Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Πατριάρχες και Προφήτες

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 68—Ο Δαβιδ στη Σικλαγ

    (Βασίζεται στα βιβλία Α', Σαμουήλ, κεφ. 29:, 30:, Β', Σαμουήλ, κεφ.1:)ΠΠ 691.1

    Ο Δαβίδ και οι άνδρες του δεν είχαν πάρει μέρος στη μάχη μεταξύ του Σαούλ και των Φιλισταίων, αν και είχαν συμβαδίσει με τους Φιλισταίους μέχρι το πεδίο της μάχης. Καθώς τα δύο στρατεύματα ετοιμάζονταν να δώσουν μάχη, ο γιος του Ιεσσαί βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Αναμενόταν ότι θα πολεμούσε στο πλευρό των Φιλισταίων. Αν κατά τη συμπλοκή εγκατέλειπε την θέση του και λιποτακτούσε, όχι μόνο θα στιγματιζόταν για ανανδρία αλλά και για αχαριστία και προδοσία προς τον Αγχούς που τον είχε προστατεύσει και του είχε δείξει εμπιστοσύνη.ΠΠ 691.2

    Μια τέτοια πράξη θα κηλίδωνε το όνομά του με ατιμία και θα τον εξέθετε στην οργή των εχθρών του τους οποίους έπρεπε να φοβάται περισσότερο από ότι τον Σαούλ. Από την άλλη μεριά, δεν θα δεχόταν να πολεμήσει ούτε για ένα λεπτό εναντίον του Ισραήλ. Αν έκανε κάτι τέτοιο θα γινόταν προδότης της πατρίδας του, εχθρός του Θεού και του λαού του. Αυτό θα έφραζε για πάντα το δρόμο του για το θρόνο του Ισραήλ. Αν ο Σαούλ φονευόταν στη μάχη, ο θάνατός του θα αποδιδόταν στο Δαβίδ.ΠΠ 691.3

    Ο Δαβίδ αντιλήφθηκε ότι είχε στραβοπατήσει. Θα ήταν πολύ καλύτερα για αυτόν αν είχε ζητήσει να καταφύγει στα ισχυρά ορεινά οχυρά του Θεού παρά στους άσπονδους εχθρούς του Κυρίου και του λαού Του. Αλλά με τη μεγάλη ευσπλαχνία Του ο Θεός δεν τιμώρησε το σφάλμα του δούλου Του, εγκαταλείποντάς τον μόνο του μέσα στην απελπισία και στην αμηχανία του. Ο Δαβίδ, αν και έχασε το έρεισμά του στη θεϊκή δύναμη επειδή παραστράτησε και απομακρύνθηκε από το δρόμο της αυστηρής ακεραιότητας, στην καρδιά του είχε πάντοτε την πρόθεση να παραμείνει πιστός στο Θεό. Ενώ ο Σατανάς και η στρατιά του εργάζονταν δραστήρια βοηθώντας τους εχθρούς του Θεού και του Ισραήλ να καταστρώσουν σχέδιο εναντίον ενός βασιλιά που είχε εγκαταλείψει το Θεό, οι άγγελοι του Κυρίου προσπαθούσαν να ελευθερώσουν το Δαβίδ από τον κίνδυνο που είχε πέσει. Ουράνιοι απεσταλμένοι παρακίνησαν τους Φιλισταίους σατράπες να διαμαρτυρηθούν για την παρουσία του Δαβίδ και της δύναμής του στο στράτευμά τους, καθώς πλησίαζε η ώρα της μάχης.ΠΠ 691.4

    «Τί θέλουσιν ούτοι οι Εβραίοι;» φώναξαν οι Φιλισταίοι στρατηγοί σπεύδοντας στον Αγχούς. Εκείνος, μη θέλοντας να στερηθεί έναν τόσο σπουδαίο σύμμαχο, απάντησε: «Δεν είναι ούτος ο Δαβίδ, ο δούλος του Σαούλ βασιλέως του Ισραήλ, όστις εστάθη μετ’εμού ταύτας τας ημέρας, ή τούτους τους χρόνους; και δεν εύρηκα εν αυτώ ουδέν σφάλμα, αφού ενέπεσεν εις εμέ έως της ημέρας ταύτης.» Αγανακτισμένοι όμως οι στρατηγοί, επέμεναν στην απαίτηση τους:ΠΠ 692.1

    «Απόπεμψον τον άνθρωπον τούτον, και ας επιστρέψη εις τον τόπον αυτού τον οποίον διώρισας εις αυτόν, και ας μη καταβή μεθ’ημών εις την μάχην, μήποτε γείνη εν τη μάχη πολέμιος ημών, διότι πώς ήθελε διαλλαγή ούτος μετά του κυρίου αυτού; ουχί με τας κεφαλάς των ανδρών τούτων; Δεν είναι ούτος ο Δαβίδ περί του οποίου έψαλλον αμοιβαίως εν τοις χοροίς λέγοντες, Ο Σαούλ επάταξε τας χιλιάδας αυτού, και ο Δαβίδ τας μυριάδας αυτού;»ΠΠ 692.2

    Ο φόνος του φημισμένου μαχητή τους και ο θρίαμβος του Ισραήλ σε εκείνη την περίσταση ήταν ακόμη νωπός στη μνήμη των Φιλισταίων σατραπών. Δεν πίστευαν ότι ο Δαβίδ θα πολεμούσε εναντίον του λαού του. Αν μέσα στην κάψα της μάχης περνούσε στο πλευρό τους, θα προξενούσε μεγαλύτερη ζημιά στους Φιλισταίους από ότι ολόκληρος ο στρατός του Σαούλ.ΠΠ 692.3

    Έτσι, ο Αγχούς αναγκάσθηκε να υποχωρήσει και καλώντας το Δαβίδ του είπε:ΠΠ 692.4

    «Ζη Κύριος, βεβαίως εστάθης ευθύς, και η έξοδός σου και η είσοδός σου μετ’εμού εν τω στρατοπέδω είναι αρεστή εις τους οφθαλμούς μου, διότι κακόν δεν εύρηκα εν σοι αφ’ης ημέρας ήλθες προς εμέ έως της ημέρας ταύτης. Αλλ’όμως εις τους οφθαλμούς των σατραπών δεν είσαι αρεστός. Τώρα λοιπόν επίστρεψον και ύπαγε εν ειρήνη, διά να μη φέρης δυσαρέσκειαν εις τους σατράπας των Φιλισταίων.»ΠΠ 692.5

    Από φόβο μήπως προδώσει τα πραγματικά του αισθήματα, ο Δαβίδ απάντησε: «Αλλά τί έκαμα; και τί εύρηκας εν τω δούλω σου αφ’ης ημέρας είμαι ενώπιόν σου, έως της ημέρας ταύτης, ώστε να μη υπάγω να πολεμήσω εναντίον των εχθρών του κυρίου μου του βασιλέως;»ΠΠ 692.6

    Η απάντηση του Αγχούς θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ρίγη ντροπής και τύψεων στην καρδιά του Δαβίδ καθώς αναλογιζόταν πόσο ευτελείς ήταν οι απάτες στις οποίες είχε ξεπέσει ένας δούλος του Κυρίου. Ο βασιλιάς του είπε: «Εξεύρω ότι είσαι αρεστός εις τους οφθαλμούς μου ως άγγελος Θεού, πλην οι σατράπαι των Φιλισταίων είπον, Δεν θέλει αναβή μεθ’ημών εις την μάχην. Τώρα λοιπόν, σηκώθητι ενωρίς το πρωί, μετά των δούλων του κυρίου σου, των ελθόντων μετά σου, και καθώς σηκωθήτε ενωρίς το πρωί, ευθύς όταν φέγξη, αναχωρήσατε.» Έτσι, χάλασε η παγίδα στην οποία είχε μπλεχθεί ο Δαβίδ και έτσι βρέθηκε ελεύθερος.ΠΠ 693.1

    Ύστερα από πορεία τριών ημερών η ομάδα του αποτελούμενη από εξακόσια μέλη έφθασε στη Σικλάγ, τη φιλιστινιακή κατοικία τους. Η σκηνή όμως που αντίκρισαν, ήταν σκηνή ερήμωσης. Οι Αμαληκίτες, επωφελούμενοι από την απουσία του Δαβίδ και της δύναμής του, εκδικήθηκαν για τις επιδρομές που είχε κάνει στα εδάφη τους. Κατέλαβαν ξαφνικά την αφρούρητη πόλη και αφού τη λεηλάτησαν και την έκαψαν, έφυγαν αιχμαλωτίζοντας τα γυναικόπαιδα και φορτωμένοι λάφυρα.ΠΠ 693.2

    Άφωνοι από τον τρόμο και την έκπληξη, ο Δαβίδ και οι άνδρες του για λίγο κοίταζαν βουβοί τα μαύρα και καπνίζοντα αποκαΐδια. Συνεπαρμένοι από τα αισθήματα της φοβερής τους απόγνωσης, οι σκληραγωγημένοι εκείνοι πολεμιστές «ύψωσαν ... την φωνήν αυτών και έκλαυσαν εωσού δεν έμεινε πλέον εις αυτούς δύναμις να κλαίωσι.»ΠΠ 693.3

    Στην περίπτωση αυτή ο Δαβίδ τιμωρήθηκε για την έλλειψη πίστης που τον οδήγησε να βρεθεί μεταξύ των Φιλισταίων. Του δόθηκε η ευκαιρία να δει πόση ασφάλεια μπορούσε να περιμένει ανάμεσα στους εχθρούς του Θεού και του λαού Του. Οι οπαδοί του Δαβίδ στράφηκαν εναντίον του, θεωρώντας τον αίτιον της συμφοράς τους. Αυτός είχε προκαλέσει την εκδίκηση των Αμαληκιτών με τις επιθέσεις του εναντίον τους. Επιπλέον, έχοντας υπέρμετρη εμπιστοσύνη στους εχθρούς του, είχε αφήσει την πόλη α-φρούρητη. Έξαλλοι από τη λύπη και τον παροξυσμό της οργής, οι στρατιώτες του ήταν τώρα έτοιμοι για κάθε απονενοημένο διάβημα μέχρι που απείλησαν να λιθοβολήσουν τον αρχηγό τους.ΠΠ 693.4

    Ο Δαβίδ φαινόταν ότι είχε αποκοπεί από κάθε ανθρώπινη υποστήριξη. Ό,τι του ήταν πολύτιμο στον κόσμο αυτό, του είχε αφαιρεθεί. Ο Σαούλ τον είχε εξορίσει από την πατρίδα του. Οι Φιλισταίοι τον είχαν διώξει από το στρατόπεδο. Οι Αμαληκίτες είχαν ρημάξει την πόλη του. Οι γυναίκες και τα παιδιά του είχαν αιχμαλωτιστεί, οι στενοί του φίλοι είχαν συνασπισθεί εναντίον του και τον απειλούσαν ακόμη με θάνατο.ΠΠ 693.5

    Στην ώρα αυτή της έσχατης ανάγκης, ο Δαβίδ αντί να απασχολεί τη σκέψη του με αυτά τα επώδυνα περιστατικά, στράφηκε κατευθείαν στο Θεό για βοήθεια. «Εκραταιώθη εν Κυρίω τω Θεώ αυτού.» Ανασκόπησε την προηγούμενη περιπετειώδη ζωή του. Τον είχε εγκαταλείψει ποτέ ο Θεός; Η καρδιά του αναθάρρησε καθώς ξανάφερνε στη μνήμη του τις πολλαπλές αποδείξεις της θεϊκής εύνοιας. Οι οπαδοί του Δαβίδ με τη δυσαρέσκεια και την ανυπομονησία τους διπλασίαζαν τη λύπη της συμφοράς τους. Ο άνθρωπος του Θεού όμως, αν και είχε περισσότερους λόγους για να θλίβεται, φέρθηκε με αντοχή. Τα λόγια της καρδιάς του ήταν: «Καθ’ην ημέ-ραν φοβηθώ, επί Σε θέλω ελπίζει.» (Ψαλμ. 56:3). Αν και ο ίδιος δεν έβλεπε καμιά διέξοδο από τη δυσκολία, ο Θεός όμως την έβλεπε και τον δίδαξε τι να κάνει.ΠΠ 694.1

    Αφού έστειλε και κάλεσε τον Αβιάθαρ, το γιο του Αχιμέλεχ, «ηρώτησεν ο Δαβίδ τον Κύριον, λέγων, Να καταδιώξω όπισθεν τούτων των ληστών;» Η απάντηση ήταν: «Καταδίωξον, διότι βεβαίως θέλεις προφθάσει, και αφεύκτως θέλεις ελευθερώσει πάντας.»ΠΠ 694.2

    Στα λόγια αυτά, ο αναβρασμός που προκάλεσαν η λύπη και το πάθος, έπαψε. Ο Δαβίδ και οι στρατιώτες του ξεκίνησαν αμέσως για την καταδίωξη των εχθρών που έφευγαν. Τόσο γρήγορη ήταν η πορεία τους που όταν έφθασαν στον ποταμό Βοσόρ που χύνεται στη Μεσόγειο, κοντά στη Γάζα, διακόσιοι από τους συμπολεμιστές, τελείως εξαντλημένοι, αναγκάστηκαν να παραμείνουν πίσω. Ο Δαβίδ όμως και οι υπόλοιποι τετρακόσιοι εξακολουθούσαν να προχωρούν χωρίς να πτοούνται από τίποτε.ΠΠ 694.3

    Προχωρώντας συνάντησαν ένα Αιγύπτιο σκλάβο, που φαινόταν ετοιμοθάνατος από την πείνα και την εξάντληση. Όταν όμως του έδωσαν κάτι να φάει και να πιει, συνήλθε. Τότε έμαθαν ότι τον είχε αφήσει εκεί να πεθάνει ο απάνθρωπος αφέντης του, ένας Αμαληκίτης που ανήκε στη δύναμη των εισβολέων. Τους διηγήθηκε την ιστορία της αιφνιδιαστικής επιδρομής και της λεηλασίας. Έπειτα, αφού πρώτα απέσπασε την υπόσχεση ότι δε θα τον σκότωναν και ούτε θα τον παρέδιναν στον κύριό του, δέχτηκε να οδηγήσει την ομάδα του Δαβίδ στο στρατόπεδο των εχθρών τους.ΠΠ 694.4

    Όταν διέκριναν από μακριά το στρατόπεδο, τα μάτια τους αντίκρισαν μια σκηνή ξεφαντώματος. Το νικηφόρο στράτευμα πανηγύριζε για τα καλά. «Ήσαν διεσκορπισμένοι επί το πρόσωπον παντός του τόπου, τρώγοντες και πίνοντες και χορεύοντες διά πάντα τα λάφυρα τα μεγάλα, τα οποία έλαβον εκ της γης των Φιλισταίων, και εκ της γης του Ιούδα.»ΠΠ 694.5

    Διατάχθηκε άμεση εναντίον τους επίθεση. Τότε, ρίχθηκαν με αδυσώπητη μανία επάνω στο θήραμά τους. Οι Αμαληκίτες αιφνιδιάστηκαν και έπεσαν σε σύγχυση. Η μάχη συνεχίστηκε όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα μέχρι σχεδόν την ολοσχερή εξολόθρευση του στρατεύματος. Μόνο μια ομάδα από τετρακόσιους άνδρες κατόρθωσε να διαφύγει επάνω σε καμήλες. Ο λόγος του Κυρίου είχε εκπληρωθεί. «Και ηλευθέρωσεν ο Δαβίδ όσα ήρπασαν οι Αμαληκίται, και τας δύο γυναίκας αυτού ηλευθερωσεν ο Δαβίδ. Και δεν έλειψεν εις αυτούς ούτε μικρόν ούτε μέγα, ούτε υιοί ούτε θυγατέρες, ούτε λάφυρον, ούτε ουδέν εκ των όσα ήρπασαν απ’αυτών. Τα πάντα επανέλαβεν ο Δαβίδ.»ΠΠ 695.1

    Όταν ο Δαβίδ έκανε επιδρομές στα εδάφη των Αμαληκιτών, έσφαζε όλους τους κατοίκους που έπεφταν στα χέρια του. Αν η δύναμη του Θεού δε συγκροτούσε τους Αμαληκίτες, αυτοί θα είχαν ανταποδώσει τα ίσα εξολοθρεύοντας τους κατοίκους της Σικλάγ. Είχαν αποφασίσει να κρατήσουν ζωντανούς τους αιχμαλώτους, επιθυμώντας να μεγαλοποιήσουν την τιμή του θριάμβου, φέρνοντας στην πατρίδα τους ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που αργότερα θα τους πουλούσαν για σκλάβους. Έτσι, χωρίς να το καταλάβουν, εκπλήρωσαν το σχέδιο του Θεού διατηρώντας τους αιχμαλώτους σώους, για να αποδοθούν τελικά στους άνδρες και στους πατέρες τους.ΠΠ 695.2

    Όλες οι επίγειες δυνάμεις τελούν κάτω από τον έλεγχο του άπειρου Θεού. Στον ισχυρότερο ηγέτη, στο σκληρότερο δυνάστη Εκείνος λέει: «Έως αυτού θέλεις έρχεσθαι, και δεν θέλεις υπερβή.» (Ιώβ 38:11). Ο Θεός ασκεί ακατάπαυστα τη δύναμή Του προκειμένου να εξουδετερώσει τις ενέργειες του κακού. Βρίσκεται διαρκώς σε δράση μεταξύ των ανθρώπων, όχι για να επιφέρει την καταστροφή τους, αλλά για τη βελτίωση και τη διατήρησή τους.ΠΠ 695.3

    Με μεγάλη χαρά οι νικητές ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής στα μέρη τους. Όταν συνάντησαν τους συντρόφους τους που είχαν μείνει πίσω, οι πιο εγωιστές και ατίθασοι από τους τετρακόσιους επέμεναν ότι αυτοί που δεν είχαν πάρει μέρος στη μάχη, δεν είχαν δικαίωμα στα λάφυρα και ότι για αυτούς ήταν αρκετό να πάρει ο καθένας τους πίσω τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο Δαβίδ όμως δεν ήθελε να επιτρέψει έναν τέτοιο διακανονισμό. Τους είπε: «Δεν θέλετε κάμει ούτως, αδελφοί μου, εις εκείνα τα οποία ο Κύριος έδωκεν εις ημάς . . . κατά την μερίδα του καταβαίνοντος εις τον πόλεμον, θέλει είσθαι και η μερίς του καθημένου πλησίον της αποσκευής. Ίσα θέλουσι μοιράζεσθαι.» Έτσι διευθετήθηκε το ζήτημα και στο εξής έγινε νόμος του Ισραήλ ότι όσοι βρίσκονται έντιμα συνδεδεμένοι με την εκστρατεία, είχαν δικαίωμα να μοιράζονται τα λάφυρα εξίσου με εκείνους που έπαιρναν ενεργό μέρος στη μάχη.ΠΠ 695.4

    Εκτός του ότι είχαν επανακτήσει όλα τα λάφυρα που τους είχαν αρπάξει από τη Σικλάγ, ο Δαβίδ και η ομάδα του είχαν πάρει πλούσια λεία από τα μικρά και τα μεγάλα ζώα των Αμαληκιτών. Αυτά ονομάσθηκαν «λάφυρα του Δαβίδ» και όταν επέστρεψε στη Σικλάγ έστειλε δώρα από τα λάφυρα αυτά στους πρεσβυτέρους της δικής του φυλής, εκείνη του Ιούδα. Στη διανομή αυτή θυμήθηκε όλους εκείνους που τον είχαν βοηθήσει και τους συντρόφους του στα ορεινά οχυρά, τότε που ήταν αναγκασμένος να φεύγει από τόπο σε τόπο για να σώσει τη ζωή του. Η καλοσύνη και η συμπάθειά τους, υπήρξαν πολύτιμες στον καταδιωκόμενο φυγάδα και αναγνωρίστηκαν έτσι με ευγνωμοσύνη.ΠΠ 696.1

    Ήταν η τρίτη ημέρα αφότου ο Δαβίδ και οι πολεμιστές του είχαν επιστρέψει στη Σικλάγ. Ενώ καταπιάνονταν στη επανακατασκευή των ρημαγμένων σπιτιών τους, περίμεναν με αγωνία στην καρδιά τα νέα της μάχης που ήξεραν ότι θα είχε διεξαχθεί μεταξύ του Ισραήλ και των Φιλισταίων. Ξαφνικά, ένας αγγελιοφόρος έφθασε στην πόλη «έχων διεσχισμένα τα ιμάτια αυτού, και χώμα επί της κεφαλής αυτού.» Τον οδήγησαν αμέσως στο Δαβίδ, μπροστά στον οποίο υποκλίθηκε με σεβασμό, δείχνοντας ότι τον αναγνώρισε ως τον ισχυρό ηγέτη.ΠΠ 696.2

    Ο Δαβίδ ρώτησε με ενδιαφέρον για την έκβαση της μάχης. Ο φυγάς ανέφερε την ήττα και το θάνατο του Σαούλ καθώς και το θάνατο του Ιωνάθαν. Ξεπέρασε όμως την απλή αφήγηση των γεγονότων. Προφανώς ο ξένος αυτός υπέθετε ότι ο Δαβίδ έτρεφε εχθρικά αισθήματα για τον αμείλικτο εχθρό του και έλπιζε ότι θα του αποδιδόταν τιμή σαν φονιά του βασιλιά. Με ύφος υπεροπτικό ο άνθρωπος συνέχισε να αφηγείται ότι είχε βρει τον ισραηλινό μονάρχη πληγωμένο και καταδιωκόμενο από τους εχθρούς του και ότι κατ’απαίτηση του Σαούλ ο αγγελιοφόρος αυτός τον είχε σκοτώσει. Το διάδημα από το κεφάλι του και τα χρυσά περιβραχιόνιά του τα είχε φέρει στο Δαβίδ. Περίμενε με βεβαιότητα ότι τα νέα αυτά θα χαιρε-τίζονταν με χαρά και ότι θα του απονεμόταν πλούσια αμοιβή για το ρόλο που είχε παίξει.ΠΠ 696.3

    Ο Δαβίδ όμως, «πιάσας τα ιμάτια αυτού, διέσχισεν αυτά, και πάντες ομοίως οι άνδρες αυτού. Και επένθησαν, και έκλαυσαν, και ενήστευσαν έως εσπέρας, διά τον Σαούλ και διά τον Ιωνάθαν τον υιόν αυτού, και διά τον λαόν του Κυρίου, και διά τον οίκον του Ισραήλ, διότι έπεσον διά ρομφαίας.»ΠΠ 696.4

    Αφού πέρασε ο πρώτος κλονισμός των τρομερών ειδήσεων, η σκέψη του Δαβίδ στράφηκε στον ξένο αγγελιοφόρο και στο έγκλημα που διέπραξε κατά τα λεγόμενα του. «Είπε δε ο Δαβίδ προς τον νέον, τον απαγγέλλοντα προς αυτόν, Πόθεν είσαι; Και απεκρίθη, Είμαι υιός παροίκου τινός Αμαληκίτου. Και είπε προς αυτόν ο Δαβίδ, Πώς δεν εφοβήθης να επιβάλης την χείρα σου διά να θανατώσης τον κεχρισμένον του Κυρίου;» Δύο φορές ο Σαούλ είχε πέσει στα χέρια του Δαβίδ. Όταν όμως τον παρότρυναν να τον θανατώσει, είχε αρνηθεί να σηκώσει το χέρι του εναντίον εκείνου που κατά διαταγή του Θεού, είχε καθιερωθεί να διοικήσει τον λαό του Ισραήλ. Ο Αμαληκίτης όμως δε φοβήθηκε να καυχηθεί ότι είχε σκοτώσει το βασιλιά του Ισραήλ. Έλαβε την κατηγορία για ένα έγκλημα άξιο θανάτου και η τιμωρία τού επιβλήθηκε αμέσως. Ο Δαβίδ είπε: «Το αίμα σου επί της κεφαλής σου διότι το στόμα σου εμαρτύρησεν εναντίον σου, λέγων, Εγώ εθανάτωσα τον κεχρισμένον του Κυρίου.»ΠΠ 697.1

    Η λύπη του Δαβίδ για το θάνατο του Σαούλ ήταν βαθιά και ειλικρινής, φανερώνοντας τη γενναιοψυχία μιας ευγενικής φύσης. Δεν αγαλλίασε με την πτώση του εχθρού του. Το εμπόδιο που εξέφραζε την ανάληψη του θρόνου του Ισραήλ εξέλειπε αλλά αυτό δεν τον έκανε να χαρεί. Ο θάνατος είχε σβήσει την ανάμνηση της δυσπιστίας και της σκληρότητας του Σαούλ. Τώρα δεν απέμεινε να θυμάται από την ιστορία του τίποτε άλλο παρά μόνο ό,τι ήταν ευγενικό και βασιλικά σωστό. Το όνομα του Σαούλ ήταν δεμένο με το όνομα του Ιωνάθαν, του οποίου η φιλία ήταν τόσο αληθινή και τόσο αφίλαυτη.ΠΠ 697.2

    Το άσμα του Δαβίδ με το οποίο εξέφρασε τα αισθήματα της καρδιάς του, έγινε θησαυρός για το έθνος του και για το λαό του Θεού στους επερχόμενους αιώνες: «Ω δόξα του Ισραήλ,
    Επί τους υψηλούς τόπους σου κατακοντισμένη!
    Πώς έπεσον οι δυνατοί;
    Μη αναγγείλητε εις την Γαθ,
    Μη διακηρύξητε εις τας πλατείας της Ασκάλωνος,
    Μήποτε χαρώσιν αι θυγατέρες των Φιλισταίων,
    Μήποτε αγαλλιάσωνται αι θυγατέρες των απεριτμήτων.
    Όρη τα εν Γελβουέ,
    Ας μη ήναι δρόσος, μηδέ βροχή εφ’υμάς,
    ΠΠ 697.3

    Μηδέ αγροί δίδοντες απαρχάς.
    Διότι εκεί απερρίφθη η ασπίς των ισχυρών,
    Η ασπίς του Σαούλ ως να μη εχρίσθη δι’ελαίου ...
    Σαούλ και Ιωνάθαν ήσαν οι ηγαπημένοι
    Και οι εράσμιοι εν τη ζωή αυτών,
    Και εν τω θανάτω αυτών δεν εχωρίσθησαν.
    Ήσαν ελαφρότεροι αετών,
    Δυνατώτεροι λεόντων.
    Θυγατέρες Ισραήλ, κλαύσατε επί τον Σαούλ,
    Τον ενδύοντα υμάς κόκκινα μετά καλλωπισμών,
    Τον επιβάλλοντα στολισμούς χρυσούς
    Επί τα ενδύματα υμών.
    Πώς έπεσον οι δυνατοί εν μέσω της μάχης!
    Ιωνάθαν επί τους υψηλούς τόπους σου τετραυματισμένε!
    Περίλυπος είμαι διά σε, αδελφέ μου Ιωνάθαν.
    Προσφιλέστατος εστάθης εις εμέ.
    Η προς εμέ αγάπη σου ήτο εξαίσιος,
    Υπερέβαινε την αγάπην των γυναικών.
    Πώς έπεσον οι δυνατοί;
    Και απωλέσθησαν τα όπλα του πολέμου!» Β', Σαμ. 1:19-27
    ΠΠ 698.1

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents