Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 7: Ενα επικαιρο σκευοσ εκλογησ

    Ξεχωριστή θέση ανάμεσα σ’ αυτούς που κλήθηκαν να οδηγήσουν την εκκλησία από τα σκοτάδια του παπισμού στό φώς μιάς αγνότερης πίστης, κατέχει ο Μαρτίνος Λούθηρος. Ζηλωτής, ένθερμος και αφοσιωμένος, μη ξέροντας άλλο φόβο εκτός από το φόβο του Θεού, και μη αναγνωρίζοντας θρησκευτικό θεμέλιο άλλο εκτός από την Αγία Γραφή, ο Λούθηρος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για την εποχή του. Μέσο του ανθρώπου αυτού ο Θεός επετέλεσε ένα μεγάλο έργο για τη μεταρρύθμιση της εκκλησίας και τη διαφώτιση του κόσμου.ΜΔ1 117.1

    Σαν τους πρώτους κήρυκες του ευαγγελίου, προέρχονταν και αυτός από ταπεινή καταγωγή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο φτωχόσπιτο ενός Γερμανού χωρικού. Παλεύοντας από μέρα σε μέρα με τη σκληρή δουλειά του ανθρακωρύχου, ο πατέρας κέρδιζε τα έξοδα για τη μόρφωση του παιδιού του που το προόριζε για δικηγόρο. Ο Θεός όμως τον προόριζε για οικοδόμο του μεγάλου εκείνου ναού που ορθώνονταν σιγά σιγά με το αργοκύλισμα του χρόνου. Κακουχίες, στερήσεις και αυστηρή πειθαρχία αποτελούσαν το εκπαιδευτήριο μέσα στο οποίο η Άπειρη Σοφία προετοίμαζε το Λούθηρο για τη σημαντική αποστολή της ζωής του.ΜΔ1 117.2

    Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος με ξύπνιο και αποφασιστικό πνεύμα και με δυναμικό χαρακτήρα. Σταθερός, ευθύς και τίμιος, απέδιδε μεγάλη σημασία στο καθήκον, άσχετα τί θα στοίχιζαν ενδεχόμενα οι συνέπειες. Η καταπληκτική ευθυκρισία του τον έκανε να βλέπει με καχύποπτο μάτι το μοναχικό βίο. Γι’ αυτό και απογοητεύθηκε πικρά όταν ο γιός του αποφάσισε να μπεί στο μοναστήρι χωρίς τη συγκατάθεσή του. Δε συμφιλιώθηκε μαζί του παρά μόνο δύο χρόνια αργότερα, αλλά και τότε ακόμη η γνώμη του παρέμεινε αμετάβλητη.ΜΔ1 117.3

    Οι γονείς του Λουθήρου αγρυπνούσαν πάνω στην αγωγή και διάπλαση των παιδιών τους, προσπαθώντας να τα διαπαιδαγωγήσουν σύμφωνα με τη γνώση του Θεού και να τα διδάξουν την πρακτική εξάσκηση των χριστιανικών αρετών. Συχνά στα αυτιά του γιου του έφθαναν τα λόγια του πατέρα που προσεύχονταν για το παιδί του να θυμάται πάντοτε το όνομα του Κυρίου και μιά μέρα να συνδράμει στην εξάπλωση της αλήθειας Του. Επωφελούμενοι από κάθε ευκαιρία που τους παρουσιάζονταν μέσα στη σκληρή τους βιοπάλη για οποιαδήποτε ηθικοπνευματική καλλιέργεια, οι γονείς εκείνοι την εκμεταλλεύονταν όσο καλύτερα μπορούσαν. Κατέβαλλαν άοκνες και επίμονες προσπάθειες με σκοπό να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για μιά ευλαβική και χρήσιμη ζωή. Η επιμονή και η δυναμικότητα του χαρακτήρα τους τους ωθούσε κάποτε σε υπερβολική αυστηρότητα. Αργότερα όμως ο ίδιος ο Μεταρρυθμιστής, παρ’ όλο ότι παραδέχονταν πως σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς του έφθαναν στα άκρα, έκρινε τη συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά τους περισσότερο αξιέπαινη παρά αξιόμεμπτη.ΜΔ1 117.4

    Στο σχολείο όπου φοίτησε από πολύ μικρή ηλικία, του φέρονταν απότομα, κάποτε μάλιστα και βάναυσα. Σε τέτοιο βαθμό έφθανε η φτώχεια των γονέων του, που για ένα διάστημα το παιδί, πηγαίνοντας από το σπίτι στο σχολείο, ήταν αναγκασμένο να ζητιανεύει την τροφή του τραγουδώντας από πόρτα σε πόρτα. Πολλές φορές τον θέριζε η πείνα. Οι ζοφερές, δεισιδαιμονικές θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής του τον γέμιζαν με τρόμο. Συχνά, πηγαίνοντας στο κρεβάτι με βαριά καρδιά, υπέφερε ατενίζοντας το μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ η σκέψη ενός αυστηρού Θεού, που Τον φαντάζονταν μάλλον σαν ένα αδυσώπητο κριτή και τύραννο σκληρό, παρά σαν ένα ουράνιο Πατέρα αγαθό, τον παρέλυε από φόβο.ΜΔ1 118.1

    Παρ’ όλες όμως τις μεγάλες και φοβερές απογοητεύσεις, προχωρούσε με αποφασιστικότητα για την απόκτηση των υψηλών ιδανικών της ηθικής και πνευματικής υπεροχής που τόσο λαχταρούσε η ψυχή του. Η δίψα του για γνώση καθώς και το πρακτικό, εύστροφο πνεύμα του τον έκαναν να στραφεί πρός τις συγκεκριμένες και χρήσιμες επιδιώξεις της ζωής παρά τις επιφανειακές και αφηρημένες έννοιές της.ΜΔ1 118.2

    Όταν σε ηλικία δέκα οκτώ ετών έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης, η οικονομική του κατάσταση είχε βελτιωθεί και η προοπτική του για το μέλλον ήταν αισιοδοξότερη από πρίν. Οι γονείς του, κατορθώνοντας με την εργατικότητα και τη λιτότητά τους να αποκτήσουν μιά σχετική οικονομική ευχέρεια, ήταν σε θέση να του παράσχουν απ’ εδώ κι εμπρός κάθε υλική βοήθεια. Από το άλλο μέρος, η ηθική συμπαράσταση συνετών φίλων του είχε κάπως ελαττώσει τις απαισιόδοξες τάσεις από τις οποίες κατατρύχονταν σάν απόρροια της πρώτης εκπαίδευσής του. Επιδόθηκε στη μελέτη των καλυτέρων συγγραφέων, αποταμιεύοντας με προσοχή τα πιό βαθυστόχαστα αποφθέγματά τους, και κάνοντας κτήμα του ατομικό τη σοφία των σοφών. Ακόμη και κάτω από τη σιδερένια πειθαρχία των προηγουμένων εκπαιδευτών του, το μέλλον του από τότε υπόσχονταν πολλά. Τώρα κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες, άρχισε να σημειώνει καταπληκτική πνευματική πρόοδο. Το γερό μνημονικό του, η γόνιμη φαντασία του, η ευθυκρισία του και η επιμελημένη του επίδοση, σύντομα τον έκαναν να διακριθεί ανάμεσα στους συμφοιτητές του. Η πειθαρχία του σχολείου συνετέλεσε στη διανοητική του ωριμότητα, δημιουργώντας τη διορατικότητα και δραστηριότητα εκείνη που θα τον ικάνωναν να αντιμετωπίσει τους μελλοντικούς αντιπερισπασμούς της ζωής.ΜΔ1 118.3

    Ο φόβος του Κυρίου στην καρδιά του νεαρού Λουθήρου, τον όπλιζε με μιά ακατάβλητη επιμονή για την εκπλήρωση του επιδιωκομένου σκοπού και τον εφόδιαζε μ’ ένα πνεύμα βαθειάς ταπεινοφροσύνης. Έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι η εξάρτησή του προέρχονταν από τη θεϊκή βοήθεια, θεωρούσε πρώτο του μέλημα κάθε πρωί την προσευχή, αν και σε κάθε στιγμή από την ψυχή του ανέβαινε ένα αίτημα για θεία καθοδήγηση και ενίσχυση. “Το να προσεύχεται κανείς όπως πρέπει,” συνήθιζε να λέγει, “αξίζει περισσότερο από τη μισή μελέτη.” (D’ Aubigne, Τόμ. 2, κεφ. 2.)ΜΔ1 119.1

    Περιεργαζόμενος μιά μέρα τα βιβλία της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, ο Λούθηρος ανακάλυψε μιά λατινική Αγία Γραφή. Ένα τέτοιο βιβλίο δεν είχε ιδεί ποτέ του. Αγνοούσε και την ύπαρξή του ακόμη. Άκουγε στην εκκλησία την ανάγνωση περικοπών από τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές και νόμιζε ότι αυτή ήταν όλη η Γραφή. Τώρα για πρώτη φορά αντίκρυζε ολόκληρο το λόγο του Θεού. Με αισθήματα ανάμικτα από θαυμασμό και δέος, άρχισε να ξεφυλλίζει τις θεόπνευστες σελίδες. Με συγκίνηση και καρδιοχτύπι διάβαζε με βουλημία τα ζωοποιά λόγια και κάθε τόσο διακόπτοντας ξεφώνιζε με θαυμασμό: “Αχ! και να μου έδινε ο Θεός ένα τέτοιο βιβλίο για δικό μου!” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2, κεφ. 2.) Ουρανόπεμπτοι άγγελοι παραστέκονταν στο πλευρό του και φωτεινές ακτίνες πηγάζοντας από το θεϊκό θρόνο του αποκάλυπταν τους θησαυρούς της αλήθειας. Πάντοτε είχε το φόβο μη τυχόν και προσβάλει το Θεό. Τώρα όμως, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, καταλήφθηκε από την έμμονη ιδέα της αμαρτωλότητάς του.ΜΔ1 119.2

    Η επιθυμία που τον κυρίεψε να ελευθερωθεί από την αμαρτία και να συμφιλιωθεί με το Θεό ήταν τόσο βαθειά, ώστε πήρε την απόφαση να μπεί στο μοναστήρι και να αφιερωθεί στη μοναχική ζωή. Εκεί ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί τις πιό βαρειές αγγαρείες και να ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι. Σε μιά ηλικία όπου ο σεβασμός και η ατομική υπόληψη έχουν τόσο μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο, τα εξευτελιστικά αυτά καθήκοντα πλήγωναν βαθειά την αξιοπρέπειά του. Υπέμενε όμως καρτερικά την ταπείνωση αυτή πιστεύοντας ότι ήταν απαραίτητη για τις αμαρτίες του.ΜΔ1 120.1

    Κάθε στιγμή που μπορούσε να εξοικονομήσει από τα καθημερινά του καθήκοντα, ξεκόβοντας από το λιγοστό του ύπνο ή από τα λιτά του γεύματα, την περνούσε μελετώντας. Η μελέτη του λόγου του Θεού τον ενθουσίαζε πάνω απ’ όλα. Είχε ανακαλύψει μιά Γραφή αλυσοδεμένη στον τοίχο του μοναστηριού και σ’ αυτή κατέφευγε συχνά. Όσο σφοδρότερα το συναίσθημα της αμαρτίας δυνάμωνε μέσα του, τόσο εντονότερα προσπαθούσε να αποκτήσει τη συγχώρηση και την ψυχική γαλήνη με τα καλά του έργα. Ζούσε μιά ταλαίπωρη ζωή, προσπαθώντας με τις νηστείες, τις αγρυπνίες και τις κακουχίες να απαλλαγεί από τα φυσικά του ελαττώματα και τις ροπές που ο μοναχικός βίος δεν είχε κατορθώσει να δαμάσει. Δεν υποχωρούσε μπροστά σε καμιά θυσία προκειμένου να αποκτήσει τον εξαγνισμό της ψυχής που θα τον ικάνωνε να σταθεί μπροστά στο Θεό αποσπώντας την επιδοκιμασία Του. “Ήμουν πραγματικά ευσυνείδητος καλόγερος,” διηγώταν αργότερα, “που εκτελούσα όλους τους κανόνες του μοναχικού μου τάγματος με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι μπορώ να περιγράψω. Αν ποτέ καλόγερος μπορούσε να κερδίσει τον ουρανό με την καλογερική του, ασφαλώς θα τον είχα κερδίσει ... Αν η τακτική αυτή συνέχιζε περισσότερο, ήμουν ικανός να ταλαιπωρηθώ μέχρι θανάτου.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 2, κεφ. 3.) Οι εξαγνιστικοί αυτοί κολασμοί επέδρασαν άσχημα στην υγεία του. Εξασθένισαν οι δυνάμεις του και υπέφερε από σπασμούς και λιποθυμίες από τις συνέπειες των οποίων δεν κατόρθωσε ποτέ να απαλλαγεί εντελώς. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες του η ψυχή του δεν έβρισκε ανακούφιση. Είχε φθάσει στο σημείο της απόγνωσης.ΜΔ1 120.2

    Όταν φάνηκε ότι όλα ήταν χαμένα για το Λούθηρο, ο Θεός του παρουσίασε ένα φίλο και βοηθό. Ο αφοσιωμένος στα θεία Στάουπιτς βοήθησε το Λούθηρο να καταλάβει το λόγο του Θεού και του συνέστησε να μη αποβλέπει στον εαυτό του, να πάψει να βασανίζεται με τη σκέψη της αιώνιας τιμωρίας για την παράβαση του νόμου του Θεού και να ατενίζει πρός τον Ιησού, τον πρόθυμο να συγχωρεί Σωτήρα του. “Αντί να βασανίζεσαι για τις αμαρτίες σου, ρίξου στην αγκαλιά του Λυτρωτή. Βασίσου σ’ Αυτόν, στη δίκαια ζωή Του, στον εξιλαστικό Του θάνατο ... Άκουσε τον Υιό του Θεού. Πήρε την ανθρώπινη φύση για να σου προσφέρει τη διαβεβαίωση της θεϊκής εύνοιας ... Αγάπησε Αυτόν που πρώτος σε αγάπησε.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2 κεφ. 4.) Έτσι μιλούσε ο αντιπροσωπευτικός εκείνος τύπος της ευσπλαχνίας. Τα λόγια του έκαναν βαθειά εντύπωση στη σκέψη του Λουθήρου. Ύστερα από μεγάλη πάλη ενάντια σε μακρόχρονα σφάλματα, κατάλαβε επιτέλους ποιά ήταν η αλήθεια και η ειρήνη αποκαταστάθηκε στην ταραγμένη του ψυχή.ΜΔ1 121.1

    Ο Λούθηρος χειροτονήθηκε στην ιερατεία και έλαβε εντολή να εγκαταλείψει το μοναστήρι για να καταλάβει την καθηγητική έδρα του Πανεπιστημίου της Βυττεμβέργης, όπου επεδόθηκε στη μελέτη των Γραφών στις πρωτότυπες γλώσσες. Άρχισε τις δημόσιες διαλέξεις του από την Αγία Γραφή και τα βιβλία των Ψαλμών, των Ευαγγελίων και των Επιστολών που γίνονταν κατανοητά από τα πλήθη των καταγοητευμένων ακροατών. Ο Στάουπιτς, ο φίλος και ανώτερός του, τον παρότρυνε να κηρύξει το λόγο του Θεού από τον άμβωνα της εκκλησίας. Ο Λούθηρος δίσταζε κρίνοντας τον εαυτό του ανάξιο να αποτανθεί στο λαό από τη θέση του Χριστού. Μόνο ύστερα από μεγάλη εσωτερική πάλη ενέδωσε στις παρακινήσεις των φίλων του. Βαθύς ήδη γνώστης των Γραφών, και προικισμένος με τη χάρη του Θεού, αιχμαλώτιζε τους ακροατές του με την ευγλωττία του. Η αλήθεια, όπως την παρουσίαζε με σαφήνεια και πειθώ, τους γίνονταν κατανοητή και με το ζήλο του άγγιζε τις καρδιές των ανθρώπων.ΜΔ1 121.2

    Την εποχή εκείνη ο Λούθηρος ήταν ακόμη αφοσιωμένο τέκνο της παπικής εκκλησίας και ποτέ δεν διανοήθηκε ότι θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τον ώθησε να πάει να επισκεφθεί τη Ρώμη. Έκανε το ταξίδι πεζός, διανυκτερεύοντας σε μοναστήρια που συναντούσε στο δρόμο του. Σ’ ένα μοναστήρι στην Ιταλία θαμπώθηκε από τον πλούτο, τα μεγαλεία και την πολυτέλεια που αντίκρυσε. Απολαμβάνοντας βασιλικά πρόσοδα, οι μοναχοί ζούσαν σε μεγαλόπρεπα διαμερίσματα, φορούσαν τα πιό πολυδάπανα και πλουσιοπάροχα άμφια και συμποσίαζαν γύρω από τα πιό ηγεμονικά τραπέζια. Ο Λούθηρος σύγκρινε θλιβερά τη σκηνή αυτή με τη δική του ζωή τη γεμάτη αυταπάρνηση και κακουχίες. Το μυαλό του άρχισε να σκοτίζεται.ΜΔ1 121.3

    Κάποτε αντίκρυσε από μακριά την πόλη των επτά λόφων. Βαθειά συγκινημένος, έπεσε μπρούμυτα στη γή φωνάζοντας: “Αγία Ρώμη, σε χαιρετώ!” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 2, κεφ. 6.) Μπήκε στην πόλη, επισκέφθηκε τις εκκλησίες, άκουσε τους εξαίσιους μύθους από τα στόματα ιερέων και μοναχών, και εκπλήρωσε κάθε απαιτούμενο θρησκευτικό καθήκον. Οπουδήποτε όμως έστρεφε τα βλέμματα, το θέαμα τον γέμιζε με έκπληξη και τρόμο, Διέκρινε την ανομία μέσα σ’ όλες τις ιεραρχικές τάξεις. Άκουγε τους απρεπείς χαριεντισμούς των επισκόπων και τρομοκρατήθηκε από την ανοσιότητά τους ακόμη και κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας. Είτε με μοναχούς συναναστρέφονταν είτε με λαϊκούς, παντού διαπίστωνε τον έκλυτο βίο και την κραιπάλη. Οπουδήποτε και αν στρέφονταν συναντούσε βεβήλωση και όχι αγιωσύνη. “Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί,” έγραφε, “τι είδους αμαρτίες και ανηθικότητες διαπράττονται στη Ρώμη. Μόνο όταν τις ιδεί κανείς και τις ακούσει, μόνο τότε μπορεί να τις πιστέψει. Γι’ αυτό έγινε το ρητό συνήθεια: Αν υπάρχει κόλαση, τότε η Ρώμη πρέπει να έχει κτισθεί πάνω σ’ αυτή. Είναι μιά άβυσσος απ’ όπου ξεπηδούν κάθε λογής ανοσιουργήματα.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 2, κεφ. 6.)ΜΔ1 122.1

    Ένα πρόσφατο παπικό διάταγμα χορηγούσε άφεση αμαρτιών σε οποιονδήποτε ανέβαινε γονατιστός τη “σκάλα του Πιλάτου” που πιστεύονταν ότι ήταν η ίδια όπου ο Χριστός είχε βαδίσει αποχωρώντας από το πραιτώριο και που κατά θαυματουργικό τρόπο είχε μεταφερθεί από τα Ιεροσόλυμα στη Ρώμη. Ανεβαίνοντας μια μέρα ο Λούθηρος με βαθειά κατάνυξη τα σκαλοπάτια αυτά, άκουσε ξαφνικά να του απευθύνεται μιά βροντερή φωνή: “Ο δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως.” (Ρωμ. 1:17.) Σηκώθηκε απότομα στα πόδια του και, ντροπιασμένος και αναστατωμένος, έσπευσε να απομακρυνθεί από το μέρος εκείνο. Το εδάφιο αυτό άσκησε ισόβια επίδραση στη ζωή του Λουθήρου. Από τη στιγμή εκείνη κατάλαβε καλύτερα παρά ποτέ άλλοτε το σφάλμα του να επιζητεί κανείς τη σωτηρία με τα έργα του και αναγνώρισε την ανάγκη της μόνιμης πίστης στην αποτελεσματική αξία του Χριστού. Τα μάτια του άνοιξαν και δεν επρόκειτο ποτέ πιά να ξανακλείσουν μπροστά στις παπικές πλάνες. Στρέφοντας το πρόσωπό του από τη Ρώμη, έστρεφε απ’ αυτή ταυτόχρονα και την καρδιά του. Από την ημέρα εκείνη το χάσμα διευρύνονταν ολοένα και περισσότερο μέχρι που διέκοψε κάθε επαφή με την παπική εκκλησία.ΜΔ1 122.2

    Επιστρέφοντας από τη Ρώμη, ο Λούθηρος έλαβε το διδακτορικό του πτυχείο από τη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Βυττεμβέργης. Τώρα ήταν ελεύθερος να αφοσιωθεί περισσότερο παρά ποτέ στη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Γραφών. Είχε κάνει επίσημο όρκο να μελετάει με όλη του την προσοχή και να κηρύττει πιστά σ’ όλη του τη ζωή αποκλειστικά από το λόγο του Θεού και όχι από τα λεγόμενα ή τα διδάγματα του πάπα. Σ’ αυτό το σημείο της ζωής του δεν ήταν πιά ένας απλός μοναχός ή καθηγητής, αλλά μιά αναγνωρισμένη αυθεντία των Βιβλικών αγγελμάτων. Είχε κληθεί να φροντίσει σαν ποιμένας να θρέψει το ποίμνιο του Κυρίου που πεινούσε και διψούσε για την αλήθεια. Διακήρυξε τότε με αποφασιστικότητα ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αποδέχονται άλλες διδασκαλίες εκτός από αυτές που στηρίζονται στην αυθεντία των Γραφών. Τα λόγια εκείνα έπεφταν σαν καταπέλτης πάνω στα θεμέλια της παπικής υπεροχής. Μέσα τους κλείνονταν η ζωτική αρχή της Μεταρρύθμισης.ΜΔ1 123.1

    Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο της εξύψωσης των ανθρωπίνων θεωριών πάνω από το λόγο του Θεού, ο Λούθηρος καυτηρίαζε αδίστακτα το εκπαιδευτικό σύστημα της συλλογιστικής απιστίας και αντιτάσσονταν τόσο πρός τη φιλοσοφία όσο και στη θεολογία που για τόσον καιρό ασκούσαν μιά εξελεγκτική επιρροή πάνω στο λαό. Κατέκρινε τις σπουδές αυτές όχι μόνο σαν ανώφελες, αλλά και σαν επιζήμιες και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να στρέψει τα πνεύματα των ακροατών του από τις σοφιστείες των φιλοσόφων και θεολόγων στις αιώνιες αλήθειες των προφητών και αποστόλων.ΜΔ1 123.2

    Πολύτιμο το μήνυμα άγγιζε τα πλήθη που κρέμονταν από τα χείλη χου. Ποτέ μέχρι τότε παρόμοια λόγια δεν είχαν φθάσει στα αυτιά τους. Η αγαθή αγγελία της αγάπης του Σωτήρα, καθώς και η διαβεβαίωση της συγνώμης και της ειρήνης που προσφέρονταν με το εξιλαστικό Του αίμα, χαροποιούσαν τις καρδιές και δημιουργούσαν μέσα τους μιά άσβεστη ελπίδα. Στη Βυττεμβέργη είχε ανάψει ένα φώς που οι ακτίνες του έμελλαν να αγκαλιάσουν τα απώτερα άκρα της γής και που η λάμψη του θα αύξανε διαρκώς μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.ΜΔ1 123.3

    Φώς και σκότος όμως δεν εναρμονίζονται ποτέ. Ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη υπάρχει ένας αδυσώπητος αγώνας. Η υπεράσπιση και η υποστήριξη του ενός επιφέρει την επίθεση και την ανατροπή του άλλου. Ο ίδιος ο Σωτήρας διακήρυξε: “Δεν ήλθον να βάλω ειρήνην αλλά μάχαιραν.” (Ματθ. 10:34.) Λίγα χρόνια μετά την έκκρηξη της Μεταρρύθμισης, ο Λούθηρος έλεγε: “Ο Θεός δεν με οδηγεί παρά με σπρώχνει πρός τα εμπρός. Με σηκώνει. Δεν είμαι κύριος του εαυτού μου. Ενώ επιθυμώ να ζήσω μιά ήσυχη ζωή, βρίσκομαι αναμιγμένος σε αντιπερισπασμούς και εξεγέρσεις.” (D’ Aubigne, Τόμ. 5, κεφ. 2.) Τώρα πρόκειτο να ριχθεί στο στίβο.ΜΔ1 124.1

    Η Ρωμαϊκή Εκκλησία κατάντησε να εμπορεύεται τη χάρη του Θεού. Τα τραπέζια των αργυραμοιβών (Ματθ. 21:12) είχαν τοποθετηθεί πλάϊ στους βωμούς της και στην ατμόσφαιρα αντηχούσαν οι φωνές των πωλητών και των αγοραστών. Κάνοντας έκκληση για τη συγκέντρωση χρημάτων με σκοπό την ανέγερση της βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, τα συγχωροχάρτια τέθηκαν τότε σε κυκλοφορία, και πωλούνταν κάτω από την αιγίδα του πάπα. Με το εγκληματικό αυτό τίμημα πρόκειτο να οικοδομηθεί ένας ναός για τη δόξα του Θεού—με θεμέλιο λίθο το μισθό της ανομίας! Αλλά τα μέσα ακριβώς που μετέρχονταν η Ρώμη για τη μεγαλοποίησή της κατέληξαν να προκαλέσουν το πιό θανάσιμο κτύπημα κατά της δύναμης και του μεγαλείου της. Αυτό το εμπόριο ήταν που διήγειρε τον αποφασιστικότερο και αποτελεσματικόχερο εχθρό του παπισμού και τον οδήγησε στον αγώνα που έμελλε να κλονίσει τον παπικό θρόνο από θεμέλια και να σείσει την τριπλή τιάρα στο κεφάλι του Ρωμαίου ποντίφηκα.ΜΔ1 124.2

    Επίσημα εξουσιοδοτημένος για την πώληση των συγχωροχαρτιών στη Γερμανία ήταν ο Ιωάννης Τέτσελ. Ενοχοποιημένος με τις χαμερπέστερες παραβάσεις των θεϊκών και ανθρωπίνων νόμων, κατόρθωσε να διαφύγει την τιμωρία των κριμάτων του και διορίσθηκε στην υπηρεσία της προαγωγής των συμφεροντολογικών και ασυνειδήτων προθέσεων της Αγίας Έδρας. Αραδιάζοντας με θρασύτητα τα πιό σκανδαλώδη ψεύδη και μυθεύματα παραπλανούσε τον ανίδεο, ευκολόπιστο και θρησκόληπτο λαό που, αν είχε το λόγο του Θεού στη διάθεσή του, θα ήταν αδύνατο να εξαπατηθεί μέχρι αυτό το σημείο. Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η Γραφή είχε υπεξαιρεθεί από το λαό, για να βρεθεί ο κόσμος κάτω από τον έλεγχο του παπισμού και να αυξηθεί η δύναμη και ο πλούτος της φιλόδοξης ηγεσίας του τελευταίου. (Βλέπε John C. L. Gieseler, “A Compendium of Ecclesiastical History,” μερ. 4, τμήμα 1, παρ. 5.)ΜΔ1 124.3

    Ένας αγγελιαφόρος προηγείτο την είσοδο του Τέτσελ σε κάθε πόλη φωνάζοντας: “Σας φέρνομε τη χάρη του Θεού και του αγίου πατέρα.” (D’ Aubigne, Τόμ. 3, κεφ. 1.) Ο λαός υποδέχονταν το βέβηλο σφετεριστή σαν τον ίδιο το Θεό που τους έρχονταν από τον ουρανό. Και το ανόσιο παζάρι της αισχροκέρδειας στήνονταν μέσα στην εκκλησία. Από το ύψος της καθέδρας εγκωμίαζε ο Τέτσελ τα συγχωροχάρτια σαν το πολυτιμότερο δώρο του ουρανού. Διατυμπάνιζε ότι η αξία των πιστοποιητικών αυτών της συγνώμης κάλυπτε όλες τις μελλοντικές του αγοραστή αμαρτίες, χωρίς ούτε κάν να χρειάζεται η μετάνοια. (Βλέπε ίδιο έργο, Τόμ. 3,κεφ. 1.) Και σα να μην έφθανε αυτό, διαβεβαίωνε ακόμη τους ακροατές του, ότι τα χαρτιά αυτά είχαν τη δύναμη να σώσουν όχι μόνο τους ζώντες αλλά και τους νεκρούς. Τη στιγμή ακριβώς που βροντούσε το κέρμα στον πάτο της κάσας, η ψυχή χάρη της οποίας προσφέρονταν αυτό ξέφευγε από το “καθαρτήριον πύρ” και πέταγε στον ουρανό. (Βλέπε Κ. R. Hagenbach, “History of the Reformation,” Τόμ. 1, σελ. 96.)ΜΔ1 125.1

    Όταν άλλοτε ο Σίμωνας ο μάγος πρόσφερε χρήματα στους αποστόλους για να αγοράσει τη δύναμη να κάνει θαύματα, ο Πέτρος του είχε πεί: “Το αργύριον σου ας είναι μετά σου εις απώλειαν, διότι ενόμισας ότι η δωρέα του Θεού αποκτάται δια χρημάτων.” (Πράξ. 8:20.) Του Τέτσελ όμως η προσφορά χαιρετίζονταν ευπρόσδεκτα από χιλιάδες ανθρώπους. Ασήμι και χρυσάφι συσσωρεύονταν στα θησαυροφυλάκια του. Σωτηρία εξαγορασμένη με χρήματα αποκτάται πιό εύκολα από τη σωτηρία που απαιτεί μετάνοια, πίστη και ακατάπαυστη προσπάθεια για την αντιμετώπιση και τη νίκη κατά της αμαρτίας.ΜΔ1 125.2

    Το σύστημα των συγχωροχαρτιών συνάντησε αντίδραση και μέσα σ’ αυτούς ακόμη τους κόλπους της Ρωμαϊκής Εκκλησίας από μέρους μορφωμένων και ευλαβών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι δεν μπορούσαν να παραδεχθούν τέτοιους ισχυρισμούς που αντιτίθονταν τόσο πρός τη λογική όσο και πρός τη γραφική αποκάλυψη. Μολαταύτα, κανένας ανώτερος κληρικός δεν τολμούσε να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας εναντίον μιάς τέτοιας επαίσχυντης εμπορικής κίνησης. Αλλ’ η ανησυχία και η σύγχυση άρχισαν να βασανίζουν τη σκέψη των ανθρώπων και πολλοί διερωτώνταν ειλικρινά αν ο Θεός δεν θα επέμβαινε κατά κάποιον τρόπο για την εκκαθάριση της εκκλησίας Του.ΜΔ1 126.1

    Ο Λούθηρος, αν και παπιστής ακόμη με όλη τη σημασία της λέξεως, ένοιωθε βαθύ αποτροπιασμό στην ακοή των αλαζονικών ισχυρισμών των εμπόρων αυτών της συγχώρησης. Πολλοί από το ίδιο του το εκκλησίασμα είχαν ήδη αγοράσει τα συγχωροχάρτια. Άρχισαν σε λίγο να έρχονται στον ποιμένα τους και να εξομολογούνται τις διάφορες αμαρτίες τους, περιμένοντας την άφεση που στηρίζονταν όχι στη μεταμέλεια και στην επιδίωξή της ηθικής ανάτασης, αλλά στη βάση των συγχωροχαρτιών. Μιά τέτοια άφεση ο Λούθηρος τους την αρνήθηκε, προειδοποιώντας τους συνάμα ότι, αν δεν μετανοούσαν και δεν άλλαζαν τρόπο ζωής, θα χάνονταν μέσα στις αμαρτίες τους. Μη ξέροντας τι να κάνουν, οι άνθρωποι επέστρεφαν τότε στον Τέτσελ παραπονούμενοι ότι ο εξομολόγος τους δεν παραδέχονταν τα πιστοποιητικά του. Μερικοί μάλιστα τολμούσαν να ζητήσουν να τους επιστραφούν και τα χρήματά τους. Ο παπικός μοναχός έγινε έξω φρενών. Άρχισε να εκστομίζει τις φοβερότερες κατάρες και διατάζοντας να ανάψουν φωτιές στις κεντρικές πλατείες, δήλωνε ότι “είχε πάρει διαταγή από τον πάπα να κάψει όλους τους αιρετικούς που θα τολμούσαν να αντικρούσουν τις αγιότατες αφέσεις του.” (D’ Aubigne, Τόμ. 3, κεφ. 4.)ΜΔ1 126.2

    Αποφασιστικά τώρα ο Λούθηρος αναλάβαινε το έργο του σαν υπέρμαχος της αλήθειας. Από την καθέδρα η φωνή του υψώνονταν σε μιά σοβαρή, συγκλονιστική προειδοποίηση. Εξέθετε στους ανθρώπους το βδελυρό χαρακτήρα της αμαρτίας και τους δίδασκε ότι δεν μπορεί ποτέ με τα έργα του ο άνθρωπος να ελαφρύνει το βάρος της ενοχής του ή να αποφύγει τη δίκαια τιμωρία της. Μόνο η μετάνοια έναντι του Θεού και η πίστη στον Χριστό μπορούν να σώσουν τον αμαρτωλό. Η χάρη του Χριστού δεν εξαγοράζεται. Προσφέρεται δωρεάν. Συμβούλευε τους ανθρώπους να μη αγοράζουν συγχωροχάρτια, αλλά να αποβλέπουν με πίστη στον σταυρωμένο Λυτρωτή. Ανάφερε τη δική του επώδυνη πείρα ότι μάταια προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη σωτηρία του με ταπεινωτικά μέσα και τυπικές μετάνοιες και διαβέβαιωνε τους ακροατές του ότι μόνο όταν έπαψε να στηρίζεται στον εαυτό του και πίστεψε στο Χριστό, απέκτησε τη χαρά και τη γαλήνη.ΜΔ1 126.3

    Ενώ ο Τέτσελ εξακολουθούσε το εμπόριό του προβάλλοντας τις ανόσιες προφάσεις του, ο Λούθηρος πήρε την απόφαση να προβεί σε μιά εντονότερη διαμαρτυρία κατά της κατάφωρης αυτής εκμετάλλευσης. Και σε λίγο του παρουσιάσθηκε η ευκαιρία. Η εκκλησία του φρουρίου της Βυττεμβέργης είχε στην κατοχή της πολλά λείψανα αγίων τα οποία σε ορισμένες γιορτάσιμες μέρες εξέθετε στα πλήθη. Τότε όσοι πήγαιναν να εκκλησιασθούν η να εξομολογηθούν εκεί δέχονταν πλήρη άφεση αμαρτιών. Όπως ήταν επόμενο, τέτοιες μέρες μεγάλα πλήθη συσσωρεύονταν στην εκκλησία του κάστρου. Μιά απ’ αυτές τις επίσημες μέρες, η γιορτή των Αγίων Πάντων, πλησίαζε. Την προτεραία ο Λούθηρος, παρουσία των προσκυνητών που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην εκκλησία, κάρφωσε στην πόρτα της ένα κατάλογο με ενενήντα πέντε προτάσεις οι οποίες απέδειχναν το αβάσιμο των συγχωροχαρτιών. Τις προτάσεις αυτές (ή θέσεις) ανελάμβανε να υπερασπισθεί την επομένη στο Πανεπιστήμιο, αντιμετωπίζοντας οποιονδήποτε θα ήταν διατεθειμένος να τις αντικρούσει.ΜΔ1 127.1

    Οι προτάσεις του αυτές κίνησαν το γενικό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι τις διάβαζαν και τις ξαναδιάβαζαν και μιλούσαν γι’ αυτές παντού όπου πήγαιναν. Αναστατώθηκε το Πανεπιστήμιο και ολόκληρη η πόλη. Με τις θέσεις εκείνες αποδεικνύονταν ότι το δικαίωμα της άφεσης αμαρτημάτων και της εξάλειψης της τιμωρίας δεν είχε ποτέ δοθεί ούτε στον πάπα ούτε σε κανέναν άλλον άνθρωπο. Το όλο σύστημα των συγχωροχαρτιών δεν ήταν παρά μιά μηχανορρραφία για την παράνομη απόσπαση χρημάτων με την εκμετάλλευση της δεισιδαιμονίας του λαού, μιά επινόηση του Σατανά γιά να καταστρέψει τις ψυχές όλων εκείνων που πίστευαν τους ψεύτικους ισχυρισμούς του. Με τις θέσεις αυτές αποδεικνύονταν επίσης ότι το ευαγγέλιο του Χριστού αποτελεί τον πολυτιμότερο θησαυρό της εκκλησίας και ότι η θεϊκή χάρη, όπως αποκαλύπτεται μέσα σ’ αυτό, χορηγείται δωρεάν σε όλους όσους την εκζητούν με μετάνοια και με πίστη.ΜΔ1 127.2

    Οι θέσεις του Λουθήρου προκάλεσαν ζωηρή συζήτηση. Κανείς όμως δεν τόλμησε να ανταποκριθεί στην πρόκληση να τις αντικρούσει. Οι προτάσεις του έκαναν το γύρο της Γερμανίας και σε μερικές εβδομάδες αντηχούσαν σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Πολλοί αφοσιωμένοι Ρωμαιοκαθολικοί οι οποίοι θλίβονταν για την τρομερή παρανομία που κυριαρχούσε στην εκκλησία αλλά δεν ήξεραν με τι τρόπο να την αναχαιτίσουν, με μεγάλη χαρά διάβαζαν τις προτάσεις, αναγνωρίζοντας τη φωνή του Θεού να μιλάει μέσα απ’ αυτές. Αισθάνονταν ότι η θεϊκή χάρη είχε επέμβει για να θέσει τέρμα στο ολοένα και περισσότερο φουσκωμένο κύμα της εκκλησιαστικής διαφθοράς που προέρχονταν από την καθέδρα της Ρώμης. Πρίγκηπες και δικαστές έτρεφαν την κρυφή χαρά όχι φρένα θα έμπαιναν κάποτε στην πορεία της αλαζονικής δύναμης που στερούσε από όλους το δικαίωμα να εφεσιβάλουν τις αποφάσεις της.ΜΔ1 128.1

    Αντίθετα, τα θρησκόληπτα και πρός την αμαρτία ρέποντα πλήθη τρομοκρατήθηκαν βλέποντας να σαρώνεται το σύστημα των σοφιστειών που είχε κατασιγάσει τους φόβους τους. Ανόσιοι ιεράρχες, εξοργισμένοι από την αναχαίτιση αυτή του εγκληματικού και κερδοσκοπικού τους έργου, συσπειρώθηκαν για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους. Ο Μεταρρυθμιστής είχε να αντιμετωπίσει δεινούς ανταγωνιστές. Μερικοί τον κατέκριναν ότι ενεργούσε σπασμωδικά, ορμώμενος από αυθορμητισμό. Άλλοι τον κατηγορούσαν για προπέτεια και δήλωναν ότι δεν καθοδηγείτο από τον Θεό αλλ’ ότι δρούσε με κίνητρα την υπερηφάνεια και την προπέτεια. “Ποιός αγνοεί,” απαντούσε εκείνος, “ότι σπάνια παρουσιάζει κανείς κάποια καινούργια ιδέα χωρίς να περνάει για περήφανος και χωρίς να κατηγορηθεί ότι προκαλεί διαπληκτισμούς; ... Για ποιό λόγο θανατώθηκε ο Χριστός καθώς και όλοι οι μάρτυρες; Επειδή τους πέρασαν για υπεροπτικούς επικριτές της σύγχρονης σοφίας και επειδή προήγαγαν νεωτεριστικές ιδέες χωρίς προηγουμένως να ζητήσουν ταπεινά τη συμβουλή των αντιπροσώπων της παλιάς γνώμης.”ΜΔ1 128.2

    Σε μιά άλλη περίπτωση δήλωσε: “Οτιδήποτε πάω να κάνω θα γίνει όχι με την ανθρώπινη σύνεση, αλλά με τη συμβουλή του Θεού. Αν το έργο αυτό είναι του Θεού, ποιός μπορεί να το εμποδίσει; και αν δεν είναι, ποιός μπορεί να το προχωρήσει; Όχι το δικό μου θέλημα, ούτε το δικό τους, ούτε το δικό μας· αλλά το δικό Σου θέλημα, Άγιε Επουράνιε Πατέρα.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 6.)ΜΔ1 128.3

    Αν και ο Λούθηρος ανέλαβε το έργο του παρακινούμενος από το Πνεύμα του Θεού, δεν του έμελλε όμως να το συνεχίσει απαλλαγμένος από σφοδρές επιθέσεις. Οι κατηγορίες από μέρους των εχθρών του, οι αβάσιμες επικρίσεις των προθέσεών του και οι άδικες, κακοήθεις επιθέσεις ενάντια στο χαρακτήρα και στα κίνητρά του, σαν ακατάσχετος κατακλυσμός ξέσπασαν επάνω του. Και δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Πίστευε ότι οι αρχηγοί του λαού, τόσο οι εκκλησιαστικοί όσο και οι εκπαιδευτικοί, πρόθυμα θα συνεργάζονταν μαζί του στις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες. Επίσημα πρόσωπα του είχαν απευθύνει λόγια που τον γέμισαν με ελπίδα και χαρά. Ήδη οραματίζονταν τη χαραυγή μιάς καλύτερης μέρας για την εκκλησία. Αλλ’ η ενθάρρυνση μεταστράφηκε σε επίκριση και σε αποδοκιμασία. Πολλές εξέχουσες εκκλησιαστικές και πολιτικές προσωπικότητες, αν και δεν αμφέβαλλαν ότι οι θέσεις του ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, σύντομα αναγνώρισαν ότι η αποδοχή των αληθειών αυτών θα επέφερε μεγάλες αλλαγές. Προκειμένου να διαφωτισθεί και να μεταρρυθμισθεί ο λαός, θα έπρεπε ουσιαστικά να υπονομευθεί η Ρωμαϊκή εξουσία, να διακοπούν τα χιλιόπλευρα κανάλια που τροφοδοτούσαν τα θησαυροφυλάκια της, και να περιορισθεί η πολυτέλεια και η σπατάλη της παπικής ηγεσίας. Επιπλέον το να διδαχθούν οι άνθρωποι να σκέπτονται και να δρούν σαν υπεύθυνα λογικά όντα ατενίζοντας αποκλειστικά και μόνο στο Χριστό για τη σωτηρία τους, θα κατέληγε στην ανατροπή του ποντιφικού θρόνου και αναπόφευκτα στην εκμηδένιση και του δικού τους κύρους. Για τους λόγους αυτούς απώθησαν τη γνώση τη σταλμένη από το Θεό και παρατάχθηκαν αντιμέτωποι του Χριστού και της αλήθειας Του προβάλλοντας αντίσταση στον άνθρωπο που Εκείνος είχε στείλει για να τους διαφωτίσει.ΜΔ1 129.1

    Τρόμος κατέλαβε το Λούθηρο όταν είδε τον εαυτό του να αντιτάσσεται—μόνος αυτός—πρός τις ισχυρότερες δυνάμεις της γής. Πότε-πότε τον βασάνιζε η αμφιβολία αν πραγματικά ο Θεός τον είχε οδηγήσει να αντιπαραταχθεί κατά του μεγαλείου εξουσίας. “Ποιός ήμουν εγώ,” έγραφε αργότερα, “για να παραταχθώ εναντίον του μεγαλείου του πάπα μπροστά στην παρουσία του οποίου ... τρέμουν οι βασιλείς της γής και του κόσμου όλου; ... Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ψυχική ωδίνη πέρασα τα πρώτα εκείνα δύο χρόνια και σε ποιά θλίψη μάλιστα και απόγνωση είχα βυθισθεί.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 6.) Δέν αφέθηκε όμως να αποκαρδιωθεί τελείως. Όταν η ανθρώπινη συμπαράσταση εξέλιπε, στράφηκε αποκλειστικά στο Θεό και έμαθε να στηρίζεται με ακλόνητη εμπιστοσύνη στον παντοδύναμο βραχίονά Του.ΜΔ1 129.2

    Σ’ ένα φίλο της Μεταρρύθμισης, ο Λούθηρος έγραφε: “Δεν μπορούμε να κατανοήσομε στην εντέλεια τις Γραφές ούτε με τη μελέτη ούτε με την ευφυΐα. Επομένως το πρώτο σου μέλημα είναι να αρχίσεις με προσευχή. Ζήτησε από το Θεό να σου κάνει με τη μεγάλη Του ευσπλαχνία εφικτή τη βαθειά συνειδητοποίηση του λόγου Του. Δεν υπάρχει άλλος ερμηνευτής του λόγου του Θεού από τον ίδιο το συγγραφέα αυτού του λόγου όπως και ο ίδιος το είπε: ‘Πάντες θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Θεού.’ Μη στηρίζεσαι διόλου στις προσπάθειές σου, ή στη νοημοσύνη σου. Έχε μόνο εμπιστοσύνη στο Θεό και στην επιρροή του Πνεύματός Του. Δέξου τη συμβουλή αυτή από ένα που μιλάει από πείρα.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 3, κεφ. 7.) Αυτό είναι ένα μάθημα υψίστης σημασίας για όσους πιστεύουν ότι έχουν κληθεί από το Θεό για να εκθέσουν στους άλλους σύγχρονες συγκλονιστικές αλήθειες. Τέτοιες αλήθειες εξάπτουν την εχθρότητα του Σατανά και των ανθρώπων που αρέσκονται στα μυθεύματα της επινόησής του. Στον αγώνα κατά των δυνάμεων του κακού χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη διανοητική ικανότητα και την ανθρώπινη σοφία.ΜΔ1 130.1

    Όταν οι εχθροί του αναφέρονταν στις συνήθειες και στις παραδόσεις, στους ισχυρισμούς και στην εξουσία του πάπα, ο Λούθηρος τους αντιμετώπιζε με τη Γραφή και μόνο με τη Γραφή. Αυτή περιείχε επιχειρήματα που δεν μπορούσαν να ανατρέψουν. Και αυτό ακριβώς προκάλεσε το σάλο από μέρους των σκλάβων του φορμαλισμού και της προκατάληψης που ζητούσαν το αίμα του Λουθήρου όπως άλλοτε οι Ιουδαίοι απαιτούσαν το αίμα του Χριστού. “Είναι αιρετικός,” κραύγαζαν οι ζηλωτές της Ρωμαϊκής εκκλησίας. “Αποτελεί εσχάτη προδοσία για την εκκλησία να επιτρέπει σ’ έναν αιρετικό τέτοιας ολκής να ζεί έστω και μιά ώρα παραπάνω. Να στηθεί αμέσως το ικρίωμα γι’ αυτόν!” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 3 κεφ. 9.) Αλλά ο Λούθηρος δεν έπεσε θύμα της οργής τους.ΜΔ1 130.2

    Ο Θεός τον προόριζε για ένα ιδιαίτερο έργο και άγγελοι είχαν σταλεί από τον ουρανό για να τον προστατεύσουν. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που είχαν δεχθεί το πολύτιμο φώς από το Λούθηρο έγιναν αντικείμενα της έχθρας του Σατανά και χάρη της αλήθειας αντιμετώπισαν με τόλμη τα βασανιστήρια και το θάνατο.ΜΔ1 130.3

    Σ’ ολόκληρη τη Γερμανία στοχαστικοί άνθρωποι έστρεψαν την προσοχή τους γύρω από τις Λουθηριανές διδαχές. Τόσο τα κηρύγματα όσο και τα συγγράμματα του Λουθήρου ενεργούσαν σαν ακτίνες φωτός για να αφυπνίσουν και να διαφωτίσουν χιλιάδες ανθρώπων. Μια ζώσα πίστη αντικαθιστούσε την άψυχη τυπολατρεία που κυριαρχούσε τόσον καιρό στην εκκλησία και καθημερινά η λαϊκή εμπιστοσύνη στις δεισιδαιμονίες του παπισμού έχανε έδαφος. Οι φραγμοί της προκατάληψης σωριάζονταν. Ο λόγος του Θεού, με βάση τον οποίο ο Λούθηρος αντιπαρέβαλλε κάθε δόγμα και κάθε ισχυρισμό, εισχωρούσε σα δίστομο μαχαίρι μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Παντού γίνονταν αισθητή μιά ζωηρή επιθυμία για πνευματική πρόοδο. Και από παντού παρουσιάζονταν τέτοια πείνα και δίψα για τη δικαιοσύνη, που ο κόσμος δεν είχε δεί για ολόκληρους αιώνες. Τα μάτια του κόσμου, τόσον καιρό στραμμένα στις ανθρώπινες ιεροτελεστίες και στους γήϊνους μεσάζοντες, στρέφονταν τώρα με πίστη και μετάνοια στο Χριστό και Αυτόν εσταυρωμένο.ΜΔ1 131.1

    Το γενικό αυτό ενδιαφέρον προξένησε σοβαρότερους ακόμη φόβους στις παπικές αρχές. Ο Λούθηρος κλητεύθηκε να παρουσιασθεί στη Ρώμη για να απολογηθεί, κατηγορούμενος ως αιρετικός. Η διαταγή αυτή τρομοκράτησε τους φίλους του. Ήξεραν πολύ καλά τον κίνδυνο που τον απειλούσε στη διεφθαρμένη εκείνη πόλη τη μεθυσμένη ήδη από το αίμα των μαρτύρων του Ιησού. Διαμαρτυρήθηκαν για το ταξίδι αυτό στη Ρώμη και πρότειναν η δίκη να γίνει στη Γερμανία.ΜΔ1 131.2

    Τελικά η πρότασή τους έγινε δεκτή και διορίσθηκε ο παπικός αντιπρόσωπος για την ακρόαση της υπόθεσης. Σύμφωνα με τις ποντιφικές συστάσεις προς τον αξιωματούχο αυτόν, ο Λούθηρος είχε ήδη κηρυχθεί αιρετικός. Επομένως ο καθολικός απεσταλμένος εντέλλονταν να τον “διώξει ποινικώς και να τον θέσει υπό περιορισμό άνευ ουδεμιάς αναβολής.” Αν εκείνος εξακολουθούσε να παραμένει αμετάπειστος και ο επιτετραμμένος αποτύχαινε να τον συλλάβει, τότε ήταν εξουσιοδοτημένος να “τον κηρύξει εκτός νόμου σε οποιοδήποτε μέρος επί του Γερμανικού εδάφους και να εκτοπίσει, να αφορίσει και να αναθεματίσει όλους όσους είχαν προσκολληθεί σ’ αυτόν.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 4, κεφ. 2.) Επιπλέον προκειμένου να ξεριζωθεί ολοκληρωτικά η επάρατη αίρεση, ο πάπας διέτασσε τον αναθεματισμό κάθε ατόμου οποιαδήποτε πολιτική ή εκκλησιαστική θέση κατείχε—με την εξαίρεση του αυτοκράτορα—αν αρνούνταν να συλλάβει το Λούθηρο και τους οπαδούς του και να τους παραδώσει για εκδίκηση στη ΡώμηΜΔ1 131.3

    Εδώ φαίνεται το πραγματικό πνεύμα του παπισμού. Ολόκληρο το έγγραφο δεν παρουσιάζει ούτε ίχνος χριστιανικού πνεύματος ή στοιχειώδους δικαιοσύνης. Ο Λούθηρος βρίσκονταν σε μακρινή απόσταση από τη Ρώμη. Δεν είχε την ευκαιρία να δώσει εξηγήσεις ούτε να απολογηθεί για τη στάση του. Μολαταύτα, πρίν ακόμη εξετασθεί η υπόθεσή του, είχε χωρίς διατυπώσεις κηρυχθεί αιρετικός και, σε μιά μέρα μέσα, είχε παραινεθεί, κατηγορηθεί, κριθεί και καταδικασθεί. Και όλα αυτά από τον αυτοτιτλοφορούμενο άγιο πατέρα, τον ανώτατο και αλάθητο εκκλησιαστικό και πολιτικό αρχηγό!ΜΔ1 132.1

    Την εποχή αυτή, τότε ακριβώς που ο Λούθηρος είχε ανάγκη από τη συμπαράσταση και τη νουθεσία ενός αφοσιωμένου φίλου, κατά θεϊκή πρόνοια ο Μελάχθων παρουσιάσθηκε στη Βυττεμβέργη. Νεαρός στην ηλικία, μετριόφρων και με λεπτούς τρόπους, ο Μελάχθων με την ευθυκρισία του, με την πλατειά του μόρφωση και τη γοητευτική του ρητορία, σε συνδυασμό με την αγνότητα και ευθύτητα του χαρακτήρα του, είχε αποκτήσει το θαυμασμό και την εκτίμηση όλου του κόσμου. Η αίγλη των ταλάντων του συμβάδιζε με την αβρότητα του χαρακτήρα του. Δεν άργησε να μεταβληθεί σε ένθερμο οπαδό του ευαγγελίου, και σε αφοσιωμένο και σημαντικότατο υποστηρικτή του Λουθήρου. Η ηπιότητα, η επιφυλακτικότητα και η ακριβολογία του έρχονταν σαν αντιστάθμισμα με την τόλμη και τη δυναμικότητα του Λουθήρου. Η συνεργασία τους πρόσθετε καινούργια δύναμη στη Μεταρρύθμιση και έγινε πηγή σημαντικής εμψύχωσης για το Λούθηρο.ΜΔ1 132.2

    Η πόλη της Αουξβούργης είχε ορισθεί ο τόπος για τη δίκη και ο Λούθηρος ξεκίνησε πεζός για το ταξίδι. Σοβαροί φόβοι εκφράζονταν για την ασφάλειά του. Απειλές διαδίδονταν ανεπιφύλακτα ότι θα τον συλλάβαιναν και θα τον δολοφονούσαν στο δρόμο και οι φίλοι του τον παρακαλούσαν να μη ριψοκινδυνέψει. Μάλιστα τον εκλιπαρούσαν να εγκαταλείψει προσωρινά τη Βυττεμβέργη και να ζητήσει άσυλο κοντά σ’ εκείνους που πρόθυμα θα του πρόσφεραν την προσχαρία χους. Αλλ’ εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη θέση στην οποία τον είχε βάλει ο Θεός. Θα υποστήριζε πειθήνια την αλήθεια παρά την καταιγίδα που ξεσπούσε επάνω του. “Είμαι σαν τον Ιερεμία,” έλεγε, “άνθρωπος συγκρούσεων και προστριβών. Αλλά όσο αυξάνουν οι απειλές τους, τόσο μεγαλώνει και η χαρά μου ... Ήδη καταρράκωσαν την τιμή και την υπόληψή μου. Δέν απομένει παρά ένα μονάχα: το δύσμοιρο κορμί μου. Την ψυχή μου όμως δεν μπορούν να μου την πάρουν. Όποιος θέλει να κηρύξει το λόγο του Θεού στον κόσμο, πρέπει να περιμένει το θάνατο οποιαδήποτε στιγμή.” Αυτό ήταν το λεκτικό του. (Βλέπε στο ίδιο μέρος, Τόμ. 4 κεφ. 4.)ΜΔ1 132.3

    Η είδηση της άφιξης του Λουθήρου στην Αουξβούργη προξένησε μεγάλη χαρά στον απεσταλμένο του πάπα. Ο ταραχοποιός αιρεσιάρχης, που είχε ελκύσει την προσοχή ολόκληρου του κόσμου, φέρονταν χώρα πιά στη διάθεση της Ρώμης και ο παπικός εκπρόσωπος δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να του ξεφύγει. Επειδή ο Μεχαρρυθμιστής δεν ήταν εφοδιασμένος με πιστοποιητικό ελεύθερης κυκλοφορίας, οι φίλοι του της Αουξβούργης τον παρότρυναν να μη εμφανισθεί στον παπικό επιτετραμμένο χωρίς αυτό και οι ίδιοι ανέλαβαν να του το προμηθεύσουν εισηγούμενοι στον αυτοκράτορα. Ο παπικός εκπρόσωπος λογάριαζε να εξαναγκάσει το Λούθηρο να ανακαλέσει τις πεποιθήσεις του· ή, αν δεν το κατόρθωνε αυτό, σκοπό είχε τότε να τον οδηγήσει στη Ρώμη όπου θα συμμερίζονταν την τύχη του Χούς και του Ιερώνυμου. Γι’ αυτό, με τη μεσολάβηση των πρακτόρων του, προσπάθησε να πείσει το Λούθηρο να παρουσιασθεί χωρίς το πιστοποιητικό, εμπιστευόμενος τη ζωή του στη δική του μεγαλοψυχία. Ο Μεχαρρυθμιστής απέρριψε την πρόταση αυτή και δεν παρουσιάσθηκε τελικά μπροστά στον πρέσβη της Ρώμης παρά μόνο όταν του προμήθευσαν το έγγραφο που τον έθετε υπό την προστασία του αυτοκράτορα.ΜΔ1 133.1

    Σαν καλοί διπλωμάτες, οι παπιστές προσπάθησαν να κερδίσουν το Λούθηρο με φαινομενική καλοκαγαθία. Στίς συνεντεύξεις που είχαν μαζί του, ο παπικός αντιπρόσωπος υποκρίθηκε μεγάλη φιλικότητα. Παράλληλα όμως αξίωσε την απόλυτη υποταγή του Λουθήρου στην εξουσία της εκκλησίας και την παραίτησή του από όλα γενικά τα ζητήματα χωρίς καμιά περαιτέρω εξέταση η συζήτηση. Δεν είχε καλά υπολογίσει το χαρακτήρα του ανθρώπου με τον οποίο είχε να κάνει. Απαντώντας του ο Λούθηρος, εξέφρασε το σεβασμό του για την εκκλησία, την αγάπη του για την αλήθεια και την προθυμία του να απολογηθεί για κάθε τυχόν αντίρρηση των όσων δίδαξε, υποβάλλοντας τις διδασκαλίες του στην κρίση ορισμένων γνωστών Πανεπιστημίων. Διαμαρτυρήθηκε όμως ταυτόχρονα για την απαίτηση του καρδιναλίου να ανακαλέσει τα όσα πρέσβευε χωρίς προηγουμένως να του αποδειχθεί η πλάνη του.ΜΔ1 133.2

    Η μόνη απάντηση του καρδιναλίου ήταν: “Αποκήρυξε, αποκήρυξε!” Ο Μεταρρυθμιστής υπέδειξε ότι η ιδεολογία του υποστηρίζονταν από τις Γραφές και δήλωσε με σταθερότητα ότι δεν μπορούσε να αποκηρύξει την αλήθεια. Μη μπορώντας να αποκριθεί στα επιχειρήματα του Λουθήρου, ο καρδινάλιος τον κατέκλυσε με ένα χείμαρρο από επιπλήξεις, σαρκασμούς και κολακείες, ανάμικτες με περικοπές από τις ιερές παραδόσεις και με ρητά των εκκλησιαστικών πατέρων χωρίς να δίνει ευκαιρία να μιλήσει ο Μεταρρυθμιστής. Βλέποντας ότι μια τέτοια συζήτηση δεν θα κατέληγε πουθενά, ο Λούθηρος τελικά κατόρθωσε να αποσπάσει, όχι χωρίς δυσκολία, την άδεια να υποβάλει γραπτή την απάντησή του.ΜΔ1 134.1

    “Μ’ αυτόν τον τρόπο,” έλεγε γράφοντας σ’ ένα φίλο του, “οι καταδυναστευόμενοι κερδίζουν δύο πράγματα: πρώτα, τα γραπτά μπορούν να υποβληθούν στην κρίση τρίτων προσώπων, και δεύτερο έχει έτσι κανείς μεγαλύτερη πιθανότητα να αφυπνίσει τους φόβους αν όχι τη συνείδηση, ενός υπεροπτικού και φλύαρου δεσπότη που θα μπορούσε διαφορετικά να τον ανατρέψει με την αγέρωχη ρητορική του.” (Martyn, “The Life & Times of Luther,” σελ. 271-272.)ΜΔ1 134.2

    Στην επόμενη συνέντευξη ο Λούθηρος παρουσίασε μιά σαφή, περιεκτική και δυναμική έκθεση των απόψεών του, στηριζόμενος καθολοκληρία πάνω σε διάφορες περικοπές της Αγίας Γραφής. Το έγγραφο αυτό, αφού το διάβασε μεγαλόφωνα, το παρέδωσε μετά στον καρδινάλιο ο οποίος περιφρονητικά τόβαλε στην άκρη παρατηρώντας ότι δεν ήταν παρά ένας σωρός από φλυαρολογήματα και ξεκάρφωτες περικοπές. Τότε πιά με έξαψη ο Λούθηρος αντιμετώπισε τον αγέρωχο ιεράρχη ακριβώς πάνω στο δικό του έδαφος, δηλαδή των παραδόσεων και των εκκλησιαστικών δογμάτων, ανατρέποντας από θεμέλια τους ισχυρισμούς του.ΜΔ1 134.3

    Όταν εκείνος αντιλήφθηκε ότι η λογική του Λουθήρου ήταν ακαταμάχητη, χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, ξέσπασε φωνάζοντας με οργή: “Ανακάλεσε! Διαφορετικά θα σε στείλω στη Ρώμη για να παρουσιασθείς μπροστά σε δικαστές αρμόδιους για την εκδίκαση της υπόθεσής σου. Θα αναθεματίσω και σένα και τους συνενόχους σου και όλους τους τωρινούς ή μελλοντικούς θιασώτες σου και θα τους πετάξω έξω από την εκκλησία.” Και κατέληξε με έξαψη και στόμφο: “Ή θα ανακαλέσεις, ή να μη ξαναπαρουσιασθείς εδώ.” (D’ Aubigne, ‘Εκδοση Λονδίνου, Τόμ. 4 Κεφ. 8.)ΜΔ1 135.1

    Στο σημείο αυτό, ο Μεταρρυθμιστής αποσύρθηκε μαζί με τους φίλους του, δείχνοντας με τη στάση του αυτή ότι καμιά υποχώρηση δεν έπρεπε να αναμένεται απ’ αυτόν. Αυτό δεν το περίμενε ο καρδινάλιος. Κολακεύονταν με την ιδέα ότι με τη βία θα γονάτιζε το Λούθηρο. Τώρα, αφημένος μόνος του με τους υποστηρικτές του, έστρεφε το βλέμμα από τον ένα στον άλλο καταλυπημένος για την απρόσμενη αποτυχία των σχεδίων του.ΜΔ1 135.2

    Στην περίπτωση αυτή οι προσπάθειες του Λουθήρου δεν έμειναν άκαρπες. Τα παρόντα μέλη του μεγάλου συνεδρίου είχαν όλη την ευκαιρία να συγκρίνουν τους δύο άνδρες και να κρίνουν καθένας για τον εαυτό του τι πνεύμα εκδήλωναν οι δυό τους και σε ποιό βαθμό ανταποκρίνονταν η ολκή και η φιλαλήθεια στην περίπτωση του καθενός. Τι χτυπητή διαφορά! Απλός, ταπεινός, σταθερός ο Μεταρρυθμιστής εμφανίσθηκε στηριζόμενος στη δύναμη του Θεού, έχοντας την αλήθεια με το μέρος του. Κενόδοξος, υπερόπτης, αγέρωχος και παράλογος, ο παπικός απεσταλμένος, παρουσιάσθηκε χωρίς την παραμικρή βιβλική υποστήριξη φωνάζοντας μόνο με στόμφο: “Ανακάλεσε ειδέ μή θα πας στη Ρώμη να τιμωρηθείς.”ΜΔ1 135.3

    Αψηφώντας το γεγονός ότι ο Λούθηρος ήταν εφοδιασμένος με πιστοποιητικό ασυλίας, οι εχθροί του σκευωρούσαν τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Αλλά οι φίλοι του, βλέποντας το ανώφελο της παραμονής του, τον παρότρυναν να επιστρέψει χωρίς χρονοτριβή στη Βυττεμβέργη. Θα παίρνονταν μεγάλες προφυλάξεις για να κρατηθούν μυστικές οι κινήσεις του. Έτσι χαράματα ακόμη, ανεβασμένος στο άλογο και συνοδευμένος από ένα μόνο οδηγό που του προμήθευσε ο ειρηνοδίκης, ο Λούθηρος εγκατέλειπε την Αουξβούργη. Μ’ ένα σωρό κακά προαισθήματα διέσχιζε κρυφά τους σκοτεινούς, νεκρωμένους δρόμους της πόλης. Άσπονδοι και άγρυπνοι εχθροί καραδοκούσαν να τον εξοντώσουν. Θα διέφευγε τάχα τις παγίδες που του είχαν στήσει; Δύσκολες στιγμές περνούσε μέσα στην αγωνία και στην ένθερμη προσευχή. Έφθασαν έτσι μπροστά σε μιά μικρή πύλη στα τείχη της πόλης. Η πύλη ανοίχθηκε μπροστά τους και με τον οδηγό τη διάβηκαν ανενόχλητα. Όταν βρέθηκαν ασφαλείς έξω από την πόλη, οι δυό φυγάδες επετάχυναν την πορεία τους και πρίν προλάβει ο καρδινάλιος να πληροφορηθεί τη φυγή του Λουθήρου αυτός βρίσκονταν ήδη μακρυά από τους διώκτες του. Ο Σατανάς και τα όργανά του είχαν ηττηθεί. Ο άνθρωπος που θεωρούσαν σίγουρα στη διάθεσή τους, τους ξέφυγε, σαν το πουλί που ξεφεύγει την παγίδα του κυνηγού.ΜΔ1 135.4

    Κατάπληξη και εξοργισμός κατέλαβαν τον καρδινάλιο μόλις έμαθε τα νέα της απόδρασης του Λουθήρου. Περίμενε να του απονεμηθούν μεγάλες τιμές για την εξυπνάδα και την ακαμψία που έδειξε στην περίπτωση του εκκλησιαστικού αυτού ταραχοποιού. Αλλά οι ελπίδες του διαψεύθηκαν. Άφησε να ξεσπάσει η οργή του μέσα σε μιά επιστολή που έγραψε στο Φρειδερίκο, τον εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου με πικρόχολα λόγια κατηγορούσε το Μεταρρυθμιστή και απαιτούσε από το Φρειδερίκο να τον στείλει στη Ρώμη ή να τον εκτοπίσει από τα Σαξωνικά εδάφη.ΜΔ1 136.1

    Αμυνόμενος ο Λούθηρος απαίτησε όπως ο καρδινάλιος ή ο πάπας του αποδείξουν την πλάνη του μέσα από την Αγία Γραφή και έδινε επίσημα το λόγο του ότι θα αναιρούσε τις διδαχές του μόλις του αποδείχνονταν ότι αυτές έρχονταν σε αντίφαση με το λόγο του Θεού. Επί πλέον εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του στό Θεό ότι τον έκρινε άξιο να υποφέρει για ένα τέτοιο ιερό σκοπό.ΜΔ1 136.2

    Την εποχή εκείνη, ο εκλέκτορας ελάχιστη είχε ακόμη γνώση για τα μεταρρυθμιστικά δόγματα. Αλλά η ειλικρίνεια, η δυναμικότητα και η σαφήνεια των λόγων του Λουθήρου του έκαναν βαθειά εντύπωση. Και μέχρι να αποδειχθεί ότι ο Μεταρρυθμιστής βρίσκονταν στην πλάνη, ο Φρειδερίκος αποφάσισε να τον θέσει κάτω από την προστασία του. Απαντώντας στο αίτημα του καρδινάλιου, έγραφε: ““Θα έπρεπε να μένετε ικανοποιημένος αφού ο Δόκτορας Μαρτίνος παρουσιάσθηκε μπροστά σας στην Αουξβούργη. Δεν περιμέναμε ότι θα προσπαθούσατε να τον εξαναγκάσετε να ανακαλέσει τις διδαχές του χωρίς να τον πείσετε προηγουμένως για την πλάνη του. Κανείς από τους διανοουμένους των πριγκηπάτων μου με έχει πληροφορήσει ότι τα δόγματα του Μαρτίνου είναι ασεβή, αντιχριστιανικά, ή αιρετικά.” Επιπλέον, ο πρίγκηπας αρνήθηκε να στείλει το Λούθηρο στη Ρώμη ή να τον εκτοπίσει από τα εδάφη του.” (D’ Aubigne, Τόμ. 4, κεφ. 10.)ΜΔ1 136.3

    Ο εκλέκτορας έβλεπε ότι η γενική έκλυση των κοινωνικών ηθών απαιτούσε ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο. Αντιλαμβάνονταν ότι όλα τα πολυδάπανα και πολύπλοκα συστήματα για την αναχαίτιση και την τιμωρία της εγκληματικότητας δεν θα χρειάζονταν αν οι άνθρωποι αναγνώριζαν και εκτελούσαν τα καθήκοντά τους πρός το Θεό και πρός τις υποδείξεις μιάς διαφωτισμένης συνείδησης. Πίστευε ότι το έργο του Λουθήρου απέβλεπε στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού και κατά βάθος έχαιρε που μια καλύτερη επιρροή άρχισε να εκδηλώνεται μέσα στην εκκλησία.ΜΔ1 137.1

    Έβλεπε ακόμη ότι στην καθηγητική του έδρα του Πανεπιστημίου ο Λούθηρος σημείωνε εξαιρετική επιτυχία. Μόνο ένας χρόνος είχε περάσει αφ’ ότου ο Μεταρρυθμιστής είχε αναρτήσει τις θέσεις του στην εκκλησία του φρουρίου και ο αριθμός των προσκυνητών που επισκέπτονταν την εκκλησία την ημέρα των Αγίων Πάντων ελαττώθηκε αισθητά. Η Ρώμη έχανε όχι μόνο σε προσκυνητές, μα και σε προσφορές. Τη θέση τους όμως πήρε μια καινούργια κατηγορία πιστών που συνέρρεαν στη Βυττεμβέργη όχι σαν προσκυνητές των ιερών λειψάνων της, αλλά σαν φοιτητές των μορφωτικών χώρων της. Τα γραπτά του Λουθήρου είχαν κινήσει παντού ένα καινούργιο ενδιαφέρον για τις Άγιες Γραφές και οι φοιτητές συνωστίζονταν στο Πανεπιστήμιο, προερχόμενοι όχι μόνο απ’ όλα τα μέρη της Γερμανίας, αλλά και από ξένες επίσης χώρες. Μόλις αντίκρυζαν για πρώτη φορά τη Βυττεμβέργη, πολλοί από τους νεαρούς αυτούς “ύψωναν τα χέρια πρός τον ουρανό δοξάζοντας το Θεό ότι, όπως άλλοτε από τη Σιών, έτσι και τώρα από την πόλη αυτή έκανε το φώς της αλήθειας να λάμψει και να σκορπισθεί ως τις πιό απομακρυσμένες χώρες.” (Βλέπε στο ίδιο μέρος, Τόμ. 4, κεφ. 10.)ΜΔ1 137.2

    Την εποχή αυτή ο Λούθηρος είχε μόνο κατά μέρος ανακύψει από τις πλάνες της παπικής θρησκείας. Αλλά η σύγκριση των θεϊκών χρησμών με τα παπικά θεσπίσματα και διατάγματα τον κατέπλησσε. “Διαβάζω τα ποντιφικά διατάγματα,” έγραφε στο Σπαλατίνο, “και δεν μπορώ να καταλάβω αν ο πάπας είναι ο ίδιος ο αντίχριστος η ο απόστολός του· σε τέτοιο σημείο παραποιείται και σταυρώνεται μέσα σ’ αυτά ο Χριστός.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 5, κεφ. 1.) Και όμως την εποχή αυτή ο Λούθηρος ήταν ακόμη οπαδός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ούτε του είχε περάσει η ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ να χωρισθεί απ’ αυτήν.ΜΔ1 137.3

    Η διδαχή και τα συγγράματα του Μεταρυθμιστή επεκτείνονταν σ’ όλα τα χριστιανικά κράτη. Το μεταρρυθμιστικό έργο έφθασε στην Ελβετία και στην Ολλανδία. Αντίγραφα των συγγραμμάτων του εισέδυσαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Στην Αγγλία οι διδαχές του γίνονταν αποδεκτές σαν λόγοι ζωής. Η αλήθεια προχώρησε επίσης στο Βέλγιο και στην Ιταλία. Χιλιάδες ανθρώπων αφυπνίζονταν από το θανατηφόρο λήθαργο τους και γεύονταν τη χαρά και την ελπίδα της αναγεννημένης ζωής.ΜΔ1 138.1

    Οι επιθέσεις του Λουθήρου εξόργιζαν τη Ρώμη όσο πήγαινε και περισσότερο. Μερικοί από τους πιο φανατικούς ανταγωνιστές του, ακόμη και καθηγητές των Καθολικών Πανεπιστημίων, δήλωναν ότι αυτός που θα δολοφονούσε τον αντάρτη καλόγερο θα έμενε αναμάρτητος από το κρίμα. Μια μέρα ένας ξένος, με το όπλο κρυμμένο κάτω από το μανδύα του, πλησίασε το Μεταρρυθμιστή και τον ρώτησε γιατί πήγαινε ολομόναχος. “Είμαι στα χέρια του Θεού,” απάντησε εκείνος. “Αυτός είναι η δύναμη και η ασπίδα μου. Τι μπορούν να μου κάνουν οι άνθρωποι;” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 6, κεφ. 2.) Στο άκουσμα των λόγων αυτών, ο ξένος χλώμιασε και έσπευσε να απομακρυνθεί σαν να είχε έρθει αντιμέτωπος με τους αγγέλους του ουρανού.ΜΔ1 138.2

    Η Ρώμη ήταν αποφασισμένη να εξοντώσει το Λούθηρο. Ο Θεός όμως τον υπερασπίζονταν. Τα διδάγματά του ακούγονταν παντού—“στις καλύβες και τα μοναστήρια ... στους πύργους των αριστοκρατών, στα πανεπιστήμια και στα βασιλικά παλάτια.” Άνθρωποι ευγενείς παρουσιάζονταν σε κάθε μέρος πρόθυμοι να του παράσχουν την υποστήριξή τους. (Βλέπε στο ίδιο μέρος, Τόμ. 6. κεφ. 2.)ΜΔ1 138.3

    Την ίδια περίπου εποχή, μελετώντας τα έργα του Χούς, ο Λούθηρος ανεκάλυπτε ότι τη μεγάλη αλήθεια της “δια πίστεως δικαιοσύνης” που ο ίδιος υποστήριζε και δίδασκε, την είχε επίσης υπερασπισθεί και ο Μεταρρυθμιστής της Βοημίας. “Όλοι μας, ο Παύλος, ο Αυγουστίνος και εγώ υπήρξαμε Χουσσίτες δίχως να το ξέρομε,” έλεγε ο Λούθηρος, και πρόσθετε: “Ο Θεός ασφαλώς θα ζητήσει λόγο από τον κόσμο γιατί την αλήθεια που του παρουσίασε εδώ και έναν αιώνα, εκείνος την έκαψε.” (Wylie, Τόμ. 6, κεφ. 1.)ΜΔ1 138.4

    Σε μιά έκκλησή του πρός τον αυτοκράτορα και τους ευγενείς της Γερμανίας σχετικά με την αναμόρφωση της Χριστιανωσύνης, ο Λούθηρος έγραφε για τον πάπα: “Είναι τρομερό να βλέπει κανείς τον αυτοτιτλοφορούμενο αντιπρόσωπο του Χριστού να επιδεικνύει τέτοια μεγαλοπρέπεια που κανένας αυτοκράτορας δεν μπορεί να μιμηθεί. Μοιάζει αυτός με τον πάμπτωχο Ιησού ή με τον ταπεινό τον Πέτρο; Μας λένε ότι είναι ο κυρίαρχος του κόσμου! Ο Χριστός όμως, που αντιπρόσωπός του ο πάπας καυχάται ότι είναι, δήλωσε: “Η βασιλεία η Εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.” Είναι δυνατόν ποτέ η επικράτεια του αντιπροσώπου να υπερβαίνει την επικράτεια του Κυρίου του;” (D’ Aubigne, Τόμ. 6, κεφ. 3.)ΜΔ1 139.1

    Σχετικά με τα Πανεπιστήμια έγραφε: “Φοβούμαι πολύ ότι τα Πανεπιστήμια θα καταντήσουν πύλες του άδη αν δεν επιδοθούν στα σοβαρά με την ερμηνεία των Αγίων Γραφών και την εγχάραξή τους πάνω στις νεανικές καρδιές. Δεν θα συμβούλευα κανένα να στείλει το παιδί του εκεί όπου δεν κυριαρχούν οι Ιερές Γραφές. Κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου οι άνθρωποι δεν ασχολούνται ακατάπαυστα με το λόγο του Θεού καταλήγει στη διαφθορά.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 6, κεφ. 3.)ΜΔ1 139.2

    Σύντομα η έκκληση αυτή μεταδόθηκε από τη μιά άκρη της Γερμανίας στην άλλη, βρίσκοντας μεγάλη απήχηση στις καρδιές των ανθρώπων. Ολόκληρο το έθνος συγκινήθηκε και άπειρα πλήθη ξεσηκώνονταν για να παραταχθούν γύρω από τη σημαία της Μεταρρύθμισης. Φλεγόμενοι από το διακαή πόθο της εκδίκησης, οι αντίπαλοι του Λουθήρου παρακινούσαν τον πάπα να λάβει αποφασιστικά μέτρα εναντίον του. ‘Ενα νομοθετικό διάταγμα καταδίκαζε πάραυτα όλες του τις διδασκαλίες. Και αν σε διάστημα εξήντα ημερών ο Μεταρρυθμιστής και οι οπαδοί του δεν θα αποκήρυσσαν τα φρονήματά τους, θα αναθεματίζονταν όλοι τους.ΜΔ1 139.3

    Κρίσιμες στιγμές διέρχονταν τώρα η Μεταρρύθμιση. Για ολόκληρους αιώνες οι αναθεματισμοί της Ρώμης είχαν κατακεραυνώσει παντοδύναμους μονάρχες και είχαν βυθίσει πανίσχυρες αυτοκρατορίες στο δέος και στην ερήμωση. Όσοι είχαν κεραυνωθεί με αυτούς βλέπονταν απ’ όλο τον κόσμο με φόβο και με τρόμο. Αποκλεισμένοι από κάθε επαφή με τους συνανθρώπους τους, κρίνονταν εκτός νόμου και καταδιώκονταν μέχρι εξολοθρεμού. Ο Λούθηρος δεν αγνοούσε την ορμή της θύελλας που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει επάνω του. Έμενε όμως ακλόνητος, πιστεύοντας ότι ο Χριστός θα του συμπαραστέκονταν σαν στήριγμα και ασπίδα. Με την πίστη και το θάρρος ενός μάρτυρα, έγραφε: “Δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί, ούτε και ενδιαφέρομαι να μάθω ... Όπου και άν ξεσπάσει το κτύπημα δεν το φοβούμαι. Ούτε ένα φύλλο δεν πέφτει χωρίς το θέλημα του Πατέρα μας. Πόσο περισσότερο Αυτός ενδιαφέρεται για μάς! Δεν είναι παρά μηδαμηνό πράγμα να πεθάνει κανείς για το Λόγο, αφού αυτός ο Λόγος που έγινε σάρκα πέθανε πρώτος. Αν πεθάνομε μ’ Αυτόν, πάλι θα ζήσομε μ’ Αυτόν. Και περνώντας αυτά που Εκείνος πέρασε πρίν από μάς, θα πάμε και εμείς εκεί όπου Εκείνος είναι και θα είμαστε μαζύ Του για πάντα.” (Βλέπε στο ίδιο μέρος, έκδοση Λονδίνου, Walther, 1840, Τόμ. 6, κεφ. 9.)ΜΔ1 139.4

    Όταν του ήρθε η παπική βούλα, είπε: “Την περιφρονώ και την αντικρούω για βέβηλη και αβάσιμη ... Ο ίδιος ο Χριστός καταδικάζεται σ’ αυτή ... Μου προξενεί χαρά να υποφέρω τέτοιου είδους δεινά για τον ευγενέστερο απ’ όλους σκοπό. Ήδη αισθάνομαι μεγαλύτερη ελευθερία στην καρδιά μου· επειδή τώρα τουλάχιστο ξέρω ότι ο πάπας είναι ο αντίχριστος και ο θρόνος του είναι ο θρόνος του Σατανά.” (D’ Aubigne, Τόμ. 6, κεφ. 9.)ΜΔ1 140.1

    Μολαταύτα, η παπική διαταγή δεν έμεινε ατελεσφόρητη. Η φυλάκιση, τα βασανιστήρια και η μάχαιρα αποτελούσαν τα μέσα που μετέρχονταν η εκκλησία για να επιβάλει την υποταγή. Οι ολιγόπιστοι και οι θρησκόληπτοι έτρεμαν στο άκουσμα του παπικού αναθέματος. Αν και γενικά τα αισθήματα συμπαθείας έκλειναν με το μέρος του Λουθήρου, πολλοί θεωρούσαν τη ζωή πολύ αγαπητή για να τη θυσιάσουν στο βωμό της Μεταρρύθμισης. Όλα έδειχναν ότι το έργο του Μεταρρυθμιστή πλησίαζε στο τέλος του.ΜΔ1 140.2

    Ο Λούθηρος όμως εξακολουθούσε να παραμένει ατρόμητος. Η Ρώμη είχε εκσφενδονίσει τα αναθέματά της εναντίον του και ο κόσμος τώρα παρακολουθούσε δίχως να αμφιβάλλει ότι ή θα πήγαινε χαμένος, ή θα εξαναγκάζονταν να υποχωρήσει. Αλλ’ εκείνος με συντριπτική δύναμη, έστρεψε την καταδικαστική απόφαση της Ρώμης πίσω σ’ αυτή την ίδια και ανήγγειλε δημόσια ότι πήρε την απόφαση να την εγκαταλείπει για πάντα. Παρουσία ενός μεγάλου πλήθους από φοιτητές διδάκτορες και πολίτες προερχομένους από κάθε κοινωνική τάξη, ο Λούθηρος έκαψε την παπική βούλα, μαζί με τα διατάγματά της των κανόνων, συλλογές παπικών δεκρεταλίων, και ορισμένα συγγράμματα που υποστήριζαν τα παπικά δικαιώματα. “Οι εχθροί μου,” έλεγε, “κατόρθωσαν με το να κάψουν τα βιβλία μου να βλάψουν το έργο της αλήθειας στη σκέψη του απλοϊκού λαού καταστρέφοντας την ψυχή τους. Γι’ αυτόν το λόγο παρέδωσα και εγώ τα βιβλία τους στη φωτιά. Μέχρι τώρα χωράτευα μόνο με τον πάπα. Τώρα αρχίζει ο πραγματικός αγώνας. Το έργο αυτό το άρχισα στο όνομα του Θεού. και με τη δική Του δύναμη θα τελειώσει, χωρίς εμένα.”” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 6, κεφ. 10.)ΜΔ1 140.3

    Στις επικρίσεις των εχθρών του που τον χλεύαζαν για τις ατέλειες του έργου του ο Λούθηρος απαντούσε: “Ποιός ξέρει ότι δεν είναι ο Θεός Εκείνος που με διάλεξε και με κάλεσε και ότι αυτοί που περιφρονούν εμένα δεν πρέπει να φοβούνται μήπως περιφρονούν τον ίδιο το Θεό; Στον καιρό της εξόδου από την Αίγυπτο ο Μωϋσής ήταν μόνος του. Μόνος του ήταν και ο Ηλίας τον καιρό που βασίλευε ο Αχαάβ. Μόνος του και ο Ησαΐας στην Ιερουσαλήμ. Μόνος και ο Ιεζεκιήλ στη Βαβυλώνα ... Ο Θεός δεν διάλεξε ποτέ για προφήτη Του ούτε τον αρχιερέα ούτε καμιά άλλη μεγάλη προσωπικότητα. Αλλά κατά συνήθεια διάλεγε ταπεινούς, περιφρονημένους ανθρώπους, κάποτε και ένα βοσκό ακόμη, τον Αμώς. Σε κάθε εποχή, οι άγιοι άνθρωποι του Θεού όφειλαν να επιπλήξουν τους μεγάλους, βασιλείς, πρίγκηπες, ιερείς, σοφούς με κίνδυνο της ζωής τους ... Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι προφήτης. Λέγω μόνο ότι θα έπρεπε να φοβούνται ακριβώς γιατί είμαι μόνος μου και αυτοί είναι πολλοί. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος· ότι ο λόγος του Θεού είναι με το μέρος μου και όχι με το δικό τους.” (Ίδιο μέρος Τόμ. 6, κεφ. 10.)ΜΔ1 141.1

    Παρόλα αυτά δεν ήταν παρά ύστερα από σκληρή εσωτερική πάλη με τον εαυτό του που ο Λούθηρος πήρε την τελεσίδικη απόφαση να αποσπασθεί από την εκκλησία. Αυτή περίπου την εποχή έγραφε: “Κάθε μέρα αισθάνομαι όλο και περισσότερο πόσο δύσκολο είναι να παραμερίσει κανείς τους ενδοιασμούς με τους οποίους έχει γαλουχηθεί από τα παιδικά του χρόνια. Ω, πόσο μου στοίχισε, παρ’ όλο που είχα τη Γραφή με το μέρος μου να κρίνω τον εαυτό μου ικανό να σταθώ ολομόναχος αντιμέτωπος του πάπα, αποκαλώντας τον αντίχριστο! Τι ψυχική ωδίνη πέρασα! Πόσες φορές δεν διερωτήθηκα με πικρία ψυχής την ίδια εκείνη ερώτηση που τόσο συχνά πρόφεραν οι παπιστές: “Εσύ μόνος είσαι σοφός; Είναι δυνατόν όλοι οι άλλοι να σφάλλουν; Και ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα αν τελικά αποδειχθεί ότι εσύ ήσουν εκείνος που πλανώσουν και ότι παρέσυρες στην πλάνη τόσες πολλές ψυχές που θα χαθούν στην αιωνιότητα;” Έτσι αγωνίσθηκα σκληρά και με τον εαυτό μου και με το Σατανά, μέχρι που ο Χριστός, μέσα από τον αλάθητο λόγο Του, στήριξε την ψυχή μου πάνω απ’ όλες αυτές τις αμφιβολίες.” (Martyn, σελ. 372-373.)ΜΔ1 141.2

    Ο πάπας είχε απειλήσει με αναθεματισμό το Λούθηρο αν δεν ανακαλούσε τις απόψεις του. Τώρα η απειλή γίνονταν πραγματικότητα. Μιά καινούργια βούλα εκδόθηκε, γνωστοποιώντας την τελική αποσκίρτηση του Μεταρρυθμιστή από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και αποκαλώντας τον καταραμένο του ουρανού. Στην ίδια μοίρα καταδικάζονταν όλοι όσοι ασπάζονταν τις διδασκαλίες του. Ο αδυσώπητος αγώνας έμπαινε τώρα στην πιο σκληρή του φάση.ΜΔ1 142.1

    Η αντίδραση είναι πάντοτε το μοιραίο επακόλουθο για όλους εκείνους τους οποίους ο Θεός χρησιμοποιεί για να παρουσιάσουν στον κόσμο αλήθειες ιδιαίτερα εφαρμόσιμες για την εποχή τους. Υπήρχε μια παρούσα αλήθεια στην εποχή του Λουθήρου—μιά αλήθεια με εξαιρετική σημασία για τον καιρό εκείνο. Το ίδιο υπάρχει και σήμερα—μιά παρούσα αλήθεια για τη σύγχρονη εκκλησία. Αυτός που διοικεί τα πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του, ευδόκησε να ορίσει υπεύθυνους ανθρώπους κάτω από διάφορες περιστάσεις, εξουσιοδοτώντας τους με καθήκοντα ιδιάζοντα για την εποχή στην οποία ζούν και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν τοποθετηθεί. Αν οι άνθρωποι εκτιμούσαν το φώς που τους χορηγείται, τότε θα ανοίγονταν ευρύτεροι ορίζοντες της αλήθειας μπροστά τους. Η αλήθεια όμως δεν είναι σήμερα περισσότερο ευπρόσδεκτη από ότι ήταν για τους παπιστές την εποχή του Λουθήρου. Παρατηρείται η ίδια προδιάθεση για την αποδοχή ανθρωπίνων μάλλον θεωριών και παραδόσεων παρά για το λόγο του Θεού, που παρατηρείτο και στους περασμένους αιώνες. Αυτοί που σήμερα παρουσιάζουν την αλήθεια για την παρούσα εποχή δεν πρέπει να περιμένουν ότι θα τύχουν καλύτερης υποδοχής απ’ ότι έτυχαν οι προγενέστεροι μεταρρυθμιστές. Ο μεγάλος αντιπερισπασμός ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη, ανάμεσα στο Χριστό και στο Σατανά, θα φθάσει στο οξύτερο σημείο προς το τέλος της ιστορίας του σύγχρονου κόσμου.ΜΔ1 142.2

    Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: “Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ Εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος. Ενθυμείσθε τον λόγον τον οποίον Εγώ είπον προς εσάς. Δεν είναι δούλος μεγαλύτερος του κυρίου αυτού. Εάν Εμέ έδιωξαν, και σάς θέλουσι διώξει- εάν τον λόγον Μου εφύλαξαν, και τον υμέτερον θέλουσι φυλάξει.” (Ιωάν. 15:19-20.) Από το άλλο μέρος ο Κύριος δηλώνει καθαρά: “Ουαί εις εσάς, όταν πάντες οι άνθρωποι σας ευφημήσωσι· διότι ούτως έπραττον εις τους ψευδοπροφήτας οι πατέρες αυτών.” (Λουκ. 6:26.) Το πνεύμα του κόσμου δεν εναρμονίζεται καλύτερα με το πνεύμα του Χριστού σήμερα απ’ ότι στις προηγούμενες εποχές. Όσοι λοιπόν κηρύττουν το λόγο του Θεού μέσα στην άσπιλη αγνότητά του, ας μή περιμένουν να τους δείξουν οι άνθρωποι περισσότερη εύνοια σήμερα απ’ ότι άλλοτε. Μπορεί οι αντιδραστικές κατά της αλήθειας μέθοδοι να αλλάζουν. Μπορεί η εχθρότητα να παρουσιάζεται λιγότερο αισθητή επειδή έγινε πιό επιδέξια. Κατά βάθος όμως ο ίδιος ανταγωνισμός υπάρχει και τώρα και θα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι το τέλος των αιώνων.ΜΔ1 143.1

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents