γενικά τις καρδιές και από ιεροκήρυκες πολύ ικανότερους από μένα.” (D’ Aubigne, Τόμ. 1, σελ. 6.)ΜΔ1 101.2

    Για τελευταία φορά ο Χούς οδηγήθηκε μπροστά στη Σύνοδο. Ήταν μιά τεράστια εκθαμβωτική σύναξη, όπου παρευρίσκονταν ο αυτοκράτορας, οι πρίγκηπες της αυτοκρατορίας, οι βασιλικοί απεσταλμένοι, καρδινάλιοι, επίσκοποι και ιερείς και ένα πελώριο πλήθος λαού που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν το γεγονός της ημέρας. Από όλα τα μέρη της Χριστιανωσύνης είχαν συναχθεί οι αυτόπτες μάρτυρες του πρώτου εκείνου μεγάλου ολοκαυτώματος στό βωμό του μακρυνού αγώνα που θα κατέληγε μια μέρα στην ελευθερία της συνείδησης.ΜΔ1 102.1

    Όταν τον κάλεσαν να δώσει την τελική του απάντηση, ο Χούς δήλωσε ότι εμμένει στις απόψεις του και, στηρίζοντας το διαπεραστικό του βλέμμα στό πρόσωπο του μονάρχη, που με τέτοια ελαφρή συνείδηση είχε παραβεί το λόγο της τιμής του, δήλωσε: “Απεφάσισα οικειοθελώς να παραστώ στην παρούσα Σύνοδο βασιζόμενος στη δημόσια προστασία και στην εμπιστοσύνη μου πρός τον αυτοκράτορα ο οποίος βρίσκεται παρών σ’ αυτή την αίθουσα.” (Bonnechose, Τόμ. 2, σελ. 84.) Το πρόσωπο του Σιγισμούνδου έγινε κατακόκκινο ενώ τα βλέμματα όλων μέσα στην αίθουσα στρέφονταν πρός αυτόν.ΜΔ1 102.2

    Αφού βγήκε η απόφαση, άρχισε η τελετή του εξευτελισμού. Οι επίσκοποι έντυσαν τον αιχμάλωτό τους με τα ιερατικά άμφια που φορώντας τα εκείνος παρατήρησε: “Και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό φόρεσαν λευκή χλαμύδα για εξευτελισμό, όταν ο Ηρώδης Τον έστειλε στον Πιλάτο.” (ίδιο μέρος, Τόμ. 2, σελ. 86.) Όταν του πρόσφεραν άλλη μιά ευκαιρία να ανακαλέσει τις πεποιθήσεις του, εκείνος στράφηκε στα πλήθη και είπε: “Αλλά τότε με τι πρόσωπο θα αντικρύσω τον ουρανό; Πως θα ατενίσω στα πλήθη των ανθρώπων στα οποία έχω κηρύξει το γνήσιο ευαγγέλιο; Όχι! Η αιώνια σωτηρία τους έχει για μένα πολύ μεγαλύτερη αξία από τούτο το τιποτένιο το κορμί που οδηγείται τώρα στο θάνατο.” Του αφήρεσαν τότε τα άμφια το ένα μετά το άλλο και κάθε επίσκοπος τραβώντας από ένα, πρόφερε και μιά κατάρα εκπληρώνοντας έτσι τον καθορισμένο ρόλο του κατά την τελετή. “Του έβαλαν μετά στο κεφάλι ένα κωνικό σκούφο, μιά χάρτινη μίτρα σε σχήμα πυραμίδας, όπου ήταν ζωγραφισμένες απαίσιες φυσιογνωμίες δαιμόνων και η λέξη “Αρχιαιρεσιάρχης” γραμμένη στην όψη της κατά τρόπο ευκρινέστατο. “Με μεγάλη μου χαρά, ώ Ιησού,” είπε ο Χούς, “φορώ το επαίσχυντο αυτό διάδημα για Σένα που φόρεσες στεφάνι ακάνθινο για μένα.”” Αφού τον έντυσαν έτσι, οι ιεράρχες τότε του είπαν: “Και τώρα παραδίνομε την ψυχή σου στο διάβολο.” “Και εγώ,” απάντησε ο Χούς, “στα χέρια Σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, παραδίνω το πνεύμα μου, επειδή Συ με λύτρωσες.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 7.)ΜΔ1 102.3

    Τότε τον παρέδωσαν στις πολιτικές αρχές που τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Σχηματίσθηκε μιά ατέλειωτη πομπή από εκατοντάδες ενόπλους, από ιερείς και επισκόπους ντυμένους με τα χρυσοποίκιλτα ράσα τους, και από κατοίκους της Κωστάντης. Δεμένο τώρα στον πάσαλο και με τη φωτιά έτοιμη για άναμμα, κάλεσαν το μάρτυρα μιά τελευταία φορά να σώσει τη ζωή του αποκηρύσσοντας τις πλάνες του. “Ποιες πλάνες να αποκηρύξω;” ρώτησε αυτός. “Δεν βλέπω να είμαι ένοχος για καμιά. Μάρτυράς μου είναι ο Θεός ότι με όσα έγραψα η κήρυξα ένα μόνα σκοπό είχα κατά νού, να σώσω ψυχές από την αμαρτία και την απώλεια. Επομένως με μεγάλη μου χαρά θα σφραγίσω με το αίμα μου τα όσα είπα και έγραψα.” ('ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 7.) Μόλις βρέθηκε ζωσμένος από τις φλόγες άρχισε να ψάλει: “Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με” και εξακολούθησε να ψάλει μέχρι που η φωνή του έσβυσε για πάντα.ΜΔ1 103.1

    Και αυτοί ακόμη οι εχθροί του έμειναν κατάπληκτοι από την ηρωική αντοχή του. ‘Ενας ένθερμος θιασώτης του παπισμού, περιγράφοντας το μαρτυρικό θάνατο του Χούς και του Ιερώνυμου που τον ακολούθησε σε λίγο, έγραψε: “Και οι δύο έδειξαν μεγάλη σταθερότητα πνεύματος μέχρι την τελευταία τους στιγμή· Ετοιμάσθηκαν για τη φωτιά σαν να πήγαιναν σε γαμήλια τελετή. Δεν έβγαλαν ούτε μιά κραυγή πόνου. Όταν υψώνονταν γύρω τους οι φλόγες, αυτοί άρχισαν να ψάλουν ύμνους και η μανία της φωτιάς δεν κατάφερε να σταματήσει τις υμνωδίες τους.” ('Ιδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 7.)ΜΔ1 104.1

    Όταν το σώμα του Χούς είχε ολότελα καταναλωθεί, μάζεψαν τις στάχτες του και το γύρω χώμα όπου είχαν κατακαθήσει και τις πέταξαν στο Ρήνο ποταμό που τις έσυρε στη θάλασσα. Μάταια πίστευαν οι διώκτες του ότι είχαν ξεριζώσει τις αλήθειες που κήρυξε. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φαντασθούν ότι οι στάχτες του, σκορπισμένες στη θάλασσα, θα γίνονταν σπόρος σπαρμένος σ’ όλες τις χώρες της γής και ότι σε εδάφη που ήταν ακόμη άγνωστα θα έφερνε και εκεί αφθονία καρπού σαν μαρτυρία της αλήθειας. Η ηχώ της φωνής που είχε ακουσθεί από τη συνοδική αίθουσα της Κωστάντης θα αντιλαλούσε σ’ όλες τις επερχόμενες γενεές. Ο Χούς δεν υπήρχε πιά. Αλλά οι αλήθειες για τις οποίες είχε προσφέρει τη ζωή του σπονδή, δεν επρόκειτο να χαθούν ποτέ. Το πιστό, καρτερικό του παράδειγμα θα ενέπνεε χιλιάδες ανθρώπων να μείνουν σταθεροί στην αλήθεια, αντιμετωπίζοντας βασανιστήρια και θάνατο. Η εκτέλεσή του ξεσκέπασε στα μάτια ολόκληρου του κόσμου την καταχθόνια αγριότητα της Ρώμης. Χωρίς να το συναισθάνονται, οι εχθροί της αλήθειας προήγαγαν μόνο το σκοπό που μάταια αγωνίζονταν να καταστείλουν.ΜΔ1 104.2

    Άλλη μιά μαρτυρική σκηνή έμελλε να στηθεί στην Κωστάντη. Άλλο ένα θύμα έπρεπε να μαρτυρήσει για την αλήθεια. Αποχαιρετώντας τον Χούς όταν έφευγε για τη Σύνοδο, ο Ιερώνυμος τον παρότρυνε με θάρρος και τον διαβεβαίωνε ότι σε περίπτωση κινδύνου, αυτός ο ίδιος θα έσπευδε να τον βοηθήσει. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Μεταρρυθμιστής είχε κλεισθεί στη φυλακή, ο πιστός εκείνος μαθητής ετοιμάσθηκε αμέσως να τηρήσει την υπόσχεσή του. Χωρίς κανένα έγγραφο ασφαλείας, με ένα μοναδικό σύντροφο, ξεκίνησε για την Κωστάντη. Φθάνοντας όμως στην πόλη, αντελήφθηκε ότι είχε μόνο εκθέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να κατορθώσει κάτι για την απελευθέρωση του Χούς. Σε λίγο έφευγε από την πόλη, αλλά στο δρόμο της επιστροφής τον συνέλαβαν και τον έφεραν πίσω, βαρειά αλυσοδεμένο και συνοδευόμενο από μιά στρατιωτική ομάδα. Στην πρώτη του εμφάνιση μπροστά στη Σύνοδο, κάθε προσπάθεια που κατέβαλε να απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, χάνονταν μέσα στις φωνές: “Στις φλόγες. Στείλτε τον στις φλόγες.” (Bonnechose, Τόμ. 1, σελ. 234.) Τον έριξαν στη φυλακή και τον αλυσόδεσαν σε μιά τέτοια στάση που του προξενούσε δυνατούς πόνους και τον συντηρούσαν με νερό και ψωμί. Σε λίγους μήνες, οι κακουχίες της φυλακής τον εξασθένισαν σε σημείο που κινδύνεψε να πεθάνει. Από φόβο τότε ότι θα τους ξέφευγε, οι εχθροί του μέτριασαν την αγριότητά τους. Τον κράτησαν όμως στη φυλακή ένα χρόνο ολόκληρο.ΜΔ1 104.3

    Ο θάνατος του Χούς δεν έφερε τα αποτελέσματα που περίμεναν οι παπιστές. Η παραβίαση του εγγυητικού πιστοποιητικού είχε προκαλέσει μια καταιγίδα διαμαρτυριών. Γι’ αυτό η Σύνοδος απεφάσισε αντί να στείλει τον Ιερώνυμο στή φωτιά, να τον αναγκάσει με κάθε τρόπο να αποκηρύξει τα φρονήματά του. Τον οδήγησαν μπροστά στή συνέλευση και του πρότειναν να εκλέξει: ή να αποκηρύξει ή να καεί ζωντανός. Αν αυτή η πρόταση του γίνονταν στα πρώτα στάδια της φυλάκισής του, ο θάνατος θα μπορούσε να θεωρηθεί ευχής έργο μπροστά στα ακαταλόγιστα μαρτύρια που περνούσε τότε. Τώρα όμως εξουθενημένος από την αρρώστεια, από τις κακουχίες της φυλακής και τη βασανιστική εναγώνια προσμονή, αποχωρισμένος από τους φίλους του και αποκαρδιωμένος από το θάνατο του Χούς, ο Ιερώνυμος έχασε το ψυχικό του σθένος και συγκατατέθηκε να δεχθεί την πρόταση του συνεδρίου. Έδωσε υπόσχεση να επιστρέψει στην Καθολική Εκκλησία και παραδέχθηκε σωστή τη συνοδική απόφαση που καταδίκαζε τα συγγράμματα του Ουΐκλιφ και του Χούς, με την εξαίρεση όμως “των ιερών αληθειών” που περιέχονταν σ’ αυτές. (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2, σελ. 141.)ΜΔ1 105.1

    Με το συμβιβασμό αυτόν ο Ιερώνυμος προσπάθησε να καθησυχάσει τη συνείδησή του και να αποφύγει το θάνατο. Η μοναξιά της φυλακής όμως τον συνέφερε και μόνο τότε κατάλαβε τι είχε κάνει. Αναλογίσθηκε το θάρρος και την πιστότητα του Χούς και τη σύγκρινε με τη δική του άρνηση της αλήθειας. Σκέφθηκε το Θείο Δάσκαλό του, στην υπηρεσία του οποίου είχε αφιερώσει τον εαυτό του και ο οποίος για χάρη του είχε υποστεί το σταυρικό θάνατο. Πρίν να υποκύψει, ο Ιερώνυμος, μέσα σε όλα του τα βάσανα, πάντα έβρισκε παρηγοριά στη βεβαιότητα της χάρης του Θεού. Τώρα όμως η ψυχή του παραδέρνονταν από τύψεις και αμφιβολίες. Τόξερε ότι και σε άλλες πολλές ακόμη παραχωρήσεις θα είχε να υποβληθεί προτού να ειρηνεύσει με τη Ρώμη. Έβλεπε ότι το μονοπάτι που είχε πάρει οδηγούσε αποκλειστικά στην ολοκληρωτική αποστασία. Και τότε πήρε την απόφαση: για μερικά ακόμη βάσανα δε θα κατέληγε να αρνηθεί τον Κύριό του.ΜΔ1 106.1

    Σε λίγο τον οδήγησαν πίσω πάλι στο συνέδριο. Οι δικαστές δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι από την υποχώρησή του. Η δίψα του αίματος, κεντρισμένη με το θάνατο του Χούς, ζητούσε καινούργια θύματα. Μόνο με τη χωρίς όρους υποταγή του θα μπορούσε ο Ιερώνυμος να σώσει τη ζωή του. Αλλ’ αυτός ήταν τώρα αποφασισμένος να ομολογήσει την πίστη του και να ακολουθήσει τον αδελφικό του φίλο και μάρτυρα μέχρι τις φλόγες.ΜΔ1 106.2

    Αποκήρυξε την προηγούμενη ανάκλησή του και όπως κάθε μελλοθάνατος, ζήτησε επίσημα να του δοθεί η ευκαιρία να απολογηθεί. Φοβούμενοι την απήχηση των λόγων του, οι ιεράρχες επέμεναν ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν να παραδεχθεί ή να αποποιηθεί τις εναντίον του κατηγορίες. Ο Ιερώνυμος διαμαρτυρήθηκε για μια τέτοια σκληρότητα και αδικία. “Τριακόσιες σαράντα μέρες με κρατάτε κλεισμένο,” είπε, “σε μιά απαίσια φυλακή μέσα στη βρώμα και τη δυσωδία, μέσ’ την αηδία και την παντελή ένδεια. Με φέρνετε μετά μπροστά σας και αφού ακούτε τους θανάσιμους εχθρούς μου, εμένα αρνείσθε να με ακούσετε ... Αν πραγματικά εσείς είσθε σοφοί άνθρωποι και τα φώτα του κόσμου, προσέξτε καλά μη εγκληματίσετε κατά της δικαιοσύνης. Όσο για μένα, δεν είμαι παρά ένας αδύναμος θνητός. Η ζωή μου μηδαμινή αξία έχει. Γι’ αυτό όταν σας ικετεύω να μη εκδώσετε μια άδικη απόφαση, μιλώ περισσότερο από ενδιαφέρον για σας, παρά για μένα.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2, σελ. 146-7.)ΜΔ1 106.3

    Τελικά η αίτησή του έγινε δεκτή. Μπροστά στους δικαστές, του ο Ιερώνυμος γονάτισε και προσευχήθηκε το Άγιο Πνεύμα να κατευθύνει τις σκέψεις και τα λόγια χου, ώστε να μη πεί τίποτε αντίθετο πρός την αλήθεια ή ανάξιο του Κυρίου του. Στην περίπτωσή του, εκπληρώθηκε την ημέρα εκείνη η υπόσχεση του Κυρίου στους πρώτους μαθητές: “Ενώπιον έτι ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε φερθεί ένεκεν Εμού ... όταν δε σας παραδίδωσι, μη μεριμνήσητε πώς, ή τι θέλετε λαλήσει· διότι θέλει σας δοθεί εν εκείνη τη ώρα τι πρέπει να λαλήσητε. Επειδή σεις δεν είσθε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός σας το οποίον λαλεί εν υμίν.” (Ματθ. 10:18-20.)ΜΔ1 107.1

    Τα λόγια του Ιερώνυμου προκάλεσαν βαθειά εντύπωση και θαυμασμό και σ’ αυτούς ακόμη τους εχθρούς του. Ένα χρόνο ολόκληρο μέσα στην απομόνωση της φυλακής, δεν μπορούσε ούτε να διαβάσει ούτε και να δεί καλά-καλά, ζώντας σ’ ένα μεγάλο φυσικό και πνευματικό άγχος. Και όμως τα επιχειρήματά του τα παρουσίασε με τέτοια σαφήνεια και δυναμικότητα, σα να είχε κάθε ευκαιρία για να προμελετήσει την αγόρευσή του. Επέστησε την προσοχή των ακροατών του σε ένα μακροσκελή κατάλογο αγίων ανθρώπων που είχαν άδικα καταδικασθεί. Σε κάθε σχεδόν γενεά, ανέκαθεν υπήρξαν εκείνοι που ενώ επεδίωκαν την ηθική ανάταση των συγχρόνων τους, κατακρίθηκαν και εκδιώχθηκαν, αν και μεταγενέστερα αποδείχθηκε ότι ήταν εντιμόχατοι. Και ο ίδιος ο Χριστός καταδικάσθηκε σαν κακοποιός από άδικους δικαστές.ΜΔ1 107.2

    Στην πρώτη του αποκήρυξη, ο Ιερώνυμος είχε συγκατατεθεί στη δικαιοσύνη που η σύνοδος είχε απονέμει με την καταδικαστική απόφαση του Χούς. Τώρα όμως εξέφρασε τη μεταμέλειά του και κατέθεσε υπερασπιζόμενος την αθωότητα και την άγια συμπεριφορά του μάρτυρα. “Τον γνώριζα από τότε που ήμουν παιδί ακόμη·” είπε. “Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, δίκαιος και άγιος. Παρά την αθωότητά του όμως καταδικάσθηκε ... Και εγώ είμαι τώρα έτοιμος να πεθάνω. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προστά στα βασανιστήρια που μου ετοιμάζουν οι εχθροί και οι ψευδομάρτυρές μου. Αυτοί θα δώσουν λόγο μιά μέρα για τις απάτες τους μπροστά στο μεγάλο Θεό τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να εξαπατήσει.” (Bonnechose, Τόμ. 2, σελ. 151.)ΜΔ1 107.3

    Μεμφόμενος τώρα τον εαυτό του γιατί είχε αρνηθεί την αλήθεια, ο Ιερώνυμος συνέχισε: “Απ’ όλες τις αμαρτίες που διέπραξα από τη νειότη μου, καμιά δε ζυγίζει βαρύτερα στη σκέψη μου και καμιά δεν πιέζει καταθλιπτικότερα τη συνείδησή μου απ’ αυτήν που διέπραξα μέσα σε τούτη τη μοιραία αίθουσα όταν συγκατένευσα στην κατάφωρη αδικία που διαπράχθηκε κατά του Ουΐκλιφ και κατά του Ιωάννη Χούς, του αγίου εκείνου μάρτυρα, φίλου και δασκάλου μου. Μάλιστα! Την εξομολογούμαι από τα βάθη της καρδιάς μου και δηλώνω με αποτροπιασμό ότι από επαίσχυντη λιγοψυχία, από φόβο για το θάνατο, καταδίκασα τις διδαχές τους. Γι’ αυτό και ικετεύω ... τον Παντοδύναμο Θεό να ευδοκήσει να συγχωρήσει τις αμαρτίες μου και ιδιαίτερα αυτήν εδώ τη βδελυρότερη απ’ όλες.” Δείχνοντας με το δάχτυλό τους δικαστές του, είπε με σταθερή φωνή: “Καταδικάσατε τον Ουΐκλιφ και τον Ιωάννη Χούς όχι επειδή διασάλευαν τα δόγματα της εκκλησίας, αλλά απλούστατα επειδή καυτηρίαζαν τα σκάνδαλα του κλήρου, την επιδεικτικότητά τους, την υπερηφάνειά τους και όλα τα ανοσιουργήματα των μητροπολιτών και των ιερέων. Όσα εκείνοι πιστοποίησαν—πράγματα εξάλλου αμετάκλητα—το ίδιο και εγώ πρεσβεύω και διακηρύττω όπως και αυτοί.”ΜΔ1 108.1

    Εδώ τα λόγια του διεκόπηκαν. Τρέμοντας από οργή οι εκκλησιάρχες φώναζαν: “Τι μεγαλύτερη απόδειξη χρειαζόμαστε; Εδώ έχομε μπροστά στα μάτια μας τον πιό αδιάλλακτο αιρετικό.”ΜΔ1 109.1

    Αδιαφορώντας για το σάλο, ο Ιερώνυμος αναβόησε: “Τι; νομίζετε ότι φοβούμαι να πεθάνω; Ένα ολόκληρο χρόνο με κρατήσατε σε μιά απαίσια φυλακή, φρικιαστικότερη και απ’ αυτόν το θάνατο. Μου φερθήκατε σκληρότερα από ότι θα φερόσασταν σ’ ένα Τούρκο, έναν Εβραίο ή ειδωλολάτρη. Σάπισε κυριολεκτικά η σάρκα μου πάνω στα κόκκαλά μου. Αλλά δεν παραπονούμαι, επειδή οι θρηνωδίες δεν ταιριάζουν σε ανθρώπους με ήθος και καρδιά. Δε μπορώ όμως να μη εκφράσω την κατάπληξή μου για μιά τέτοια μεγάλη βαρβαρότητα πρός ένα Χριστιανό.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2, σελ, 151-153.)ΜΔ1 109.2

    Νέα θύελλα οργής ξέσπασε και τότε, έσυραν βιαστικά τον Ιερώνυμο στη φυλακή. Υπήρχαν όμως μερικά άτομα στη Σύνοδο που τα λόγια του τους έκαναν βαθειά εντύπωση και είχαν την επιθυμία να τον σώσουν. Δέχθηκε την επίσκεψη σημαντικών προσώπων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που προσπάθησαν να τον πείσουν να δηλώσει υποταγή στη Σύνοδο. Του έκαναν τις πιό δελεαστικές προτάσεις, αν ήθελε μόνο να αποκηρύξει τον ανταγωνισμό του κατά της Ρώμης. Αλλά όπως ο Κύριός του όταν Του πρόσφεραν τη δόξα του κόσμου, έμεινε και αυτός ανένδοτος.ΜΔ1 109.3

    “Θα κάνω ένορκη αποκήρυξη,” είπε, “αν μου αποδείξετε από τις Άγιες Γραφές ότι πλανώμαι.” “Οι Άγιες Γραφές!” φώναξε αγανακτισμένος ένας από τους επισκέπτες εκείνους του πειρασμού. “Όλα πρέπει να τα κρίνομε με τις Άγιες Γραφές; Ποιός είναι σε θέση να τις καταλάβει αν δεν τις εξηγήσει πρώτα η εκκλησία;”ΜΔ1 109.4

    “'Ωστε λοιπόν οι ανθρώπινες παραδόσεις είναι πιό αξιόπιστες από το ευαγγέλιο του Σωτήρα μας;” αποκρίθηκε ο Ιερώνυμος. “Ο Παύλος δεν παρότρυνε με τις επιστολές του τους πιστούς να ακούν τις παραδόσεις των ανθρώπων, αλλά τους συμβούλευε να ερευνούν τις Γραφές.”ΜΔ1 110.1

    “Αιρετικέ!” ήταν η απάντηση. “Κρίμα στην ώρα που έχασα για να σε πείσω. Το βλέπω ότι εσένα σε διευθύνει ο διάβολος.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 10.)ΜΔ1 110.2

    Με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης οδήγησαν τον Ιερώνυμο στό ίδιο ακριβώς σημείο όπου ο Χούς είχε καταθέσει τη ζωή του. Ενώ βάδιζε έψαλλε, με το πρόσωπο φωτισμένο από χαρά και ειρήνη. Είχε στηλώσει το βλέμμα στο Χριστό. Ο θάνατος δεν του προξενούσε πια φόβο. Όταν ο δήμιος γλίστρησε από πίσω του για να βάλει φωτιά στα στιβιασμένα ξύλα, ο μάρτυρας του μίλησε: “Μη διστάζεις ναρθείς μπροστά μου. Άναψε τη φωτιά κατά πρόσωπο. Αν φοβόμουν, δε θα βρισκόμουν εδώ.”ΜΔ1 110.3

    Τα τελευταία λόγια του, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στο θρόισμα της φλόγας που τον έζωνε, ήταν λόγια προσευχής. “Κύριε, Παντοδύναμε Πατέρα,” είπε, “ευσπλαχνίσου με και συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Επειδή το ξέρεις ότι πάντοτε αγάπησα την αλήθεια Σου.” (Bonnechose, Τόμ. 2, σελ. 168.) Στο σημείο αυτό η φωνή του έσβυσε, αλλά τα χείλη του εξακολουθούσαν να κινούνται προσευχόμενα. Όταν η φωτιά τέλειωσε το έργο της, οι στάχτες της σωρού του μάρτυρα μαζεύθηκαν και πετάχθηκαν, όπως και του Χούς, στο Ρήνο ποταμό.ΜΔ1 110.4

    Αυτό ήταν το τέλος των πιστών φωτοφόρων του Θεού. Το φώς όμως των αληθειών του ευαγγελίου, το φώς του ηρωϊκού παραδείγματος τους, δεν ήταν δυνατό να σβύσει. Αν μπόρεσαν ποτέ οι άνθρωποι να κάνουν τον ήλιο να βγεί έξω απ’ την τροχιά του, άλλο τόσο μπόρεσαν να εμποδίσουν και την ανατολή της ημέρας εκείνης που από τότε ακόμη άρχιζε να χαράζει στον κόσμο.ΜΔ1 110.5

    Η εκτέλεση του Χούς άναψε στη Βοημία μιά πυρκαγιά από αγανάκτηση και φρίκη. Ολόκληρο το έθνος ήξερε ότι ο άνθρωπος είχε πέσει θύμα της κακεντρέχειας των κληρικών και της προδοσίας του αυτοκράτορα. Ο λαός τον αναγνώριζε για καθιερωμένο ερμηνευτή της αλήθειας και ενοχοποιούσε με το αδίκημα του εγκλήματος τη Σύνοδο που τον καταδίκασε. Οι διδασκαλίες του επέσυραν τώρα μεγαλύτερη προσοχή παρά ποτέ άλλοτε. Με την έκδοση των παπικών διαταγμάτων τα συγγράμματα του Ουΐκλιφ είχαν καταδικασθεί να παραδοθούν στις φλόγες. Όσα όμως είχαν γλυτώσει τότε την καταστροφή, έβγαιναν από τους κρυψώνες τους και μελετώνταν, συγκρινόμενα με τη Γραφή ή με τμηματικά Γραφικά κείμενα που βρίσκονταν στην κατοχή του λαού. Αυτό ωθούσε πολλούς να ασπασθούν τη μεταρρυθμιστική πίστη.ΜΔ1 110.6

    Αλλά στη θριαμβευτική αυτή πορεία του έργου του, οι εκτελεστές του Χούς δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Παπικές και αυτοκρατορικές δυνάμεις ενωμένες, βάλθηκαν να συντρίψουν την κίνηση, και τα στρατεύματα του Σιγισμούνδου εξαπολύθηκαν σ’ ολόκληρη τη Βοημία.ΜΔ1 111.1

    Αλλά τότε παρουσιάσθηκε ένας απελευθερωτής. Ο Ζήσκας, που λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου έχασε ολότελα το φώς του, και που παρ’ όλα αυτά θεωρείτο ένας από τους ικανότερους στρατηγούς της εποχής του, ανακηρύχθηκε αρχηγός των Βοημών. Έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια του Θεού και πιστεύοντας στο δίκαιο σκοπό του, ο λαός εκείνος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αντάξια τα ισχυρότερα στρατεύματα που ήταν δυνατό να παραταχθούν εναντίον του. Συγκεντρώνοντας διαρκώς νέες δυνάμεις, ο αυτοκράτορας επεχείρησε επανειλημμένες εισβολές στη Βοημία, αλλά με μοναδικό κάθε φορά αποτέλεσμα την εξευτελιστική οπισθοχώρηση. Οι Χουσσίτες, αψηφώντας το θάνατο, δε δείλιαζαν μπροστά σε τίποτε. Μερικά χρόνια αργότερα ο γενναίος Ζήσκας πέθανε. Τον διαδέχθηκε όμως ο Προκόπιος, εξίσου ανδρείος και δεξιότεχνος στρατηγός, που απέδειξε σε ορισμένες περιπτώσεις ικανότερο ακόμη διοικητικό.ΜΔ1 111.2

    Με την είδηση του θανάτου του τυφλού πολεμιστή, ο εχθρός έκρινε την ευκαιρία κατάλληλη για να επανακτήσει όλα τα χαμένα εδάφη. Ο πάπας ανακήρυξε τότε μιά σταυροφορία κατά των Χουσσιτών και τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις κάλυψαν ξανά τη Βοημία· αλλά υπέστησαν και πάλι μιά τρομερή ήττα. Δεύτερη σταυροφορία διοργανώθηκε. Όλες οι Καθολικές ευρωπαϊκές χώρες πήραν σ’ αυτή μέρος, συγκεντρώνοντας στρατό, χρήματα και πολεμοφόδια. Πλήθη πολεμιστών τάχθηκαν κάτω από το παπικό λάβαρο, με την πεποίθηση ότι αυτή τη φορά η πανωλεθρία των Χουσσιτών αιρετικών ήταν γεγονός αναντίρρητο. Κρίνοντας τη νίκη εξασφαλισμένη, σύσσωμη η δύναμη των εισβολέων προσέβαλε τη Βοημία. Ο λαός παρατάχθηκε για να τους αντικρούσει. Οι δύο αντίθετες παρατάξεις πλησίαζαν διαρκώς η μιά την άλλη, μέχρι που μόνο ο ποταμός τις χώριζε. Σε αριθμό οι σταυροφορικές δυνάμεις υπερείχαν κατά πολύ. “Αντί όμως να εφορμήσουν από την απέναντι όχθη του ποταμού και να εμπλακούν σε μάχη με τους Χουσσίτες τους οποίους είχαν έρθει από τόσο μακρυά για να αντιμετωπίσουν, έστεκαν κοιτάζοντας χωρίς να μιλούν τους πολεμιστές εκείνους.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 17.) Ξαφνικά ένας ανεξήγητος πανικός κατέλαβε το στράτευμα. Χωρίς την παραμικρή κίνηση εχθροπραξιών, η συμπαγής εκείνη μάζα διαλύθηκε και σκορπίσθηκε σα να την είχε πατάξει κάποια αόρατη δύναμη. Οι Χουσσίτες επεχείρησαν καταδιωκτική έφοδο εναντίον των υποχωρούντων, με αποτέλεσμα να εξοντώσουν χιλιάδες απ’ αυτούς και να συλλέξουν πλούσια λάφυρα που έπεσαν στα χέρια τους. Ώστε ο πόλεμος αντί να εξασθενίσει οικονομικά τους Βοημούς, μάλλον τους πλούτισε.ΜΔ1 111.3

    Λίγα χρόνια αργότερα, μιά καινούργια σταυροφορία διοργανώνονταν κάτω από την αιγίδα ενός καινούργιου πάπα. Όπως και προηγουμένως, οι Καθολικές χώρες της Ευρώπης συγκέντρωσαν πάλι έμψυχο και άψυχο υλικό. Δελεαστικές αμοιβές προσφέρονταν σε όσους δέχονταν να εμπλακούν στην επικίνδυνη αυτή πολεμική επιχείρηση. Τέλεια άφεση αμαρτιών για τα πιό στυγνά εγκλήματα χορηγείτο σε κάθε σταυροφόρο. Όποιος πέθαινε στο πεδίο της μάχης τον περίμεναν πλούσιες αμοιβές στον ουρανό, ενώ όποιος γύριζε ζωντανός θα νέμονταν στρατιωτικές τιμές και δόξες. Συγκεντρώθηκε πάλι μιά απέραντη στρατιά που, περνώντας τα σύνορα, εισέβαλε στη Βοημία. Οι Χουσσίτες οπισθοχωρώντας, ανάγκασαν τους εισβολείς να προχωρούν διαρκώς βαθύτερα στα ενδότερα της χώρας, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι είχαν τη νίκη εξασφαλισμένη με το μέρος τους. Κάποτε τα στρατεύματα του Προκοπίου σταμάτησαν να υποχωρούν. Στράφηκαν τότε και ετοιμάσθηκαν να δώσουν μάχη κατά μέτωπο. Μόνο τότε οι σταυροφόροι κατάλαβαν το λάθος τους. Παραμένοντας στον καταυλισμό τους περίμεναν την επίθεση. Με το θόρυβο της εχθρικής επέλασης, και πρίν ακόμη φανούν οι Χουσσίτες, σύγχυση και πάλι επεκράτησε στα στρατόπεδα των σταυροφόρων. Πρίγκηπες, στρατηγοί και απλοί στρατιώτες, πετώντας τα όπλα, τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Μάταια ο παπικός εκπρόσωπος και διοργανωτής της εκστρατείας προσπαθούσε να συμπτήξει τις πανικόβλητες, διασκορπισμένες δυνάμεις του. Παρ’ όλες τις υπεράνθρωπες σχεδόν προσπάθειες του, παρασύρθηκε και ο ίδιος μέσα στην ανθρωποθάλασσα των λιποτακτών. Η κατατρόπωση ήταν ολοσχερής και είχε σαν αποτέλεσμα μια νέα πλούσια λαφυραγώγηση στη διάθεση των νικητών.ΜΔ1 112.1

    Έτσι για δεύτερη φορά, πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις σταλμένες από τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη, μια ολόκληρη οργανωμένη μάζα από εκπαιδευμένους και κατάλληλα εφοδιασμένους για μάχη γενναίους πολεμιστές, τράπηκαν σε άτακτη φυγή χωρίς να καταφέρουν ούτε ένα κτύπημα στους υπερασπιστές μιάς μικρής και ασήμαντης δύναμης. Αυτό πρόδιδε την παρουσία μιάς υπερφυσικής δύναμης. Οι εισβολείς πανικοβλήθηκαν από ένα υπερφυσικό φόβο. Εκείνος που κατατρόπωσε τις ορδές του Φαραώ στην Ερυθρά θάλασσα, που έτρεψε σε φυγή τα στρατεύματα του Μαδιάμ μπροστά στο Γεδεών και στους τριακοσίους του, που σε μιά νύχτα μέσα εκμηδένισε τα στρατεύματα του αγέρωχου δεσπότη της Ασσυρίας, είχε και πάλι εκτείνει το βραχίονά Του για να αναχαιτίσει τη δύναμη του καταδυνάστη. “Εκεί εφοβήθησαν φόβον όπου δεν ήτο φόβος, διότι ο Θεός διεσκόρπισε τα οστά των στρατοπεδευόντων κατά σου. Κατήσχυνας αυτούς διότι ο Θεός κατεφρόνησεν αυτούς.” (Ψαλμ. 53:5.)ΜΔ1 113.1

    Χάνοντας κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσαν να νικήσουν με τη βία, οι παπικοί ηγήτορες κατέληξαν στη διπλωματία. Σοφίσθηκαν μιά συνθηκολόγηση που, ενώ φαινομενικά χορηγούσε στους Βοημούς την ελευθερία της συνείδησης, στην πραγματικότητα τους παρέδιδε στην εξουσία της Ρώμης. Οι Βοημοί είχαν προτείνει τέσσερις όρους προκειμένου να συνάψουν ειρηνικές σχέσεις με τη Ρώμη: το ελεύθερο κήρυγμα του λόγου του Θεού, τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας στην εκκλησιαστική λατρεία, το δικαίωμα συμμετοχής του εκκλησιάσματος και στα δύο είδη της Θείας Κοινωνίας—το κρασί και το ψωμί—και την απομάκρυνση των κληρικών απ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και την πολιτική εξουσία. Επίσης σε περίπτωση αδικημάτων, απαιτούσαν τη διαδικασία όλων των υποθέσεων—λαϊκών και κληρικών—από τα πολιτικά δικαστήρια. Οι παπικοί ιεράρχες απεφάνθηκαν τελικά ότι “τα τέσσερα άρθρα των Χουσσιτών γίνονταν αποδεκτά, πλήν όμως το δικαίωμα της ερμηνείας τους, δηλαδή της διευκρίνισης της ακριβής σημασίας τους, ανήκε στη Σύνοδο—με άλλους λόγους στον πάπα και στον αυτοκράτορα.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 18.) Σ’ αυτή τη βάση επάνω υπογράφηκε η συνθήκη με νικήτρια τη Ρώμη που με υποκριτικά μέσα κέρδιζε τελικά ότι απέτυχε να κερδίσει με τον πόλεμο. Επιφυλασσόμενη να δώσει τη δική της ερμηνεία στα Χουσσιτικά άρθρα, θα διέστρεφε τη σημασία τους με τρόπο που να εξυπηρετούν τους σκοπούς της.ΜΔ1 113.2

    Πολλοί Βοημοί, βλέποντας ότι με τη συμφωνία εκείνη πρόδιδαν την ελευθερία τους, δεν συγκατατίθονταν σ’ αυτήν. Επακολούθησαν εξεγέρσεις και διχασμοί που κατέληξαν στις συγκρούσεις μεταξύ τους και στην αιματοχυσία. Στους αγώνες αυτούς ο Προκόπιος έπεσε μαχόμενος και μαζί μ’ αυτόν οι ελευθερίες των Βοημών εξέλιπαν.ΜΔ1 114.1

    Στο θρόνο ανέβηκε τότε ο Σιγισμούνδος, ο προδότης του Χούς και του Ιερώνυμου. Παραβαίνοντας τον όρκο του ότι θα υποστήριζε τα δικαιώματα των Βοημών, εργάσθηκε για την εγκαθίδρυση του Ρωμαιοκαθολικισμού. Ελάχιστα όμως οφελήθηκε από τη δουλική προσκόλλησή του στη Ρώμη. Είκοσι χρόνια της ζωής του είχαν κυλήσει μέσα στους αγώνες και τους κινδύνους. Τα στρατεύματά του είχαν καταναλωθεί και τα θησαυροφυλάκιά του αποστραγγισθεί σε ένα μακρύ και ανώφελο αγώνα. Ένα μόλις χρόνο μετά την ανάρρησή του στό θρόνο πέθανε, αφήνοντας το κράτος στα πρόθυρα του εμφυλίου σπαραγμού και παραδίδοντας αιώνιο στην ιστορία κληροδότημα ένα κατασπιλωμένο όνομα.ΜΔ1 114.2

    Οι ταραχές, οι αγώνες και οι αιματοχυσίες παρατείνονταν. Ξενικά στρατεύματα εισέβαλαν πάλι στη Βοημία και το κράτος εξακολουθούσε να ταράσσεται από εσωτερικούς διχασμούς. Όσοι έμειναν πιστοί στο ευαγγέλιο έγιναν αντικείμενα αιματηρών διωγμών.ΜΔ1 114.3

    Βλέποντας τους πρότερους αδελφούς τους να υιοθετούν τις πλάνες της Ρώμης μετά τη συνθηκολόγησή τους με αυτή, οι αφοσιωμένοι εκείνοι οπαδοί της ανόθευτης πίστης οργανώθηκαν σε μιά εκκλησία με τον τίτλο των “Ενωμένων Αδελφών.” Αυτό τους εξέθεσε στή γενική κατακραυγή των συμπατριωτών τους. αλλά εκείνοι έμειναν απτόητοι. Καταφεύγοντας στα δάση και στις σπηλιές, συγκεντρώνονταν για να μελετήσουν το λόγο του Θεού και να Τον λατρεύσουν ενωμένοι.ΜΔ1 114.4

    Από μηνυτές που έστελναν κρυφά σε διάφορες χώρες μάθαιναν ότι υπήρχαν που και που “απομονωμένοι ομολογητές της αλήθειας, λίγοι εδώ και λίγοι εκεί που είχαν γίνει και εκείνοι σάν και αυτούς στόχος του διωγμού. Και ότι κρυμμένη στα βουνά των Άλπεων βρίσκονταν μιά πανάρχαια εκκλησία, θεμελιωμένη πάνω στην Αγία Γραφή και διαμαρτυρομένη κατά των ειδωλολατρικών νοθευμάτων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 19.) Δέχθηκαν τη χαροποιά είδηση με ενθουσιασμό και άρχισαν να αλληλογραφούν με τους Βαλδενσίους Χριστιανούς.ΜΔ1 115.1

    Μένοντας πιστοί στο ευαγγέλιο, οι Βοημοί υπέμειναν τα σκοτεινά χρόνια του κατατρεγμού με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, σάν αυτούς που περιμένουν να διακρίνουν το φώς της χαραυγής. “Η μοίρα τους έλαχε να ζήσουν σε χαλεπούς καιρούς, αλλ’ αυτοί ... δεν ξεχνούσαν τα λόγια που πρωτοείπε ο Χούς και τα επανέλαβε και ο Ιερώνυμος ότι θα περνούσε ένας αιώνας πρίν φανεί το φεγγοβόλημα της αυγής. Για τους Θαβωρίτες (ή Χουσσίτες) τα λόγια αυτά είχαν την ίδια σημασία που είχαν τα λόγια του Ιωσήφ για τις δώδεκα φυλές στον τόπο της σκλαβιάς: “Εγώ αποθνήσκω· ο δε Θεός θέλει βεβαίως σας επισκευθή και θέλει σας αναβιβάσει εκ της γής ταύτης.”” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 19.) “Το τέλος του δεκάτου πέμπτου αιώνα παρέστη μάρτυρας της σιγανής αλλά σταθερής προόδου των Εκκλησιών των Αδελφών. Αν και δεν έμεναν ανενόχλητοι, απολάβαιναν όμως μιά σχετική ησυχία. Στην αρχή του δεκάτου έκτου αιώνα οι εκκλησίες τους στη Βοημία και Μοραβία έφθαναν τις διακόσιες.” (Ezra Hall Gillett, “Life & Times of John Huss,” Τόμ. 2, σελ. 570.) “Ώστε δεν ήταν ευκαταφρόνητο το υπόλοιπο που, γλυτώνοντας τη φωτιά και το μαχαίρι, αξιώθηκε να δεί την ημέρα που είχε προφητεύσει ο Χούς.” (Wylie, Τόμ. 3, κεφ. 19.)ΜΔ1 115.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents