Go to full page →

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 41—« ΣΧΕΔΟΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ » ΠΑ 382

(Βασίζεται στις Πράξεις 25:13 - 27 και στο κεφ. 26.) ΠΑ 382.1

Ο Παύλος είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα και ο Φήστος δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά παρά να τον στείλει στη Ρώμη. Αρκετός καιρός πέρασε μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο πλοίο και επειδή άλλοι δέσμιοι επρόκειτο επίσης να σταλούν μαζί με τον Παύλο, η εξέταση των υποθέσεών τους απαιτούσε και αυτή χρονοτριβή. Αυτό πρόσφερε στον Παύλο, την ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους της πίστης του μπροστά στα επίσημα πρόσωπα της Καισαρείας, καθώς επίσης και στο βασιλιά Αγρίππα Β ', , τον τελευταίο των Ηρωδών. ΠΑ 382.2

«Και αφού παρήλθον ημέραι τινές, Αγρίππας ο βασιλεύς και η Βερνίκη ήλθον εις Καισάρειαν δια να χαιρετίσωσι τον Φήστον. Ενώ δε διέτριβον εκεί ημέρας πολλάς, ο Φήστος ανέφερε πρός τον βασιλέα τα του Παύλου, λέγων Είναι τις άνθρωπος αφημένος εδώ δέσμιος υπό του Φήλικος, περί του οποίου, ότε υπήγα εις Ιεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων ενεφανίσθησαν εις εμέ, ζητούντες καταδίκην εναντίον αυτού.» Περιέγραψε περιληπτικά τις συνθήκες που οδήγησαν τον κατηγορούμενο να επικαλεσθεί τον Καίσαρα και ανέφερε την πρόσφατη δίκη του Παύλου παρουσία του λέγοντας πως οι Ιουδαίοι δεν είχαν επιφέρει εναντίον του Παύλου καμία κατηγορία από αυτές που εκείνος περίμενε να φέρουν «αλλ’ είχον κατ’ αυτού ζητήματά τινα περί της ιδίας αυτών δεισιδαιμονίας και περί τίνος Ιησού αποθανόντος, τον οποίον ο Παύλος έλεγεν ότι ζή.» ΠΑ 382.3

Ενώ ο Φήστος έκανε την αφήγηση του, ο Αγρίππας έδειξε ενδιαφέρον και είπε: «Ήθελον και εγώ να ακούσω τον άνθρωπον.» Σύμφωνα με την επιθυμία του, η συνάντηση ορίσθηκε για την επομένη. «Την επαύριον λοιπόν ότε ήλθεν ο Αγρίππας και η Βερνίκη μετά μεγάλης πομπής και εισήλθον εις το ακροατήριον μετά των χιλιάρχων και των εξόχων ανδρών της πόλεως, προσέταξεν ο Φήστος και εφέρθη ο Παύλος.» ΠΑ 382.4

Τιμώντας τους επισκέπτες του, ο Φήστος επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να κάνει μία επιβλητική επίδειξη. Το φαντασμαγορικό ντύσιμο του Ρωμαίου διοικητή και των υψηλών του συμβούλων, τα σπαθιά των στρατιωτών και η απαστράπτουσα πανοπλία των αξιωματικών τους, προσέδιδαν λαμπρότητα στη σκηνή. ΠΑ 383.1

Και τότε παρουσιάστηκε ο Παύλος με τις χειροπέδες και στάθηκε μπροστά στη σύναξη των παρευρισκομένων. Τι μεγάλη αντίθεση παρουσίαζε! Ο κόσμος τιμούσε τον Αγρίππα και τη Βερνίκη για τη δύναμη και το αξίωμά τους. Αλλά αυτοί ήταν τελείως απογυμνωμένοι από τα χαρακτηριστικά εκείνα που εκτιμά ο Θεός. Ήταν παραβάτες του νόμου Του, με διεφθαρμένη καρδιά και ζωή. Η διαγωγή τους προκαλούσε τον αποτροπιασμό του Ουρανού. ΠΑ 383.2

Ο γηραιός δεσμώτης, αλυσοδεμένος με το στρατιώτη φύλακά του, δεν παρουσίαζε κανένα χαρακτηριστικό που να του αποδίδει την εκτίμηση του κόσμου. Όμως για τον άνθρωπο αυτό, τον φαινομενικά χωρίς φίλους, πλούτη και αξίωμα, τον φυλακισμένο για την πίστη του στον Υιό του Θεού, ενδιαφέρονταν ολόκληρος ο Ουρανός. Άγγελοι τον συνόδευαν. Αν γίνονταν να αστράψει η δόξα ενός μόνο από τους λαμπρούς αυτούς απεσταλμένους, η βασιλική επίδειξη και η υπερηφάνεια του θα ωχρίαζε. Βασιλιάς και αυλικοί θα έπεφταν κατά Γής, όπως έπεσαν οι ρωμαίοι φρουροί στον τάφο του Χριστού. ΠΑ 383.3

Ο ίδιος ο Φήστος παρουσίασε τον Παύλο στη συνέλευση με τα λόγια: «Αγρίππα βασιλεύ, και πάντες οι συμπαρευρισκόμενοι μεθ’ ημών, θεωρείτε τούτον περί του οποίου όλον το πλήθος των Ιουδαίων με ωμίλησαν και εν Ιερουσολύμοις και εδώ, καταβοώντες ότι αυτός δεν πρέπει πλέον να ζή. Εγώ δε, επειδή εύρον ότι δεν έπραξεν ουδέν άξιον θανάτου, και αυτός ούτος επεκαλέσθη τον Σεβαστόν, απεφάσισα να πέμψω αυτόν. Περί του οποίου δεν έχω ουδέν βέβαιον να γράψω πρός τον κύριόν μουόθεν έφερα αυτόν ενώπιον σας, και μάλιστα ενώπιον σου, βασιλεύ Αγρίππα, δια να έχω τι να γράψω, αφού γίνη η ανάκρισις. Διότι μοι φαίνεται άλογον, πέμπων δέσμιον, να μη φανερώσω και τα κατ’ αυτού εγκλήματα.» ΠΑ 383.4

Στο σημείο αυτό ο βασιλιάς Αγρίππας έδωσε την άδεια στον Παύλο να απολογηθεί. Ο απόστολος δεν θορυβήθηκε από τη φαντασμαγορική επίδειξη ούτε από την αφρόκρεμα που αποτελούσε το ακροατήριό του επειδή ήξερε πόσο μηδαμινή αξία έχουν τα πλούτη και οι θέσεις του κόσμου. Η επίγεια επίδειξη και η δύναμη δεν κατόρθωσαν ούτε πρός στιγμή να τον κάνουν να χάσει το θάρρος του ή την ψυχραιμία του. ΠΑ 384.1

«Μακάριον νομίζω εμαυτόν, βασιλεύ Αγρίππα,» είπε, «μέλλων να απολογηθώ ενώπιον σου σήμερον περί πάντων εις όσα εγκαλούμαι υπό των Ιουδαίων, μάλιστα επειδή γνωρίζεις πάντα τα παρά τοις Ιουδαίοις έθιμα και ζητήματαόθεν δέομαι σου να με ακούσης μετά μακροθυμίας. » ΠΑ 384.2

Ο Παύλος διηγήθηκε το ιστορικό της μεταστροφής του από την άκαμπτη απιστία στην πίστη του Ιησού του Ναζωραίου σαν Λυτρωτή του κόσμου. Περιέγραψε την ουράνια οπτασία που ενώ στην αρχή του είχε προξενήσει απερίγραπτο τρόμο, αργότερα αποδείχθηκε πηγή της μεγαλύτερης γι’ αυτόν παρηγοριάς. Ο λόγος ήταν η αποκάλυ-ψη της θεϊκής δόξας, στη μέση της οποίας βρίσκονταν ενθρονισμένος Εκείνος που αυτός είχε περιφρονήσει και μισήσει.Μέχρι και εκείνη ακόμη τη στιγμή προσπαθούσε να εξοντώσει τους οπαδούς Του! Από την ώρα εκείνη ο Παύλος έγινε νέος άνθρωπος, ένας ειλικρινής και ένθερμος οπαδός του Ιησού ο οποίος άλλαξε χάρη στη μεταλλάσσουσα δύναμη της ευσπλαχνίας. ΠΑ 384.3

Με σαφήνεια και δυναμικότητα ο Παύλος σκιαγράφησε παρουσία του Αγρίππα τα κυριότερα γεγονότα της επίγειας ζωής του Χριστού. Διαβεβαίωσε ότι ο Μεσσίας των προφητειών είχε παρουσιαστεί στο πρόσωπο του Ιησού του Ναζωραίου. Απέδειξε ότι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ανήγγειλαν ότι ο Μεσσίας επρόκειτο να έλθει σαν άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων και πως κάθε λεπτομέρεια στη ζωή του Ιησού που περιέγραφαν ο Μωυσής και οι προφήτες είχε βρει την εκπλήρωσή της. Με σκοπό την απολύτρωση ενός αμαρτωλού κόσμου, ο άγιος Υιός του Θεού είχε υπομείνει το σταυρό,είχε καταφρονήσει την αισχύνη και είχεανεβεί στον Ουρανό θριαμβευτής κατά του θανάτου και του τάφου. ΠΑ 384.4

Ο Παύλος έφερε το λογικό επιχείρημα: «Γιατί να φαίνεται απίστευτο ότι ο Χριστός αναστήθηκε από νεκρός; » Κάποτε και σ’ αυτόν τον ίδιο φαίνονταν απίστευτο. Τώρα όμως πώς μπορούσε να μη πιστέψει σ’ αυτό που μόνος του είδε και άκουσε; Στην πύλη της Δαμασκού είχε πραγματικά αντικρύσει το σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό, τον ίδιο Χριστό που είχε περπατήσει στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, είχε πεθάνει στο Γολγοθά, είχε συντρίψει τα δεσμά του θανάτου και είχε αναληφθεί στον Ουρανό. Όπως σίγουρα τον είχαν ιδεί ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και τόσοι άλλοι από τους μαθητές, έτσι Τον είχε δει και αυτός και είχε μιλήσει μαζί Του. Η φωνή εκείνη τον πρόσταξε να κηρύξει το Ευαγγέλιο του αναστημένου Σωτήρα. Πως αυτός μπορούσε να μην υπακούσει; Στη Δαμασκό, στην Ιερουσαλήμ, σε ολόκληρη την Ιουδαία και στις μακρινές περιοχές, έδωσε τη μαρτυρία του σταυρωμένου Ιησού παροτρύνοντας όλους γενικά «να μετανοώσι και να επιστρέψωσιν εις τον Θεόν, πράττοντες έργα άξια της μετανοίας.» ΠΑ 385.1

«Δια ταύτα,» δήλωσε ο απόστολος, «οι Ιουδαίοι συλλαβόντες με εν τω ιερώ επεχείρουν να με φονεύσωσιν. Αξιωθείς όμως της βοήθειας της παρά του Θεού, ίσταμαι έως της ημέρας ταύτης μαρτυρών πρός μικρόν τε και μεγάλον, μη λέγων μηδέν εκτός των όσα ελάλησαν οι προφήται και ο Μωϋσής ότι έμελλον να γίνωσιν, ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, ότι πρώτος αναστάς εκ νεκρών μέλλει να κηρύξη φώς εις τον λαόν και εις τα έθνη.» ΠΑ 385.2

Όλοι οι παρευρισκόμενοι άκουγαν σαν μαγεμένοι την αφήγηση της θαυμάσιας εμπειρίας του Παύλου. Ο απόστολος χειρίζονταν το αγαπημένο του θέμα. Κανείς από αυτούς που τον άκουγαν μπορούσε να αμφιβάλει για την ειλικρίνειά του. Ενώ είχε φθάσει στο απόγειο της ρητορικής του πειστικότητας, τον διέκοψε φωνάζοντας ο Φήλικας: «Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν.» ΠΑ 385.3

Ο απόστολος απήντησε: «Δεν μαίνομαι, . . . κράτιστε Φήστε, αλλά προφέρω λόγους αλήθειας και νοός υγιαίνοντος. Διότι έχει γνώσιν περί τούτων ο βασιλεύς, πρός τον οποίον και λαλώ μετά παρρησίας• επειδή είμαι πεπεισμένος ότι δεν λανθάνει αυτόν ουδέν τούτων, διότι τούτο δεν είναι πεπραγμένον εν γωνία.» Τότε στρεφόμενος στον Αγρίππα, απευθύνθηκε κατευθείαν σ’ αυτόν: «Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, εις τους προφήτας; εξεύρω ότι πιστεύεις.» ΠΑ 386.1

Βαθειά συγκινημένος, πρός στιγμή ο Αγρίππας ξέχασε το περιβάλλον του και το γόητρο του αξιώματος του. Έχοντας μόνο συναίσθηση των αληθειών που είχε ακούσει και βλέποντας μόνο τον ταπεινό φυλακισμένο που έστεκε μπροστά του σαν απεσταλμένος του Θεού, άθελά του αποκρίθηκε: «Παρ’ ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός.» ΠΑ 386.2

Πρόθυμα ο απόστολος του απάντησε: «Ήθελον εύχεσθαι πρός τον Θεόν, ουχί μόνον συ, αλλά και πάντες οι σήμερον ακούοντές με, να γίνωσι και παρ’ ολίγον και παρά πολύ οποίος και εγώ είμαι,» και πρόσθεσε υψώνοντας τα αλυσοδεμένα χέρια του, «παρεκτός των δεσμών τούτων.» ΠΑ 386.3

Ο Φήστος, ο Αγρίππας και η Βερνίκη δικαιολογημένα θα μπορούσαν να φέρουν τα δεσμά που έδεναν τον απόστολο. Όλοι τους ενοχοποιούνταν με σοβαρά αδικήματα. Οι φταίχτες αυτοί είχαν ακούσει την προσφορά της σωτηρίας την ημέρα εκείνη μέσω του ονόματος του Χριστού. Τουλάχιστον ένας από αυτούς είχε σχεδόν πειστεί να δεχθεί τη χάρη και τη συγχώρηση που του προσφέρονταν. Αλλά ο Αγρίππας παρέκαμψε την προτεινόμενη ευσπλαχνία και αρνήθηκε να δεχθεί το σταυρό ενός σταυρωμένου Λυτρωτή. ΠΑ 386.4

Η περιέργεια του βασιλιά είχε ικανοποιηθεί και αφού σηκώθηκε από τη θέση του, έγνεψε ότι η συνέντευξη είχε λήξει. Ενώ διαλύονταν η συνέλευση, οι παριστάμενοι μιλούσαν αναμεταξύ τους λέγοντας ότι «ουδέν άξιον θανάτου ή δεσμών πράττει ο άνθρωπος ούτος.» ΠΑ 386.5

Αν και Ιουδαίος, ο Αγρίππας δεν συμμερίζονταν τον αδιάλλακτο ζήλο και την τυφλή προκατάληψη των Φαρισαίων. «Ο άνθρωπος ούτος,» είπε στο Φήστο «ηδύνατο να απολυθή, εάν δεν είχεν επικαλεσθή τον Καίσαρα.» Η υπόθεση όμως είχε παραπεμφθεί στο ανώτατο εκείνο δικαστήριο και βρίσκονταν τώρα έξω από την εξουσιοδότηση του Φήστου ή του Αγρίππα. ΠΑ 387.1