Την ώρα εκείνη, ο Θωμάς δεν ήταν παρών. Άκουσε από τους αποστόλους την είδηση της εμφάνισης του Ιησού, αλλά δεν τη δέχτηκε με ταπεινοφροσύνη. Αποφασιστικά και με αυτοπεποίθηση, δήλωσε ότι δεν θα πιστέψει παρά μόνο αν βάλει τα δάκτυλά του στα ίχνη των καρφιών και το χέρι του στην ουλή που άφησε η λόγχη που τρύπησε το πλευρό του Κυρίου του. Με τα λόγια αυτά έδειξε έλλειψη εμπιστοσύνης στους αδελφούς του. Αν όλοι ζητούσαν παρόμοια απόδειξη, κανείς σήμερα δεν θα δεχόταν τον Χριστό, ούτε θα πίστευε στην ανάστασή Του. Ο Θεός ήθελε το μήνυμα των μαθητών να γίνει αποδεκτό από εκείνους που δεν θα μπορούσαν προσωπικά να ακούσουν και να δουν τον αναστημένο Σωτήρα. ΙΑ 179.2
Ο Ιησούς δυσαρεστήθηκε με τη δυσπιστία του Θωμά. Κατά την επόμενη εμφάνισή Του, ο μαθητής αυτός ήταν παρών και μόλις αντίκρισε τον Ιησού πίστεψε. Νωρίτερα όμως είχε δηλώσει ότι δεν θα ικανοποιούταν χωρίς την απόδειξη που θα του προσέφερε η αφή και η όραση και έτσι, ο Ιησούς του έδειξε τα σημάδια που είχε ζητήσει. Ο Θωμάς αναφώνησε: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Ο Ιησούς όμως αποδοκίμασε τη δυσπιστία του λέγοντας: «Επειδή με είδες, Θωμά, επίστευσας. Μακάριοι όσοι δεν είδον και επίστευσαν» (Ιωαν. κ’ 28-29). ΙΑ 179.3