(Βασίζεται στις Πράξεις 27 και 28:1 - 10.) ΠΑ 388.1
Τέλος ο Παύλος ξεκίνησε για τη Ρώμη. «Αφού απεφασίσθη,» γράφει ο Λουκάς, «να αποπλεύσωμεν εις την Ιταλίαν, παρέδωκαν τον Παύλον και τινας άλλους δέσμιους εις εκατόνταρχον Ιούλιον ονομαζόμενον, εκ του τάγματος του σεβαστού λεγομένου. Και αφού επέβημεν εις πλοίον Αδραμυττηνόν, εσηκώθημεν μέλλοντες να παραπλεύσωμεν τους κατά την Ασίαν τόπους, έχοντες μεθ’ ημών Αρίσταρχον τον Μακεδόνα τον εκ Θεσσαλονίκης.» ΠΑ 388.2
Στον πρώτο χριστιανικό αιώνα τα θαλάσσια ταξίδια παρουσίαζαν ιδιαίτερες ταλαιπωρίες και κινδύνους. Οι ναυτικοί κατεύθυναν την πορεία τους, καθοδηγούμενοι κυρίως από τη θέση του ηλίου και των άστρων. Όταν αυτά δεν φανερώνονταν και διακρίνονταν δείγματα θύελλας, οι πλοιοκτήτες δεν επιχείρησαν να πλεύσουν στα ανοικτά της θάλασσας. Σε ορισμένες εποχές του χρόνου η ασφαλής ναυσιπλοΐα ήταν σχεδόν αδύνατη. ΠΑ 388.3
Ο απόστολος Παύλος καλούταν τώρα να υποστεί δοκιμασίες που έπεφταν στη μοίρα του, του αλυσοδεμένου δεσμώτη κατά το μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι στην Ιταλία. Ένα μόνο γεγονός τον ανακούφιζε αισθητά μέσα στα βάσανά του. Του επέτρεψαν να έχει συντροφιά στο ταξίδι το Λουκά και τον Αρίσταρχο. Τον τελευταίο αυτόν αργότερα ο Παύλος στην επιστολή του στους Κολοσσαείς τον αναφέρει σαν «συναιχμάλωτό» του. (Κολ. 4:10.) Αλλά ο Αρίσταρχος μόνος του προτίμησε να συμμερισθεί τα δεσμά του Παύλου για να μπορεί να συμπαρασταθεί στα δεινοπαθήματά του. ΠΑ 388.4
Το ταξίδι άρχισε με ευνοϊκές συνθήκες. Την επόμενη μέρα έριξαν άγκυρα στο λιμάνι της Σιδώνας. Εδώ ο Ιούλιος ο εκατόνταρχος, «φιλανθρώπως φερόμενος πρός τον Παύλον» και μαθαίνοντας ότι στην πόλη αυτή υπήρχαν Χριστιανοί, «επέτρεψεν εις αυτόν να υπάγη πρός τους φίλους αυτού και να λάβη περίθαλψιν. » Η άδεια αυτή εκτιμήθηκε πολύ από τον απόστολο του οποίου η υγεία είχε εξασθενίσει. ΠΑ 389.1
Φεύγοντας από τη Σιδώνα, το πλοίο συνάντησε αντίθετους ανέμους και επειδή αναγκάσθηκαν να παρακάμψουν από τη ευθυπορία, προχωρούσαν πολύ σιγά. Στα Μύρα της επαρχίας της Λυκίας, ο εκατόνταρχος βρήκε ένα μεγάλο, Αλεξανδρινό πλοίο που έπλεε στην Ιταλία. Τότε, μετέφερεαμέσως σ’ αυτό τους κρατουμένους του. Οι άνεμοι όμως εξακολουθούσαν να είναι αντίθετοι και ο πλους δύσκολος. Ο Λουκάς γράφει: «Βραδυπλοούντες δε ικανάς ημέρας και μόλις φθάσαντες εις την Κνίδον, επειδή δεν μας άφινεν ο άνεμος, υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά την Σαλμώνην, και μόλις παραπλεύσαντες αυτήν, ήλθομεν εις τόπον τινα ονομαζόμενον Καλούς Λιμένας.» ΠΑ 389.2
Αναγκαστικά έμειναν στους Καλούς Λιμένες αρκετό διάστημα περιμένοντας ευνοϊκούς ανέμους. Ο χειμώνας ήταν τώρα πολύ κοντά, «ο πλούς ήτο ήδη επικίνδυνος» και οι υπεύθυνοι του πλοίου είχαν χάσει κάθε ελπίδα ότι θα έφθαναν στον προορισμό τους πριν κλείσει η εποχή των θαλασσίων ταξιδιών. Το μόνο που τους έμενε να κάνουν ήταν να αποφασίσουν αν έπρεπε να παραμείνουν στους Καλούς Λιμένες ή να προσπαθήσουν να βρουν καταλληλότερο τόπο να παρα-χειμάσουν. ΠΑ 389.3
Το ζήτημα συζητήθηκε με προσοχή και τελικά αναφέρθηκε από τον εκατόνταρχο και στον Παύλο, ο οποίος είχε κερδίσει το σεβασμό τόσο των ναυτών, όσο και των στρατιωτών. Χωρίς κανένα δισταγμό, ο απόστολος συμβούλεψε να παραμείνουν εκεί όπου ήταν. «Βλέπω» τους είπε, «ότι ο πλούς μέλλει να γίνει με κακοπάθειαν και πολλήν ζημίαν, ουχί μόνον του φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών ημών.» Αλλά ο κυβερνήτης και ο ναύκληρος, καθώς και η πλειοψηφία των επιβατών του πληρώματος, δεν ήθελαν να δεχθούν τη συμβουλή αυτή. Επειδή ο λιμένας όπου ήταν αγκυροβολημένοι «δεν ήτο επιτήδειος εις παραχειμασίαν, οι πλειότεροι εγνωμοδότησαν να σηκωθώσι και εκείθεν, ώστε φθάσαντες αν ηδύναντο εις Φοίνικα, λιμένα της Κρήτης βλέποντα πρός τον Λίβα άνεμον και πρός τον Χώρον, να παραχειμάσωσιν εκεί.» ΠΑ 389.4
Ο εκατόνταρχος απεφάσισε να ακολουθήσει τη γνώμη της πλειοψηφίας. Επομένως, «ότε έπνευσεν ολίγον νότος,» απέπλευσαν από τους Καλούς Λιμένες με την ελπίδα ότι σε λίγο θα έφθαναν στο λιμάνι που ήθελαν. «Πλήν μετ’ ολίγον προσέβαλε . . . άνεμος τυφωνικός» και «το πλοίον συνηρπάσθη καιδεν ηδύνατο να αντέχη πρός τον άνεμον.» ΠΑ 390.1
Φερόμενο από την τρικυμία, το πλοίο έφθασε κοντά στο μικρό νησί της Κλαύδης. Ενώ κατέφυγαν σ’ αυτό, οι ναύτες αντιμετώπιζαν τώρα τη χειρότερη εκδοχή. Η ναυαγοσωστική βάρκα, η μόνη τους ελπίδα διαφυγής σε περίπτωση που το πλοίο καταποντίζονταν, είχε ρυμουλκηθεί και κινδύνευε να συντρίβει από στιγμή σε στιγμή. Το πρώτο τους μέλημα ήταν να ανεβάσουν τη βάρκα στο καράβι. Έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ενισχύσουν το καράβικαι να το προετοιμάσουν να αντεπεξέλθει στη θαλασσοταραχή. Η λιγοστή προστασία που πρόσφερε το νησάκι δεν τους βοήθησε για πολύ και σε λίγο ξαναβρέθηκαν εκτεθειμένοι στην ασυγκράτητη μανία της θύελλας. ΠΑ 390.2
Όλη τη νύχτα η τρικυμία μαίνονταν και παρόλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί, το πλοίο έμπαζε νερά. «Την ακόλουθον ημέραν έκαμνον χύσιν.» Νύχτωσε και πάλι, αλλά ο αέρας δεν κόπασε. Το θαλασσοδαρμένο καράβι, με σπασμένο κατάρτι και σχισμένα πανιά, πηγαινοέρχονταν πέρα - δώθε και χτυπιόταν από τα μανιασμένα κύματα. Από στιγμή σε στιγμή φαίνονταν ότι τα δοκάρια που αγκομαχούσαν τρίζοντας θα υποχωρούσαν καθώς το σκάφος παράπαιε και έτρεμε μαστιγωμένο από την καταιγίδα. Το πλοίο εξακολουθούσε να μπάζει περισσότερα νερά, ενώ πλήρωμα και επιβάτες εργάζονταν πυρετωδώς στις αντλίες. Δεν υπήρχε στιγμή για ανάπαυση για κανένα στο πλοίο. «Την τρίτην ημέραν, » γράφει ο Λουκάς, «με τας ιδίας ημών χείρας ερρίψαμεν τα σκεύη του πλοίου και επειδή δια πολλών ημερών δεν εφαίνοντο ούτε ήλιος ούτε άστρα, και χειμών βαρύς επέκειτο, πάσα ελπίς σωτηρίας αφηρείτο πλέον αφ’ ημών.» ΠΑ 390.3
Δέκα τέσσερες ημέρες εξακολουθούσαν να βρίσκονται από τον έλεγχο τωνκυμάτων, κάτω από έναν ουρανόχωρίςΉλιο και άστρα. Ο απόστολος, αν και υπέφερε σωματικά, πρόφερε ενθαρρυντικά λόγια και πρόσφερε χέρια βοήθειας στις πιο δύσκολες ώρες και σε κάθε στιγμή ανάγκης. Πιάστηκε με πίστη από το βραχίονα του Παντοδυνάμου και η ψυχή του επαναπαύονταν στο Θεό. Δεν φοβόταν για τον εαυτό του. Ήξερε ότι ο Θεός θα τον φύλαγε για να κάνει και στη Ρώμη το έργοτου για την αλήθεια του Χριστού. Από τα βάθη της καρδιάς του όμως λυπόταν τις δυστυχισμένες ψυχές ολόγυρά του - ψυχές αμαρτωλές, εξαχρειωμένες και ανέτοιμες για το θάνατο. Ενώ με θέρμη παρακαλούσε το Θεό να λυπηθεί τη ζωή τους, αποκαλύφθηκε ότι η προσευχή του είχε εισακουσθεί. ΠΑ 391.1
Επωφελούμενος από μία ανάπαυλα της τρικυμίας, ο Παύλος στάθηκε στο κατάστρωμα του πλοίου και υψώνοντας τη φωνή, είπε: «Έπρεπεν, ώ άνδρες, να μου υπακούσητε και να μη σηκωθήτε από της Κρήτης και ούτως ηθέλομεν αποφύγει την κακοπάθειαν ταύτην και την ζημίαν. Αλλά και ήδη σας παραινώ να έχητε θάρροςδιότι εξ υμών ουδεμία ψυχή δεν θέλει χαθή, ειμή μόνον το πλοίον. Διότι την νύκτα ταύτην εφάνη εις εμέ άγγελος του Θεού, του οποίου είμαι, τον οποίον και λατρεύω, λέγωνΜη φοβού, Παύλεπρέπει να παραστής ενώπιον του Καίσαροςκαι ιδού ο Θεός σοι εχάρισε πάντας τους πλέοντας μετά σου. Δια τούτο θαρρείτε, άνδρεςδιότι πιστεύω εις τον Θεόν ότι ούτω θέλει γίνει, καθ’ όν τρόπον ελαλήθη πρός εμέ. Πρέπει δε να πέσωμεν εις νήσον τινά.» ΠΑ 391.2
Με τα λόγια αυτά η ελπίδα αναπτερώθηκε. Επιβάτες και πλήρωμα ξύπνησαν από την απάθειά τους. Πολλή δουλειά είχαν ακόμη μπροστά τους και κάθε προσπάθεια που μπορούσαν να κάνουν έπρεπε να καταβληθεί προκειμένου να αποφύγουν την καταστροφή. ΠΑ 391.3
Τη δέκατη τέταρτη νύχτα, ενώ περιφέρονταν πάνω στα σκοτεινά, βίαια κύματα, «περί το μέσον της νυκτός»,λόγωθορύβου ορμητικών κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή, «εσυμπέραινον οι ναύται ότι πλησιάζουσιν εις τόπον τινά. Και ρίψαντες την βολίδα εύρον είκοσι οργυιάς, και αφού επροχώρησαν ολίγον διάστημα, ρίψαντες και πάλιν την βολίδα, εύρον οργυιάς δέκα πέντε και φοβούμενοι,» αναφέρει ο Λουκάς, «μήπως πέσωμεν έξω εις τραχείς τόπους, ρίψαντες τέσσαρας αγκύρας από της πρύμνης ηύχοντο να γίνη ημέρα.» ΠΑ 392.1
Τη χαραυγή, ορισμένα σημεία της θαλασσοδαρμένης ακτής άρχισαν να διαγράφονται αμυδρά στον ορίζοντα, αλλά γνώριμες τοποθεσίες δεν διακρίνονταν πουθενά. Τόσο καταθλιπτικά φαίνονταν τα πράγματα ώστε οι άθεοι ναυτικοί, χάνοντας όλο τους το θάρρος, «εζήτουν να φύγωσιν εκ του πλοίου» και με την πρόφαση ότι ετοιμάζονταν «να εκτείνωσιν αγκύρας εκ της πρώρας, » είχαν ήδη κατεβάσει τη ναυαγοσωστική βάρκα. Τότε, ο Παύλος που κατάλαβε το ποταπό τους σχέδιο, είπε στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Εάν ούτοι δεν μείνωσιν εν τω πλοίω, σεις δεν δύνασθε να σωθήτε. » Αμέσως οι στρατιώτες «απέκοψαν τα σχοινία της λέμβου και αφήκαν αυτήν να πέση έξω» στη θάλασσα. ΠΑ 392.2
Η τραγικότερη όμως στιγμή δεν είχε ακόμη φθάσει. Ο απόστολος πρόφερε πάλι λόγια ενθαρρυντικά, παρακαλώντας ναυτικούς και επιβάτες να φάνε κάτι: «Δεκατέσσαρας ημέρας σήμερον προσδοκώντες διαμένετε νηστικοί, » τους είπε, «και δεν εφάγατε ουδέν. Δια τούτο σας παρακαλώ να λάβητε τροφήν διότι τούτο είναι αναγκαίον πρός την σωτηρίαν σαςεπειδή ουδενός από σας δεν θέλει πέσει θρίξ εκ της κεφαλής.» ΠΑ 392.3
«Αφού δε είπε ταύτα και έλαβεν άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν ενώπιον πάντων και κόψας ήρχισε να τρώγη.» Τότε ο ταλαίπωρος και αποθαρρυμένος εκείνος όμιλος που απαρτίζονταν από διακόσιες εβδομήντα πέντε ψυχές, που αν δεν ήταν με τον Παύλο θα ήταν όλοι τους χαμένοι, άρχισαν και αυτοί να τρώνε μαζί με τον απόστολο. «Αφού δε εχορτάσθησαν από τροφής, ελάφρυνον το πλοίον, ρίπτοντες τον σίτον εις τη θάλασσαν.» ΠΑ 392.4
Ως τότε είχε πια φέξει, αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε που να τους βοηθήσει να προσανατολιστούν. «Παρετήρουν όμως κόλπον τινά έχοντα αιγιαλόν, εις τον οποίον εβουλεύθησαν, ανηδύναντο, να εξώσωσι το πλοίον. Και κόψαντες τας αγκύρας, αφήκαν το πλοίον εις την θάλασσαν, λύσαντες εν ταυτώ τους δεσμούς των πηδαλίων, και υψώσαντες τον αρτέμονα πρός τον άνεμον, κατηυθύνοντο εις τον αιγιαλόν. Περιπεσόντες δε εις τόπον όπου συνήρχοντο δύο θάλασσαι, έρριψαν έξω το πλοίον, και η μεν πρώρα εκάθησε και έμεινεν ασάλευτος, η δε πρύμνη διελύετο υπό της βίας των κυμάτων.» ΠΑ 393.1
Τώρα ο Παύλος και οι άλλοι κρατούμενοι απειλούνταν από ένα κίνδυνο φοβερότερο ακόμη από το ναυάγιο. Οι στρατιώτες κατάλαβαν ότι ενώ θα προσπαθούσαν να φθάσουν στη στεριά, θα τους ήταν αδύνατο να φρουρήσουν τους φυλακισμένους. Ο καθένας έπρεπε να κάνει ότι περνούσε από το χέρι του για να σωθεί. Αν όμως κάποιος από τους φυλακισμένους εξαφανίζονταν, η ζωή εκείνων που ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτούς θα πήγαινε χαμένη. Γι’ αυτό οι στρατιώτες αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους κρατουμένους. Ο ρωμαϊκός νόμος επέτρεπε το απάνθρωπο αυτό μέτρο και το σχέδιο θα είχε πάραυτα εκτελεστεί, αν δεν χρωστούσαν χάρη στον Παυλο. Ο εκατόνταρχος Ιούλιος ήξερε ότι ο Παύλος είχε παίξει σπουδαίο ρόλο για τη σωτηρία όλων όσων βρίσκονταν στο πλοίο. Επιπλέον είχε πειστεί ότι ο Θεός ήταν μαζί του, και φοβοταν να του κάνει κακό. Γι’ αυτό «πρόσταξεν όσοι ηδύναντο να κολυμβώσι να ριφθώσι πρώτοι και να εκβώσιν εις την γήν, οι δε λοιποί, άλλοι μεν επί σανίδων, άλλοι δε επί τινων λειψάνων του πλοίου, και ούτω διεσώθησαν πάντες εις την γήν.» Όταν φώναξαν τον κατάλογο, ούτε ένας δεν έλειπε. ΠΑ 393.2
Τους ναυαγούς υποδέχθηκαν με καλοσύνη οι βάρβαροι κάτοικοι της Μελίτης. «Ανάψαντες πυράν,» διηγείται ο Λουκάς, «υπεδέχθησαν πάντας ημάς δια την επικειμένην βροχήν και δια το ψύχος.» Ο Παύλος ήταν ένας από αυτούς που πάσχιζαν να ανακουφίσουν τους άλλους. Αφού πήγε και μάζεψε «πλήθος φρυγάνων,» τα «έβαλεν επί την πυράν,» οπότε μία έχιδνα, «εξελθούσα εκ της θερμότητος, προσεκολλήθη εις την χείρα αυτού.» Όσοι έστεκαν γύρω του τρομοκρατήθηκαν. Και καταλαβαίνοντας από την αλυσίδα του ότι ο Παύλος ήταν δέσμιος, έλεγαν αναμεταξύ τους: «Βεβαίως φονεύς είναι ούτος, τον οποίον διασωθέντα εκ της θαλάσσης, η θεία δίκη δεν αφήκε να ζή.» Ο Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά χωρίς να πάθει τίποτε. Ξέροντας ότι το φίδι ήταν φαρμακερό, οι άνθρωποι περίμεναν να τον δουν από στιγμή σε στιγμή να πέφτει κατά Γής σφαδάζοντας από τους πόνους. «Αφού όμως επρόσμεναν πολλήν ώραν και έβλεπον ότι ουδέν κακόν εγίνετο εις αυτόν, μεταβαλόντες στοχασμόν, έλεγον ότι είναι θεός.» ΠΑ 393.3
Κατά την τρίμηνη παραμονή των ναυαγών στη Μελίτη, ο Παύλος και οι συνεργάτες του επωφελήθηκαν από πολλές ευκαιρίες για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Ο Θεός εργάζονταν με αυτούς κατά θαυμάσιο τρόπο. Για χατίρι του Παύλου παρουσιάστηκαν ντόπιοι με μεγάλη καλοσύνηγια όλους τους ναυαγούς. Εκείνοι προνόησαν για όλες τους τις ανάγκες.Όταν θα έφευγαν από το νησί της Μάλτας, τους εφοδίασαν άφθονα με όλα όσα τους χρειάζονταν για το ταξίδι. Περιληπτικά ο Λουκάς διηγείται τα σημαντικότερα περιστατικά της εκεί παραμονής τους με τα ακόλουθα λόγια: ΠΑ 394.1
«Εις τα πέριξ δε του τόπου εκείνου ήσαν κτήματα του πρώτου της νήσου ονομαζομένου Ποπλίου, όστις αναδεχθείς ημάς, εξένισε φιλοφρόνως τρείς ημέρας. Συνέβη δε να ήναι κατάκειτος ο πατήρ του Ποπλίου πάσχων πυρετόν και δυσεντερίαν πρός τον οποίον εισελθών ο Παύλος και προσευχηθείς, επέθεσεν επ’ αυτόν τας χείρας και ιάτρευσεν αυτόν. Τούτου λοιπόν γενομένου, και οι λοιποί όσοι είχον ασθενείας εν τη νήσω, προσήρχοντο και εθεραπεύοντο οίτινες και με τιμάς πολλάς ετίμησαν ημάς και ότε εμέλλομεν να αναχωρήσωμεν, εφόδιασαν με τα χρειώδη.» ΠΑ 394.2