Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Πράξεις των Αποστόλων

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    ΚΕΦΆΛΑΙΟ 20—Η ΕΞΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

    (Βασίζεται στις Πράξεις 15:36 - 41, 16:1 - 6.)ΠΑ 176.1

    Αφού πέρασαν ένα διάστημα εργαζόμενοι στην Αντιόχεια, ο Παύλος πρότεινε στο συνεργάτη του να ξεκινήσουν για ένα άλλο ιεραποστολικό ταξίδι. «Ας επιστρέψωμεν τώρα,» είπε στο Βαρνάβα, «και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν, εν αις εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου πως έχουσι.»ΠΑ 176.2

    Τόσο ο Παύλος όσο και ο Βαρνάβας αισθάνονταν τρυφερή συμπάθεια γι’ αυτούς που είχαν νεοκατηχηθεί με τις προσπάθειές τους στο Ευαγγέλιο και λαχταρούσαν να τους ξαναδούν. Από αυτή την έγνοια ποτέ δεν απαλλάχθηκε ο Παύλος. Ακόμη και όταν βρίσκονταν σε μακρινούς ιεραποστολικούς αγρούς, μακριά από τη σκηνή των προηγουμένων μόχθων του, εξακολουθούσε να φέρει στην καρδιά του το βάρος να τους παροτρύνει να μένουν πιστοί, «πληρούντες αγιοσύνην εν φόβω Θεού.» (Β ', Κορ.7:1.) Διαρκώς προσπαθούσε να τους βοηθήσει να γίνουν ανεξάρτητοι, ακμάζοντες Χριστιανοί, δυνατοί στην πίστη, θερμοί στο ζήλο και ολόψυχα καθιερωμένοι στον Κύριο και στο έργο της επέκτασης της βασιλείας Του.ΠΑ 176.3

    Ο Βαρνάβας ήταν έτοιμος να πάει με τον Παύλο, αλλά ήθελε να πάρουν μαζί τους και το Μάρκο, ο οποίος είχε αποφασίσει πάλι να αφιερωθεί στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Σ’ αυτό ο Παύλος έφερε αντίρρηση. «Έκρινεν άξιον ... να μη συμπαραλάβοσι» αυτόν που κατά το πρώτο ιεραποστολικό τους ταξίδι τους είχε εγκαταλείψει σε μία ώρα ανάγκης. Δεν ήταν διατεθειμένος να δικαιολογήσει την αδυναμία του Μάρκου που εγκατέλειψε το έργο για τη σιγουριά και τη θαλπωρή του σπιτιού. Υποστήριζε την άποψη ότι άνθρωπος με τέτοιο μικρό σθένος ήταν ακατάλληλος για ένα έργο που απαιτούσε υπομονή, αυταπάρνηση, γενναιότητα, αφοσίωση, πίστη και προθυμία πνεύματος ναθυσιάσειακόμη την ζωή του, αν ήταν ανάγκη. Η φιλονικία έφθασε σε τέτοια οξύτητα, που ο Παύλος και ο Βαρνάβας χωρίστηκαν, αφού ο τελευταίος, πεπεισμένος για τις απόψεις του, πήρε το Μάρκο μαζί του.ΠΑ 176.4

    «Και ο μεν Βαρνάβας, παραλαβών τον Μάρκον, εξέπλευσεν εις Κύπρον ο δε Παύλος, εκλέξας τον Σίλαν, εξηλθε, παραδοθείς υπό των αδελφών εις την χάριν του Θεού.»ΠΑ 177.1

    Ταξιδεύοντας μέσω της Συρίας και της Κιλικίας όπου στερέωσαν τις Εκκλησίες, ο Παύλος και ο Σίλας έφθασαν τελικά στη Δέρβη και Λύστρα της επαρχίας της Λυκαονίας. Ο Παύλος είχε λιθοβοληθεί όταν ήταν στα Λύστρα. Και όμως τον βρίσκουμε πάλι στη σκηνή του προηγούμενου αυτού κινδύνου. Αδημονούσε να δει πως ανταπεξέρχονταν στις δοκιμασίες εκείνοι που με τους κόπους του είχαν δεχτεί το Ευαγγέλιο. Και δεν απογοητεύθηκε επειδή διαπίστωσε ότι οι Λύστριοι πιστοί είχαν μείνει στερεοί παρόλο ότι αντιμετώπιζαν τρομερή αντί-σταση.ΠΑ 177.2

    Εδώ ο Παύλος συνάντησε πάλι τον Τιμόθεο που είχε παρακολουθήσει τολιθοβολισμότου στο τέλος της πρώτης του επίσκεψης στα Λύστρα. Στη μνήμη του Τιμοθέου είχε βαθειά χαραχθεί με την πάροδο του χρόνου η εντύπωση εκείνη, μέχρι που πείσθηκε ότι έπρεπε να παραδοθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Ευαγγελίου. Είχε σχηματίσει ένα ψυχικό σύνδεσμο με τον Παύλο και λαχταρούσε να συμμερισθεί τους μόχθους του αποστόλου μόλις θα του παρουσιάζονταν η ευκαιρία.ΠΑ 177.3

    Ο Σίλας, ο συνεργός του Παύλου, ήταν ένας δοκιμασμένος εργάτης, προικισμένος με το πνεύμα της προφητείας. Το έργο όμως που έπρεπε να γίνει ήταν τόσο εκτενές που χρειάζονταν να καταρτίσουν περισσότερους εργάτες για υπηρεσία. Στο πρόσωπο του Τιμόθεου ο Παύλος διέκρινε κάποιον που εκτιμούσε την ιερότητα του ποιμαντικού έργου κάποιονπου δεν τρόμαζε από τα ενδεχόμενα παθήματα και τους διωγμούς και που ήταν πρόθυμος να διδαχτεί. Ο απόστολος όμως δεν τόλμησε να πάρει την ευθύνη να καταρτίσει τον Τιμόθεο, έναν άμαθο νεαρό, για την υπηρεσία του Ευαγγελίου, χωρίς πρώτα να βεβαιωθεί τελείως για το χαρακτήρα του και για το παρελθόν του.ΠΑ 177.4

    Ο πατέρας του Τιμόθεου ήταν Έλληνας και η μητέρα του Εβραία. Από παιδί γνώριζε τις Γραφές. Η ευλάβεια που διέκρινε την οικογενειακή του ζωή ήταν γνήσια και λογική. Η πίστη της μητέρας του και της γιαγιάς του στους ιερούς χρησμούς θύμιζε διαρκώς την ευλογία που συνοδεύει την εκτέλεση του θεϊκού θελήματος. Ο λόγος του Θεού ήταν ο γνώμονας βάση του οποίου οι δύο αυτές θεοσεβείς γυναίκες είχαν αναθρέψει τον Τιμόθεο. Η πνευματική δύναμη των μαθημάτων που έμαθε από αυτές τον διατήρησε αγνό στην ομιλία και αμόλυντο από την κακή επιρροή που τον περιέβαλλε. Με τον τρόπο αυτό οι οικείοι εκπαιδευτές του είχαν συνεργαστεί με το Θεό στο να τον προετοιμάσουν να σηκώνει βάρη.ΠΑ 178.1

    Ο Παύλος είδε ότι ο Τιμόθεος ήταν πιστός, σταθερός και ειλικρινής και τον διάλεξε για συνεργάτη του και συνταξιδιώτη του. Τα άτομα που είχαν διδάξει τον Τιμόθεο στα παιδικά του χρόνια αμείφθηκαν βλέποντας το βλαστάρι της φροντίδας τους να ενώνεται με στενή συναδελφοσύνη με το μεγάλο απόστολο. Ο Τιμόθεος ήταν ακόμη έφηβος όταν ο Κύριος τον διάλεξε ως κατηχητή. Είχε όμως αποκτήσει τέτοιες γερές βάσεις χάρη στην παιδική ανατροφή του, ώστε ήταν κατάλληλος να πάρει τη θέση του σαν βοηθός του Παύ-λου. Αν και νέος, αντιμετώπιζε τις ευθύνες του με χριστιανική πραότητα.ΠΑ 178.2

    Σαν προληπτικό μέτρο, ο Παύλος συνετά συμβούλεψε τον Τιμόθεο να περιτομηθεί. Όχι επειδή ο Θεός το απαιτούσε, αλλά για να απομακρύνει από τη σκέψη των Ιουδαίων. Αυτό θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση στην υπηρεσία του Τιμοθέου. Ο Παύλος ταξίδευε από πόλη σε πόλη κάνοντας το έργο του σε διάφορες χώρες. Έτσι, είχε συχνά την ευκαιρία να κηρύξει το Χριστό σε εβραϊκές συναγωγές, καθώς και σε άλλα μέρη συγκεντρώσεων. Αν μαθεύονταν ότι ένας από τους συνεργάτες του ήταν απερίτμητος, ενδεχόμενα το έργο του να συναντούσε μεγάλα εμπόδια λόγο της προκατάληψης και της αδιαλλαξίας των Ιουδαίων. Παντού ο απόστολος συναντούσε πεισματική αντίσταση και ασταμάτητο κατατρεγμό. Ποθούσε να φέρει στους Εβραίους αδελφούς του, καθώς και στους Εθνικούς, τη γνώση του Ευαγγελίου. Για αυτό και προσπαθούσε, όσο ήταν δυνατό σε αρμονία με την πίστη, να αφαιρέσει κάθε αφορμή για αντίδραση. Ενώ σε αυτό το σημείο έκανε υποχωρήσεις χάρη της εβραϊκής προκατάληψης, πίστευε και δίδασκε παράλληλα ότι η περιτομή δεν είναι τίποτε, αλλά ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι το πάν.ΠΑ 178.3

    Ο Παύλος αγαπούσε τον Τιμόθεο σαν δικό του «γνήσιον τέκνον εις την πίστιν.» (Α ', Τιμ. 1:2.) Ο μεγάλος απόστολος συχνά ενθάρρυνε το νεαρό μαθητή υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σχετικά με τις Γραφικές αφηγήσεις. Καθώς ταξίδευαν από μέρος σε μέρος, τον δίδασκε προσεκτικά πως να κάνει το έργο του με επιτυχία. Σε όλο το διάστημα της συναναστροφής τους με τον Τιμόθεο, ο Παύλος, όπως και ο Σίλας προσπαθούσαν να χαράξουν την εντύπωση που είχε ήδη κατασταλάξει στο μυαλό του σχετικά με την ιερή και σοβαρή φύση του έργου του λειτουργού του Ευαγγελίου.ΠΑ 179.1

    Στο έργο του ο Τιμόθεος διαρκώς ζητούσε τη συμβουλή και την καθοδήγηση του Παύλου. Δεν ενεργούσε αυθόρμητα, αλλά με περίσκεψη και με ηρεμία, ρωτώντας τον σε κάθε βήμα: Είναι αυτή η οδός του Κυρίου; Στο άτομό του το Άγιο Πνεύμα ανακάλυψε έναν που μπορούσε να διαπλαστεί και να διαμορφωθεί σε ναό για την κατοίκηση της θεϊκής Παρουσίας.ΠΑ 179.2

    Όταν τα μαθήματα της Βίβλου συνυφαίνονται με την καθημερινή ζωή, ασκούν μία βαθειά και μόνιμη επίδραση στο χαρακτήρα. Τα μαθήματα αυτά μάθαινε και εφήρμοζε ο Τιμόθεος. Όχι πως διέθετε καταπληκτικά ταλέντα. Το έργο του όμως ήταν πολύτιμο επειδή χρησιμοποιούσε τις ικανότητες που του είχε δώσει ο Θεός για την υπηρεσία του Κυρίου. Η γνώση του για την πρακτική εφαρμογή της ευσέβειας τον διέκρινε από άλλους πιστούς και ενίσχυε την επιρροή του.ΠΑ 179.3

    Όσοι εργάζονται για τη σωτηρία των ψυχών οφείλουν να αποκτήσουν βαθύτερη, πληρέστερη και σαφέστερη γνώση του Θεού από εκείνη που αποκτάται με κοινές προσπάθειες. Πρέπει να αφιερώσουν όλες τους τις ενέργειες στο έργο του Κυρίου. Ασχολούνται με μία υψηλή και ιερή κλήση και για να έχουν κέρδος της εργασίας τους τη σωτηρία των ψυχών, πρέπει να βασίζονται στερεά στο Θεό, δεχόμενοι καθημερινά χάρη και δύναμη από την Πηγή κάθε ευλογίας. «Διότι εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας τους ανθρώπους, διδάσκουσα ημάς να αρνηθώμεν την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας και να ζήσωμεν σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι, προσμένοντες την μακαρίαν ελπίδα, και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστούόστις έδωκεν Εαυτόν υπέρ ημών, δια να μας λυτρώση από πάσης ανομίας και να μας καθαρίση εις Εαυτόν λαόν εκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων.» (Τιτ. 2:11-14.)ΠΑ 179.4

    Πριν να εισχωρήσουν σε καινούργια εδάφη, ο Παύλος και οι σύντροφοί του επισκέφτηκαν τις εκκλησίες που είχαν ιδρυθεί στην Πισιδία και στις γύρω περιοχές. «Ως δε διήρχοντο τας πόλεις, παρέδιδον εις αυτούς διαταγάς να φυλάττωσι τα δόγματα τα εγκεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ. Αι μεν λοιπόν εκκλησίαι εστερεούντο εις την πίστιν και ηύξανοντο τον αριθμόν καθ’ ημέραν.»ΠΑ 180.1

    Ο απόστολος Παύλος αισθάνονταν μεγάλη ευθύνη γι’ αυτούς που είχαν προσηλυτιστεί με τις προσπάθειές του. Πάνω απ’ όλα λαχταρούσε να τους ξέρει πιστούς, «δια καύχημά μου εν τη ημέρα του Χριστού,» έλεγε, «ότι δεν έτρεξα εις μάτην, ουδέ εις μάτην εκοπίασα.» (Φιλ. 2:16.) Έτρεμε για τα αποτελέσματα της διακονίας του. Αισθάνονταν ότι και η δική του ακόμη σωτηρία διακινδύνευε, αν αποτύχαινε στην εκπλήρωση του καθήκοντος του και αν η εκκλησία αποτύχαινε στη συνεργασία της μαζί του για το έργο της σωτηρίας των ψυχών. Ήξερε ότι το κήρυγμα μόνο δεν έφθανε για να εκπαιδευτούν οι πιστοί να μακρηγορούν για το λόγο της ζωής. Ήξερε ότι «με διδασκαλίαν επί διδασκαλίαν, με στίχον επί στίχον, ολίγον εδώ ολίγον εκεί,» (Ησ. 28:10,) έπρεπε να διδαχθούν πως να προχωρούν στο έργο του Χριστού.ΠΑ 180.2

    Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι κάθε φορά που αρνείται κανείς να χρησιμοποιήσει τις χορηγούμενες από το Θεό δυνάμεις του, οι δυνάμεις αυτές εκφυλίζονται και τελικά εξαφανίζονται. Και όταν η αλήθεια δεν εφαρμόζεται στην έμπρακτη ζωή, όταν δεν αναμεταδίδεται, τότε χάνει τη ζωοδόχο δύναμή και τη θεραπευτική της ιδιότητα. Σ’ αυτό οφείλονταν ο φόβος του αποστόλου μήπως αποτύχει να παραστήσει τον κάθε πιστό «τέλειον εν Χριστώ.» Ο Παύλος έχανε σχεδόν την ελπίδα για τον Ουρανό όσο σκέπτονταν ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη αποτυχία από μέρους του μπορούσε να καταλήξει στο να προσλάβει η Εκκλησία ανθρώπινη παρά θεϊκή διαμόρφωση. Οι γνώσεις του, η ρητορική του ικανότητα, τα θαύματά του, η θεαματική απόλαυση των ουρανίων σκηνών όταν αρπάχτηκε μέχρι τρίτου ουρανού, όλα θα ήταν μάταια αν εκείνοι για τους οποίους εργάστηκε στερούνταν τη χάρη του Θεού,ελλείψει πιστότητας στο έργο του. Γι’ αυτό, τόσο προφορικά όσο και με τα γράμματά του, εκλιπαρούσε αυτούς που είχαν δεχτεί το Χριστό, να ζουν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι «άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα Θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης . . . ως φωστήρες εν τω κόσμω κρατούντες τον λόγον της ζωής.» (Φιλ. 2:15 - 16.)ΠΑ 181.1

    Κάθε πραγματικός λειτουργός του Ευαγγελίου αισθάνεται μία βαριά ευθύνη, μία ζωηρή επιθυμία για την πνευματική πρόοδο των πιστών.Του έχει ανατεθείη φροντίδα τους ώστε να γίνουν συνεργάτες του Θεού. Αναγνωρίζει ότι από την πιστή εκτέλεση του προσδιορισμένου από το Θεό έργου του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ευημερία της Εκκλησίας. Πρόθυμα και ακούραστα προσπαθεί να εμπνεύσει στους πιστούς την επιθυμία να κερδίσουν ψυχές για το Χριστό, έχοντας υπόψη ότι κάθε ψυχή που προστίθεται στην Εκκλησία γίνεται ένας επί πλέον συντελεστής για τη διεκπεραίωση του απολυτρωτικού έργου.ΠΑ 181.2

    Αφού επισκέφτηκαν τις Εκκλησίες της Πισιδίας και της γειτονικής περιοχής, ο Παύλος και ο Σίλας μαζί με τον Τιμόθεο, εισέδυσαν εις «την Φρυγίαν και την γήν της Γαλατίας» όπου με μεγάλη δύναμη κήρυξαν τις αγαθές αγγελίες της σωτηρίας. Οι Γαλάτες είχαν παραδοθεί στη λατρεία των ειδώλων. Όταν οι απόστολοι τους κήρυξαν, τότε χάρηκαν για το άγγελμα που υπόσχονταν απελευθέρωση από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Ο Παύλος και οι συνεργάτες του κήρυτταν τη διδασκαλία της δικαιοσύνης που αποκτάται με την πίστη στην εξιλαστική θυσία του Χριστού. Παρουσίαζαν ότι ο Χριστός ήταν Εκείνος ο οποίος, βλέποντας την απελπιστι-κή κατάσταση της αμαρτωλής ανθρώπινης φυλής, ήρθε για να λυτρώσει άνδρες και γυναίκες, ζώνταςμία ζωή υπακοής στο νόμο του Θεού και έχοντας υποστεί την τιμωρία της παρακοής. Και κάτω από το φώς του σταυρού, πολλοί που δεν είχαν ποτέ προηγουμένως γνωρίσει τον αληθινό Θεό, άρχιζαν να κατανοούν την απεραντοσύνη της αγάπης του Πατέρα.ΠΑ 181.3

    Έτσι διδάσκονταν οι Γαλάτες τις βασικές αλήθειες του «Θεού Πατρός και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις έδωκεν Εαυτόν δια τας αμαρτίας ημών, δια να ελευθερώση ημάς εκ του παρόντος πονηρού αιώνος, κατά το θέλημα του Θεού και Πατρός ημών.» «Εξ ακοής και πίστεως,» δέχθηκαν το Πνεύμα του Θεού και έγιναν «υιοί Θεού δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλ. 1:3 - 4, 3:2 - 26.)ΠΑ 182.1

    Ο τρόπος της ζωής του Παύλου όταν βρίσκονταν μεταξύ των Γαλατών ήταν τέτοιος ώστε αργότερα μπορούσε να πει «σας παρακαλώ . . . γίνεσθε ως εγώ.» (Γαλ. 4:12.) Τα χείλη του είχαν αγγιχτεί μ’ ένα αναμμένο κάρβουνο από το βωμό του Θεού. Μπόρεσε έτσι να υπερισχύσει στις σωματικές ασθένειες και να παρουσιάσει τον Ιησού σαν τη μοναδική ελπίδα του αμαρτωλού. Αυτοί που τον άκουγαν αναγνώριζαν ότι είχε ζήσει «μετά του Ιησού.» Προικισμένος με την εξ’ύψους δύναμη, ήταν ικανός να συγκρίνει τα πνευματικά και να καταλύει τα προπύργια του Σατανά. Οι καρδιές συγκινούνταν βαθειά από την παρουσία της αγάπης του Θεού όπως αυτή αποκαλύφθηκε με τη θυσία του μονογενούς Υιού Του. Πολλοί κατέληγαν στο ερώτημα:«Τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»ΠΑ 182.2

    Αυτή η μέθοδος της παρουσίασης του Ευαγγελίου χαρακτήριζε τις προσπάθειες του αποστόλου σε όλο το διάστημα της διακονίας του μεταξύ των Εθνικών. Πάντοτε ύψωνε μπροστά τους το σταυρό του Γολγοθά. «Ημείς δεν κηρύττομεν εαυτούς,» δήλωνε στα μεταγενέστερα χρόνια της πείρας του, «αλλά τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον εαυτούς δε δούλους υμών δια τον Ιησούν. Διότι ο Θεός, ο ειπών να λάμψη φώς εκ του σκότους, είναι όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών πρός φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού.» (Β ', Κορ. 4:5 - 6.)ΠΑ 183.1

    Οι καθιερωμένοι αγγελιοφόροι, οι οποίοι κατά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανοσύνης έφεραν τις αγαθές αγγελίες της σωτηρίας σ’ ένα κόσμο που χάνονταν, δεν επέτρεπαν ούτε μία σκέψη αυτοεξύψωσης να αμαυρώσει την εικόνα Χριστού που παρουσίαζαν. Δεν εποφθαλμιούσαν ούτε την εξουσία, ούτε τα πρωτεία. Κρύβοντας το εγώ τους στην ύπαρξη του Σωτήρα, εκθείαζαν το υπέροχο σχέδιο της σωτηρίας και τη ζωή του Χριστού, του αρχηγού και τελειωτή του σχεδίου αυτού. Ο Χριστός, «ο αυτός χθες, σήμερον και εις τους αιώνας,» αποτελούσε το επίκεντρο βάρος της διδασκαλίας τους.ΠΑ 183.2

    Αν οι σημερινοί δάσκαλοι του λόγου του Θεού ύψωναν διαρκώς και περισσότερο το σταυρό του Χριστού, η υπηρεσία τους θα γνώριζε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία. Όταν οι αμαρτωλοί οδηγούνται να ρίξουν ένα προσεκτικό βλέμμα στο σταυρό, όταν κατορθώνουν να αποκτήσουν μία ολοκληρωμένη εικόνα του σταυρωμένου Σωτήρα, τότε θα αναγνωρίσουν το βάθος της ευσπλαχνίας του Θεού και τη βδελυρότητα της αμαρτίας.ΠΑ 183.3

    Ο θάνατος του Χριστού αποδεικνύει τη μεγάλη αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αποτελεί την εγγύηση της σωτηρίας μας. Το να αφαιρέσουμε το σταυρό από το Χριστιανό είναι σαν να αφαιρούσαμε τον ήλιο από τον ουρανό. Ο σταυρός μας προσεγγίζει στο Θεό και μας συμφιλιώνει με Αυτόν. Με την τρυφερή ευσπλαχνία της πατρικής αγάπης, ο Κύριος παρατηρεί τις κακώσεις που υπέφερε ο Υιός Του για να σώσει τη φυλή μας από τον αιώνιο θάνατο και μας δέχεται χάρη του Αγαπητού Υιού Του.ΠΑ 183.4

    Χωρίς το σταυρό ο άνθρωπος ήταν αδύνατο να ενωθεί με τον Πατέρα. Από αυτόν εξαρτάται η κάθε μας ελπίδα. Από αυτόν λάμπει το φώς της αγάπης του Σωτήρα. Όταν από τη βάση του σταυρού ο αμαρτωλός ατενίζει ψηλά σ’ Εκείνον που πέθανε για να τον σώσει, μπορεί τότε να χαίρεται με ολοκληρωμένη χαρά. Επειδή οι αμαρτίες του έχουν συγχωρηθεί. Γονατίζοντας με πίστη μπροστά στο σταυρό, έχει φθάσει στο ανώτερο σημείο που μπορεί ποτέ να φθάσει ο άνθρωπος.ΠΑ 184.1

    Ο σταυρός μας βοηθάει να μάθουμε ότι ο Θεός μας αγαπά με αγάπη απεριόριστη. Είναι λοιπόν να απορούμε όταν ο Παύλος αναφωνεί: «Εις εμέ δε μη γένοιτο να καυχώμαι, ειμή εις τον σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»; (Γαλ. 6:14.) Και εμείς επίσης έχουμε το προνόμιο να καυχιόμαστε στο σταυρό, το προνόμιο να παραχωρήσουμε ολοκληρωτικά τον εαυτό μας σ’ Εκείνον που πρόσφερε τον Εαυτό Του για μας. Και τότε, με το φώς που ξεχύνεται από το Γολγοθά αντανακλώμενο στα πρόσωπά μας, μπορούμε να προχωρήσομε για να αποκαλύψουμε το φώς σε όσους βρίσκονται στο σκότος.ΠΑ 184.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents