Ενώ η είδηση της ανάστασης διαδιδόταν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, οι Εβραίοι φοβόνταν για τη ζωή τους και έκρυβαν το μίσος που έτρεφαν για τους αποστόλους. Η μόνη τους ελπίδα ήταν η διάδοση της δικής τους κίβδηλης αναφοράς, η οποία γινόταν αποδεκτή από όσους επιθυμούσαν την επαλήθευση της ψευτιάς αυτής. Ο Πιλάτος, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός της ανάστασης του Χριστού, άρχισε να τρέμει. Δεν μπορούσε να αμφιβάλει για τη μαρτυρία των ανθρώπων και από την ώρα εκείνη έχασε την ηρεμία του. Χάρη κοσμικών τιμών και από φόβο μη χάσει την εξουσία και τη δύναμή του, είχε παραδώσει τον Ιησού στο θάνατο. Τώρα πια, ακράδαντα πείστηκε ότι δεν ήταν απλό ένοχος για το αίμα ενός αθώου ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Υιού του Θεού. Αξιοθρήνητη μέχρι τέλους ήταν η ζωή του Πιλάτου. Η αγωνία και η απόγνωση εξαφάνισαν κάθε ελπιδοφόρο, χαροποιό αίσθημα. Αρνήθηκε κάθε παρηγοριά και πέθανε με τραγικό τρόπο. ΙΑ 180.1