Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Πατριάρχες και Προφήτες

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 19—Η Επιστροφη στη Χανααν

    (Βασίζεται στο βιβλίο Γένεσις, κεφ. 34:, 35:, 37:)ΠΠ 181.1

    Περνώντας τον Ιορδάνη, «ο Ιακώβ . . . ήλθεν εις Σαλήμ, πόλιν Συχέμ, την εν τη γη Χαναάν». (Γέν. 33:18). Έτσι, εκπληρώθηκε η προσευχή που έκανε ο πατριάρχης στη Βαιθήλ για να τον επαναφέρει ο Θεός με ειρήνη στην πατρίδα του. Για ένα διάστημα κατοίκησε στην πεδιάδα της Συχέμ. Στο μέρος αυτό ήταν που ο Αβραάμ πριν εκατό χρόνια είχε κάνει την πρώτη του κατασκήνωση και είχε οικοδομήσει το πρώτο του θυσιαστήριο στη Γη της Επαγγελίας. Εδώ ο Ιακώβ «ηγόρασε την μερίδα του αγρού, όπου έστησε την σκηνήν αυτού, παρά των υιών του Εμμώρ, πατρός του Συχέμ, δι’εκατόν αργύρια. Και έστησεν εκεί θυσιαστήριον, και εκάλεσεν αυτό Ελ-Ελωέ-Ισραήλ» - «Θεός, ο Θεός του Ισραήλ».ΠΠ 181.2

    Όπως έκανε ο Αβραάμ, έτσι και ο Ιακώβ έστησε πλάι στη σκηνή του θυσιαστήριο για τον Κύριο για να καλεί τα μέλη της οικογένειάς του στην πρωινή και εσπερινή θυσία. Εδώ είχε σκάψει επίσης το πηγάδι στο οποίο δεκαεπτά αιώνες αργότερα ήρθε ο Ιησούςαπόγονος του Ιακώβ και Σωτήραςκαθώς ξεκουραζόταν το καταμεσήμερο και μίλησε στους κατάπληκτους ακροατές Του για το νερό εκείνο το οποίο «θέλει γείνει . . . πηγή ύδατος αναβλύζοντος εις ζωήν αιώνιον.» (Ιωάν. 4:14).ΠΠ 181.3

    Η παραμονή του Ιακώβ και των παιδιών του στη Συχέμ κατέληξε στη βία και στην αιματοχυσία. Η μοναχοκόρη της οικογένειας δοκίμασε ντροπή και θλίψη, δύο αδελφοί μπλέχτηκαν σε μια ενοχή εγκλήματος και μια ολόκληρη πόλη παραδόθηκε στο θάνατο και στη σφαγή, ως αντίποινα της παράνομης πράξης ενός παράτολμου νέου. Η αρχή που οδήγησε σε τέτοια τρομερά αποτελέσματα, έγινε όταν η κόρη του Ιακώβ «εξήλθε διά να ίδη τας θυ-γατέρας του τόπου», κινδυνεύοντας με αυτό τον τρόπο να συναναστραφεί με τους απίστους. Όποιος ζητάει να βρει ευχαρίστηση ανάμεσα σε αυτούς που δεν έχουν το φόβο του Θεού, εισέρχεται στο έδαφος του Σατανά και προκαλεί τους πειρασμούς του.ΠΠ 181.4

    Η δόλια σκληρότητα του Συμεών και του Λευί δεν ήταν χωρίς πρόκληση. Με το φέρσιμό τους όμως προς τους κατοίκους της Συχέμ διέπραξαν ένα σοβαρό αμάρτημα. Είχαν αποκρύψει προσεκτικά τα σχέδιά τους από τον Ιακώβ και η είδηση της εκδίκησής τους τον τρομοκράτησε. Όταν πληροφορήθηκε το δόλο και τη βία που χρησιμοποίησαν οι γιοι του, με πόνο στην καρδιά περιορίστηκε μόνο να πει: «Εις ταραχήν με εβάλετε, κάμνοντές με μισητόν μεταξύ των κατοίκων της γης . . . Εγώ δε ολίγους ανθρώπους έχω, και εκείνοι θέλουσι συναχθή εναντίον μου, και θέλουσι με πατάξει, και θέλω απολεσθή εγώ και ο οίκος μου.» Η θλίψη όμως και ο αποτροπιασμός που του προκάλεσε η αιματηρή πράξη τους, φαίνεται από τα λόγια με τα οποία αναφέρθηκε σε αυτή πενήντα περίπου χρόνια αργότερα από το επιθανάτιο κρεβάτι του στην Αίγυπτο. «Συμεών και Λευί οι αδελφοί, όργανα αδικίας είναι η μάχαιρα αυτών. Εις την βουλήν αυτών μη εισέλθης, ψυχή μου, εις την συνέλευσιν αυτών μη ενωθής, τιμή μου . . . Επικατάρατος ο θυμός αυτών διότι ήτο αυθάδης, και η οργή αυτών διότι ήτο σκληρά.» (Γέν. 49:5-7).ΠΠ 182.1

    Ο Ιακώβ διαισθάνθηκε ότι υπήρχε ανάγκη για βαθιά ταπείνωση. Ο χαρακτήρας των παιδιών του εξωτερίκευε σκληρότητα και δολιότητα. Υπήρχαν ψεύτικοι θεοί στο στρατόπεδο και η ειδωλολατρία είχε εισχωρήσει ακόμη και στην οικογένειά του. Αν ο Θεός τούς φερόταν όπως τους άξιζε, δε θα τους άφηνε στην εκδίκηση των γύρω εθνών;ΠΠ 182.2

    Ενώ ο Ιακώβ υπέφερε με αυτή τη στενοχώρια, ο Κύριος τον πρόσταξε να προχωρήσει προς τη Βαιθήλ. Η σκέψη του τόπου αυτού θύμιζε στον πατριάρχη όχι μόνο το όραμά του με τους αγγέλους και τις υποσχέσεις της ευσπλαχνίας του Θεού, αλλά ακόμη και τον όρκο που είχε κάνει εκεί ότι ο Κύριος θα ήταν ο Θεός του. Η απόφασή του ήταν, πριν φθάσει στο ιερό εκείνο σημείο, οι οικείοι του να έχουν απαλλαγεί από το μίασμα της ειδωλολατρίας. Για αυτό διέταξε στο στρατόπεδο:ΠΠ 182.3

    «Εκβάλετε τους θεούς τους ξένους τους μεταξύ σας, και καθαρίσθητε και αλλάξατε τα ενδύματά σας. Και σηκωθέντες ας αναβώμεν εις Βαιθήλ, και εκεί θέλω κάμει θυσιαστήριον εις τον Θεόν, όστις μου επήκουσεν εν τη ημέρα της θλίψεώς μου και ήτο μετ’εμού εν τη οδώ καθ’ην επορευόμην.»ΠΠ 182.4

    Με βαθιά συγκίνηση ο Ιακώβ επανέλαβε την ιστορία της πρώτης του επίσκεψης στη Βαιθήλ, όπου εγκατέλειψε τη σκηνή του πατέρα του, οδοιπορώντας μόνος, φεύγοντας για να σώσει τη ζωή του. Στάθηκε επίσης στο σημείο που ο Κύριος του παρουσιάσθηκε τη νύχτα στο όνειρό του. Ανασκοπώντας το θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο του φέρθηκε ο Θεός, ηρέμησε η καρδιά του. Τα παιδιά του είχαν επηρεαστεί από μια υποτακτική δύναμη. Είχε ακολουθήσει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να τα προετοιμάσει να συμμετέχουν στη λατρεία του Θεού όταν θα έφθαναν στη Βαιθήλ. «Και έδωκαν εις τον Ιακώβ πάντας τους ξένους θεούς, όσοι ήσαν εις τας χείρας αυτών, και τα ενώτια τα εις τα ωτία αυτών, και έκρυψεν αυτά ο Ιακώβ υπό την δρυν την πλησίον της Συχέμ.»ΠΠ 182.5

    Ο Θεός επέφερε φόβο στους κατοίκους της περιοχής, ώστε να μη προσπαθήσουν να εκδικηθούν για τη σφαγή της Συχέμ. Οι οδοιπόροι έφθασαν άθικτοι στη Βαιθήλ, όπου ο Κύριος παρουσιάστηκε πάλι στον Ιακώβ και ανανέωσε την προς αυτόν υπόσχεση της διαθήκης. «Και έστησεν ο Ιακώβ στήλην εν τω τόπω όπου ελάλησε μετ’ αυτού, στήλην λιθίνην.»ΠΠ 183.1

    Στη Βαιθήλ ο Ιακώβ θρήνησε το χαμό ενός ατόμου που για χρόνια υπήρξε τιμητικό μέλος της οικογένειας του πατέρα του, της Δεβόρρας, της τροφού της Ρεβέκκας που είχε ακολουθήσει την κυρία της από τη Μεσοποταμία στη γη Χαναάν. Η παρουσία της ηλικιωμένης αυτής γυναίκας αποτελούσε για τον Ιακώβ έναν πολύτιμο δεσμό που τον συνέδεε με την πρότερη ζωή του και ιδιαίτερα με τη μητέρα η οποία τον υπεραγαπούσε. Η Δεβόρρα τάφηκε με εκδηλώσεις τόσο μεγάλου πένθους, που η βαλανιδιά κάτω από την οποία σκάφθηκε ο τάφος της ονομάσθηκε “βαλανιδιά πένθους». Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η ανάμνηση της ζωής της, ζωή πιστής υπηρεσίας, καθώς και πένθους για τη φίλη αυτή της οικογένειας θεωρήθηκε άξια να διαφυλαχθεί μέσα στο λόγο του Θεού.ΠΠ 183.2

    Το ταξίδι από τη Βαιθήλ στη Χεβρών έπαιρνε δύο μόνο ημέρες, αλλά ο θάνατος της Ραχήλ προξένησε μεγάλη θλίψη στον Ιακώβ. Η επτάχρονη υπηρεσία που πρόσφερε δύο φορές για χάρη της καθώς και η αγάπη του για αυτή φάνηκε, όταν πολλά χρόνια αργότερα όταν ο Ιακώβ, όντας ετοιμοθάνατος στην Αίγυπτο, συνάντησε το γιο του Ιωσήφ. Ο γερασμένος πια πατριάρχης, αναλογιζόμενος την περασμένη ζωή του, είπε: «Ότε εγώ ηρχόμην από Παδάν, απέθανεν εις εμέ η Ραχήλ καθ’οδόν εν τη γη Χαναάν, ενώ δεν έλειπεν ειμή ένα διάστημα διά να φθάσωμεν εις Εφραθά.» (Γέν. 48:7).Από τη μακρά και ταραγμένη ζωή του, η απώλεια της Ραχήλ είναι το μοναδικό γεγονός που αναφέρεται στο ιστορικό της οικογένειας.ΠΠ 183.3

    Πριν πεθάνει η Ραχήλ γέννησε ένα δεύτερο γιο. Ενώ ξεψυχούσε, ονόμασε το παιδί της Βενονί «υιός οδύνης μου». Ο πατέρας όμως τον ονόμασε Βενιαμίν «υιός δεξιάς» ή «ισχύς μου». Η Ραχήλ τάφηκε στο μέρος όπου πέθανε και στο σημείο εκείνο στήθηκε ένας στύλος για να διαιωνισθεί η μνήμη της.ΠΠ 184.1

    Ενώ πήγαινε στην Εφραθά, ένα άλλο σκοτεινό έγκλημα κηλίδωσε την οικογένεια του Ιακώβ και έγινε αιτία να στερηθεί ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος γιος, τα προνόμια και τις τιμές των πρωτοτοκίων.ΠΠ 184.2

    Τέλος, έφθασε ο Ιακώβ στο τέρμα του ταξιδιού του «προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού εις Μαμβρή, εις Κιριάθ Αρβά, ήτις είναι η Χεβρών, όπου ο Αβραάμ και ο Ισαάκ είχον παροικήσει». Εδώ έμεινε μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του πατέρα του. Για τον κλινήρη και τυφλό Ισαάκ η συγκινητική φροντίδα του πολυξενητεμένου αυτού γιου ήταν παρηγοριά στα χρόνια της μοναξιάς και του πένθους.ΠΠ 184.3

    Ο Ιακώβ και ο Ησαύ συναντήθηκαν στο επιθανάτιο κρεβάτι του πατέρα τους. Άλλοτε ο μεγαλύτερος αδελφός απέβλεπε στο γεγονός αυτό σαν ευκαιρία για να εκδικηθεί. Τα αισθήματά του όμως είχαν αλλάξει πολύ από τότε. Όσο για τον Ιακώβ, αυτός ήταν εντελώς ικανοποιημένος με τις πνευματικές ευλογίες των πρωτοτοκίων και παραιτήθηκε από κάθε αξίωση για την κληρονομιά του πλούτου του πατέρα τους , τη μόνη κληρονομιά που ο Ησαύ ζητούσε ή εκτιμούσε. Δεν τους αποξένωνε πια η ζήλια και το μίσος. Χωρίστηκαν όμως και ο Ησαύ αποχώρησε στο όρος Σηείρ.ΠΠ 184.4

    Ο Θεός πλούσιος σε ευλογίες, είχε χαρίσει στον Ιακώβ επίγεια πλούτη πάνω από το ανώτερο καλό που είχε αποζητήσει. Τα υπάρχοντα των δύο αδελφών «ήσαν τόσο πολλά, ώστε δεν ηδύναντο να κατοικήσωσιν ομού, και δεν ηδύνατο η γη της παροικήσεως αυτών να χωρέση αυτούς εξαιτίας των κτηνών αυτών». Ο χωρισμός αυτός ήταν σύμφωνος με τη θεϊκή πρόθεση όσον αφορά τον Ιακώβ. Αφού οι αδελφοί διέφεραν τόσο πολύ στη θρησκευτική πίστη τους, ήταν προτιμότερο για αυτούς να κατοικούν χωριστά.ΠΠ 184.5

    Ο Ησαύ και ο Ιακώβ είχαν διδαχθεί το ίδιο την επίγνωση του Θεού και είχαν και οι δύο την ελευθερία να βαδίσουν σύμφωνα με τα διατάγματά Του και να δεχθούν την εύνοιά Του. Δεν είχαν κάνει και οι δύο την επιλογή αυτή. Τα δύο αδέλφια είχαν ακολουθήσει διαφορετική πορεία και οι δρόμοι τους θα εξακολουθούσαν να χωρίζονται όσο πήγαινε και περισσότερο.ΠΠ 184.6

    Δεν ήταν καμιά αυθαίρετη επιλογή από μέρους του Θεού που απέκλεισε τον Ησαύ από τις σωτήριες ευλογίες. Τα δώρα της χάρης Του μέσω του Χριστού προσφέρονται δωρεάν σε όλους. Δεν υπάρ- χει άλλη από τηνατομική επιλογή που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή κάποιου.ΠΠ 184.7

    Ο Θεός εξέθεσε στο λόγο Του τους όρους μέσω των οποίων η κάθε ψυχή πρόκειται να επιλεγεί για την αιώνια ζωή. Βασική προϋπόθεση είναι η υπακοή στις εντολές Του μέσα από την πίστη στο Χριστό. Ο Θεός επέλεξε ένα χαρακτήρα εναρμονισμένο με το νόμο Του. Ο καθένας που φθάνει στο ιδανικό των αξιώσεών Του θα εισέλθει στη βασιλεία της δόξας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε:ΠΠ 185.1

    «Όστις πιστεύει εις τον Υιόν, έχει ζωήν αιώνιον, όστις όμως απειθεί εις τον Υιόν δεν θέλει ιδεί ζωήν.» «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς Εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ο πράττων το θέλημα του Πατρός Μου του εν τοις ουρανοίς.» Και στην Αποκάλυψη δηλώνει: «Μακάριοι οι πράττοντες τας εντολάς Αυτού, διά να έχωσιν εξουσίαν επί το δένδρον της ζωής και να εισέλθωσι διά των πυλώνων εις την πόλιν.» (Ιωάν. 3:36, Ματθ. 7:21, Αποκ. 22:14). Όταν πρόκειται για την τελική σωτηρία του ανθρώπου, αυτή είναι η μόνη επιλογή που παρουσιάζει ο λόγος του Θεού.ΠΠ 185.2

    Κάθε ψυχή που εργάζεται για τη σωτηρία της με φόβο και τρόμο επιλέγεται από το Θεό. Επιλέγεται εκείνος που φορεί την πανοπλία και αγωνίζεται τον καλό αγώνα της πίστης. Επιλέγεται εκείνος που άγρυπνά στην προσευχή, που ερευνά τη Γραφή και φεύγει από τον πειρασμό. Ε-πιλέγεται εκείνος που έχει διαρκή πίστη και υπακούει σε κάθε λόγο ο οποίος εξέρχεται από το στόμα του Θεού. Οι προμήθειες της απολύτρωσης προσφέρονται δωρεάν σε όλους. Τα αποτελέσματα της απολύτρωσης θα απολαύσουν εκείνοι που τήρησαν τους όρους.ΠΠ 185.3

    Ο Ησαύ είχε περιφρονήσει τις ευλογίες της διαθήκης. Είχε εκτιμήσει τα επίγεια περισσότερο από τα πνευματικά αγαθά και είχε λάβει εκείνο που επιθυμούσε. Επιθυμούσε την ατομική του επιλογή, εκείνη που τον χώρισε από το λαό του Θεού. Ο Ιακώβ είχε προτιμήσει την κληρονομιά της πίστης. Είχε προσπαθήσει να την αποκτήσει με το δόλο και με την ψευτιά, αλλά ο Θεός επέτρεψε να επανορθωθεί η αμαρτία του.ΠΠ 185.4

    Όμως, με όλες τις πικρές εμπειρίες στα βαθιά του γεράματα, ο Ιακώβ ποτέ δεν παρέκκλινε από την πρόθεσή του, ούτε αποποιήθηκε την επιλογή του. Είχε μάθει ότι καταφεύγοντας στην ανθρώπινη δεξιοτεχνία και πανουργία για να εξασφαλίσει την ευλογία, μαχόταν το Θεό. Από τη νύχτα της πάλης του δίπλα στον ποταμό Ιαββόκ, ο Ιακώβ είχε γίνει διαφορετικός άνθρωπος. Η εμπιστοσύνη που είχε στον εαυτό του ξεριζώθηκε. Η μέχρι τότε εκδηλωμένη πονηριά δεν παρουσιάσθηκε πια. Αντί για πανουργία και απάτη, η ζωή του εξωτερίκευε απλότητα και ειλικρίνεια. Είχε μάθει το μάθημα της απλής εξάρτησης από τον πανίσχυρο Βραχίονα και όταν αντιμετώπιζε θλίψεις και δοκιμασίες, υποκλινόταν ταπεινά υποτασσόμενος στο θέλημα του Θεού. Τα χειρότερα στοιχεία του χαρακτήρα καταναλώθηκαν στο καμίνι της φωτιάς, το πραγματικό χρυσάφι καθορίστηκε, μέχρι που η πίστη του Αβραάμ και του Ισαάκ παρουσιάστηκε άσπιλη στον Ιακώβ.ΠΠ 185.5

    Η αμαρτία του Ιακώβ και τα πολυάριθμα γεγονότα στα οποία αυτή οδήγησε, δεν απέφυγαν να δημιουργήσουν επιρροή για το κακό, μια επιρροή που επέδειξε άσχημη καρποφορία στη ζωή των παιδιών του. Όταν αυτά ανδρώθηκαν, παρουσίασαν σοβαρά ελαττώματα. Τα αποτελέσματα της πολυγαμίας φανερώθηκαν στην οικογένεια. Το φοβερό κακό τείνει να αποξηράνει τις ίδιες τις πηγές της αγάπης και η επιρροή που εξασκεί, εξασθενεί τους ιερότερους δεσμούς. Η ζηλοφθονία των διαφόρων μανάδων είχε δηλητηριάσει τις οικογενειακές σχέσεις, τα παιδιά μεγαλώνοντας έγιναν επιθετικά και αδύναμα να συγκρατηθούν. Η ζωή του πατέρα αμαυρώθηκε από την αγωνία και τη θλίψη.ΠΠ 186.1

    Υπήρχε όμως ένας με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, ο μεγαλύτερος γιος της Ραχήλ, ο Ιωσήφ. Η σπάνια προσωπική του ομορφιά φαινόταν να αντανακλά την εσωτερική πνευματική και ψυχική ομορφιά. Αγνός, εργατικός και χαρούμενος, ο νεαρός παρουσίαζε επίσης στοιχεία ηθικής ανάτασης και σταθερότητας. Άκουγε τις συμβουλές του πατέρα του και αγαπούσε να υπακούει στο Θεό. Οι αρετές που αργότερα τον διέκριναν στην Αίγυπτο - ευγένεια, πιστότητα, ειλικρίνεια - ήταν ήδη έκδηλες στην καθημερινή ζωή του. Επειδή η μητέρα του είχε πεθάνει, προσκολλήθηκε περισσότερο ακόμη στον πατέρα του. Η καρδιά του Ιακώβ συνδέθηκε με το παιδί των γηρατειών του και «ηγάπα τον Ιωσήφ υπέρ πάντας τους υιούς αυτού.»ΠΠ 186.2

    Αλλά και αυτή η αγάπη έμελλε να γίνει αφορμή για φασαρία και στενοχώρια. Απερίσκεπτα ο Ιακώβ εκδήλωνε την προτίμησή του για τον Ιωσήφ και αυτό προκάλεσε τη ζήλια των άλλων παιδιών του. Καθώς ο Ιωσήφ παρατηρούσε την κακή διαγωγή των αδελφών του, στενοχωριόταν πολύ. Προσπάθησε να τους ελέγξει ευγενικά, αλλά και αυτό διέγειρε το μίσος και τη δυσφορία τους ακόμη περισσότερο. Δεν άντεχε να τους βλέπει να αμαρτάνουν εναντίον του Θεού και ανέφερε την υπόθεση στον πατέρα του, ελπίζοντας ότι το κύρος του θα τους έκανε να διορθωθούν.ΠΠ 186.3

    Προσεκτικά ο Ιακώβ απέφυγε να εξάψει το θυμό τους μεταχειριζόμενος τραχύτητα ή αυστηρότητα. Με βαθιά συγκίνηση εξέφρασε την ανησυχία του για τα παιδιά του, παρακαλώντας τα να σεβαστούν τα άσπρα μαλλιά του και να μη ντροπιάζουν το όνομά του και πάνω από όλα να μη στερούν την τιμή στο Θεό, δείχνοντας τέτοια περιφρόνηση στα διατάγματά Του. Ντροπιασμένοι που η κακία τους έγινε γνωστή, οι νεαροί άνδρες έδειξαν ότι μετανόησαν, αλλά απλώς έκρυψαν τα πραγματικά τους αισθήματα που με την αποκάλυψη αυτή έγιναν ακόμη πιο πικρά.ΠΠ 186.4

    Η απερισκεψία του πατέρα να χαρίσει στον Ιωσήφ ένα ακριβό χιτώνα ή χλαμύδα, τέτοια που συνήθως φορούσαν διακεκριμένα άτομα. Η κίνηση αυτή τους φάνηκε σαν μια άλλη ένδειξη της μεροληψίας του και προκάλεσε την υποψία ότι είχε σκοπό να προσπεράσει τα μεγαλύτερα παιδιά του και να δώσει τα πρωτοτόκια στο γιο της Ραχήλ. Η κακεντρέχειά τους αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν μια μέρα τους μίλησε για ένα όνειρο που είδε. Τους είπε: «Ιδού, ημείς εδένομεν δεμάτια εν μέσω της πεδιάδος, και ιδού εσηκώθη το ιδικόν μου δεμάτιον και εστάθη όρθιον, και ιδού τα ιδικά σας δεμάτια περιστραφέντα, προσεκύνησαν το ιδικόν μου δεμάτιον.»ΠΠ 187.1

    «Βασιλεύς θέλεις γίνει εφ’ημάς;» φώναξαν τα αδέλφια του εξοργισμένα από τη ζήλια.ΠΠ 187.2

    Λίγο αργότερα είδε ένα άλλο όνειρο εξίσου σημαντικό και τους το διηγήθηκε και αυτό. «Ιδού, ο ήλιος, και η σελήνη, και ένδεκα αστέρες με προσεκύνουν.» Το όνειρο αυτό ήταν τόσο ευκολοεξήγητο, όσο και το πρώτο. Ο πατέρας που ήταν παρών, μίλησε κάνοντάς του την παρατήρηση: «Τί είναι το ενύπνιον τούτο το οποίον ενυπνιάσθης; άραγε θέλομεν ελθεί εγώ και η μήτηρ σου, και οι αδελφοί σου διά να σε προσκυνήσωμεν έως εδάφους;» Παρά τη φαινομενική αυστηρότητα των λόγων του, ο Ιακώβ πίστευε ότι ο Κύριος αποκάλυπτε το μέλλον στον Ιωσήφ.ΠΠ 187.3

    Καθώς το αγόρι με το όμορφο παρουσιαστικό του στεκόταν μπροστά τους, έλαμπε από το Πνεύμα της Έμπνευσης. Δεν μπορούσαν να κρύψουν το θαυμασμό τους. Προτίμησαν όμως να μην εγκαταλείψουν τους κακούς τρόπους τους και μίσησαν την αγνότητα που έλεγχε τις αμαρτίες τους. Το ίδιο πνεύμα που υποκινούσε τον Κάιν, άρχισε να ανάβει στην καρδιά τους.ΠΠ 187.4

    Οι αδελφοί ήταν αναγκασμένοι να μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τα κοπάδια τους, και συχνά έλειπαν ολόκληρους μήνες από το σπίτι. Ύστερα από τα προαναφερθέντα περιστατικά, πήγαν στο μέρος το οποίο είχε αγοράσει ο πατέρας τους στη Συχέμ. Όταν πέρασε λίγος καιρός χωρίς καθόλου ειδήσεις από αυτούς, ο πατέρας άρχισε να φοβάται για την ασφάλειά τους εξαιτίας της προηγούμενης σκληρότητας που είχαν δείξει στους κατοίκους της Συχέμ. Για αυτό έστειλε τον Ιωσήφ να τους βρει για να τον ενημερώσει για την κατάστασή τους. Αν ο Ιακώβ ήξερε τα πραγματικά αισθήματα των παιδιών του για τον Ιωσήφ, δε θα είχε εμπιστοσύνη να τον στείλει σε αυτούς μόνο του. Τις διαθέσεις τους όμως εκείνοι τις είχαν αποκρύψει προσεκτικά.ΠΠ 187.5

    Με χαρούμενη καρδιά ο Ιωσήφ χωρίστηκε από τον πατέρα του, χωρίς ούτε ο γέροντας ούτε ο νέος να μπορούν ποτέ να φανταστούν τα όσα θα συνέβαιναν πριν ξανασυναντηθούν. Όταν έπειτα από τη μακρινή, μονήρη οδοιπορία ο Ιωσήφ έφθασε στη Συχέμ, δε βρήκε πουθενά ούτε τα αδέλφια του ούτε τα κοπάδια τους. Όταν ζήτησε να πληροφορηθεί για αυτούς, τον έστειλαν στη Δωθάν. Είχε βαδίσει πάνω από πενήντα μίλια και τώρα έμεναν άλλα δεκαπέντε μίλια. Προχωρούσε όμως ξεχνώντας την κούραση του με τη σκέψη ότι θα απάλλασσε τον πατέρα του από την αγωνία του και θα συναντούσε τα αδέλφια του που πάντα αγαπούσε παρά την κακία τους.ΠΠ 188.1

    Τα αδέλφια του τον είδαν να πλησιάζει. Ούτε η σκέψη του μακρινού ταξιδιού που είχε κάνει για να τους βρει, ούτε η κούραση και η πείνα, ούτε το δικαίωμά του για φιλοξενία και αδελφική αγάπη μετρίασαν το πικρό τους μίσος. Η θέα του χιτώνα του, η εκδήλωση της αγάπης του πατέρα τους, τους έκανε έξαλλους. «Ιδού, έρχεται εκείνος ο κύριος των ενυπνίων», είπαν ειρωνικά. Η ζήλια και η εκδίκηση που για πολύ καιρό υπέθαλπαν, τους κυρίεψε. Είπαν: «Ας φονεύσωμεν αυτόν και ας ρίψωμεν αυτόν εις ένα εκ των λάκκων, και θέλομεν ειπεί, Θηρίον κακόν κατέφαγεν αυτόν. Και θέλομεν ιδεί τί θέλουσι γίνει τα ενύπνια αυτού.»ΠΠ 188.2

    Θα είχαν εκτελέσει το σκοπό τους αν δεν έμπαινε στη μέση ο Ρουβήν. Από αποτροπιασμό, αυτός αρνήθηκε να συμμετάσχει στη δολοφονία του αδελφού του και πρότεινε να ρίξουν τον Ιωσήφ ζωντανό σε ένα λάκκο και να τον αφήσουν εκεί να πεθάνει. Είχε όμως σκοπό στα κρυφά να τον σώσει και να τον στείλει στον πατέρα του. Αφού έπεισε τους άλλους να δεχθούν το σχέδιό του, ο Ρουβήν απομακρύνθηκε από τη συντροφιά, από φόβο μήπως δεν κατόρθωνε να επιβληθεί στα αισθήματά του και φανερώνονταν οι πραγματικές προθέσεις του.ΠΠ 188.3

    Ο Ιωσήφ πλησίασε ανύποπτος για τον κίνδυνο, χαρούμενος ότι ο σκοπός της μακράς του έρευνας είχε εκπληρωθεί. Αντί όμως για το φιλικό χαιρετισμό που περίμενε, τρομοκρατήθηκε από τα εκδικητικά και βλοσυρά βλέμματα που αντίκρισε. Τον άρπαξαν και του αφαίρεσαν το χιτώνα του. Οι σαρκασμοί και οι εκφοβισμοί φανέ ρωναν θανατικό σκοπό.Καμιά σημασία δεν έδιναν στα παρακάλια του. Ήταν εντελώς στο έλεος των περιφρονούντων ανδρών. Σέρνοντάς τον βίαια σε ένα βαθύ λάκκο, τον έριξαν μέσα και, αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να αποδράσει, τον άφησαν εκεί να πεθάνει από την πείνα ενώ αυτοί «εκάθισαν να φάγωσιν άρτον.»ΠΠ 188.4

    Μερικοί από αυτούς όμως δεν αισθάνονταν άνετα. Δεν ένιωθαν την ικανοποίηση που περίμεναν ότι θα τους έφερνε η εκδίκησή τους. Σε λίγο φάνηκε να πλησιάζει μια συνοδεία από ταξιδιώτες. Ήταν ένα καραβάνι Ισμαηλιτών που προέρχονταν από την απέναντι πλευρά του Ιορδάνη και πήγαιναν στην Αίγυπτο, μεταφέροντας μπαχαρικά και άλλες πραμάτειες. Τότε ο Ιούδας πρότεινε να πουλήσουν τον αδελφό τους στους ειδωλολάτρες εμπόρους αντί να τον αφήσουν να πεθάνει. Έτσι, θα τον έβγαζαν εντελώς από τη μέση χωρίς να μολυνθούν και με το αίμα του. «Διότι αδελφός ημών, σαρξ ημών είναι», είπε. Όλοι συμφώνησαν με την πρόταση αυτή και έσυραν βιαστικά τον Ιωσήφ έξω από το λάκκο.ΠΠ 189.1

    Μόλις είδε τους εμπόρους, ο Ιωσήφ κατάλαβε αμέσως τη φοβερή αλήθεια. Να γίνει σκλάβος, ήταν μια τύχη που τη φοβόταν περισσότερο και από το θάνατο. Τρομοκρατημένος από την αγωνία, παρακαλούσε τον έναν αδελφό μετά τον άλλον, αλλά μάταια. Μερικοί τον λυπόνταν, αλλά από φόβο μη γίνουν περίγελοι, σιωπούσαν. Όλοι αισθάνονταν ότι στο σημείο αυτό είχαν προχωρήσει πολύ μακριά για να υποχωρήσουν. Αν γλίτωνε ο Ιωσήφ, ασφαλώς θα τους ανέφερε στον πατέρα του και αυτός δε θα παρέβλεπε τη σκληρότητά τους προς τον ευνοούμενο γιο του. Σκληραίνοντας τις καρδιές τους στα παρακάλια του, τον παρέδωσαν στα χέρια των ειδωλολατρών εμπόρων. Το καραβάνι ξεκίνησε και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια τους.ΠΠ 189.2

    Ο Ρουβήν ξαναγύρισε στο λάκκο αλλά ο Ιωσήφ δεν ήταν εκεί. Αναστατωμένος και με τύψεις στη συνείδησή του έτρεξε να βρει τους αδελφούς του φωνάζοντας: «Το παιδίον δεν υπάρχει, και εγώ πού να υπάγω;» Όταν πληροφορήθηκε την τύχη του Ιωσήφ και είδε ότι ήταν πια αδύνατο να τον επαναφέρει, ο Ρουβήν παρασύρθηκε να συμφωνήσει με τους άλλους να κρύψουν την ενοχή τους. Αφού έσφαξαν ένα κατσίκι, βούτηξαν το χιτώνα του Ιωσήφ στο αίμα του και πηγαίνοντάς το στον πατέρα τους, προφασιστηκαν ότι το είχαν βρει στα χωράφια και ότι φοβόνταν πως ή-ταν του αδελφού τους. Του είπαν: «Γνώρισον τώρα αν ήναι ο χιτών του υιού σου ή ουχί.»ΠΠ 189.3

    Φοβόνταν τη σκηνή που θα αντίκριζαν, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένοι για τη σπαραξικάρδια αγωνία, για το τρομακτικό ξέσπασμα της λύπης που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν. Ο Ιακώβ είπε: «Ο χιτών του υιού μου είναι, θηρίον κακόν κατέφαγεν αυτόν, όλος κατεσπαράχθη ο Ιωσήφ.» Μάταια οι γιοι και οι θυγατέρες του προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. «Διέσχισεν ο Ιακώβ τα ιμάτια αυτού, και έβαλε σάκκον εις την οσφύν αυτού, και επένθησε τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς.» Ο χρόνος δε φαινόταν να καταπραΰνει τη θλίψη του. «Πενθών θέλω καταβή προς τον υιόν μου εις τον τάφον», φώναξε απαρηγόρητος. Οι νεαροί άνδρες, τρομοκρατημένοι για την πράξη τους, αλλά φοβούμενοι τις επιπλήξεις του πατέρα τους, εξακολουθούσαν να κρατούν μυστική στην καρδιά τους τη γνώση της ενοχής τους που ακόμη και στα δικά τους μάτια φαινόταν πολύ μεγάλη.ΠΠ 190.1

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents