Η Παραβολή: Λουκ. 16: 19-31.
Μέ τήν παραβολή του πλούσιου και τού Λάζαρου ο Χριστός διδάσκει ότι στήν πρόσκαιρη αύτή ζωή του ο άνθρωπος άποφασίζει γιά τό αιώνιο πεπρωμένο του. Στό διάστημα τής επίγειας ζωής, ή χάρη τού Θεού προσφέρεται σέ κάθε άνθρώπινη ψυχή. Άν οι άνθρωποι όμως χάνουν τήν εύκαιρία αυτή και περνούν τόν καιρό τους διασκεδάζοντας, τότε αποκόβονται από τήν αιώνια ζωή. Άλλη ευκαιρία δέν πρόκειται νά τούς ξαναδοθεϊ. Μόνοι τους διάλεξαν νά δημιουργήσουν ενα χάσμα απροσπέλαστο άνάμεσα σ’ αύτούς και στόν Θεό. ΠΧ 192.1
Η παραβολή αυτή ύπογραμμίζει τήν άντίθεση άνάμεσα στούς πλούσιους πού δέν έπαναπαύονται στόν Θεό και στούς φτωχούς πού στηρίζονται σ’ Αυτόν. Ο Χριστός δείχνει ότι πλησιάζει ο καιρός όπου οι θέσεις τών δύο τάξεων θά άντιστραφούν. Οσοι περνούν σχετημένη ζωή σ’ αύτόν τόν κόσμο, αλλ’ εμπιστεύονται στόν Θεό και ύπομένουν τά δεινά μέ καρτερικότητα, μιά μέρα θά βρεθούν καλύτερα άπ’ εκείνους πού κατέχουν χώρα τίς προνομιούχες θέσεις τού κόσμου, αλλά ζούν άνυπότακτοι στό θέλημα τού Θεού. ΠΧ 192.2
“Ητο άνθρωπός τις πλούσιος,” είπε ο Χριστός “και ενεδύετο πορφύραν και στολήν βυσσίνην, ευφραινόμενος καθ’ ήμέραν μεγαλοπρεπώς.Ήτο δέ πτωχός τις ονομαζόμενος Λάζαρος, όστις εκείτο πεπληγωμένος πλησίον τής πύλης αύτού, και έπεθύμει νά χορτασθή από τών ψυχίων τών πιπτόντων από τής τραπέζης τού πλουσίου.” ΠΧ 192.3
Ο πλούσιος αύτός δέν άνήκε στήν ίδια κατηγορία μέ τόν άδικο κριτή πού χωρίς καμιά περιστολή περιφρονούσε Θεό και άνθρώπους. ΠΧ 192.4
Τούτος εδώ περνούσε γιά παιδί τού Αβραάμ. Δέν απόπαιρνε τό ζητιάνο, ούτε τόν άπόδιωχνε επειδή ή θέα του τού ήταν άποκρουστική. Άν τό εξαθλιωμένο εκείνο άνθρώπινο κατακάθι αισθανόταν άνακούφιση παρατηρώντας τον νά μπαινοβγαίνει άπ’ τίς πύλες του, ο πλούσιος δέν είχε καμιά άντίρρηση νά τόν αφήσει νά κάθεται εκεί όπου ηταν. Αλλά γιά τίς ανάγκες του βασανισμένου άδελφοϋ του δεν εδειχνε τό παραμικρό ενδιαφέρον. ΠΧ 192.5
Την εποχή εκείνη δέν υπήρχαν νοσοκομεία γιά τη νοσηλεία τών άσθενών. οι πάσχοντες και οι ενδεείς φέρονταν στήν προσοχή εκείνων στούς οποίους ο Θεός είχε έμπιστευθεϊ τά πλούτη, ώστε νά τούς παράσχουν βοήθεια και νά τούς περιβάλλουν μέ συμπόνοια. Τέτοια ηταν ή περίπτωση του ζητιάνου και του πλούσιου. Ο Λάζαρος είχε μεγάλη άνάγκη από βοήθεια. Επειδή δέν είχε ούτε φίλους, ούτε σπίτι, ούτε χρήματα, ούτε τροφή. Καί όμως τόν άφηναν νά σβαρνίζεχαι σ’ αύτή τήν κατάσταση, ενώ ο πλούσιος άρχοντας απολάβαινε τά πάντα. Αυτός πού μπορούσε κάλλιστα νά άνακουφίσει τόν βασανισμένο συνάνθρωπό του, ζούσε άποκλειστικά γιά τόν εαυτό του, όπως πολλοί κάνουν σήμερα. ΠΧ 193.1
Δέν λείπουν σήμερα από γύρω μας ούτε οι νηστικοί, ούτε οι γυμνοί, ούτε οι άστεγοι. Η άδιαφορία μας νά συνδράμομε μέ τά μέσα μας στίς άνάγκες τών δυστυχισμένων, μάς βαρύνει μέ τέτοιο βάρος ενοχής γιά τήν οποία μιά μέρα τρέμοντας θά πρέπει νά απολογηθούμε. Σ’ όποιαδήποχε μορφή της, η πλεονεξία καταδικάζεται σάν ειδωλολατρεία. Οποιαδήποτε εγωϊστική άπόλαυση θεωρείται προσβλητική στά μάτια του Θεού. ΠΧ 193.2
Ο Θεός είχε κάνει τόν πλούσιο διαχειριστή τών ύπαρχόντων Του και τό καθήκον του τελευταίου αύτοϋ ηταν νά φροντίζει γιά περιπτώσεις τέτοιες όπως του Λαζάρου. Η έντολή είχε δοθεί: “Θέλεις αγαπά Κύριον τόν Θεόν σου εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’ όλης της ψυχής σου και έξ’ όλης της δυνάμεως σου,” και “θέλεις αγαπά τόν πλησίον σου ως σεαυτόν.” (Δευτ. 6:5, Λευιχ. 19:18). Σάν Ιουδαίος, ο πλούσιος ήξερε βέβαια τήν έντολή του Θεού. Ξέχασε όμως ότι λογιζόταν ύπεύθυνος γιά τή διαχείριση τών ύλικών μέσων και τών προνομίων πού άπολάβαινε. Οι εύλογίες του Θεού του είχαν πλουσιοπάροχα χορηγηθεί, αλλ’ αύτός τίς χρησιμοποιούσε εγωιστικά γιά τή δόξα τή δική του, όχι του Πλάστη του. Ανάλογη μέ τήν άφθονία του πλούτου του ηταν και ή εύθύνη του νά χρησιμοποιήσει τά αγαθά του γιά τήν εξύψωση της άνθρωπότητας. Αύτή ήταν ή έντολή του Κυρίου. Αλλ’ ο πλούσιος δέν σκεπτόταν τήν εύθύνη του άπέναντι στόν Θεό. Δάνειζε χρήματα μέ τόκο. Ο ίδιος όμως δέν πλήρωνε κανένα τόκο γιά τό δάνειο του Θεού πρός αύτόν. Είχε γνώσεις, είχε τάλαντα άλλά δέν ενδιαφερόταν νά τά εκμεταλλευτεί. Αγνοώντας τίς υποχρεώσεις του άπέναντι στόν Θεό, βάλθηκε νά χρησιμοποιήσει όλα του τά μέσα γιά τήν άτομική του εύχαρίστηση. Κάθε τι γύρω του, ο κύκλος τών διασκεδάσεων, τά παινέματα και οι κολακείες τών φίλων του, όλα είχαν τεθεϊ στήν ύπηρεσία τής φίλαυτης άπόλαυσής του. Είχε άπορροφηθεϊ σέ τέτοιο βαθμό από τή συντροφιά τών φίλων του, ώστε έχασε κάθε συναίσθηση τής εύθύνης του νά συνεργασθεϊ μέ τόν Θεό στό φιλανθρωπικό Του έργο. Είχε όλη τήν εύκαιρία νά καταλάβει και νά θέσει σέ εφαρμογή τά διδάγματα του λόγου του Θεού. Άλλ’ ή φιλήδονη συναναστροφή πού διάλεξε κατανάλωνε όλο του τό χρόνο ώσπου λησμόνησε τόν Θεό τής αιωνιότητας. ΠΧ 193.3
Ήρθε όμως ο καιρός πού ή κατάσταση τών δύο έκείνων άνθρώπων άντεστράφηκε. Ο φτωχός βασανίζονταν κάθε μέρα στή ζωή, άλλ’ ύπέμενε σιωπηλά και άδιαμαρτύρητα. ‘Έφθασε κάποτε ή ώρα του νά πεθάνει και τόν έθαψαν. Δέν είχε κανέναν νά τόν κλάψει. Αλλά μέ τήν ύπομονή τής τυραννισμένης του ζωής, είχε δώσει τή μαρτυρία του γιά τόν Χριστό, είχε περάσει τή δοκιμασία τής πίστης του και τήν ώρα του θανάτου του παρουσιάζεται ότι φέρεται άπ’ τούς άγγέλους στήν άγκαλιά του ‘Αβραάμ. ΠΧ 194.1
Ο Λάζαρος συμβολίζει τούς φτωχούς πού ύποφέρουν έχοντας πίστη στόν Χριστό. “Οταν ήχήσει ή σάλπιγγα και όλοι όσοι βρίσκονται στούς τάφους άκούσουν τή φωνή του Χριστού και βγοϋν άπ’αυτούς, τότε θά λάβουν τήν άμοιβή τους. Γιατί ή πίστη τους στόν Θεό δέν είναι άπλή θεωρία άλλά πραγματικότητα. ΠΧ 194.2
“Απέθανε δέ και ο πλούσιος και έτάφη. Καί έν τώ άδη ύψώσας τούς οφθαλμούς αυτού ένώ ήτο έν βασάνοις, βλέπει τόν ‘Αβραάμ από μακρόθεν, και τόν Λάζαρον έν τοϊς κόλποις αυτού. Καί αυτός φωνάξας είπε, Πάτερ ‘Αβραάμ, έλέησόν με, και πέμψον τόν Λάζαρον διά νά βάψη τό άκρον του δακτύλου αυτού εις ύδωρ και νά καταδροσίση τήν γλώσσαν μου· διότι βασανίζομαι έν τή φλογί ταύτη.” ΠΧ 194.3
Μέ τήν παραβολή αυτή ο Χριστός άντιμετώπιζε τούς άνθρώπους πάνω στό δικό τους γνώριμο έδαφος. ‘Ανάμεσα στούς άκροατές Του βρίσκονταν πολλοί πού πίστευαν στή δοξασία τής συνειδητής κατάστασης του άνθρώπου στό διάστημα πού μεσολαβεί άνάμεσα στό θάνατο και στήν άνάσταση. Ο Σωτήρας, γνωρίζοντας τίς άντιλήψεις τους αύτές, χειρίσθηκε τήν παραβολή Του έτσι ώστε, μέσο τών προκατειλημμένων αυτών άντιλήψεων, νά μπορέσει νά ένσταλλάξει βαρυσήμαντες αλήθειες μέσα τους. Παρουσίασε μπροστά στούς άκροατές Του ενα καθρέφτη όπου νά μπορέσουν νά διακρίνουν σέ ποιά άκριβώς κατάσταση βρίσκονται οι σχέσεις τους μέ τόν Θεό. Χρησιμοποίησε τήν έπικρατούσα γνώμη προκειμένου νά τονίσει τήν ιδέα πού ήθελε νά μεταδώσει σέ όλους. Δηλαδή όχι ή αξία του ανθρώπου δέν εγκειται στά ύπάρχοντά του. ‘Επειδή όλα όσα βρίσκονται στήν κατοχή του του ανήκουν μόνο υπό τύπο δανείου από μέρους του Κυρίου. Ο κακός χειρισμός τών δώρων αυτών τόν τοποθετεϊ σέ χειρότερη άκόμη μοίρα από τόν φχωχότερο, τόν πιό βασανισμένο άνθρωπο του κόσμου πού άγαπάει δ όμως τόν Θεό και έμπιστεύεται σ’ Αύτόν. ΠΧ 194.4
Ο Χριστός ήθελε νά καταλάβουν οι άκροατές Του ότι είναι άδύνατο γιά τόν άνθρωπο νά ένδιαφερθεϊ γιά τή σωτηρία της ψυχής του μετά τόν θάνατο. “Τέκνον,” ύποτίθεται ότι άπαντάει ο ‘Αβραάμ, “ένθυμήθητι ότι άπέλαβες σύ τά άγαθά σου έν τή ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τά κακά· χώρα ούτος μέν παρηγορεΐται, σύ δέ βασανίζεσαι. Καί έκτός τούτων πάντων, μεταξύ ήμών χάσμα μέγα είναι έστηριγμένον, ώστε οι θέλοντες νά διαβώσιν έντεύθεν πρός εσάς νά μή δύνωνται, μηδέ οι έκεϊθεν νά διαπερώσι πρός ήμάς.” Μ’ αυτόν τόν τρόπο εδειξε ο Χριστός ότι είναι άπολύτως άδύνατο νά χορηγηθεί καινούργια εύκαιρία μετά τό θάνατο. Αύτή ή ζωή είναι ή μοναδική του άνθρώπου εύκαιρία νά προετοιμασθεϊ γιά τήν αιωνιότητα. ΠΧ 195.1
Ο πλούσιος δέν έγκατέλειψε τήν ιδέα ότι ηταν παιδί του ‘Αβραάμ, και μέσα στή δυστυχία του ή παραβολή τόν παρουσιάζει νά άπευθύνεται σ’ αυτόν ζητώντας βοήθεια: “Πάτερ ‘Αβραάμ,” παρακαλούσε, “έλέησόν με.” Δέν προσεύχονταν στόν Θεό, άλλά στόν ‘Αβραάμ, δείχνοντας μ’ αυτό ότι τοποθετοϋσε τόν ‘Αβραάμ πάνω από τόν Θεό και όχι γιά τή σωτηρία του στηρίζονταν στίς σχέσεις του μέ τόν ‘Αβραάμ. Ο ληστής στό σταυρό άπηύθυνε τή δέησή του στόν Χριστό: “Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης έν τή βασιλεία Σου,” είπε. (Λουκ. 23:42). Καί ή άπάντηση ήρθε άμέσως. “Αληθώς σοί λέγω σήμερον, (ετσι κρεμασμένος όπως είμαι στό σταυρό, ταπεινωμένος και βασανισμένος), θέλεις εϊσθαι μετ’ Έμοϋ έν τώ παραδείσω.” Άλλ’ ο πλούσιος προσεύχονταν στόν Αβραάμ και ή παράκλησή του δέν είσακούσθηκε. Επειδή μόνο τόν Χριστό ύψωσε ο Θεός “άρχηγόν και σωτήρα, διά νά δώση μετάνοιαν εις τόν ‘Ισραήλ και άφεσιν άμαρτιών.” “Καί δέν υπάρχει δι’ ούδενός άλλου ή σωτηρία.” (Πράξ. 5:31, 4:12). ΠΧ 195.2
“Ολη του τή ζωή ο πλούσιος τήν πέρασε έφραίνοντας τόν εαυτό του και οταν ξαφνικά άντελήφθηκε ότι δέν είχε λάβει καμιά πρόνοια γιά τήν αίωνιότητα, ήταν πιά πολύ άργά. Κατάλαβε χτν άνοησία του και ο νούς του πήγε στούς άδελφούς του πού έξακολουθούσαν νά ζούν σάν κι’ αυτόν κυνηγώντας τίς άπολαύσεις. Καί τότε έκανε μιά αίτηση: “Παρακαλώ σε λοιπόν, πάτερ, νά πέμψης αυτόν εις τόν οικον του πατρός μου· διότι έχω πέντε άδελφούς· διά νά μαρτυρήση ειςαυτούς, ώστε νά μή έλθωσι και αύτοί εις τόν τόπον τοϋτον τής βασάνου. Λέγει πρός αυτόν ο ‘Αβραάμ, Έχουσι τόν Μωϋσήν και τούς προφήτας· άς άκούσωσιναυτούς. Ο δέ εΐπεν, ούχί, πάτερ Αβραάμ· άλλ’ έάν τις από νεκρών ύπάγη πρόςαυτούς, θέλουσι μετανοήσει. Είπε πρός αυτόν, έάν τόν Μωϋσήν και τούς προφήτας δέν άκούωσιν, ούδέ έάν τις άναστηθή έκ νεκρών θέλουσι πεισθή.” ΠΧ 196.1
'Όταν ο πλούσιος ζήτησε μιά πρόσθετη μαρτυρία γιά τ’ άδέρφια του, του έξηγήθηκε άπλούστατα ότι και νά τούς δίνονταν ή μαρτυρία αυτή, έκεϊνοι πάλι δέν θά πείθονταν. Τό αϊτημά του ρίχνει κάποια μομφή στόν Θεό. Είναι σάν νά Τοϋ έλεγε: “Άν μέ είχες προειδοποιήσει καλύτερα, δέ θά βρισκόμουν τώρα έδώ.” Η άπάντηση πού ο Αβραάμ ύποτίθεται ότι δίνει, ύπονοεϊ: “Τά άδέλφια σου άρκετά έχουν προειδοποιηθεί. ‘Έχουν τό φώς στή διάθεσή τους, άλλά δέν θέλουν νά τό ΐδοϋν. Η άλήθεια τούς έχει παρουσιασθεΐ, άλλά δέν θέλουν νά τήν προσέξουν.” ΠΧ 196.2
“Έάν τόν Μωϋσήν και τούς προφήτας δέν άκούωσιν, ούδέ έάν τις άναστηθή έκ νεκρών θέλουσι πεισθή.” Τά λόγια αυτά έπαλήθευαν στήν ιστορία του ‘Ιουδαϊκού έθνους. Τό τελευταίο θαύμα του Χριστού, πού άποτελούσε και τό έπιστέγασμα τών θαυμάτων Του, ήταν ή άνάσταση του Λαζάρου τής Βηθανίας, τέσσερες μέρες μετά τό θάνατό του. Στούς ‘Ιουδαίους παρουσιάσθηκε τότε ή θαυμάσια άπόδειξη τής θεότητας του Σωτήρα, άλλ’ αύτοί τήν άπέρριψαν. Ο Λάζαρος άναστήθηκε άπ’ τόν τάφο, μιά ζωντανή μαρτυρία γι’αυτούς. Έκεϊνοι όμως σκλήρυναν τίς καρδιές τους ένάντια σέ κάθε μαρτυρία και είχαν μάλιστα σκεφθεϊ νά τόν θανατώσουν. (Ίωάν. 12:9-11). ΠΧ 196.3
Ο νόμος και ή προφητείες άποτελοϋν τά καθορισμένα από τόν Θεό μέσα γιά τή σωτηρία τών άνθρώπων. Ο Χριστός δήλωσε όχι έπρεπε νά δώσουν προσοχή στά αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Άν δέν προσέχουν οι άνθρωποι στή φωνή του Θεού μέσα από τό λόγο Του, τότε οϋτε και σ’ ενα μάρτυρα άναστημένο από τούς νεκρούς θά δώσουν σημασία. ΠΧ 196.4
“Οσοι άκοϋν τόν Μωϋσή και τούς προφήτες δέν χρειάζονται φώς περισσότερο από ο,τι έχει δώσει ο Θεός. Άλλ’ άν οι άνθρωποι άπορρίπτουν τό φώς και δέν έπωφελοϋνται από τίς εύκαιρίες πού τούς δίνονται, δέν θά προσέξουν οϋτε στό μήνυμα ένός άνασχημένου νεκρού. Δέν θά πεισθοϋν οϋτε μέ μιά τέτοια άπόδειξη. ‘Επειδή όσοι άπορρίπτουν τό νόμο και τούς προφήτες έχουν τόσο σκληρύνει τήν καρδιά τους, ώστε άπορρίπτουν τό φώς καθολοκληρία. ΠΧ 197.1
Ο διάλογος άνάμεσα στόν Αβραάμ και στόν άλλοτε πλούσιο είναι εικονικός. Τό μάθημα πού εικάζεται άπ’ αυτόν είναι οτι ο κάθε άνθρωπος έχει στή διάθεσή του άρκετό φώς γιά νά εκπληρώσει τά άπαιτούμενα άπ’ αυτόν καθήκοντα. οι ύποχρεώσεις του άνθρώπου είναι άνάλογες μέ τίς εύκαιρίες και μέ τά προσόντα του. ΠΧ 197.2
Ο Θεός χορηγεί στόν καθένα τό άπαιτούμενο φώς και τή χάρη γιά τήν εκπλήρωση του έργου πού του έχει άνατεθεϊ. Όταν ο άνθρωπος άδιαφορεϊ νά έκτελέσει αυτό πού ενα μικρότερο φώς του παρουσιάζει σάν καθήκον του, τότε ενα μεγαλύτερο φώς θά άποκάλυπτε μεγαλύτερη άκόμη άπείθεια και άμέλεια στόν επάξιο χειρισμό τών άγαθών του. “Ο έν τώ έλαχίστω πιστός και έν τώ πολλώ πιστός είναι· και ο έν τώ έλαχίστω άδικος και έν τώ πολλώ άδικος είναι.” (Λουκ. 16:10). ‘Όσοι άρνοΰνται νά φωτισθούν από τόν Μωϋσή και τούς προφήτες, άλλά μάλλον ζητοϋν νά διαπιστώσουν κάποιο συγκλονιστικό θαύμα, δέν πρόκειται νά πεισθοϋν και άν άκόμη έκπληρώνονταν ή επιθυμία τους αυτή. ΠΧ 197.3
Η παραβολή του πλούσιου και του Λάζαρου διδάσκει μέ ποιόν τρόπο ο άόρατος κόσμος θεωρεί τίς δύο τάξεις πού άντιπροσωπεύονται από τούς δύοαυτούς άνθρώπους. Τό νά είναι κανείς πλούσιος δέν θεωρεϊται άμαρτία, άν τά πλούτη του τά άπέκτησε κατά νόμιμο τρόπο. Ο πλούσιος δέν καταδικάζεται γιά τά πλούτη του. Η καταδίκη όμως πέφτει επάνω του όταν τά άγαθά πού του έχουν έμπιστευθεϊ τά σφετερίζεται γιά χόν εαυτό του. Θά έκανε πολύ καλύτερα άν τοποθετοϋσε τά χρήματά του παράπλευρα στό θρόνο του Θεού χρησιμοποιώντας τα γιά άγαθοεργίες. Ο θάνατος δέν μπορεί νά φτωχαίνει κανένα τέτοιο άνθρωπο πού άφιερώνει τή ζωή του στό νά άποκτήσει αιώνια πλούτη. ‘Αντίθετα αυτός πού συσσωρεύει τούς θησαυρούς του γιά τόν εαυτό του, δέν μπορεί νά πάρει τίποτε άπ’ αυτόν τόν κόσμο στόν έπόμενο. ‘Αποδείχθηκε ότι ηταν διαχειριστής άνέντιμος. Καθόλο τό διάστημα τής ζωής του άπήλαυσε τά άγαθά του· τίς ύποχρεώσεις του όμως έναντι του Θεού τίς άγνόησε. Άπέτυχε νά έξασφαλίσει τόν έπουράνιο θησαυρό. ΠΧ 197.4
Ο πλούσιος μέ τά τόσα προσόντα στή διάθεσή του, θά όφειλε νά έκμεταλλευθεϊ τά άγαθά του μέ τέτοιον τρόπο ώστε τά εργα του νά φθάσουν μέχρι τό άχανές ύπερπέραν, συναποκομίζοντας άξιοσήμαντα πνευματικά ώφέλη. Τό άπολυτρωτικό σχέδιο δέν περιλαμβάνει μόνο τήν εξάλειψη τής άμαρτίας, άλλά και τήν άποκατάσταση τών πνευματικών προσόντων του άνθρώπου πού εξαφανίσθηκαν από τήν καταστρεπτική δύναμη τής άμαρτίας. Τά χρήματα δέν είναι δυνατό νά μεταφερθοΰν στή μέλλουσα ζωή. Ούτε και χρειάζονται έκεϊ. Τά καλά δμως εργα πού εφαρμόζονται γιά τή συγκομιδή ψυχών γιά τόν Χριστό καταλήγουν στίς ούράνιες αύλές. “Οσοι εγωιστικά δαπανούν τά δώρα του Κυρίου γιά τόν εαυτό τους, έγκαταλείποντας τούς δυστυχισμένους συνανθρώπους τους άβοήθητους και μή κάνοντας τίποτε γιά τήν προαγωγή του παγκόσμιου έργου του Θεού, προσβάλλουν τόν Πλάστη τους. “Κατάχρηση τής περιουσίας του Θεού” θα’ ναι γραμμένο άντικρυστά στά όνόματά τους στά κατάστιχα του ούρανοϋ. ΠΧ 198.1
Ο πλούσιος ειχε όλα όσα τό χρήμα μπορούσε νά του εξασφαλίσει. Δέν ειχε όμως εκείνα ειδικά τά πλούτη πού θά του ισοφάριζαν τό λογαριασμό του έναντι του Θεού. Έζησε τή ζωή του σάν όλα όσα ειχε να ηταν δικά του. ‘Αγνόησε και τήν κλήση του Θεού και τό δίκαιο τών δυστυχισμένων τών φτωχών. Μιά μέρα όμως του’ ρχεται μιά κλήση πού δέν μπορεί νά τήν άγνοήσει. Κάποια δύναμη, τής όποίας τό κύρος ούτε νά άμφισβητήσει οϋτε νά άντισταθεϊ μπορεί, τόν προστάζει νά παραιτηθεί από τά προνομιούχα δικαιώματα του διαχειριστή. Ο άλλοτε πλούσιος άρχοντας βρίσκεται ξαφνικά βουτηγμένος μέσα σέ άπελπιστική φτώχεια. Ο χιτώνας τής δικαιοσύνης του Χριστού, υφαμένος στόν ούράνιο άργαλειό, δέν μπορεί ποτέ νά τόν καλύψει. Καί αυτός πού άλλοτε ντύνονταν πλουσιοπάροχα “πορφύραν και στολήν βυσσίνην,” κατήντησε γυμνός. Η προθεσμία του εληξε. Δέν πρόσφερε τίποτε σ’ αυτόν τόν κόσμο και τίποτε δέν παίρνει φεύγοντας άπ’ αυτόν. ΠΧ 198.2
Σηκώνοντας ο Χριστός τό παραπέτασμα, αυτή τήν εικόνα παρουσίασε στούς άρχοντες και ίερεϊς, στούς Φαρισαίους και στούς γραμματεϊς. Κοιτάξτε σείς πού εισθε οι πλούσιοι στά αγαθά του κόσμου αυτού, άλλά δέν πλουτίζετε στόν Θεό. Μπορεϊτε νά άντικρύσετε τή σκηνή αυτή; Ότιδήποτε οι άνθρωποι αγαπούν καθ’ ύπερβολή, προξενεί άποκρουστικότητα στά μάτια του Θεού. Καί ρωτάει ο Χριστός: “Ti θέλει ωφελήσει τόν άνθρωπον, εάν κερδίση τόν κόσμον όλον, και ζημιωθή τήν ψυχήν αυτού; Η τί θέλει δώσει ο άνθρωπος εις άνταλλαγήν της ψυχής αυτού; (Μάρκ. 8:36-37). ΠΧ 199.1