Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Πατριάρχες και Προφήτες

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 17—Η Φυγη και η Εξορια του Ιακωβ

    (Βασίζεται στο βιβλίο Γένεσις, κεφ. 28: - 31:)ΠΠ 161.1

    Αντιμετωπίζοντας την απειλή του θανάτου που γεννήθηκε από την οργή του Ησαύ, ο Ιακώβ εγκατέλειψε το σπίτι του πατέρα του σαν φυγάς. Μαζί του όμως έφερε την πατρική ευλογία. Ο Ισαάκ είχε ανανεώσει την υπόσχεση της διαθήκης και ως μέλλων κληρονόμος της, του ζήτησε να φροντίσει να πάρει γυναίκα που είχε συγγένεια με την μητέρας του.ΠΠ 161.2

    Με βαριά καρδιά ξεκινούσε ο Ιακώβ για το μοναχικό ταξίδι του. Με ένα ραβδί στο χέρι, έπρεπε να ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα, διασχίζοντας μια χώρα κατοικημένη από άγριες νομαδικές φυλές. Βασανιζόμενος από τύψεις και δειλία, προσπαθούσε να αποφύγει τους ανθρώπους από φόβο μήπως τον ανακαλύψει ο αδελφός του. Φοβόταν ότι είχε χάσει για πάντα την ευλογία που είχε πρόθεση να του δώσει ο Θεός, ενώ ο Σατανάς τον τριγύριζε πιέζοντάς τον με πειρασμούς.ΠΠ 161.3

    Το δειλινό της δεύτερης ημέρας τον βρήκε σε μακρινή απόσταση από τις σκηνές του πατέρα του. Ένιωθε απόκληρος και ήξερε πως όλη αυτή την ταλαιπωρία του την προξένησε η ίδια εσφαλμένη πορεία. Το σκοτάδι της απόγνωσης σκέπαζε την ψυχή το, και δεν τολμούσε ούτε να προσευχηθεί. Αισθανόταν τέτοια τρομερή μοναξιά που αποζητούσε την προστασία του Θεού όσο ποτέ προηγουμένως. Με κλάματα και βαθιά ταπείνωση εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και παρακαλούσε για κάποια ένδειξη ότι δεν είχε μείνει εντελώς εγκαταλειμμένος. Η ταραγμένη του καρδιά όμως δεν έβρισκε ησυχία. Είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και φοβόταν ότι ο Θεός των πατέρων του τον είχε απορρίψει.ΠΠ 161.4

    Ο Θεός όμως δεν είχε εγκαταλείψει τον Ιακώβ. Το έλεός Του ε-ξακολουθούσε να επεκτείνεται προς τον αμαρτωλό, δύσπιστο δούλο Του. Με ευσπλαχνικότητα ο Κύριος αποκάλυψε στον Ιακώβ εκείνο ακριβώς που του χρειαζόταν: ένα Σωτήρα. Είχε βέβαια αμαρτήσει, αλλά η καρδιά του ξεχείλισε από ευγνωμοσύνη όταν είδε να του παρουσιάζεται ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να επανακτήσει την εύνοια του Θεού.ΠΠ 161.5

    Αποκαμωμένος από το ταξίδι, ο περιπλανώμενος οδοιπόρος ξάπλωσε κατάχαμα βάζοντας για προσκέφαλο ένα λιθάρι. Στον ύπνο του είδε μια φωτεινή και αστραφτερή σκάλα, που η βάση της στηριζόταν στη Γη, ενώ η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Άγγελοι ανεβοκατέβαιναν στη σκάλα αυτή. Ο Κύριος της δόξας ήταν στην κορυφή της και από εκεί ακούσθηκε η φωνή Του: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός του Ισαάκ.»ΠΠ 162.1

    Στη γη όπου είχε ξαπλώσει σαν εξόριστος και φυγάς, του δόθηκε υπόσχεση ότι μια μέρα η γη αυτή θα δινόταν σε αυτόν και στους απογόνους του. «Θέλουσιν ευλογηθή εν σοι και εν τω σπέρματί σου πάσαι αι φυλαί της γης » Η υπόσχεση αυτή είχε δοθεί στον Αβραάμ και στον Ισαάκ, ενώ τώρα ανανεωνόταν και στον Ιακώβ. Κατόπιν, άκουσε τα ακόλουθα παρήγορα και ενθαρρυντικά λόγια, σχετιζόμενα με την παρούσα κατάσταση της μοναξιάς του και της απόγνωσής του: «Ιδού, Εγώ είμαι μετά σου, και θέλω σε διαφυλάττει πανταχού όπου υπάγης, και θέλω σε επαναφέρει εις την γην ταύτην, διότι δεν θέλω σε εγκαταλείψει εωσού κάμω όσα ελάλησα προς σε.»ΠΠ 162.2

    Ο Κύριος γνώριζε την επιρροή του κακού περιβάλλοντος στο οποίο θα εκτίθετο ο Ιακώβ, καθώς και τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε. Με ευσπλαχνικότητα αποκάλυψε το μέλλον στο μετανιωμένο φυγά, ώστε να καταλάβει ποια σχέδια είχε ο Θεός για αυτόν και να βρεθεί προετοιμασμένος να αντισταθεί στους πειρασμούς που ασφαλώς θα αντιμετώπιζε ζώντας ανάμεσα σε ειδωλολάτρες και ραδιούργους ανθρώπους. Θα έπρεπε να διατηρεί πάντοτε μπροστά του τα υψηλά ιδανικά στα οποία όφειλε να αποβλέπει. Ξέροντας ότι ο Θεός θα τον χρησιμοποιούσε για την εκπλήρωση του σκοπού Του, αυτό τον ενέπνεε διαρκώς με πιστότητα.ΠΠ 162.3

    Με το όνειρο αυτό παρουσιάστηκε στον Ιακώβ το απολυτρωτικό σχέδιο, όχι στην ολότητά του, αλλά στην έκταση που του χρειαζόταν να το κατανοήσει εκείνο τον καιρό. Η μυστηριακή σκάλα που είδε στο όνειρό του, ήταν η ίδια που ανέφερε ο Χριστός στη συζήτησή Του με το Ναθαναήλ. Είπε: «Θέλετε ιδεί τον ουρανόν ανεωγμένον και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του ανθρώπου.» (Ιωάν. 1:52).ΠΠ 162.4

    Μέχρι την εποχή που ο άνθρωπος επαναστάτησε κατά της δια-κυβέρνησης του Θεού, υπήρχε ελεύθερη επικοινωνία ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο. Η αμαρτία όμως του Αδάμ και της Εύας χώρισε τη Γη από τον Ουρανό, έτσι που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τον Πλάστη του. Και όμως, ο κόσμος δεν εγκαταλείφθηκε σε απελπιστική απομόνωση. Η σκάλα συμβολίζει το Χριστό, το προσδιορισμένο μέσον επικοινωνίας. Εάν με τη θυσία Του Εκείνος δεν είχε γεφυρώσει το χάσμα που δημιούργησε η αμαρτία, οι υπηρετούντες άγγελοι δε θα ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν με τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Ο Χριστός ενώνει τον αδύναμο, χαμένο άνθρωπο με την πηγή της απεριόριστης δύναμης.ΠΠ 162.5

    Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν στον Ιακώβ με το όνειρο που είδε. Παρόλο που το μυαλό του συνέλαβε αμέσως κατά ένα μέρος την αποκάλυψη, οι μεγάλες και μυστηριακές αλήθειες της έγιναν η ισόβια μελέτη του. Σιγά-σιγά γίνονταν πιο προσιτές στην αντίληψή του. Ο Ιακώβ πετάχτηκε από τον ύπνο του μέσα στη βαθιά σιγαλιά της νύχτας. Οι λαμπρές μορφές του ονείρου του είχαν εξαφανιστεί. Το βλέμμα του αντίκριζε τώρα τη θαμπή σκιαγράφηση των ερημικών λόφων και πάνω τους βρισκόταν το φωτεινό ξάστερο ουρανό. Έ-νιωθε όμως με σιγουριά ότι ο Θεός ήταν μαζί του. Μια αόρατη παρουσία γέμιζε τη μοναξιά. Τότε είπε: «Βέβαια, ο Κύριος είναι εν τω τόπω τούτω, και εγώ δεν έξευρον . . . Δεν είναι τούτο ειμή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού.»ΠΠ 163.1

    «Και σηκωθείς ο Ιακώβ ενωρίς το πρωί, έλαβε τον λίθον τον οποίον είχε θέσει προσκεφάλαιον αυτού, και έστησεν αυτόν διά στήλην, και έχυσεν έλαιον επί την κορυφήν αυτής.» Σύμφωνα με τη συνήθεια να διατηρούνται χαραγμένα στη μνήμη σημαντικά γεγονότα, ο Ιακώβ έστησε ένα αναμνηστικό της ευσπλαχνίας του Θεού, ώστε κάθε φορά που θα περνούσε από τον αγιασμένο αυτόν τόπο, θα σταματούσε για να λατρεύσει τον Κύριο. Ονόμασε το μέρος εκείνο Βαιθήλ που σημαίνει «οίκος Θεού».ΠΠ 163.2

    Με βαθιά ευγνωμοσύνη επανέλαβε την υπόσχεση ότι η παρουσία του Θεού θα τον συντρόφευε. Και τότε έδωσε επίσημο όρκο:ΠΠ 163.3

    «Αν ο Κύριος ήναι μετ’εμού, και με διαφυλάξη εν τη οδώ ταύτη εις την οποίαν υπάγω, και μοι δώση άρτον να φάγω και ένδυμα να ενδυθώ, και επιστρέψω εν ειρήνη εις τον οίκον του πατρός μου, τότε ο Κύριος θέλει είσθαι Θεός μου, και ο λίθος ούτος τον οποίον έστησα διά στήλην θέλει είσθαι οίκος Θεού. Και εκ πάντων όσα μοι δώσης, το δέκατον θέλω προσφέρει εις Σε.» Με αυτό ο Ιακώβ δεν προσπαθούσε να θέσει όρους στο Θεό. Ο Κύριος του είχε ήδη υποσχεθεί ευημερία, και αυτή η ευχή του ήταν το αποκορύφωμα μιας καρδιάς γεμάτης από ευγνωμοσύνη για τη δια- βεβαίωση της αγάπης και της ευσπλαχνίας του Θεού. Ο Ιακώβ αισθανόταν ότι ο Θεός είχε από αυτόν ορισμένες αξιώσεις που όφειλε να τις αναγνωρίσει και ότι οι ιδιαίτερες αποδείξεις της θεϊκής εύνοιας που είχε δεχθεί, απαιτούσαν κάποιο αντάλλαγμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε ευλογία που χορηγείται σε εμάς, απαιτεί κάποια αναγνώριση προς το Δωρητή όλων των ευεργεσιών που απολαμβάνουμε.ΠΠ 163.4

    Ο Χριστιανός οφείλει να θυμάται συχνά την περασμένη ζωή του και να ανακαλεί στη μνήμη του τις πολύτιμες περιπτώσεις απελευθέρωσης κατά τις οποίες τον έσωσε ο Θεός, ενισχύοντάς τον στις δοκιμασίες, παρουσιάζοντάς του λύσεις τον καιρό που όλα φαίνονται σκοτεινά και αδιέξοδα και εμψυχώνοντάς τον όταν ήταν έτοιμος να παρατήσει τις προσπάθειες του. Πρέπει να αναγνωρίσει όλα αυτά σαν αποδεικτικά στοιχεία της άγρυπνης φροντίδας των ουράνιων αγγέλων. Μπροστά στις αναρίθμητες αυτές ευλογίες, οφείλει με υποτακτική και ευγνωμονούσα καρδιά να υποβάλει συχνά το ερώτημα: «Τί να ανταποδώσω εις τον Κύριον διά πάσας τας ευεργεσίας Αυτού τας προς εμέ;» (Ψαλμ. 116:12).ΠΠ 164.1

    Ο χρόνος μας, τα ταλέντα μας, η περιουσία μας, πρέπει να αφιερωθούν καθαγιασμένα σε Εκείνον που μας εμπιστεύθηκε τις ευλογίες αυτές. Κάθε φορά που μεσολαβεί κάποια ιδιαίτερη διάσωση για μας ή όταν μας χορηγούνται καινούργιες και απρόσμενες εύνοιες, πρέπει να αναγνωρίζουμε την καλοκαγαθία του Θεού. Ο τρόπος έκφρασης της ευγνωμοσύνης μας πρέπει να αποτελείται όχι μόνο με λόγια, αλλά με δωρεές και με προσφορές για το έργο Του, όπως έκανε ο Ιακώβ. Όπως συνεχώς δεχόμαστε τις ευλογίες του Θεού, έτσι και συνεχώς οφείλουμε να δίνουμε.ΠΠ 164.2

    «Εκ πάντων όσα μοι δώσης, το δέκατον θέλω προσφέρει εις Σε», είπε ο Ιακώβ. Εμείς που απολαμβάνουμε το φως και τα προνόμια του Ευαγγελίου ολοκληρωμένα, θα μείνουμε ικανοποιημένοι προσφέροντας στο Θεό λιγότερα από ότι πρόσφεραν εκείνοι στην προηγούμενη, τη λιγότερο ευνοούμενη εποχή; Όχι βέβαια. Αν οι ευλογίες που απολαμβάνουμε είναι μεγαλύτερες, δε θα έπρεπε και οι υποχρεώσεις που μας αναλογούν να είναι μεγαλύτερες; Πόσο μικρή όμως είναι η εκτίμηση! Πόσο μάταιη η προσπάθεια να υπολογίζουμε με μαθηματικούς τύπους το χρόνο, το χρήμα και την α-γάπη σε αντιστάθμισμα μιας τόσο ανυπολόγιστης αγάπης και μιας τόσο ανεκτίμητης δωρεάς! Δέκατα για το Χριστό! Ω, γλίσχρο, πενιχρό εισόδημα, επαίσχυντη αμοιβή για αυτό που κόστισε τόσο πολύ! Από το σταυρό του Γολγοθά ο Χριστός καλεί για μια ανεπιφύλακτη καθιέρωση! Ό,τι έχουμε, ό,τι είμαστε, πρέπει να αφιερωθεί στο Θεό.ΠΠ 164.3

    Με καινούργια, σταθερή πίστη στις θεϊκές υποσχέσεις και με τη διαβεβαίωση της παρουσίας και της προστασίας των ουράνιων αγγέλων, ο Ιακώβ συνέχισε το ταξίδι του, «και υπήγεν εις την γην των κατοίκων της ανατολής.» (Γέν. 29:1). Πόσο διαφορετικός όμως είναι αυτός ο ερχομός από τον ερχομό του απεσταλμένου του Αβραάμ πριν εκατό περίπου χρόνια! Ο υπηρέτης είχε φθάσει με ολόκληρη συνοδεία συντρόφων επάνω στις καμήλες και με πλούσια δώρα από χρυσάφι και ασήμι. Ο γιος έφθασε ολομόναχος οδοιπόρος, με πρησμένα πόδια και μη έχοντας τίποτε άλλο εκτός από το ραβδί του.ΠΠ 165.1

    Όπως έκανε ο υπηρέτης του Αβραάμ, έτσι και ο Ιακώβ κάθισε να ξαποστάσει πλάι σε ένα πηγάδι. Εκεί συνάντησε τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη του Λάβαν. Τη φορά αυτή ήταν ο Ιακώβ που προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετήσει, κυλώντας την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού και ποτίζοντας τα κοπάδια. Όταν φανέρωσε τη συγγένειά του, έγινε πρόθυμα δεκτός στο σπίτι του Λάβαν. Αν και είχε έρθει με τα άδεια χέρια και χωρίς κανένα συνοδό, μερικές εβδομάδες ήταν αρκετές για να δειχθεί η εργατικότητα και η επιδεξιότητά του. Έτσι, του έγινε πρόταση να παραμείνει εκεί. Η συμφωνία έγινε ότι θα πρόσφερε εφτάχρονη υπηρεσία στο Λάβαν για το χέρι της Ραχήλ.ΠΠ 165.2

    Στα παλιά χρόνια η συνήθεια απαιτούσε από το γαμπρό, πριν νομιμοποιηθεί ο γάμος, να πληρώσει στον πατέρα της νύφης ένα χρηματικό πόσο ή το αντίστοιχο σε περιουσιακά στοιχεία ανάλογα με την κατάστασή του. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν ο γάμος. Οι πατέρες δεν το θεωρούσαν ασφαλές να εμπιστευθούν την ευτυχία της κόρης τους σε άνδρες που δεν είχαν ακόμη αποδείξει ότι ήταν σε θέση να συντηρήσουν οικογένεια. Αν δεν ήταν αρκετά οικονόμοι και ενεργητικοί για να διευθύνουν επιχείρηση ή να αποκτήσουν κοπάδια ή χωράφια, υπήρχε φόβος να αποτύχουν τελείως στη ζωή.ΠΠ 165.3

    Υπήρχε όμως και τρόπος να δοκιμαστούν εκείνοι που δεν είχαν τίποτε να καταβάλουν για μια σύζυγο. Είχαν την άδεια να εργαστούν για τον πατέρα του οποίου την κόρη αγαπούσαν και το χρονικό διάστημα ρυθμιζόταν σύμφωνα με την αξία της απαιτούμενης προίκας. Όταν ο υποψήφιος γαμπρός εκτελούσε τα καθήκοντά του με πιστότητα και δειχνόταν καθόλα άξιος, τότε του έδιναν την κόρη τους για γυναίκα του. Κατά γενικό κανόνα όμως, η προίκα που είχε πάρει ο πατέρας, επιστρεφόταν στην κόρη μετά το γάμο της. Στην περίπτωση όμως της Ραχήλ και της Λείας, φίλαυτα ο Λάβαν κατακράτησε την προίκα που έπρεπε να αποδώσει σε αυτές. Αυτό εννοούσαν όταν είπαν λίγο μόλις πριν αναχωρήσουν από τη Μεσοποταμία: «Επώλησεν ημάς, και ακόμη ολοκλήρως κατέφαγε το αργύριον ημών.»ΠΠ 165.4

    Η αρχαία αυτή συνήθεια, αν και μερικές φορές γινόταν κατάχρηση όπως συνέβη με το Λάβαν, έφερνε καλά αποτελέσματα. Όταν απαιτείτο από το μνηστήρα να εργαστεί για την εξασφάλιση της νύφης του, με αυτό τον τρόπο εμποδιζόταν η βιασύνη στο γάμο και παρεχόταν η ευκαιρία να δοκιμαστεί τόσο η ειλικρίνεια των αισθημάτων του όσο και η ικανότητά του να συντηρήσει οικογένεια.ΠΠ 166.1

    Στην εποχή μας πολύ κακά αποτελέσματα απορρέουν από την αντίθετα ακολουθούμενη πορεία. Συμβαίνει συχνά τα άτομα περνάνε ελάχιστο χρόνο πριν από το γάμο προκειμένου να γνωρίσουν τις συνήθειες και την ιδιοσυγκρασία ο ένας του άλλου. Όσον αφορά στην καθημερινή ζωή, στην πραγματικότητα είναι ακόμη ξένοι την ώρα που ενώνουν τα συμφέροντά τους στο βωμό του υμεναίου. Πολλοί ανακαλύπτουν - όταν είναι πια πολύ αργά - ότι δεν μπορούν να συνηθίσουν ο ένας τον άλλον και η ένωσή τους καταλήγει σε μια ισόβια μιζέρια. Συχνά η γυναίκα και τα παιδιά υποφέρουν από τη νωθρότητα, την αναξιότητα και τις κακές συνήθειες του συζύγου και πατέρα. Αν ο χαρακτήρας του υποψήφιου γαμπρού εξεταζόταν πριν από το γάμο - σύμφωνα με την παλιά συνήθεια - θα μπορούσε να αποφευχθεί μεγάλη δυστυχία.ΠΠ 166.2

    Επτά χρόνια πιστής υπηρεσίας πρόσφερε ο Ιακώβ για τη Ραχήλ. Τα χρόνια εκείνα της δουλειάς «εφαίνοντο εις αυτόν ως ημέραι ολίγαι διά την προς αυτήν αγάπην αυτού.» Ο εγωιστής όμως και άρπαγας Λάβαν, θέλοντας να κρατήσει έναν τέτοιο πολύτιμο βοηθό, μεταχειρίσθηκε μια σκληρή απάτη, αντικαθιστώντας τη Ραχήλ με τη Λεία.ΠΠ 166.3

    Το γεγονός ότι η ίδια η Λεία είχε συμπράξει στην εξαπάτηση, έκανε τον Ιακώβ να αισθάνεται πως δεν μπορούσε να την αγαπήσει. Στην αγανακτισμένη επίπληξη που έκανε στο Λάβαν, εκείνος απάντησε απαιτώντας άλλα επτά χρόνια εργασίας για να του δώσει τη Ραχήλ. Ο πατέρας επίσης επέμενε ότι δεν έπρεπε να αποβληθεί η Λεία, γιατί με αυτό τον τρόπο θα δυσφημιζόταν η οικογένεια. Έτσι, ο Ιακώβ βρέθηκε στην πιο δύσκολη και οδυνηρή θέση. Τελικά πήρε την απόφαση να κρατήσει τη Λεία και να παντρευτεί τη Ραχήλ. Η Ραχήλ ήταν πάντοτε η πολυαγαπημένη του. Αλλά η προτίμησή του για αυτήν προκαλούσε το φθόνο και τη ζήλια. Η ζωή του πικράθηκε με την αντιζηλία των δύο αδελφών-συζύγων.ΠΠ 166.4

    Είκοσι χρόνια έμεινε στη Μεσοποταμία ο Ιακώβ δουλεύοντας στο Λάβαν ο οποίος, παραβλέποντας τους δεσμούς της συγγένειας, ήταν αποφασισμένος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του όλα τα προνόμια που απέρρεαν από τις οικογενειακές σχέσεις τους. Δεκατέσσερα χρόνια δουλειάς απαίτησε για τις δύο θυγατέρες του και το υπόλοιπο χρονικό διάστημα άλλαξε δέκα φορές το μισθό του Ιακώβ.ΠΠ 167.1

    Παραταύτα, η υπηρεσία που πρόσφερε ο Ιακώβ ήταν πιστή και επιμελημένη. Τα λόγια του στο Λάβαν κατά την τελευταία τους συνάντηση περιγράφουν ζωηρά την ακούραστη επαγρύπνηση που είχε προσφέρει υποστηρίζοντας τα συμφέροντα του απαιτητικού αφέντη του:ΠΠ 167.2

    «Είκοσι έτη είναι τώρα αφ’ότου είμαι μετά σου. Τα πρόβατά σου και αι αίγες σου δεν ητεκνώθησαν, και τους κριούς του ποιμνίου σου δεν έφαγον. Θηριάλωτον δεν έφερα εις σε, εγώ επλήρωνον αυτό. Από της χειρός μου εζήτεις ό,τι με εκλέπτετο την ημέραν ή ό,τι με εκλέπτετο την νύκτα. Την ημέραν εκαιόμην υπό του καύματος και την νύκτα υπό του παγετού και έφευγεν ο ύπνος μου από των οφθαλμών μου.»ΠΠ 167.3

    Ήταν απαραίτητο ο βοσκός να φυλάει τα κοπάδια του ημέρα και νύχτα. Αυτά κινδύνευαν από ληστές και από άγρια θηρία που ήταν άφθονα και αδηφάγα. Έτσι, αν αυτά δε φυλάγονταν καλά τα κοπάδια δέχονταν επίθεση. Ο Ιακώβ είχε πολλούς βοηθούς που φρόντιζαν τα πολυάριθμα κοπάδια του Λάβαν, αλλά τη γενική ευθύνη την έφερνε ο ίδιος.ΠΠ 167.4

    Ορισμένες εποχές του έτους ήταν απαραίτητο να παραμένει προσωπικά ο ίδιος διαρκώς με τα κοπάδια για να τα προστατεύει, ώστε να μην πεθαίνουν από δίψα την εποχή της ξηρασίας και να μη ξυλιάζουν από τις μεγάλες νυχτερινές παγωνιές των ψυχρών μηνών. Ο Ιακώβ ήταν ο αρχιποιμένας, οι μισθοδοτούμενοι υπηρέτες που είχε προσλάβει στην υπηρεσία του ήταν οι υποποιμένες. Αν χανόταν κανένα πρόβατο, ο αρχιποιμένας βαρυνόταν με την απώλεια. Καλούσε τους δούλους στους οποίους είχε εμπιστευθεί τη φροντίδα του ποιμνίου να δώσουν ακριβή λογαριασμό σε περίπτωση που τα πράγματα δεν παρουσίαζαν ομαλή εξέλιξη.ΠΠ 167.5

    Η διακρινόμενη για τη φροντίδα και την εργατικότητα ζωή του βοσκού καθώς και η τρυφερή σπλαχνικότητα για τα αδύναμα ζωντανά που του είχαν εμπιστευθεί, έχει χρησιμεύσει στους εμπνευσμένους συγγραφείς σαν παράδειγμα για την επεξήγηση μερικών από τις σημαντικές ευαγγελικές αλήθειες. Η σχέση του Χριστού με το λαό Του παραβάλλεται με βοσκό. Μετά την πτώση στην αμαρ- τία, Αυτός είδε τα πρόβατά Του καταδικασμένα να χάνονται στους σκοτεινούς, αμαρτωλούς δρόμους.ΠΠ 167.6

    Προκειμένου να σώσει τις περιπλανώμενες αυτές υπάρξεις, άφησε τις δόξες και τιμές που απολάμβανε στον οίκο του Πατέρα Του. Λέει: «Θέλω εκζητήσει το απολωλός, και επαναφέρει το πεπλανημένον, και επιδέσει το συντετριμμένον, και ενισχύσει το ασθενές.» «Θέλω σώσει τα πρόβατά Μου, και δεν θέλουσιν είσθαι πλέον λάφυρον.» «Και τα θηρία της γης δεν θέλουσι κατατρώγει αυτούς.» Η φωνή Του ακούγεται να καλεί το ποίμνιό Του: «Θέλει είσθαι σκηνή, διά να επισκιάζη από της καύσεως εν ημέρα και διά να ήναι καταφύγιον και σκέπη από ανεμοζάλης και από βροχής.» Η φροντίδα Του για το ποίμνιό Του είναι ακούραστη. Δυναμώνει το εξασθενημένο, ανακουφίζει το πονεμένο, σηκώνει στα χέρια Του τα αρνιά και τα σφίγγει επάνω στο στήθος Του. Τα πρόβατά Του Τον αγαπούν. «Ξένον όμως δεν θέλουσιν ακολουθήσει, αλλά θέλουσι φύγει απ’ αυτού, διότι δεν γνωρίζουσι την φωνήν των ξένων.» (Ιεζ. 34:16,22,28, Ησ.4:6, Ιωάν. 10:5).ΠΠ 168.1

    Ο Χριστός λέει:ΠΠ 168.2

    «Ο καλός ο ποιμήν την ψυχήν αυτού βάλλει υπέρ των προβάτων. Ο δε μισθωτός και μη ων ποιμήν, του οποίου δεν είναι τα πρόβατα ιδικά του, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίνει τα πρόβατα και φεύγει, και ο λύκος αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα. Ο δε μισθωτός φεύγει διότι είναι μισθωτός και δεν μέλλει αυτόν περί των προβάτων. Εγώ είμαι ο Ποιμήν ο Καλός, και γνωρίζω τα Εμά, και γνωρίζομαι υπό των Εμών.» (Ιωάν 10:. 11-14).ΠΠ 168.3

    Ο Χριστός, ο Αρχιποιμένας, εμπιστεύτηκε τη φροντίδα του ποιμνίου Του στους ιεροκήρυκές Του ως υποποιμένες. Τους ζητάει να δείξουν το ίδιο ενδιαφέρον που Εκείνος έδειξε και να αισθανθούν την ιερή ευθύνη του καθήκοντος που τους ανέθεσε. Τους έδωσε την επίσημη εντολή να είναι πιστοί, να τρέφουν το ποίμνιο, να ενισχύουν τα εξασθενημένα, να αναζωογονούν όσα πονάνε και να τα προστατεύουν από τους αδηφάγους λύκους.ΠΠ 168.4

    Ο Χριστός θυσίασε τη ζωή Του για να σώσει το ποίμνιό Του. Την αγάπη αυτή που εκδήλωσε, την παρουσιάζει ως παράδειγμα στους βοσκούς Του. Αλλά «ο μισθωτός ... του οποίου δεν είναι τα πρόβατα ιδικά του», δεν τρέφει γνήσιο ενδιαφέρον για το κοπάδι. Εργάζεται μόνο για το συμφέρον και ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του. Νοιάζεται μόνο για το προσωπικό του κέρδος αντί να μεριμνά για το καλό της κηδεμονίας που του ανατέθηκε. Όταν παρουσιαστεί ο κίνδυνος, φεύγει εγκαταλείποντας το κοπάδι.ΠΠ 168.5

    Ο απόστολος Πέτρος παροτρύνει τους υποποιμένες:ΠΠ 169.1

    «Ποιμάνετε το μεταξύ σας ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες μη αναγκαστικώς αλλ’εκουσίως, μη αισχροκερδώς αλλά προθύμως, μηδέ ως κατακυριεύοντες την κληρονομιάν του Θεού αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου.» (Α', Πέτρ. 5:2,3)ΠΠ 169.2

    Ο απόστολος Παύλος λέει:ΠΠ 169.3

    «Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμάνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου Αυτού αίματος. Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου.» (Πράξ. 20:28,29).ΠΠ 169.4

    Όσοι δεν εκτιμούν τη φροντίδα και τα βάρη που ανατίθενται στον πιστό ποιμένα, επιπλήττονται από τον απόστολο: «Μη αναγκαστικώς αλλ’εκουσίως, μη αισχροκερδώς αλλά προθύμως.» (Α’ Πέτρ. 5:2). Όλους αυτούς τους μη έμπιστους υπηρέτες ο Αρχιποιμένας ευχαρίστως θα τους απέλυε. Η εκκλησία του Χριστού έχει εξαγοραστεί με το αίμα Του και ο κάθε ποιμένας πρέπει να αναγνωρίζει ότι τα πρόβατα των οποίων τη φροντίδα ανέλαβε, έχουν στοιχίσει μια ανυπολόγιστη θυσία. Οφείλει να θεωρεί το καθένα από αυτά ότι έχει ανεκτίμητη αξία και να καταβάλει άοκνες προσπά-θειες για να τα διατηρήσει σε υγιή και ακμάζουσα κατάσταση. Ο ποιμένας που έχει εμποτιστεί με το πνεύμα του Χριστού, μιμείται το παράδειγμα της αυταπάρνησής Του, εργαζόμενος διαρκώς για την ευημερία της επισκοπής του. Και το ποίμνιο θα προοδεύει κάτω από τη φροντίδα του.ΠΠ 169.5

    Όλοι θα κληθούν να αποδώσουν ακριβή λογαριασμό της υπηρεσίας τους. Ο Κύριος θα ρωτήσει τον κάθε ποιμένα: «Πού είναι το ποίμνιον το δοθέν εις σε, τα ωραία σου πρόβατα;» Θα λάβει πλούσια ανταμοιβή αυτός που θα βρεθεί πιστός. Ο απόστολος Πέτρος λέει: «Όταν φανερωθή ο Αρχιποιμήν, θέλετε λάβει τον αμαράντινον στέφανον της δόξης.» (Ιερ. 13:20, Α', Πέτρ. 5:4).ΠΠ 169.6

    Όταν, κουρασμένος να υπηρετεί το Λάβαν, ο Ιακώβ πρότεινε να επιστρέφει στη Χαναάν, είπε στον πεθερό του: «Εξαπόστειλόν με, διά να απέλθω εις τον τόπον μου και εις την πατρίδα μου. Δος μοι τας γυναίκας μου και τα παιδία μου, διά τας οποίας σε εδούλευσα, διά να απέλθω, διότι συ γνωρίζεις την δούλευσίν μου την οποίαν σε εδούλευσα.» Ο Λάβαν όμως τον πίεσε να παραμείνει λέγοντας: «Εγνώρισα εκ πείρας ότι ο Κύριος με ευλόγησεν εξ αιτίας σου.» Έβλεπε ότι η περιουσία του αυξανόταν σαν αποτέλεσμα της φροντίδας του γαμπρού του.ΠΠ 169.7

    Ο Ιακώβ είπε: «Όσα είχες προ εμού ήσαν ολίγα, και τώρα ηύξησαν εις πλήθος.» Με το πέρασμα όμως του χρόνου ο Λάβαν φθόνησε τη μεγαλύτερη ευημερία του Ιακώβ επειδή «ηύξησεν ο άνθρωπος σφόδρα, σφόδρα, και απέκτησε ποίμνια πολλά, και δούλας, και δούλους, και καμήλους, και όνους.» Οι γιοι του Λάβαν συμμερίζονταν τη ζήλια του πατέρα τους και τα φθονερά λόγια τους έφθασαν στα αυτιά του Ιακώβ. «Έλαβε πάντα τα υπάρχοντα του πατρός ημών, και εκ των υπαρχόντων του πατρός ημών απέκτησε πάσαν την δόξαν ταύτην. Και είδεν ο Ιακώβ το πρόσωπον του Λάβαν και ιδού, δεν ήτο προς αυτόν ως χθες και προχθές.»ΠΠ 170.1

    Ο Ιακώβ θα είχε προ πολλού εγκαταλείψει τον παμπόνηρο συγγενή του αν δε φοβόταν να αντιμετωπίσει τον Ησαύ. Τώρα όμως ένιωθε τον κίνδυνο που διέτρεχε από τους γιους του Λάβαν, οι οποίοι, θεωρώντας τα πλούτη του δικά τους, πιθανόν θα προσπαθούσαν να του τα πάρουν με τη βία. Βρέθηκε σε μεγάλη στενοχώρια και αμηχανία, μη ξέροντας πού να στραφεί. Σκεπτόμενος όμως την αγαθή υπόσχεση της Βαιθήλ, παρουσίασε την υπόθεσή του στο Θεό και ζήτησε την καθοδήγησή Του. Στην προσευχή του πήρε την απάντηση με ένα όνειρο: «Επίστρεψον εις την γην των πατέρων σου, και εις την συγγένειάν σου, και θέλω είσθαι μετά σου.»ΠΠ 170.2

    Η απουσία του Λάβαν παρουσίασε μια καλή ευκαιρία για τη φυγή. Τα κοπάδια και οι αγέλες σύντομα συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν μπροστά και ο Ιακώβ με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπηρέτες πέρασε τον Ευφράτη ποταμό, προχωρώντας βιαστικά προς το όρος Γαλαάδ στα σύνορα της Χαναάν. Τρεις ημέρες αργότερα ο Λάβαν πληροφορήθηκε τη φυγή τους και ξεκίνησε να τους καταδιώκει, φθάνοντας τη συνοδεία την έβδομη ημέρα του ταξιδιού τους. Έβραζε από θυμό και ήταν αποφασισμένος να τους ε-ξαναγκάσει να επιστρέφουν, πράγμα που δεν αμφέβαλλε ότι θα κατόρθωνε, αφού η δική του συνοδεία ήταν κατά πολύ ισχυρότερη. Πράγματι, οι φυγάδες διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο.ΠΠ 170.3

    Το ότι ο Λάβαν δεν πραγματοποίησε την εχθρική του πρόθεση οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός είχε μεσολαβήσει για την προστασία του δούλου Του. Ο Λάβαν είπε: «Δυνατή είναι η χειρ μου να σας κακοποιήση, πλην ο Θεός του πατρός σας χθες την νύκτα είπε προς εμέ, λέγων, Φυλάχθητι, μη λαλήσης σκληρά προς τον Ιακώβ.» Αυτό σήμαινε πως δεν έπρεπε να τον εκβιάσει να επιστρέφει, ούτε να τον πιέσει με κολακευτικές παρακινήσεις.ΠΠ 170.4

    Ο Λάβαν είχε κατακρατήσει την προίκα των κοριτσιών του και μεταχειριζόταν τον Ιακώβ πάντοτε με πονηριά και με σκληρότητα. Με χαρακτηριστική τώρα υποκρισία, τον επέπληξε για την κρυφή φυγή του που στέρησε από τον πατέρα την ευκαιρία να κάνει μια αποχαιρετιστήρια γιορτή ή ακόμη και να χαιρετήσει τις κόρες του και τα παιδιά τους.ΠΠ 170.5

    Απαντώντας σε αυτό ο Ιακώβ, φανερά εξέθεσε την εγωιστική και άπληστη στάση του Λάβαν και προσέφυγε στη μαρτυρία της δικής του πιστότητας και εντιμότητας. Του είπε:ΠΠ 171.1

    «Εάν ο Θεός του πατρός μου, ο Θεός του Αβραάμ και ο φόβος του Ισαάκ δεν ήτο μετ’εμού, βεβαίως κενόν ήθελες με εξαποστείλει τώρα. Είδεν ο Θεός την ταλαιπωρίαν μου, και τον κόπον των χειρών μου, και σε ήλεγξε χθες την νύκτα.»ΠΠ 171.2

    Ο Λάβαν δεν μπορούσε να αρνηθεί τα πεπραγμένα και τότε πρότεινε να συνάψουν συνθήκη ειρήνης. Ο Ιακώβ συγκατάθεσε στην πρόταση αυτή και σαν σημείο της εξομολόγησης του στήθηκε μια πέτρινη στήλη. Τη στήλη αυτή ο Λάβαν την ονόμασε Μισπά, δηλαδή «σκοπιά», λέγοντας: «Ας επιβλέψη ο Κύριος αναμέσον εμού και σου, όταν χωρισθώμεν ο είς από του άλλου.»ΠΠ 171.3

    «Και είπεν ο Λάβαν προς τον Ιακώβ, Ιδού ο σωρός ούτος, και ιδού η στήλη αύτη, την οποίαν έστησα μεταξύ εμού και σου. Ο σωρός ούτος είναι μαρτύριον, και η στήλη μαρτύριον, ότι εγώ δεν θέλω διαβή τον σωρόν τούτον προς σε, ούτε συ θέλεις διαβή τον σωρόν τούτον και την στήλην ταύτην προς εμέ, διά κακόν. Ο Θεός του Αβραάμ, και ο Θεός του Ναχώρ, ο Θεός του πατρός αυτών, ας κρίνη αναμέσον ημών. Ο δε Ιακώβ ώμοσεν εις τον φόβον του πατρός αυτού Ισαάκ.»ΠΠ 171.4

    Για την επικύρωση της συνθήκης, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έκαναν μια γιορτή. Πέρασαν τη νύχτα σε φιλική επικοινωνία και την αυγή ο Λάβαν αποχώρησε με τη συνοδεία του. Με τον αποχωρισμό αυτό παύει κάθε ίχνος επικοινωνίας μεταξύ των απογόνων του Αβραάμ και των κατοίκων της Μεσοποταμίας.ΠΠ 171.5

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents