Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 10: Μεταρρυθμιστικη προοδοσ στη γερμανια

    Ολόκληρη η Γερμανία θορυβήθηκε με τη μυστηριώδη εξαφάνιση του Λουθήρου. Παντού οι άνθρωποι διερωχώνχαν τι να του είχε συμβεί. Οι φήμες οργίαζαν και πολλοί πίστευαν ότι είχε δολοφονηθεί. Ο κόσμος θρηνούσε το χαμό του—όχι μόνο οι αφοσιωμένοι φίλοι του, αλλά και χιλιάδες άλλοι που δεν είχαν ακόμη φανερά εκδηλωθεί με το μέρος της Μεταρρύθμισης. Πολλοί είχαν ορκισθεί να εκδικηθούν το θάνατό του.ΜΔ1 189.1

    Οι Ρωμαϊκοί εκκλησιάρχες τρομοκρατημένοι έβλεπαν τις διαστάσεις που έπαιρνε εναντίον τους η κοινή γνώμη. Αν και ενθουσιασμένοι στην αρχή με τον υποτιθέμενο θάνατο του Λουθήρου, αργότερα εύχονταν να μπορούσαν να κρυφθούν από τη λαϊκή κατακραυγή. Ούτε με τα τολμηρότερα διαβήματά του είχε ποτέ ο Λούθηρος φέρει σε τέτοια δύσκολη θέση τους εχθρούς του όταν βρίσκονταν ανάμεσα τους, όσο τους έφερνε τώρα με την εξαφάνισή του. Εκείνοι που εξοργισμένοι είχαν επιδιώξει τον εξολοθρεμό του άλλοτε σθεναρού Μεταρρυθμιστή, τον έτρεμαν τώρα που αυτός δεν ήταν πιά παρά ένας ανήμπορος δεσμώτης. “Ο μόνος τρόπος σωτηρίας που μας απομένει,” παρατήρησε ένας απ’ αυτούς, “είναι να ανάψωμε δαυλιά και να ψάξομε σ’ ολόκληρο τον κόσμο να βρούμε το Λούθηρο και να τον αποκαταστήσομε στο έθνος που τον ζητάει.” (D’ Aubigne, Τόμ. 9, κεφ. 1.) Το αυτοκρατορικό διάταγμα αποδείχθηκε άπραγο και με αγανάκτηση οι παπικοί εκπρόσωποι έβλεπαν ότι λιγότερη σημασία απέδιδε ο λαός σ’ αυτό παρ’ ότι στην τύχη του Λουθήρου.ΜΔ1 189.2

    Η είδηση ότι αυτός βρίσκονταν ασφαλής, αν και αιχμάλωτος, κατέναυσε τους φόβους του λαού και κέρδισε περισσότερο τη συμπάθεια με το μέρος του. Τα συγγράμματά του διαβάζονταν τώρα με μεγαλύτερο ζήλο παρά ποτέ άλλοτε. Ο αριθμός των νέων οπαδών του ηρωικού ανθρώπου που είχε υπερασπισθεί το λόγο του Θεού κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, συνεχώς αύξανε. Η Μεταρρύθμιση διαρκώς κέρδιζε έδαφος. Ο σπόρος, σπαρμένος από το Λούθηρο, άρχισε να βλαστάνει παντού. Με την απουσία του συνέβαλε παρισσότερο στο έργο απ’ ότι με την παρουσία του. Οι νέοι συνεργάτες αισθάνονταν ότι έφερναν βαρύτερη ευθύνη τώρα που ο αρχηγός τους είχε μετακινηθεί. Με ανανεωμένη πίστη και ζήλο προχωρούσαν με όλες τους τις δυνάμεις ώστε ο τόσο ευγενικά αρχινισμένος σκοπός να μη ματαιωθεί.ΜΔ1 189.3

    Αλλά ο Σατανάς δεν έμενε αργός. Προσπάθησε τώρα να κάνει ότι ακριβώς έκανε σε κάθε παρόμοια μεταρρυθμιστική προσπάθεια—να εξαπατήσει δηλαδή και να απωλέσει τους ανθρώπους με την απομίμηση ενός επίπλαστου έργου που ανέλαβε να παρουσιάσει στη θέση του γνήσιου. Όπως υπήρχαν ψευδόχριστοι στην εποχή της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας, έτσι παρουσιάσθηκαν ψευδοπροφήτες στα μισά του δεκάτου έκτου αιώνα.ΜΔ1 190.1

    Μερικοί άνθρωποι, κάτω από τη ζωηρή επίδραση της θρησκευτικής συγκίνησης της εποχής, φαντάζονταν ότι είχαν δεχθεί ορισμένες ουράνιες αποκαλύψεις και ισχυρίζονταν ότι ο Θεός τους είχε εκλέξει για να αποτελειώσουν το μεταρρυθμιστικό έργο που ο Λούθηρος είχε αμυδρά μόνο αρχίσει. Στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να καταστρέφουν το έργο που εκείνος είχε κάνει. Απορρίπτοντας τη βασική αρχή της Μεταρρύθμισης, ότι δηλαδή ο λόγος του Θεού είναι ο μοναδικός κανόνας παρεμβολής τόσο της πίστης όσο και των έργων, αντικαταστούσαν τον αλάθητο αυτόν οδηγό με τα ασταθή και αβέβαια κριτήρια των ζωηρών αισθήσεων και εντυπώσεών τους. Όταν έτσι παραμερίσθηκε ο ακαταμάχητος ανιχνευτής της πλάνης και του ψεύδους, τότε ανοίχτηκε ο δρόμος στο Σατανά για να κυριαρχήσει στις διάνοιες των ανθρώπων κατά βούληση.ΜΔ1 190.2

    Ένας από τους προφήτες αυτούς ισχυρίζονταν ότι τον καθοδηγούσε ο άγγελος Γαβριήλ. Ένας φοιτητής ανέλαβε να συμπράξει μαζί του, εγκαταλείποντας τις σπουδές του και δηλώνοντας ότι ο ίδιος ο Θεός τον είχε προικίσει με την απαιτούμενη σοφία για τη διάδοση του λόγου Του. Άλλοι που είχαν έμφυτη τη ροπή προς το φανατισμό, ενώθηκαν και αυτοί μαζί τους. Και ο σάλος που δημιούργησαν οι ενθουσιαστές εκείνοι δεν ήταν μηδαμινός. Παντού τα κηρύγματα του Λουθήρου είχαν δημιουργήσει στις καρδιές των ανθρώπων την αναγνώριση μιάς μεταρρυθμιστικής ανάγκης. Τώρα πολλές κατά βάθος ειλικρινείς ψυχές άρχισαν να παρασύρονται από τους νέους προφήτες.ΜΔ1 190.3

    Οι αρχηγοί του κινήματος αυτού έφθασαν μέχρι τη Βυττεμβέργη και εξέθεσαν τις αξιώσεις τους στο Μελάχθονα και στους συνεργάτες του. “Είμαστε απεσταλμένοι από το Θεό να διδάξομε το λαό,” δήλωσαν. “Είχαμε ιδιαίτερες συζητήσεις με τον Κύριο. Γνωρίζομε το μέλλον. Με μιά λέξη είμαστε απόστολοι και προφήτες και κάνομε έκκληση στο Δόκτορα Λούθηρο.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.)ΜΔ1 191.1

    Οι Μεταρρυθμιστές παραξενεύθηκαν και βρέθηκαν σε αμηχανία. Αντιμετώπιζαν ένα ζήτημα που δεν είχαν ποτέ αντιμετωπίσει μέχρι τότε και δεν ήξεραν τι στάση έπρεπε να τηρήσουν. “Οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά κατέχονται από ασυνήθιστα πνεύματα,” αποφάνθηκε ο Μελάχθων, “αλλά τι είδους πνεύματα; ... Από το ένα μέρος πρέπει να προσέξομε να μη σβύσομε το Πνεύμα του Θεού, και από το άλλο να μη παρασυρθούμε από το πνεύμα του διαβόλου.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.)ΜΔ1 191.2

    Σε λίγο άρχισαν να παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της νέας διδαχής. Οι άνθρωποι παρασύρονταν στο να παραμελούν την ανάγνωση των Γραφών ή και να την απορρίπτουν εντελώς. Σύγχυση κυριαρχούσε στα σχολεία. Αποστρεφόμενοι κάθε περιορισμό, οι φοιτητές εγκατέλειπαν τις σπουδές τους και αποσύρονταν από τα πανεπιστήμια. Και εκείνοι που αισθάνονταν τον εαυτό τους ικανό για να αναζωπυρώσουν και να αναλάβουν τη διοίκηση του μεταρρυθμιστικού έργου, το μόνο που κατόρθωσαν να κάνουν ήταν να το οδηγήσουν στα χείλη του γκρεμού. Εμψυχωμένοι τώρα οι παπιστές δήλωναν με ικανοποίηση: “Μιά ακόμη τελευταία μάχη και κερδίζομε το πάν.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.)ΜΔ1 191.3

    Στο Βάρτμπουργκ, μαθαίνοντας ο Λούθηρος τα καθέκαστα, εξέφρασε μεγάλη ανησυχία: “Πάντα το περίμενα ότι ο Σατανάς θα μας έστελνε αυτή την πληγή.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.) Διέκρινε τον πραγματικό χαρακτήρα των αυτοκλήτων εκείνων προφητών και ανεγνώρισε τον κίνδυνο που απειλούσε το σκοπό της αλήθειας. Η αντίδραση από μέρους του πάπα καθώς και του αυτοκράτορα δεν του είχε προξενήσει τόσο μεγάλη αμηχανία και στενοχώρια όσο αυτή που αντιμετώπιζε τώρα. Οι τιτλοφορούμενοι φίλοι της Μεταρρύθμισης είχαν καταντήσει οι πιό άσπονδοι εχθροί της. Ακριβώς εκείνες οι αλήθειες που του είχαν προκαλέσει τόση μεγάλη χαρά και παρηγοριά, γίνονταν τώρα αφορμή να δημιουργείται σάλος και αταξία μέσα στην εκκλησία.ΜΔ1 191.4

    Το μεταρρυθμιστικό έργο ο Λούθηρος το ανέλαβε ωθούμενος από το Πνεύμα του Θεού και είχε οδηγηθεί απ’ αυτό πέρα από κάθε πρόβλεψή του. Δεν είχε στο νού του ούτε να καταλάβει τη θέση που κατέλαβε, ούτε να προβεί σε τέτοιες ριζικές μεταβολές. Αυτός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από απλό όργανο στα χέρια του Παντοδυνάμου. Και παρόλα αυτά πολλές φορές έτρεμε για τα αποτελέσματα των προσπαθειών του. “Αν ήξερα,” δήλωσε κάποτε, “ότι η διδασκαλία μου θα μπορούσε να βλάψει έναν άνθρωπο, έστω και έναν μόνο άνθρωπο, όσο ασήμαντος και ταπεινός και αν είναι—πράγμα αδύνατο—επειδή πρόκειται για το ίδιο το ευαγγέλιο, θα προτιμούσα δέκα φορές να πεθάνω παρά να μη την αναιρέσω.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.)ΜΔ1 192.1

    Τώρα όμως αυτή η Βυττεμβέργη, το προπύργιο της Μεταρρύθμισης, έπεφτε βαθμηδόν κάτω από το πέλμα του φανατισμού και της παρανομίας. Η τρομερή αυτή κατάσταση δεν ήταν η απόρροια των διδαχών του Λουθήρου. Σ’ ολόκληρη όμως τη Γερμανία, οι εχθροί του έριχναν την ευθύνη σ’ αυτόν. Και εκείνος καμιά φορά διερωτώταν με πικρία ψυχής: “Μπορεί λοιπόν ποτέ να καταλήξει σ’ αυτό το σημείο το έργο της Μεταρρύθμισης;” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.) Άλλοχε πάλι, αφού αγωνίζονταν προσευχόμενος στο Θεό, η ειρήνη βασίλευε ξανά στην καρδιά του. “Δεν είναι δικό μου το έργο, αλλά δικό Σου,” έλεγε, “και δεν θα επιτρέψεις να υποστεί αυτό τη διάβρωση της δεισιδαιμονίας και του φανατισμόυ.” Αλλά η σκέψη ότι σε μιά τέτοια κρίσιμη στιγμή ο ίδιος βρίσκονταν μακριά από το μέρος όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα του έγινε ανυπόφορη και αποφάσισε να πάει στη Βυττεμβέργη.ΜΔ1 192.2

    Χωρίς χρονοτριβή ξεκίνησε για το επικίνδυνο ταξίδι του. Ήχαν κηρυγμένος “εκτός νόμου.” Αυτό έδινε στους εχθρούς του το ελεύθερο να του αφαιρέσουν τη ζωή και απαγόρευε στους φίλους του να του προσφέρουν άσυλο ή βοήθεια. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση είχε λάβει δρακόντεια μέτρα κατά των οπαδών του. Εκείνος όμως έβλεπε ότι το έργο του ευαγγελίου κινδύνευε και στου Θεού το όνομα ξεκίνησε με θάρρος να αγωνιστεί για την αλήθεια.ΜΔ1 192.3

    Σε μιά επιστολή του πρός τον εκλέκτορα, αφού εξέθεσε την απόφασή του να εγκαταλείψει το Βάρτμπουργ, ο Λούθηρος ανέφερε: “Καθιστώ γνωστό στην Υψηλότητά Σας ότι πηγαίνω στη Βυττεμβέργη προστατευόμενος από μιά δύναμη κατά πολύ ανώτερη από τη δύναμη των πριγκήπων και εκλεκτόρων. Δεν σκέπτομαι να ζητήσω την υποστήριξη της Υψηλότητας Σας και αντί να επιθυμώ να τεθώ κάτω από την προστασία Σας, θα ευχόμουν να μπορούσα εγώ να Σας παράσχω τη δική μου. Αν ήξερα ότι η Υψηλότητά Σας είχε την πρόθεση ή τη δυνατότητα να με προστατεύσει, τότε δεν θα πήγαινα στη Βυττεμβέργη. Κανένα σπαθί δεν μπορεί να συντελέσει στην προαγωγή του σκοπού αυτού. Ο Θεός μόνος πρέπει να αναλάβει τα πάντα χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια ή σύμπραξη. Εκείνος ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη πίστη είναι ο ικανότερος να προστατεύσει.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 8.)ΜΔ1 192.4

    Σε μιά δεύτερη επιστολή γραμμένη στο δρόμο πρός τη Βυττεμβέργη, ο Λούθηρος πρόσθετε: “Είμαι έτοιμος να πέσω στη δυσμένεια της Υψηλότητάς Σας και να υποστώ την κατακραυγή ολόκληρου του κόσμου. Δεν είναι πρόβατά μου οι Βυττεμβέργιοι; Δεν τα εμπιστεύθηκε σε μένα ο Θεός; Και δεν αποτελεί καθήκον μου να εκτεθώ, αν παραστεί ανάγκη, και στο θάνατο ακόμη; Άλλωστε φοβούμαι μη ξεσπάσει κάποια συμφορά στη Γερμανία με την οποία ο Θεός θα τιμωρήσει το έθνος μας.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 7.)ΜΔ1 193.1

    Με μεγάλη προσοχή και ταπεινοφροσύνη, αλλά συνάμα και με σταθερότητα και αποφασιστικότητα, ρίχτηκε στο έργο του. “Μόνο με το λόγο,” έλεγε, “πρέπει να ανατρέψομε και να καταστρέψομε αυτά που δημιούργησε η βία. Δεν θα μεταχειρισθώ τη βία εναντίον των προληπτικών και των απίστων ... Σε κανένα δεν πρέπει να επιβληθεί ο εξαναγκασμός. Η ελευθερία αποτελεί αυτή την ουσία της πίστης.” (Ίδιο Μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 8.)ΜΔ1 193.2

    Γρήγορα μαθεύτηκε σ’ ολόκληρη τη Βυττεμβέργη ότι ο Λούθηρος είχε επιστρέφει και ότι επρόκειτο να κηρύξει. Οι άνθρωποι κατέφθαναν απ’ όλα τα μέρη ώσπου η εκκλησία πλημμύρισε. Ανεβαίνοντας στον άμβωνα εκείνος με μεγάλη σύνεση και διακριτικότητα δίδασκε, παρότρυνε και έλεγχε. Αποτεινόμενος σ’ εκείνους που είχαν καταφύγει σε βίαια μέσα για την κατάργηση της Ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας, είπε: “Δεν είναι καλή η λειτουργία. Ο Θεός αντιτίθεται σ’ αυτήν. Θα έπρεπε να καταργηθεί. Και θα ευχόμουν να είχε αντικατασταθεί σε ολόκληρο τον κόσμο με το δείπνο του ευαγγελίου. Αλλά κανείς δεν πρέπει να αποσπασθεί απ’ αυτή με τη βία. Πρέπει να αφήσομε την υπόθεση στα χέρια του Θεού. Πρέπει να ενεργήσει ο λόγος Του και όχι εμείς. Και γιατί αυτό; Ακριβώς επειδή εγώ δεν κρατώ τις ανθρώπινες καρδιές στα χέρια μου όπως ο κεραμέας κρατάει τον πηλό. Έχομε το δικαίωμα να μιλήσομε. Δεν έχομε όμως το δικαίωμα να δράσομε. Εμείς ας κηρύξομε. Τα υπόλοιπα ανήκουν στο Θεό. Τι θα κέρδιζα αν μεταχειριζόμουν βία; Μορφασμούς, τυπικές πράξεις, πιθηκισμούς, διατάγματα ανθρώπινα και υποκρισία ... Αλλά δεν θα υπήρχε ούτε ειλικρίνεια της ψυχής, ούτε πίστη, ούτε αγάπη. Όπου δεν υπάρχουν αυτά τα τρία δεν υπάρχει τίποτε· και για ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα έδινα ούτε το κοτσάνι του αχλαδιού ... Ο Θεός κατορθώνει περισσότερα αποκλειστικά με το λόγο Του, από ότι σείς και εγώ και ο κόσμος όλος με ενωμένες τις δυνάμεις μας. Ο Θεός καταλαμβάνει την καρδιά. Και όταν η καρδιά καταληφθεί, όλα έχουν κερδιθεί ....ΜΔ1 193.3

    “Θα κηρύξω, θα συζητήσω και θα γράψω. Ποτέ όμως δε θα εξαναγκάσω κανένα. Επειδή η πίστη είναι κάτι το εθελοντικό. Κοιτάξτε τι έχω κάνει. Αντιτάχθηκα στον πάπα, στα συγχωροχάρτια, στους παπικούς υποστηρικτές, αλλά χωρίς βία ή σάλο. Έβαλα μπροστά το λόγο του Θεού. Κήρυξα και έγραψα. Αυτό είναι όλο που έκανα. Και όμως, ενώ εγώ κοιμώμουν ... ο λόγος που κήρυξα ανέτρεψε τον παπισμό σε σημείο που ούτε πρίγκηπες ούτε αυτοκράτορες μπόρεσαν ποτέ να βλάψουν. Μολαταύτα εγώ τίποτε δεν έκανα: μόνος ο λόγος κατόρθωσε όλα αυτά. Αν κατέφευγα στη βία, ίσως ολόκληρη η Γερμανία θα είχε πνιγεί στο αίμα. Και ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα; Καταστροφή και αφανισμός τόσο της ψυχής όσο και του σώματος. Γι’ αυτό εγώ σιώπησα και άφησα το λόγο να περιτρέξει μόνος του τον κόσμο.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 8.)ΜΔ1 194.1

    Μέρα με τη μέρα για μιά ολόκληρη εβδομάδα, ο Λούθηρος συνέχισε να κηρύττει στα πρόθυμα πλήθη. Και ο λόγος του Θεού καταπράϋνε την έξαψη του φανατικού ερεθισμού. Η δύναμη του ευαγγελίου επανέφερε τα παρασυρμένα πλήθη, στο δρόμο της αλήθειας.ΜΔ1 194.2

    Ο Λούθηρος δεν είχε καμιά διάθεση να έρθει σε επαφή με τους φανατικούς πρωταγωνιστές της τεράστιας εκείνης ζημιάς. Τους ήξερε ότι ήταν άνθρωποι με νοσηρή κρίση και αδάμαστα πάθη. Άνθρωποι που ενώ ισχυρίζονταν ότι ήταν θεοφώτιστοι, δεν ανέχονταν την παραμικρή αντίρρηση, ούτε κάν την πιό καλοπροαίρετη παρατήρηση ή συμβουλή. Διεκδικώντας με αυθαιρεσία την ανώτατη εξουσία, είχαν την απαίτηση όλοι γενικά να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις τους χωρίς καμιά συζήτηση. Όταν όμως αυτοί μόνοι τους ζήτησαν να συναντηθούν με το Λούθηρο, εκείνος τους δέχθηκε σε συνέντευξη. Με τέτοια επιτυχία τους αποκάλυψε την υποκρισία τους που οι ταραχοποιοί εκείνοι εγκατέλειψαν πάραυτα τη Βυττεμβέργη.ΜΔ1 194.3

    Ο φανατισμός αναχαιτίσθηκε για ένα διάστημα. Ύστερα από μερικά χρόνια όμως, ξέσπασε πάλι με μεγαλύτερη ορμή και με θλιβερότερα αποτελέσματα. Αναφερόμενος στους ηγήτορες του κινήματος αυτού, ο Λούθηρος έγραφε ότι, “τις Γραφές δεν τις θεωρούσαν παρά γράμμα νεκρό και βάλθηκαν όλοι τους να φωνάζουν “το Πνεύμα! το Πνεύμα!” Αλλά ένα είναι βέβαιο ότι εγώ δεν θα ακολουθούσα ποτέ εκεί όπου τους οδηγεί το πνεύμα τους. Ο Θεός να με φυλάξει από μια εκκλησία όπου, δεν υπάρχουν παρά μόνο άγιοι. Εγώ θέλω να βρίσκομαι με τους ταπεινούς, τους αδύναμους, τους ασθενείς· αυτούς που αναγνωρίζουν και αισθάνονται τις αμαρτίες τους και που διαρκώς στενάζουν και βοούν στο Θεό από τα βάθη της ψυχής τους για να αποκτήσουν τη βοήθεια και την παρηγοριά Του.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 10, κεφ. 10.)ΜΔ1 195.1

    Ο Θωμάς Μύνσερ, ο πιό δυναμικός από τους φανατικούς εκείνους, ήταν άνθρωπος με εξαιρετική δραστηριότητα που, αν τη χρησιμοποιούσε όπως έπρεπε, θα μπορούσε να κάνει μεγάλο καλό. Αλλά αυτός δεν είχε μάθει ούτε τα βασικά ακόμη στοιχεία της πραγματικής θρησκείας. “Τον κατέλαβε η επιθυμία να αναμορφώσει τον κόσμο και ξέχασε, όπως όλοι οι ενθουσιαστές, ότι την αναμόρφωση την εγκαινιάζει κανείς με τον ίδιο τον εαυτό του.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 8.) Φιλοδοξούσε να αποκτήσει I μεγάλη θέση και επιρροή και δεν εννοούσε να θεωρείται υποδεέστερος κανενός, ούτε και αυτού του Λουθήρου. Έλεγε ότι οι Μεταρρυθμιστές, αντικαθιστώντας την παπική εξουσία με την αυθεντία των Γραφών, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από του να συστήσουν ένα καινούργιο είδος παπισμού. Και ισχυρίζονταν ότι σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Θεός να συστήσει την πραγματική μεταρρύθμιση. “Όποιος διέπεται από το πνεύμα αυτό,” δήλωνε, “κατέχει την πραγματική πίστη χωρίς να έχει ούτε κάν αντικρύσει ποτέ τη Γραφή στη ζωή του.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 10, κεφ. 10.)ΜΔ1 195.2

    Οι κήρυκες αυτοί του φανατισμού αφέθηκαν να πηδαλιουχούνται από τις εντυπώσεις τους ερμηνεύοντας κάθε τους σκέψη και παρόρμηση σαν φωνή που τους απευθύνονταν από το Θεό. Όπως ήταν επόμενο κατέληξαν στα άκρα, σε σημείο που μερικοί έκαψαν και τις Γραφές τους ακόμη δηλώνοντας ότι “το γράμμα θανατώνει, το δε Πνεύμα ζωοποιεί.” Η διδαχή του Μύνσερ έβρισκε απήχηση στις καρδιές εκείνων που απέβλεπαν σε υπερφυσικές εκδηλώσεις, ενώ παράλληλα κολάκευε την υπερηφάνειά τους με το να τοποθετεί ανθρώπινες ιδέες και εικασίες πάνω από το λόγο του Θεού. Κατά χιλιάδες οι άνθρωποι ασπάζονταν τις διδαχές του. Σε λίγο διάστημα είχε αποκηρύξει την υποταγή σε κάθε δημόσιο σέβασμα και ανήγγειλε ότι το να υπακούει κανείς στους πρίγκιπες είναι το ίδιο σαν να προσπαθεί να υπηρετεί ταυτόχρονα το Θεό και το Βελίαλ.ΜΔ1 195.3

    Οι άνθρωποι που είχαν ήδη αρχίσει να αποσκιρτούν από τον παπικό ζυγό, αδημονούσαν να αποτινάξουν και τους περιορισμούς των δημοσίων αρχών. Οι επαναστατικές διδασκαλίες του Μύνσερ που κατά τους ισχυρισμούς του ήταν επικυρωμένες από το θεό, οδήγησαν το λαό στο να απορρίψει κάθε φραγμό, αφημένος να πηδαλιοχείται από τα ξέφρενα πάθη και τις προκαταλήψεις. Φοβερές σκηνές βιαιοπραγιών επακολούθησαν και ολόκληρες περιοχές της Γερμανίας κυλίσθηκαν στο αίμα.ΜΔ1 196.1

    Στιγμές διπλής αγωνίας απ’ εκείνη που είχε δοκιμάσει στην Ερφούρτη περνούσε τώρα ο Λούθηρος, βλέποντας τη μομφή για τα αποτελέσματα του φανατισμού να πέφτει επάνω στη Μεταρρύθμιση. Οι Ρωμαιοκαθολικοί πρίγκιπες δήλωναν—και πολλοί ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν—ότι η ανταρσία αυτή ήταν ο γνήσιος καρπός των διδαχών του Λουθήρου. Αν και εντελώς αβάσιμη, η κατηγορία αυτή δεν μπορούσε παρά να προξενήσει βαθιά λύπη στον αρχηγό της Μεταρρύθμισης. Το ότι ο ευγενικός σκοπός της αλήθειας διασύρονταν σ’ αυτό το σημείο και τίθονταν στο ίδιο επίπεδο με τον χαμερπέστερο φανατισμό, ήταν περισσότερο από ότι μπορούσε να αντέξει. Από το άλλο μέρος, οι αρχηγοί του επαναστατικού κόμματος μισούσαν το Λούθηρο επειδή όχι μόνο είχε εναντιωθεί στις διδασκαλίες τους και είχε αρνηθεί το θεϊκό χαρακτήρα των ισχυρισμών τους, αλλά και επειδή τους είχε ανακηρύξει αναρχικούς έναντι του πολιτικού καθεστώτος. Για αντίποινα αυτοί τον αποκήρυξαν σαν ποταπό σφετεριστή. Φαίνονταν τώρα ότι ο Λούθηρος είχε γίνει ο στόχος του μίσους τόσο των πριγκίπων όσο και του λαού.ΜΔ1 196.2

    Οι θιασώτες του Ρωμαιοκαθολικισμού θριάμβευαν περιμένοντας τη σύντομη εξάρθρωση της Μεταρρύθμισης. Έριχναν ακέραια την ευθύνη στο Λούθηρο ακόμη και για σφάλματα που εκείνος αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να διορθώσει. Τα φανατικά μέλη, ισχυριζόμενα ότι είχαν τρομερά αδικηθεί, κατόρθωσαν να κερδίσουν με το μέρος τους τη συμπάθεια μιας μεγάλης μερίδας του λαού και, όπως συχνά συμβαίνει μ’ αυτούς που παίρνουν το στραβό δρόμο, παρουσιάστηκαν στα μάτια του κόσμου σαν μάρτυρες. Έτσι εκείνοι που κατανάλωναν όλες τους τις ενέργειες πολεμώντας τη Μεταρρύθμιση συγκέντρωναν επάνω τους τον οίκτο και τις τιμές, θεωρούμενοι θύματα της τυραννίας και της καταπίεσης. Αυτό το έργο ήταν του Σατανά και το υποκινούσε το ίδιο πνεύμα της ανταρσίας που πρωτοεκδηλώθηκε στον ουρανό.ΜΔ1 197.1

    Ο Σατανάς προσπαθεί διαρκώς να παραπλανήσει τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να αποκαλούν την αμαρτία δικαιοσύνη και τη δικαιοσύνη αμαρτία. Πόση επιτυχία έχει σημειώσει στο έργο του αυτό! Πόσες φορές ψέγονται και αποδοκιμάζονται οι αφοσιωμένοι δούλοι του Θεού επειδή υπερασπίζονται με σθένος την αλήθεια! Άνθρωποι που δεν είναι παρά όργανα του Σατανά συγκεντρώνουν τους επαίνους και τις κολακείες και περνούν ακόμη και για μάρτυρες· ενώ εκείνοι που έπρεπε να περιβάλλονται με υπόληψη και σεβασμό για την αφοσίωσή τους στο Θεό, εγκαταλείπονται ολομόναχοι, αντιμέτωποι της δυσπιστίας και καχυποψίας των άλλων.ΜΔ1 197.2

    Η κίβδηλη αγιοσύνη και η επίπλαστη εξυγίανση εξακολουθούν μέχρι σήμερα το παραπλανητικό τους έργο. Κάτω από διαφορετικές μορφές παρουσιάζονται υποκινούμενες από το ίδιο πνεύμα όπως και την εποχή του Λουθήρου αποσπώντας τη σκέψη από τις Γραφές και παρασύροντας τους ανθρώπους να ακολουθούν τις αισθήσεις τους και τις αντιλήψεις τους μάλλον παρά να υποτάσσονται στο νόμο του Θεού. Αυτό είναι ένα από τα πιό επιτυχημένα μέσα που μετέρχεται ο Σατανάς για να σπιλώσει την αγνότητα και την αλήθεια.ΜΔ1 197.3

    Ατρόμητος ο Λούθηρος εξακολουθούσε να υπερασπίζεται το ευαγγέλιο που υφίστατο επιθέσεις απ’ όλες τις πλευρές. Σε όλες αυτές τις συγκρούσεις ο λόγος του Θεού αποδεικνύονταν πανίσχυρο όπλο. Μ’ αυτόν το λόγο είχε πολεμήσει εναντίον της σφετεριστικής αυθεντίας του πάπα και της ορθολογιστικής φιλοσοφίας των λογιών και μ’ αυτόν στο πλευρό του ορθώθηκε σταθερός σαν βράχος εναντίον του φανατισμού που επεδίωξε να εμφανιστεί σαν σύμμαχος της Μεταρρύθμισης.ΜΔ1 197.4

    Όλα αυτά τα αντιθετικά στοιχεία προσπάθησαν, το καθένα με τον τρόπο του, να παραμερίσουν τις Άγιες Γραφές, εξυψώνοντας την ανθρώπινη σοφία σαν πηγή της θρησκευτικής γνώσης και αλήθειας. Ο ορθολογισμός ειδωλοποιεί τη λογική και τη χρησιμοποιεί για γνώμονα της θρησκείας. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός προβάλλοντας για ανώτατη αυθεντία του μια θεοπνευστία που προέρχεται από τους αποστόλους σε αδιάσπαστη σειρά διαδοχής και που είναι αιώνια αμετάβλητη, κρύβει κάτω από το αγιασμένο κάλυμμα του αποστολικού αξιώματος όλων των ειδών τους εξωφρενισμούς και την παραφθορά. Η θεοπνευστία που διεκδικούσαν για αυθεντική ο Μύνσερ και οι συνεργάτες του δεν προέρχονταν από καμιά πηγή ανώτερη από τη φαντασιοπληξία και η επιρροή της ανάτρεπε κάθε αυθεντία, θεϊκή ή ανθρώπινη. Ο πραγματικός Χριστιανισμός, αναγνωρίζει το λόγο του Θεού σαν το πρώτιστο θησαυροφυλάκιο της εμπνευσμένης αλήθειας και το κριτήριο κάθε θεοπνευστίας.ΜΔ1 198.1

    Επιστρέφοντας στο Βάρτμπουργ, ο Λούθηρος αποπεράτωσε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης και σε λίγο το ευαγγέλιο προσφέρονταν στο Γερμανικό λαό στη μητρική του γλώσσα. Όλοι όσοι ήταν φίλοι της αλήθειας υποδέχονταν τη μετάφραση αυτή με χαρά. Αλλά όσοι προτιμούσαν τις ανθρώπινες εντολές και παραδόσεις, την απέρριπταν περιφρονητικά.ΜΔ1 198.2

    Οι κληρικοί θορυβήθηκαν με τη σκέψη ότι ο κοινός λαός θα μπορούσε τώρα να συζητεί μαζί του τα εντάλματα του λόγου του Θεού και ότι αυτό θα εξέθετε τη δική του άγνοια. Τα όπλα των σαρκικών διαλογισμών του αποδεικνύονταν ανίσχυρα συγκρινόμενα με τη μάχαιρα του Πνεύματος. Η Ρώμη επιστράτευσε όλη της τη δύναμη προκειμένου να απαγορεύσει την κυκλοφορία των Αγίων Γραφών. Αλλά διατάγματα, αναθέματα και βασανιστήρια δεν οφελούσαν σε τίποτε. Όσο αυστηρότερα καταδίκαζε και απαγόρευε τη Βίβλο, τόσο περισσότερο αύξανε η επιθυμία του λαού να μάθει τι ακριβώς αυτή δίδασκε. Όλοι όσοι ήξεραν γράμματα ήταν πρόθυμοι να μελετήσουν το λόγο του Θεού για τον εαυτό τους. Τον έπαιρναν μαζί τους, και τον διάβαζαν και τον ξαναδιάβαζαν και δεν έμεναν ικανοποιημένοι παρά μόνο όταν αποστήθιζαν ολόκληρες περικοπές του. Βλέποντας την υποδοχή που επιφύλαξε ο λαός στην Καινή Διαθήκη, ο Λούθηρος προχώρησε αμέσως στη μετάφραση και της Παλαιάς και την τύπωνε ευθύς αμέσως μόλις τελείωνε το ένα τμήμα της μετά το άλλο.ΜΔ1 198.3

    Τα γραπτά αυτά του Λουθήρου γίνονταν ανάρπαστα τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά. “Όσα ετοίμαζαν ο Λούθηρος και οι φίλοι του, άλλοι τα έθεταν σε κυκλοφορία. Μοναχοί που είχαν πειστεί για την αβάσιμη τήρηση των μοναστικών υποχρεώσεων και που επιθυμούσαν να ανταλλάξουν τη ζωή της νωθρότητας με την έμπρακτη εξάσκηση, αλλά μη τολμώντας από άγνοια να κηρύξουν οι ίδιοι το λόγο του Θεού, ταξίδευαν στην επαρχία και επισκέπτονταν καλύβες και φτωχόσπιτα πουλώντας τα βιβλία του Λουθήρου και των φίλων του. Η Γερμανία σε λίγο είχε πλημμυρίσει από τους τολμηρούς εκείνους βιβλιοπώλες.” (Βλέπε ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 11.)ΜΔ1 199.1

    Τα γραπτά αυτά τα μελετούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αμαθείς. Τα βράδια οι δάσκαλοι του χωριού τα διάβαζαν μεγαλόφωνα σε μικρές ομάδες συγκεντρωμένες γύρω από το τζάκι. Με τις προσπάθειες αυτές αρκετές ψυχές πείθονταν για την αλήθεια και αφού δέχονταν το λόγο με χαρά, μετέδιδαν μετά με τη σειρά τους τις αγαθές αγγελίες και σε άλλους.ΜΔ1 199.2

    Έτσι επαλήθευαν τα λόγια της θεοπνευστίας: “Η μελέτη του λόγου Σου φωτίζει· συνετίζει τους απλούς.” (Ψαλμ. 119:130.) Η ανάγνωση των Γραφών επέφερε μια μεγάλη διανοητική και ψυχική μεταλλαγή στο λαό. Η παπική διοίκηση είχε υποβάλει τους υπηκόους της κάτω από ένα σιδερένιο ζυγό που τους κρατούσε στην άγνοια και στον εξευτελισμό. Η προληπτική τήρηση του φορμαλισμού συνεχίζονταν με σχολαστική ακρίβεια, αλλά σ’ όλες αυτές τις λειτουργίες η καρδιά και η σκέψη ελάχιστα συμμετείχαν. Τα κηρύγματα όμως του Λουθήρου, αναπτύσσοντας τις απλές αλήθειες του λόγου του Θεού, και κατόπιν ο ίδιος αυτός ο λόγος τοποθετημένος στα χέρια του λαού, αφύπνισαν τις ναρκωμένες του δυνάμεις όχι μόνο με το να εξαγνίζουν και να εξευγενίζουν την πνευματική φύση του ανθρώπου, αλλά και με το να πλουτίζουν τη διάνοια με νέα δύναμη και ζωτικότητα.ΜΔ1 199.3

    Άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, παρουσιάζονταν με τη Γραφή στα χέρια, υπερασπιζόμενοι τις μεταρρυθμιστικές διδασκαλίες. Οι παπιστές, έχοντας περιορίσει τη χρήση των Γραφών στους ιερείς και στους μοναχούς, έκαναν τώρα έκκληση σ’ αυτούς να ανατρέψουν τις καινούργιες διδαχές. Αγνοώντας όμως τόσο τη Γραφή όσο και τη δύναμη του Θεού, ο κλήρος και οι μοναχοί κατατροπώνονταν αναφανδόν μπροστά σ’ εκείνους που κατηγορούσαν για αγράμματους και αιρετικούς. “Δυστυχώς,” ανάφερε ένας καθολικός συγγραφέας, “ο Λούθηρος έπεισε τους οπαδούς του να μη παραδέχονται κανένα άλλο χρησμό παρά μόνο στις Άγιες Γραφές.” (D’ Aubigné, Τόμ. 9, κεφ. 11.) Πλήθη συγκεντρώνονταν για να ακούσουν άτομα με περιορισμένη μόρφωση να διδάσκουν την αλήθεια και ακόμη να την υπερασπίζονται συζητώντας με μορφωμένους και εύγλωττους θεολόγους. Η επαίσχυντη άγνοια των επισήμων εκείνων ανθρώπων γίνονταν φανερή μόλις οι ισχυρισμοί τους έρχονταν αντιμέτωποι με την απλή διδασκαλία του λόγου του Θεού. Εργάτες, στρατιώτες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά είχαν βαθύτερες γνώσεις των βιβλικών διδασκαλιών απ’ ότι οι κληρικοί και οι πολυμαθείς διδάκτορες.ΜΔ1 199.4

    Η διαφορά ανάμεσα στους μαθητές του ευαγγελίου και στους υποστηρικτές της παπικής προκατάληψης δεν ήταν λιγότερο φανερή μεταξύ των λογίων απ’ ότι μεταξύ των λαϊκών. “Σε αντίθεση με τους παλιούς πρωταγωνιστές της ιεραρχίας που είχαν παραμελήσει τη μελέτη των γλωσσών και την καλλιέργεια της φιλολογίας ... έρχονταν οι νέοι με την πλατιά αντίληψη, τη φιλομάθεια, την έρευνα των Γραφών και την εξοικείωση με τα αριστουργήματα της αρχαιότητας. Οι νέοι αυτοί, προικισμένοι με οξύνοια, με ψυχική ανωτερότητα και με αδάμαστη καρδιά, έφτασαν σε λίγο σε τέτοια επίπεδα γνώσεων που για πολύ καιρό, δεν μπορούσε να τους συναγωνισθεί κανείς ... Όταν λοιπόν οι νεαροί αυτοί θιασώτες της Μεταρρύθμισης συναντούσαν σε μια συνάθροιση τους παπικούς διδάκτορες, τους αντέκρουαν με τέτοια ευχέρεια και με τέτοια πεποίθηση, που οι αμαθείς εκείνοι άνθρωποι κόμπιαζαν, ντροπιάζονταν και με δικαιολογημένη την περιφρόνηση, ξέπεφταν στα μάτια του κόσμου.” (Ίδιο μέρος, Τόμ. 9, κεφ. 11.)ΜΔ1 200.1

    Βλέποντας να αραιώνει το εκκλησίασμά τους, οι Καθολικοί κληρικοί ζήτησαν τη συμπαράσταση των δικαστικών εκπροσώπων και προσπάθησαν με κάθε μέσο να ξανασυγκεντρώσουν τους ακροατές τους. Ο λαός όμως είχε ανακαλύψει στις νέες διδαχές εκείνο που ικανοποιούσε τη δίψα της ψυχής του και αποστρέφονταν αυτούς οι οποίοι τόσον καιρό τους έτρεφαν με τις άχρηστες φλούδες των τελετουργικών προκαταλήψεων και των ανθρωπίνων παραδόσεων.ΜΔ1 200.2

    Όταν ο διωγμός εξακοντήθηκε εναντίον των κηρύκων της αλήθειας, εκείνοι εφάρμοζαν τα λόγια του Χριστού: “Όταν σας διώξωσι εν τη πόλη ταύτη, φεύγετε εις την άλλην.” (Ματθ. 10:23.) Το φως εισχωρούσε παντού και παντού οι φυγάδες έβρισκαν κάποια φιλόξενη πόρτα να ανοίγεται γι’ αυτούς. Εκεί έμεναν κηρύττοντας το Χριστό, μερικές φορές μέσα στην εκκλησία ή, όταν δεν τους χορηγούσαν το προνόμιο αυτό, τότε ιδιαίτερα στα σπίτια ή στο ύπαιθρο. Οπουδήποτε κατόρθωναν να ελκύσουν ακροατές, ο τόπος εκείνος μεταβάλλονταν σε ναό. Και η αλήθεια που διαδίδονταν με τέτοια ενεργητικότητα και πεποίθηση, επεκτείνονταν με δύναμη ακαταμάχητη.ΜΔ1 201.1

    Μάταια ήταν η προσφυγή στις εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές για την καταστολή της αίρεσης. Μάταια αυτές κατέφευγαν στις φυλακίσεις, στους βασανισμούς, στο μαχαίρι και στη φωτιά. Χιλιάδες πιστών σφράγιζαν την πίστη τους με το αίμα τους, και όμως το έργο προχωρούσε. Οι διωγμοί συντελούσαν στη διάδοση μόνο της αλήθειας και ο φανατισμός, που ο Σατανάς προσπαθούσε να προσκυρώσει στο έργο αυτό, κατέληγε στο να παρουσιάσει ακόμη πιο χτυπητή την αντίθεση ανάμεσα στο έργο του Σατανά και στο έργο του Θεού.ΜΔ1 201.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents