Προκειμένου νά εμποδίσει τήν αρρώστια νά ξαπλωθεί στό ύπόλοιπο σώμα του καί νά φθείρει τή ζωή του, ό άνθρωπος θά συγκατατίθονταν νά άποχωρισθεί καί άπό τό δεξί του άκόμη χέρι. Πόσο προθυμότερα θά έπρεπε νά άποχωρισθεί άπ’ ό,τιδήποτε διακυβεύει τή ζωή τής ψυχής! OO 68.1
Σκοπός τού εύαγγελίου είναι νά οδηγήσει διεφθαρμένες καί παγιδευμένες άπό τό Σατανά ψυχές στήν άπολύτρωση καί στή δοξασμένη ελευθερία τών παιδιών τού Θεού. Ό Θεός δέν προτίθεται μόνο νά μάς άνακουφίσει άπό τή συμφορά πού είναι τό άναπόφευκτο άποτέλεσμα τής άμαρτίας, άλλά καί νά μάς λυτρώσει άπό τήν ίδια τήν άμαρτία. Ή διεφθαρμένη καί παραμορφωμένη ψυχή πρέπει πρώτα νά έξαγνισθεί, νά μεταπλασθεί πρίν νά τήν επενδύσει “ή λαμπρότης Κυρίου τού Θεού ημών,” ή όποία θά μάς καταστήσει “συμμόρφους τής είκόνος τού Υίού Αυτού.” “Εκείνα τά όποια οφθαλμός δέν είδε, καί ώτίον δέν ήκουσε, καί εις καρδίαν άνθρώπου δέν άνέβησαν, τά όποία ό Θεός ήτοίμασεν εις τούς άγαπώντας Αύτόν.” (Ψαλμ. 90:17, Ρωμ. 8:29, Α’ Κορ. 2:9). Μόνο ή αιωνιότητα μπορεί νά άποκαλύψει τό ένδοξο πεπρωμένο του άνθρώπου στόν όποίο ή εικόνα τού Θεού έχει άποκατασταθεί. OO 68.2
Γιά νά μπορέσομε νά επιτύχομε τά ύψηλά αύτά ιδανικά πρέπει νά θυσιάσομε κάθε τι πού παρεμβάλλεται σάν εμπόδιο στήν ψυχή. Προκειμένου νά μάς παρασύρει, ή άμαρτία στηρίζεται στό θέλημα του άνθρώπου. Έτσι ή άρνηση του συγκαταβατικού θελήματος συμβολίζεται μέ τό κόψιμο του χεριού ή μέ τό βγάλσιμο του ματιού. Πολλές φορές μάς φαίνεται ότι άν παραχωρήσομε τό θέλημά μας στόν Θεό είναι σάν νά συγκατανεύομε νά διέλθομε τή ζωή μας άκρωτηριασμένοι ή άνάπηροι. Άλλ’ ό Χριστός μάς λέγει ότι τό εγώ πρέπει νά άκρωτηριασθεί, νά πληγωθεί, νά άποκοπεί, άν μ’ αύτόν τόν τρόπο θά μπορέσομε νά είσέλθομε στή ζωή. Κάτι πού εμείς τό βλέπομε σάν συμφορά, στήν πραγματικότητα είναι ή πύλη πού οδηγεί σέ κέρδη άνυπολόγιστα. OO 69.1
Ό Θεός είναι ή πηγή τής ζωής καί τότε μόνο εμείς μπορούμε νά έχομε ζωή, δταν βρισκόμαστε σέ διαρκή επικοινωνία μαζί Του. Χωρισμένοι άπό τόν Θεό, μπορεί νά εξακολουθούμε τήν ύπαρξή μας γιά ενα ορισμένο διάστημα, άλλά δέν κατέχομε τή ζωή. Μιά τέτοια ύπαρξη “δεδομένη εις τάς ήδονάς, ενώ ζη είναι νεκρά.” (Α’ Τιμ. 5:6). Μόνο άν παραχωρήσομε τό θέλημά μας στόν Θεό, Τού προσφέρομε τή δυνατότητα νά μάς χορηγήσει τή ζωή. Μόνο άν μέ τήν αύτοπαραχώρηση γινόμαστε οί δέκτες τής ζωής Του, είπε ό Ιησούς, μόνο τότε είναι δυνατό νά υπερνικήσομε όλα αύτά τά κρύφια άμαρτήματα τά όποία άνέφερε. Μπορεί νά κατορθώσομε νά τά κρατήσομε θαμμένα στά μύχια τής καρδιάς μας, νά τά άποκρύψομε άπό τά μάτια τών άνθρώπων, πώς όμως θά μπορέσομε ποτέ νά σταθούμε στήν παρουσία τού Θεού; OO 69.2
Άν προσκολλάσθε στόν εαυτό σας σέ σημείο πού νά άρνείσθε νά παραχωρήσετε τή θέλησή σας στόν Θεό, διαλέγετε τό θάνατο. Γιά τήν άμαρτία, σ’ όποιαδήποτε μορφή καί άν άπαντάται, ό Θεός είναι “πύρ καταναλίσκον”. Άν προτιμάτε τήν άμαρτία καί άρνείσθε νά άποχωρισθήσθε άπ’ αύτήν, τότε ή παρουσία τού Θεού, καταναλίσκοντας τήν άμαρτία, θά καταναλώσει καί σάς μαζί. OO 70.1
Άπαιτείται θυσία προκειμένου νά παραδοθεί κανείς στόν Θεό. Άλλ’ αύτό πού θυσιάζεται είναι κάτι τό κατώτερο χάρη τού άνώτερου· κάτι τό γήϊνο χάρη του πνευματικού- κάτι τό πρόσκαιρο χάρη τού αιώνιου. Ό Θεός δέν άποβλέπει στό νά εξουδετερώσει τή θέλησή μας, άφοϋ μόνο μέ τήν εξάσκηση τής θέλησης γίνεται εφικτό αύτό πού μάς ζητάει νά κάνομε. Άλλ’ όφείλομε νά παραχωρήσομε τό θέλημά μας σ’ Αύτόν γιά νά τό παραλάβομε πίσω πάλι καθαρισμένο καί εξαγνισμένο καί τόσο στενά συνδεδεμένο μέ τή Θεότητα, ώστε νά μπορεί νά έξαποστέλλει ό Θεός μ’ εμάς τά ρεύματα τής άγάπης καί τής ισχύος Του. Όσο δύσκολη κι’ έπώδυνη άν φαίνεται στήν πεισματωμένη, παραστρατημένη καρδιά μιά τέτοια παραχώρηση, άς έχομε πάντοτε ύπόψη ότι αύτό είναι “πρός τό συμφέρον ημών.” (Έβρ. 12:10). OO 70.2
Μόνο όταν άνάπηρος κι’ άποκαμωμένος έπεσε ό ‘Ιακώβ στό στήθος του άγγέλου τής διαθήκης, γνώρισε τή νίκη τής θριαμβευτικής πίστης καί δέχθηκε τόν πριγκηπικό του τίτλο άπό τόν Θεό. Μόνο όταν άρχισε νά “χωλαίνει κατά τόν μηρόν αύτού.” (Γεν. 32:31), τά άρματωμένα τάγματα του Ήσαύ κατασίγασαν στήν παρουσία του, καί αργότερα ό Φαραώ, ό περήφανος κληρονόμος μέ βασιλική σειρά διαδοχής, ύποκλίθηκε ταπεινά γιά νά δεχθεί τήν ευλογία του πατριάρχη. Ό ίδιος ό Αρχηγός τής σωτηρίας μας έγινε τέλειος “διά τών παθημάτων” (Έβρ. 2:10), καί οί άνθρωποι τής πίστης “ένεδυναμώθησαν άπό άσθενείας” καί “έτρεψαν εις φυγήν στρατεύματα άλλοτρίων.” (Έβρ. 11:34). Έτσι “οί χωλοί θέλουσι διαρπάσει τήν λείαν” (Ήσ. 33:23), καί “ό άδύνατος... θέλει είσθαι ώς ό Δαβίδ, καί ό οίκος του Δαβίδ... ώς άγγελος Κυρίου.” (Ζαχ. 12:8). OO 70.3