Η Παραβολή: Λουκ. 12:13-21.
Ο Χριστός δίδασκε κάποτε και, όπως γινόταν συχνά, διάφοροι άλλοι εκτός από τούς μαθητές είχαν μαζευτεί γύρω Του. Ο Χριστός είχε περιγράφει στούς μαθητές Του ορισμένες σκηνές στίς οποίες αύτοί θά διαδραμάτιζαν σέ λίγο ένα ιδιαίτερο ρόλο. Σ’αυτούς είχε άνατεθεϊ νά διαδώσουν έκτενώς τίς άλήθειες πού τούς είχε έμπιστευθεϊ και αυτό θά τούς έφερνε σέ σύγκρουση μέ τούς άρχοντες του κόσμου. Γιά τό όνομά Του έμελλαν νά κληθούν στά δικαστήρια και νά παρουσιασθούν μπροστά σέ δικαστές και ηγεμόνες. Τούς διαβεβαίωσε γιά τή σοφία πού θά τούς χορηγούσε και τήν οποία κανείς δέ θά ήταν σέ θέση νά άντικρούσει. Ήδη τά λόγια Του αυτά πού συγκινούσαν τίς καρδιές του πλήθους και προξενούσαν σύγχυση στούς πονηρούς άνταγωνιστές Του, μαρτυρούσαν γιά τή δύναμη του ένοικούντος Πνεύματος πού υποσχόταν στούς οπαδούς Του. ΠΧ 186.1
Πολλοί όμως επιθυμούσαν νά άποκτήσουν τήν εύνοια του ούρανού άποκλειστικά και μόνο γιά εγωιστικούς σκοπούς. Αναγνώριζαν τή θαυμάσια ικανότητα του Χριστού νά παρουσιάζει τήν άλήθεια μέ μεγάλη σαφήνεια. Άκουσαν γιά τή σοφία πού Αύτός είχε ύποσχεθεϊ στούς οπαδούς Του και ή οποία θά τούς βοηθούσε νά μιλούν μπροστά σέ δικαστές και ήγεμόνες. Δέ γινόταν νά δώσει και σ’αυτούς τήν ίδια δύναμη γιά τήν εξυπηρέτηση των επιγείων συμφερόντων τους; ΠΧ 186.2
“Είπε δέ τις πρός Αύτόν εκ του όχλου, Διδάσκαλε, είπε πρός τόν άδελφόν μου νά μοιρασθή μετ’ εμού τήν κληρονομιάν.” Ο Θεός είχε δώσει στόν Μωύσή σχετικές οδηγίες γιά τή μεταβίβαση τής περιουσίας. Ο πρωτότοκος γιός κληρονομούσε διπλάσια μερίδα τής πατρικής περιουσίας (Δευτ. 21:17), ενώ οι νεώτεροι άδελφοί λάβαιναν ίσα μεταξύ τους μερίδια. Ο άνθρωπος αυτός όμως πίστευε ότι ο άδελφός του τόν είχε άδικήσει στή μοιρασιά τής κληρονομιάς. οι δικές του προσπάθειες νά του άπονεμηθεΐ αυτό πού θεωρούσε τό δίκαιό του άπέτυχαν. Άλλ’ ή επέμβαση του Χριστού θά είχε άσφαλώς διαφορετικό άποτέλεσμα. Είχε άκούσει τίς συγκλονιστικές εκκλήσεις του Χριστού καθώς και τίς σοβαρές έπιπλήξεις Του πρός τούς γραμματείς και Φαρισαίους. Άν τέτοια έπιβλητικά λόγια άπευθύνονταν και στόν άδελφό του, δέ θά τολμούσε νά άρνηθεί στόν άδικημένο αυτόν τό μερτικό του. ΠΧ 186.3
Τή σπουδαία έκείνη ώρα τής διδαχής του Χριστού, ο άνθρωπος αυτός βρήκε γιά νά άποκαλύψει τόν έγωϊστικό του χαρακτήρα. Σκέφθηκε πώς θά μπορούσε νά έπωφεληθεϊ από τό χάρισμα αυτό του Κυρίου γιά νά εξυπηρετήσει τά δικά του πρόσκαιρα συμφέροντα. οι πνευματικές όμως άξίες δέν έπέδρασαν καθόλου ούτε στή σκέψη ούτε στήν καρδιά του. Τό κέρδος τής κληρονομιάς άποτελούσε γι’ αυτόν τό επίμαχο θέμα. Ο Ιησούς όμως, ο ένδοξος Βασιλιάς, πού ένώ ήταν πλούσιος, πτώχευσε γιά χάρη μας, του παρουσίαζε τούς θησαυρούς τής θεϊκής άγάπης. Τό Άγιο Πνεύμα τόν έκλιπαροϋσε νά γίνει κληρονόμος σ’ έκείνη τήν κληρονομιά τήν “άφθαρτον και άμίαντον και άμάραντον.” (Α’ Πετ. 1:4). Είχε διαπιστώσει τή δύναμη του Χριστού. Τώρα του παρουσιάζονταν ή εύκαιρία νά συνομιλήσει μέ τόν μεγάλο Δάσκαλο, νά του έκφράσει τή σφοδρότερη έπιθυμία τής καρδιάς του. Αλλά όπως ο σκανδαλοθήρας τής άλληγορικής άφήγησης του Μπάνυαν, τά μάτια του ήταν καρφωμένα στή γή. Δέν εβλεπε τό στέμμα πάνω άπ’ τό κεφάλι του. ‘Όπως ο Σίμωνας ο Μάγος θεωρούσε τή δωρεά του Θεού σάν τό μέσο γιά τήν έξασφάλιση του πρόσκαιρου κέρδους. ΠΧ 187.1
Η έπίγεια άποστολή του Σωτήρα πλησίαζε στό τέρμα της. Λίγοι άκόμη μήνες Τού άπέμειναν γιά νά έκπληρώσει αυτό πού ήρθε νά κάνει εγκαθιδρύοντας τή βασιλεία τής χάρης Του. Αλλ’ ή άνθρώπινη άπληστία προσπαθούσε νά Τόν στρέψει από τό εργο Του αυτό στή διευθέτηση μιάς διένεξης γιά ενα κομμάτι γής. Ο Χριστός όμως δέν ήταν διατεθειμένος νά άφήσει τήν προσοχή Του νά άποσπασθεί από τό εργο τής άποστολής Του. Η άπάντησή Του ήταν: “Άνθρωπε, τίς μέ κατέστησε δικαστήν ή μεριστήν έφ’ ύμάς;” ΠΧ 187.2
Ο Χριστός μπορούσε νά πει στόν άνθρωπο εκείνο ποιό ήταν τό σωστό. Ήξερε ποιός είχε δίκαιο στήν προκειμένη περίπτωση. Αλλ’ οι άδελφοί διαπληκτίζονταν επειδή και οι δύο ήταν πλεονέκτες. Στήν ούσία τά λόγια του Χριστού σήμαιναν: “Τό εργο τό δικό Μου δέν είναι νά λύνω τέτοιου εϊδους διαφορές.” Είχε ερθει γιά κάποιον άλλο σκοπό: γιά νά κηρύξει τό εύαγγέλιο και μ’ αυτό νά έφιστήσει τό ενδιαφέρον τών άνθρώπων πρός τίς αιώνιες πραγματικότητες. ΠΧ 187.3
Η στάση του Χριστού στήν περίπτωση αυτή άποτελεϊ ένα μάθημα γιά όλους όσους ύπηρετοϋν κάτω από τήν αιγίδα Του. Άποστέλλοντας τούς δώδεκα τούς έδωσε τήν εντολή: “Ύπάγοντες κηρύττετε λέγοντες ότι έπλησίασεν ή βασιλεία τών ούρανών. Άσθενοΰντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε, δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε.” (Ματθ. 10:7-8). Δέν τούς άνέθεσε τό καθήκον νά λύνουν τίς κοσμικές διαφορές τών ανθρώπων. Η δουλειά τους ήταν νά πείθουν τούς άνθρώπους νά συμφιλιωθούν μέ τόν Θεό. Μ’ αυτό τό έργο άν καταγίνονταν θά μπορούσαν νά όφελήσουν τήν άνθρωπότητα. Η μόνη γιατρειά γιά τίς θλίψεις και τίς άμαρτίες τών άνθρώπων είναι ο Χριστός. Μόνο τό εύαγγέλιο τής χάρης Του μπορεί νά θεραπεύσει τίς πληγές πού μαστίζουν τήν κοινωνία. Η άδικία τών πλουσίων κατά τών πτωχών, τό μίσος τών πτωχών κατά τών πλουσίων, έχουν εξίσου τίς ρίζες τους στόν έγωκεντρισμό και αυτός μόνο μέ τήν ύποταγή στόν Χριστό μπορεί να ξερριζωθεϊ. Μόνο Εκείνος άνταλλάσσει τήν εγωιστική καρδιά τής άμαρτίας μέ τήν καινούργια καρδιά τής άγάπης. Άς κηρύξουν λοιπόν οι ύπηρέτες του Χριστού τό εύαγγέλιο μέ τή συμπαράσταση του ούρανοσταλμένου Πνεύματος και άς έργασθοϋν όπως Εκείνος έργάσθηκε γιά τό καλό τών άνθρώπων. Καί τότε θά έκδηλωθούν τέτοια άποτελέσματα γιά τήν εύλογία και τήν έξύψωση τής άνθρωπότητας πού είναι άπολύτως άδύνατο νά έπιτελεσθούν μέ τήν άνθρώπινη ικανότητα. Ο Κύριός μας χτύπησε στή ρίζα του κακού τήν περίπτωση του άνθρώπου εκείνου άλλά και όλων τών παρομοίων διενέξεων, όταν είπε: “Προσέχετε και φυλάττεσθε από τής πλεονεξίας· διότι έάν τις έχη περισσά, ή ζωή αυτού δέν συνίσταται έκ τών ύπαρχόντων αύτοΰ.” ΠΧ 188.1
Είπε δέ πρόςαυτούς παραβολήν, λέγων, Άνθρώπου τινός πλουσίου ευτύχησαν τά χωράφια. Καί διελογίζετο έν εαυτώ, λέγων, τί νά κάμω; διότι δέν έχω πού νά συνάξω τούς καρπούς μου. Καί είπε, τούτο θέλω κάμει· θέλω χαλάσει τάς άποθήκας μου και θέλω οικοδομήσει μεγαλυτέρας και συνάξει έκεϊ πάντα τά γεννήματά μου και τά άγαθά μου. Καί θέλω ειπεί πρός τήν ψυχήν μου, ψυχή, έχεις πολλά άγαθά εναποτεταμιευμένα δι’ έτη πολλά· άναπαύου, φάγε, πίε, εύφραίνου. Είπε δέ πρός αυτόν ο Θεός, Άφρον, ταύτην τήν νύκτα τήν ψυχήν σου άπαιτοΰσιν από σοΰ· όσα δέ ήτοίμασας, τίνος θέλουσιν εισθαι; Ούτω θέλει εϊσθαι όστις θησαυρίζει εις εαυτόν, και δέν πλουτεϊ εις Θεόν.” ΠΧ 188.2
Μέ τήν παραβολή του άφρονος πλουσίου ο Χριστός απέδειξε τήν άνοησία εκείνων πού συγκεντρώνουν όλο τους τό ενδιαφέρον σ’ αυτόν τόν κόσμο. Ο άνθρωπος αυτός είχε δεχθεί όλες του τίς εύλογίες από τόν Θεό. Ο ήλιος ελουζε τά χωράφια του, γιατί οι άκτϊνες του πέφτουν χωρίς διάκριση πάνω σέ δίκαιους και σέ άδικους. Εύεργετήθηκαν και από τή βροχή πού κατεβαίνει άπ’ τόν ούρανό γιά καλούς και κακούς τό ίδιο. Ο Κύριος εύνόησε τή σπορά και τή βλάστηση και τά χωράφια του άνθρώπου εύδοκίμησαν μέ μιά πλούσια έσοδειά. Ο πλούσιος βρέθηκε σέ άμηχανία: τί νά εκανε μέ τήν ύπερπαραγωγή αυτή. οι άποθήκες του ξεχείλιζαν και χώρος άλλος δέν ύπήρχε γιά νά βάλει τό πλεόνασμα τών γεννημάτων του. Τόν Θεό από τόν Όποιο προέρχονταν όλα του τά καλά, δέν Τόν σκέφθηκε καθόλου. Δέν άνεγνώριζε ότι ο Θεός τόν είχε διορίσει διαχειριστή τών άγαθών του γιά νά μπορεί νά άνακουφίσει τούς ενδεείς. Είχε μιά χρυσή εύκαιρία νά γίνει ο επίτροπος του Θεού, άλλά αυτός σκέπτονταν μόνο τή δική του καλοπέραση. ΠΧ 189.1
Η κατάσταση τών φτωχών, τής χήρας και του ορφανού, τών βασανισμένων και άρρώστων δέν του ήταν άγνωστη. Πολλά μέρη ύπήρχαν όπου νά χαρίσει τά άγαθά του. Εύκολα θά μπορούσε νά άπαλλαγεϊ από ενα μέρος τής πληθώρας, άπαλλάσσοντας ταυτόχρονα και πολλά σπίτια από τήν ενδεια. Πολλοί νηστικοί θά μπορούσαν νά τραφούν, πολλοί γυμνοί νά ντυθούν, πολλές καρδιές νά χαρούν, πολλές προσευχές γιά ψωμί και ρουχισμό νά άπαντηθούν και μιά μελωδία εύγνωμοσύνης θά μπορούσε ν’ άνεβεϊ στόν ούρανό. Ο Κύριος είχε άκούσει τίς προσευχές τών φτωχών και μέ τήν άγαθότητά Του είχε προνοήσει γιά τίς άνάγκες τους. (Ψαλμ. 68:10). Είχε προμηθεύσει μέ άφθονία τά μέσα γιά τήν άντιμετώπιση πολλών άναγκών μέ τίς εύλογίες πού εστειλε σ’ αυτόν τόν πλούσιο. Αλλ’ εκείνος εκλεισε τήν καρδιά του στήν κραυγή τών δυστυχισμένων και δήλωσε στούς δούλους του: “Τούτο θέλω κάμει· θέλω χαλάσει τάς άποθήκας μου και θέλω οικοδομήσει μεγαλυτέρας, και συνάξει έκεϊ πάντα τά γεννήματά μου και τά άγαθά μου. Καί θέλω ειπεΐ πρός τήν ψυχήν μου, ψυχή εχεις πολλά άγαθά έναποτεταμιευμένα δι’ ετη πολλά· άναπαύου, φάγε, πίε, εύφραίνου.” ΠΧ 189.2
Ο άνθρωπος αυτός δέν είχε βλέψεις άνώτερες άπ’ ο,τι τά άλογα ζώα. Ζοϋσε σάν νά μή υπήρχε ούτε Θεός, ούτε ούρανός, ούτε μέλλουοα ζωή. Σάν ο,τι είχε στην κατοχή του να ηταν δικό του και σάν νά μή όφειλε τίποτε ούτε στόν Θεό, ούτε στό συνάνθρωπό του. Αύτοΰ του είδους τόν άνθρωπο περιγράφει ο ψαλμωδός όταν λέγει: “Ειπεν ο άφρων έν τη καρδία αυτού, δέν ύπάρχει Θεός.” (Ψαλμ. 14:1). ΠΧ 189.3
Αύτοϋ του είδους ο άνθρωπος ζεϊ και προγραμματίζει μονάχα γιά τόν εαυτό του. Βλέπει ότι τό μέλλον του τό έχει πλουσιοπάροχα έξασφαλισμένο. Δέν του άπομένει πιά τίποτε άλλο νά κάνει παρά νά θησαυρίζει και νά άπολαβαίνει τούς κόπους του. Θεωρεί τόν εαυτό του άνώτερο από τούς άλλους, και καυχάται γιά τή διαχειριστική του ικανότητα. Εκτιμάται από τούς συμπολίτες του σάν συνετός και προκομένος άνθρωπος, επειδή όπως λέει τό ρητό, “οι άνθρωποι θέλουσι σέ επαινεϊ άγαθοποιοϋντα σεαυτόν.” (Ψαλμ. 49:18). ΠΧ 190.1
Αλλ’ “ή σοφία του κόσμου τούτου είναι μωρία παρά τώ Θεώ.” (Α’ Κορ. 3:19). ‘Ενώ ο πλούσιος χαίρεται μέ τά χρόνια της εύτυχίας πού βλέπει μπροστά του, ο Κύριος έχει έντελώς διαφορετικά σχέδια γι’ αυτόν. Καί στέλνει στόν άπιστο οικονόμο τό μήνυμα: “Άφρον, ταύτην τήν νύκτα τήν ψυχήν σου άπαιτούσιν από σοϋ.” Νά μιά άπόφαση πού τά χρήματα δέν μπορούν νά έξαγοράσουν. Ούτε νά τήν άναστείλουν μπορούν. Ολα όσα προσπάθησε νά έξασφαλίσει μέ τούς κόπους μιάς ολάκερης ζωης, άχρηστεύονται μέσα σ’ ένα λεπτό. “‘Όσα δέ ήτοίμασας, τίνος θέλουσιν εισθαι;” Τά άπέραντα χωράφια του και οι ξεχειλισμένες σιταποθήκες του δέν του χρησιμεύουν σέ τίποτε. “Θησαυρίζει και δέν έξεύρει τίς θέλει συνάξει αυτά.” (Ψαλμ. 39:6). ΠΧ 190.2
Τό μόνο πράγμα πού θά μπορούσε νά του φανεί αυτή τήν ώρα χρήσιμο, δέν το είχε έξασφαλισμένο. Μέ τήν έγωκεντρική ζωή του, άπέρριψε τή θεϊκή αγάπη πού έπρεπε νά έξωτερικεύεται μέ άγαθοεργίες πρός τούς συνανθρώπους του. Καί άπέρριψε έτσι τή ζωή. ‘Επειδή ο Θεός είναι αγάπη. Καί ή αγάπη είναι ζωή. Ο άνθρωπος αυτός άντί γιά τά έπουράνια είχε διαλέξει τά έπίγεια και μέ τά έπίγεια τελειώνει ή ζωή του. “Ο άνθρωπος ο έν τιμη και μή έννοών ομοιώθη μέ τά κτήνη τά φθειρόμενα.” (Ψαλμ. 49:20). ΠΧ 190.3
“Οϋτω θέλει εισθαι όστις θησαυρίζει εις έαυτόν και δέν πλουτεί εις Θεόν.” Η ίδια εικόνα άληθεύει γιά κάθε έποχή. Μπορεϊ νά καταστρώνετε έγωιστικά σχέδια γιά τόν εαυτό σας, μπορεί νά συγκεντρώνετε θησαυρούς, μπορεί νά οικοδομεϊτε πανύψηλα μεγαθήρια όπως συνήθιζαν στήν άρχαία Βαβυλώνα. Δέν μπορεϊτε όμως νά κτίσετε τοίχους τόσο ψηλούς, ή πύλες τόσο άπόρθητες πού νά κλείσετε έξω τούς άγγελιοφόρους του θανάτου. Ο Βαλτάσαρ, ο βασιλιάς, “έκαμε συμπόσιον μέγα” στό παλάτι του, “και έπινον οίνον και ήνεσαν τούς θεούς τούς χρυσούς και αργυροϋς, τούς χαλκούς, τούς σιδηροΰς, τούς ξυλίνους και τούς λίθινους.” Αλλά τήν ϊδια ώρα Ενός άόρατου τό χέρι χάραζε στόν τοϊχο τήν καταδικαστική άπόφαση, ενώ τά βαρειά βήματα τών έχθρικών στρατευμάτων ήδη άντηχούσαν μπροστά στίς βασιλικές πύλες. “Τήν αύτήν νύκτα έφονεύθη ο Βαλτάσαρ, ο βασιλεύς τών Χαλδαίων” (Δαν. 5:4,30) και ένας ξένος μονάρχης άνέβηκε στό θρόνο. ΠΧ 190.4
Όταν κανείς ζεϊ γιά τόν εαυτό του, ζεϊ γιά τήν καταστροφή του. Η πλεονεξία, ή επιθυμία νά μεριμνά κανείς μόνο γιά τό άτομικό του συμφέρον άποκόβει τήν ψυχή από τήν πηγή τής ζωής. Είναι σατανικό τό πνεύμα πού ώθεϊ τόν άνθρωπο όλο νά μαζεύει, όλο νά θησαυρίζει γιά τόν εαυτό του. Ενώ τό χριστιανικό πνεύμα είναι τό πνεύμα του νά δίνει κανείς, νά θυσιάζει τόν εαυτό του γιά τό καλό τών άλλων. “Αύτη είναι ή μαρτυρία ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν εις ήμάς ο Θεός, και αύτη ή ζωή είναι έν τώ Υίώ Αυτοϋ. ‘Όστις έχει τόν Υιόν, έχει τήν ζωήν όστις δέν έχει τόν Υίόν του Θεού, τήν ζωήν δέν έχει.” (Α’ Ίωάν. 5:11-12). ΠΧ 191.1
Γι’ αυτό και λέγει: “Προσέχετε και φυλάττεσθε από τής πλεονεξίας- διότι εάν τις έχη περισσά, ή ζωή αυτού δέν συνίσταται έκ τών ύπαρχόντων αυτού.” ΠΧ 191.2