(Βασίζεται στις Πράξεις 28:11 - 31 και στην Επιστολή στο Φιλήμονα.) ΠΑ 395.1
Όταν άνοιξε πάλι ο καιρός για τη ναυσιπλοΐα, ο εκατόνταρχος και οι κρατούμενοί του ξεκίνησαν για το ταξίδι τους στη Ρώμη. Ένα αλεξανδρινό πλοίο με σημαία των Διοσκούρωνείχε παραχειμάσει στη Μάλτα.Επιβιβάστηκανξανά σε αυτό οι ταξιδιώτες, αν και με κάποια καθυστέρηση επειδή ο άνεμος έπνεε αντίθετα.Το ταξίδι υπήρξε ασφαλές και το πλοίο αγκυροβόλησε στο όμορφο λιμάνι των Ποτιόλων, στην παραλιακή ακτή της Ιταλίας. ΠΑ 395.2
Στο μέρος αυτό βρίσκονταν μερικοί Χριστιανοί οι οποίοι παρεκάλεσαν τον Παύλο να μείνει μαζί τους για μία εβδομάδα και ο εκατόνταρχος τους έκανε τη χάρη αυτή. Αφότου είχαν λάβει την επιστολή του Παύλου πρός τους Ρωμαίους, οι Χριστιανοί της Ιταλίας περίμεναν με ανυπομονησία την επίσκεψη του αποστόλου. Δεν φαντάζονταν ότι θα τον έβλεπαν να έρχεται φυλακισμένος τα παθήματά του όμως τους τον κατέστησαν ακόμη πιο αγαπητό. Επειδή η απόσταση από τους Ποτιόλους στη Ρώμη είναι μόνο εκατόν σαράντα μίλια και το λιμάνι βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τη μητρόπολη, οι Χριστιανοί της Ρώμης πληροφορήθηκαν τον ερχομό του Παύλου και μερικοί από αυτούς ξεκίνησαν για να τον προϋπαντήσουν και να τον καλωσορίσουν. ΠΑ 395.3
Την ογδόη ημέρα μετά την απόβαση, ο εκατόνταρχος και οι δέσμιοι του ξεκίνησαν για τη Ρώμη. Ο Ιούλιος ήταν πρόθυμος να παράσχει στον Παύλο κάθε ευκολία που περνούσε από το χέρι του. Δεν είχε όμως το δικαίωμα να τον αφήσει ελεύθερο αφού ήταν κρατούμενος, ή να τον λύσει από την αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο με το φύλακα στρατιώτη. Με βαριά καρδιά ο Παύλος πήγαινε να κάνει την ονειρεμένη του επίσκεψη στη μητρόπολη του κόσμου. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα από ότι τα είχε φαντασθεί! Πως θα μπορούσε αυτός, αλυσοδεμένος και στιγματισμένος όπως ήταν, να κηρύξει το Ευαγγέλιο; Οι ελπίδες του να κερδίσει πολλές ψυχές στη Ρώμη χάρη της αλήθειας φαίνονταν ότι πήγαιναν να διαψευστούν. ΠΑ 395.4
Κάποτε οι οδοιπόροι φθάνουν στον Άππιο Φόρο σε απόσταση σαράντα μιλίων από τη Ρώμη. Καθώς προχωρούν ανάμεσα στα πλήθη που συνωστίζονται στη μεγάλη κεντρική λεωφόρο, βαδίζοντας ο ασπρομάλλης γέροντας δεμένος με τις αλυσίδες πλάι στους αγριοπρόσωπους κακοποιούς, τραβάει πάνω του ειρωνικά βλέμματα και γίνεται στόχος για πολλά άκαρδα σκληρά αστεία. ΠΑ 396.1
Ξαφνικά ακούγεται ένα χαρούμενο ξεφωνητό και κάποιος που ξεκόβει από το πλήθος των διαβατών, ρίχνεται στο λαιμό του δέσμιου και τον αγκαλιάζει με δάκρυα χαράς, όπως ένας γιός υποδέχεται τον από καιρό απομακρυσμένο πατέρα του. Η σκηνή επαναλαμβάνεται κάθε φορά που με πρόθυμα μάτια στοργικής προσμονής, πολλοί αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του αλυσοδεμένου αιχμαλώτου εκείνον που στην Κόρινθο, στους Φιλίππους, στην Έφεσο είχε μιλήσει τα λόγια της ζωής. ΠΑ 396.2
Καθώς οι καλόκαρδοι αυτοί μαθητές περιστοιχίζουν χαρούμενοι τον πατέρα τους του Ευαγγελίου, ολόκληρη η πορεία απότομα σταματάει. Οι στρατιώτες καθυστερούν με την καθυστέρηση αυτή, αλλά δεν τους κάνεικαρδιά να διακόψουν το χαρούμενο αυτό συναπάντημα. Επειδή και αυτοί είχαν μάθει να εκτιμούν και να σέβονται τον κρατούμενό τους. Σ’ εκείνο το κουρασμένο, με ίχνη πόνου πρόσωπο, οι μαθητές διακρίνουν την αντανάκλαση της εικόνας του Χριστού. Βεβαιώνουν τον Παύλο ότι ούτε τον ξέχασαν, ούτε σταμάτησαν ποτέ να τον αγαπούν και ότι του είναι υπόχρεοι για τη χαρά της ελπίδας που εμψυχώνει τη ζωή τους και τους χαρίζει την ειρήνη του Θεού. Με την τόσο μεγάλη θέρμη της αγάπης τους θα ήθελαν να τον φέρουν στους ώμους όλο το δρόμο μέχρι την πόλη, αν τους δίνονταν αυτό το προνόμιο. ΠΑ 396.3
Λίγοι είναι σε θέση να συλλάβουν την έννοια των λόγων του Λουκά όταν αναφέρει πως βλέποντας ο Παύλος τους αδελφούς του, «ηυχαρίστησε τον Θεόν και έλαβε θάρρος. » Μπροστά στην ομήγυρη των πιστών που με κλάματα έδειχναν τη συμπάθειά τους, που δεν ντρέπονταν για τα δεσμά του, ο απόστολος μεγαλόφωνα δόξαζε το Θεό. Το καταθλιπτικό σύννεφο που πίεζε την ψυχή του εξαφανίστηκε. Η χριστιανική ζωή του υπήρξε μία αλληλοδιαδοχή από δοκιμασίες, βάσανα και απογοητεύσεις, αλλά τη στιγμή εκείνη ένοιωθε ότι είχε πλουσιοπάροχα αμειφθεί. Με σταθερότερο βήμα και χαρούμενη καρδιά συνέχισε το δρόμο του. Δεν είχε καμία διάθεση ούτε να παραπονεθεί για το παρελθόν, ούτε να φοβηθεί για το μέλλον. Θλίψεις και δεσμά τον περίμεναν. Αυτό το ήξερε. Αλλά ήξερε επίσης και ότι είχε το προνόμιο να σώζει ψυχές από συγκριτικά τρομακτικότερα δεσμά από τα δικά του και χαίρονταν για τα βάσανα που υπέφερε χάρη του Χριστού. ΠΑ 397.1
Στη Ρώμη ο εκατόνταρχος Ιούλιος παρέδωσε τους κρατουμένους του στο διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς. Οι καλές συστάσεις που του έδωσε για τον Παύλο μαζί με το γράμμα του Φήστου, έκαναν το στρατοπεδάρχη να φερθεί με ευμένεια στον Παύλο και αντί να τον ρίξει στη φυλακή, του επέτρεψε να ζει σε δικό του νοικιασμένο σπίτι. Αν και συνεχώς δεμένος με το φύλακα στρατιώτη του, ο Παύλος ήταν ελεύθερος να δέχεται τους φίλους του και να εργάζεται για την επιτυχία του σκοπού του Χριστού. ΠΑ 397.2
Πολλοί από τους Ιουδαίους που είχαν πριν από μερικά χρόνια εκτοπισθεί από τη Ρώμη, πήραν την άδεια να επιστρέψουν. Έτσι, πολυάριθμοι από αυτούς βρίσκονταν τώρα εκεί. Σ’ αυτούς πρώτα από όλους τους άλλους ο Παύλος αποφάσισε να εκθέσει τα περιστατικά που αφορούσαν τον ίδιο και το έργο του πριν οι εχθροί προλάβουν να τους δηλητηριάσουν εναντίον του. Γι’ αυτό τρείς ημέρες μετά την άφιξή του συγκέντρωσε τους αρχηγούς τους και με απλό και σαφή τρόπο τους εξήγησε γιατί είχε έρθει στη Ρώμη σαν υπόδικος. ΠΑ 397.3
«Άνδρες αδελφοί,» τους είπε, «εγώ ουδέν εναντίον πράξας εις τον λαόν, ή εις τα έθιμα τα πατρώα παρεδόθην εξ Ιεροσολύμων δέσμιος εις τας χείρας των Ρωμαίων οίτινες αφού με ανέκριναν, ήθελον να με απολύσωσι, διότι ουδεμία αιτία θανάτου υπήρχεν εν εμοί. Επειδή δε αντέλεγον οι Ιουδαίοι, ηναγκάσθην να επικαλεσθώ τον Καίσαρα, ουχί ως έχων να κατηγορήσω κατά τι το έθνος μου. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν σας εκάλεσα, δια να σας ίδω και ομιλήσωδιότι ένεκα της ελπίδος του Ισραήλ φορώ ταύτην την άλυσιν.» ΠΑ 398.1
Δεν ανέφερε τίποτε για την κακομεταχείριση που είχε υποστεί από τα ιουδαϊκά χέρια, ούτε για τις επανειλημμένες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του. Τα λόγια του χαρακτηρίζονταν από σύνεση και καλοσύνη. Δεν ζητούσε να προσελκύσει την προσοχή και τη συμπάθεια για το άτομό του, αλλά μάλλον να υπερασπισθεί την αλήθεια και να περιφρουρήσει την τιμή του Ευαγγελίου. ΠΑ 398.2
Απαντώντας οι ακροατές του είπαν ότι δεν είχαν ακούσει καμία κατάκριση εναντίον του ούτε από γενικές, ούτε από προσωπικές επιστολές και ότι κανείς από τους Ιουδαίους που είχαν έρθει στη Ρώμη δεν τον είχε κατηγορήσει για κανένα αδίκημα. Εξέφρασαν επίσης τη ζωηρή επιθυμία να τον ακούσουν οι ίδιοι να εκθέτει τους λόγους της πίστης του στο Χριστό. «Διότι περί της αιρέσεως ταύτης, » είπαν, «είναι γνωστόν εις ημάς ότι πανταχού αντιλέγεται.» ΠΑ 398.3
Αφού μόνοι τους το θέλησαν, ο Παύλος τους ζήτησε να ορίσουν μία μέρα κατά την οποία θα τους εξέθετε τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Την προσδιορισμένη λοιπόν μέρα, συγκεντρώθηκαν «εις τους οποίους εξέθεσε δια μαρτυριών την βασιλείαν του Θεού και έπειθεν αυτούς εις τα περί του Ιησού από τε του νόμου του Μωϋσέως και των προφητών από πρωί έως εσπέρας.» Τους διηγήθηκε την προσωπική του πείρα και τους παρουσίασε επιχειρήματα από τις Γραφές της Παλαιάς Διαθήκης με απλότητα, ειλικρίνεια και δυναμικότητα. ΠΑ 398.4
Ο απόστολος απέδειξε ότι η θρησκεία δεν αποτελείται από ιεροτελεστίες, δόγματα και θεωρίες. Αν ήταν έτσι, ο φυσικός άνθρωπος θα μπορούσε να την κατανοήσει εφευρίσκοντας τον δικό του τρόπο που κατανοεί τα πράγματα του κόσμου. Ο Παύλος δίδαξε ότι η θρησκεία είναι μία πρακτική, σώζουσα ενέργεια, μία αρχή που πηγάζει κατευθείαν από το Θεό, μία προσωπική εμπειρία της μεταπλαστικής θεϊκής δύναμης στην ψυχή. ΠΑ 398.5
Απέδειξε πως ο Μωυσής είχε υποδείξει στον λαό του Ισραήλ το Χριστό σαν τον προφήτη στον οποίο όφειλαν να υπακούσουν. Απέδειξεεπίσης πως όλοι οι προφήτες μαρτυρούσαν γι’ Αυτόν ότι ήταν το μεγάλο αντίδοτο κατά της αμαρτίας, ο Αθώος ο οποίος θα φορτίζονταν τις αμαρτίες του ενόχου. Ο απόστολος δεν τους κατέκρινε επειδή τηρούσαν τους τύπους και τις ιεροτελεστίες, αλλά τους έδειξε ότι ενώ διατηρούσαν το τελετουργικό σύστημα με μεγάλη ακρίβεια, απέρριπταν Αυτόν ο οποίος ήταν ο αντίτυπος ολόκληρου εκείνου του συστήματος. ΠΑ 399.1
Ο Παύλος δήλωσε ότι πριν από τη μεταλλαγή του γνώριζε το Χριστό όχι από προσωπική επικοινωνία με Αυτόν, αλλά απλώς από τη σχηματισμένη αντίληψη που είχε όπως και οι άλλοι που περίμεναν το έργο του Μεσσία. Είχε απορρίψει τον Ιησού το Ναζωραίο σαν απατεώνα επειδή δεν ικανοποιούσε την αντίληψή του αυτή. Τώρα όμως οι απόψεις του Παύλου για το Χριστό και την αποστολή Του ήταν κατά πολύ ανώτερες και πνευματικές επειδή είχε υποστεί τη μετάλλαξη. Ο απόστολος υποστήριξε ότι δεν τους παρουσίαζε το Χριστό κατά σάρκα. Ο Ηρώδης είχε δει το Χριστό ενανθρωπισμένο. Ο Άννας Τον είχε δει. Ο Πιλάτος,οι ιερείς και οι άρχοντες Τον είχαν δει. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες Τον είχαν δει. Αλλά κανείς τους δεν Τον είχε δει με τα μάτια της πίστης. Δεν Τον είχαν δει σαν ένδοξο Λυτρωτή. Η καθημερινήτίμηση τουΧριστού με πίστη και η πνευματική γνώση Αυτού θα έπρεπε να είναι περισσότερο επιθυμητή από την προσωπική γνωριμία με Αυτόν, όπως ήταν τότε που παρουσιάσθηκε στη Γή. Η επικοινωνία που ο Παύλος τώρα απολάμβανε με το Χριστό ήταν πιο προσωπική, πιο μόνιμη από μία απλή, πρόσκαιρη ανθρώπινη επικοινωνία. ΠΑ 399.2
Καθώς ο Παύλος ανέφερε γι’ αυτά που γνώριζε και μιλούσε για αυτά που είχε δει σχετικά με τον Ιησού το Ναζωραίο, όσοι ειλικρινά ζητούσαν να βρουν την αλήθεια πείθονταν. Τουλάχιστον στη σκέψη μερικών τα λόγια του είχαν προξενήσει μια για πάντα ανεξίτηλη εντύπωση. Άλλοι όμως αρνούνταν πεισματικά να δεχθούν την απλή μαρτυρία των Γραφών, ακόμη και αν αυτή τους την παρουσίαζε κάποιος που είχε ιδιαίτερα φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα. Παρόλο ότι δεν μπορούσαν να ανατρέψουν τα επιχειρήματά του, απέκρουαν όμως τα συμπεράσματά του. ΠΑ 399.3
Αρκετοί μήνες πέρασαν αφότου ο Παύλος έφθασε στη Ρώμη μέχρι να εμφανισθούν οι Ιεροσολυμίτες Ιουδαίοι για να καταθέσουν προσωπικά τις κατηγορίες τους εναντίον του δεσμώτη. Τα σχέδιά τους είχαν επανειλημμένα αποτύχει στο παρελθόν. Και τώρα που ο Παύλος επρόκειτο να δικαστεί από το ανώτατο δικαστήριο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να υποστούν καινούργια ήττα. Ο Λυσίας, ο Φήλικας, ο Φήστος και ο Αγρίππας, είχαν όλοι τους εκφράσει την πεποίθησή τους για την αθωότητά του. Η μόνη ελπίδα που είχαν οι εχθροί του για να επιτύχουν ήταν να προσπαθήσουν με μηχανορραφίες να επηρεάσουν τον αυτοκράτορα με το μέρος τους. Η αναβολή ενίσχυε στο σκοπό τους, προσφέροντάς τους το χρόνο για την τελειοποίηση και την εκτέλεση των σχεδίων τους. Για αυτό και περίμεναν αρκετά πριν εκφέρουν προσωπικά τις κατηγορίες τους κατά του αποστόλου. ΠΑ 400.1
Η πρόνοια του Θεού μεταχειρίσθηκε τη χρονοτριβήαυτή για την περαιτέρω διάδοση του Ευαγγελίου. Χάρη στην εύνοια των υπευθύνων για τη φύλαξη του Παύλου, του είχε επιτραπεί να κατοικεί σ’ ένα άνετο σπίτι όπου μπορούσε ελεύθερα να συναντάται με τους φίλους του και να παρουσιάζει την αλήθεια σ’ αυτούς που έρχονταν να τον ακούσουν. Έτσι συνέχισε για δύο χρόνια «κηρύττων την βασιλείαν του Θεού και διδάσκων μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού.» ΠΑ 400.2
Στο διάστημα αυτό οι Εκκλησίες που είχε ιδρύσει ο Παύλος στις διάφορες χώρες δεν είχαν λησμονηθεί. Αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που απειλούσαν τους νεοφώτιστους στην πίστη, ο απόστολος προσπάθησε όσο μπορούσε καλύτερα να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους, στέλνοντάς γράμματα με προειδοποιήσεις και πρακτικές νουθεσίες. Επίσης από τη Ρώμη έστελνε καθιερωμένους εργάτες να εργαστούν όχι μόνο σ’ αυτές τις Εκκλησίες, αλλά και σε αγρούς που δεν είχε ο ίδιος επισκεφθεί. Σαν συνετοί ποιμένες, οι εργάτες αυτοί ενίσχυαν το έργο που τόσο καλά είχε αρχίσει ο Παύλος. Και ο απόστολος, ενημερωμένος για τις συνθήκες και τους κινδύνους των Εκκλησιών, με συνεχή επικοινωνία μαζί τους μπορούσε να τις επιτηρεί όλες με σύνεση. ΠΑ 400.3
Έτσι, ενώ φαινομενικά είχε αποκοπεί από την ενεργό υπηρεσία, ο Παύλος ασκούσε μία ευρύτερη και διαρκέστερη επιρροή παρότι δεν ήταν ελεύθερος να ταξιδεύει στις Εκκλησίες αυτές, όπως έκανε στα προηγούμενα χρόνια. Σαν αιχμάλωτος του Κυρίου, ανταποκρίνονταν σταθερότερα ακόμη στα αισθήματα των αδελφών τουκαι τα λόγια του, γραμμένα τώρα από έναν που έφερε τα δεσμά χάρη του Χριστού, επέβαλλαν μεγαλύτερη προσήλωση και σεβασμό από ότι όταν βρίσκονταν προσωπικά μαζί τους. Μόνο όταν ο Παύλος απομακρύνθηκε από κοντά τους, αναγνώρισαν οι πιστοί πόσο μεγάλα ήταν τα βάρη που σήκωνε γι’ αυτούς. Μέχρι τότε έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες για να αποφεύγουν τις ευθύνες και τα βάρη επειδή δεν διέθεταν τη δική του σύνεση, διακριτι-κότητα και ακατάβλητη ενεργητικότητα. Τώρα όμως καθώς είχαν αφεθεί στην απειρία τους με σκοπόνα μάθουν τα μαθήματα που προηγουμένως είχαν αποφύγει. Έτσι, εκτίμησαν τις προειδοποιήσεις του, τις συμβουλές και τις διδαχές του περισσότερο από ότι είχαν εκτιμήσει την προσωπική του εργασία. Καθώς πληροφορούνταν για το θάρρος και την πίστη του κατά τη μακρόχρονη φυλάκισή του, παρακινούνταν να δείξουν μεγαλύτερη πιστότητα και ζήλο για το έργο του Χριστού. ΠΑ 401.1
Ανάμεσα στους βοηθούς του Παύλου στη Ρώμη υπήρχαν πολλοί από τους προηγούμενους συντρόφους και συνεργάτες του. Ο Λουκάς, «ο ιατρός ο αγαπητός,» που τον είχε συνοδεύσει στο ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα, στη δίχρονη φυλάκισή του στην Καισάρεια και στο επικίνδυνο ταξίδι του στη Ρώμη, βρίσκονταν πάντοτε μαζί του. Ο Τιμόθεος τον εξυπηρετούσε στις διάφορες ανάγκες του. Ο Τυχικός, «ο αγαπητός αδελφός και πιστός διάκονος και σύνδουλος εν Κυρίω,» παρέμεινε με γενναιότητα στο πλευρό του αποστόλου. Ο Δημάς και ο Μάρκος ήταν και αυτοί μαζί του. Ο Αρίσταρχος και ο Επαφράς ήταν οι «συναιχμάλωτοί του.» (Κολ. 4:7 - 14.) ΠΑ 401.2
Από τότε που ο Μάρκος αρχικά προσηλυτίσθηκε, είχε αποκτήσει βαθειά χριστιανική εμπειρία. Καθώς εμβάθυνε στη μελέτη της ζωής και του θανάτου του Χριστού, είχε αποκτήσει ευκρινέστερη αντίληψη για την αποστολή του Σωτήρα, για τους μόχθους και τους αγώνες της. Διακρίνοντας στις ουλές των χεριών και ποδιών του Χριστού, τα σημάδια της υπηρεσίας που πρόσφερε για την ανθρωπότητα καθώς και το μέγεθος της αυταπάρνησης που απαιτείται προκειμένου να σωθούν όσοι κινδυνεύουν και χάνονται, ο Μάρκος απέκτησε μεγαλύτερη προθυμία να ακολουθήσει τον Κύριό στο μονοπάτι της αυτοθυσίας. Τώρα, συμμεριζόμενος την τύχη του δέσμιου Παύλου, καταλάβαινε καλύτερα από ποτέ ότι είναι ανυπολόγιστο όφελος να κερδίσει κανείς το Χριστό, και ανυπολόγιστη ζημία να κερδίσει τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του. Αντιμετωπίζοντας σοβαρές δοκιμασίες και αντιξοότητες, ο Μάρκος παρέμεινε ακλόνητος, ένας συνετός και αγαπητός βοηθός του αποστόλου. ΠΑ 402.1
Ο Δημάς, στερεός για ένα διάστημα, εγκατέλειψε αργότερα το σκοπό του Χριστού. Αναφερόμενος σ’ αυτό, ο Παύλος έγραφε: «Ο Δημάς με εγκατέλιπεν, αγαπήσας τον παρόντα κόσμον.» (Β’ Τιμ. 4:10.) Χάρη του πρόσκαιρου κέρδους, ο Δημάς αντάλλαξε κάθε υψηλό και ευγενικό σκοπό. Τι κοντόφθαλμη ανταλλαγή! Με το να κατέχει τα πλούτη μόνο και τις τιμές του κόσμου, ο Δημάς ήταν στην πραγματικότητα φτωχός άσχετα πόσα πολλά μπορούσε με υπερηφάνεια να αποκαλεί δικά του. Ενώ ο Μάρκος, προτιμώντας να υποφέρει χάρη του Χριστού, κατείχε αιώνια πλούτη, λογιζόμενος στον ουρανό κληρονόμος του Θεού και συγκληρονόμος του Υιού Του. ΠΑ 402.2
Μεταξύ αυτών που έδωσαν την καρδιά τους στο Θεό χάρη στις προσπάθειες του Παύλου στη Ρώμη, συγκαταλέγονταν ο Ονήσιμος. Ο Ονήσιμος ήταν ένας ειδωλολάτρης σκλάβος που είχε αδικήσει τον κύριό του, το Φιλήμονα, πιστό Χριστιανό των Κολοσσών, και είχε δραπετεύσει μετά στη Ρώμη. Με την καλοσυνάτη καρδιά του ο Παύλος προσπάθησε να ανακουφίσει τη φτώχεια και τη δυστυχία του ταλαίπωρου φυγάκαι κατόπιν επεδίωξε να κάνει το φώς της αλήθειας να φωτίσει το σκοτισμένο του νου. Ο Ονήσιμος άκουσε τους λόγους της ζωής, ομολόγησε τις αμαρτίες του και ασπάσθηκε τη θρησκεία του Χριστού. ΠΑ 403.1
Ο Ονήσιμος έγινε προσφιλέστατος στον Παύλο με την ευλάβεια και με την ειλικρίνειά του και όχι με τη φιλόστοργη φροντίδα που έδειχνε για την ανακούφιση του αποστόλου, καθώς και για το ζήλο του στο έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου. Ο Παύλος ανεγνώρισε σ’ αυτόν τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα του εξασφάλιζαν ένα χρήσιμο βοηθό στο ιεραποστολικό έργο. Τον συμβούλεψε να επιστρέψει χωρίς χρονοτριβή στο Φιλήμονα, να ζητήσει τη συγχώρησή του και να σκεφτεί για το μέλλον. Ο απόστολος υπόσχονταν να θεωρηθεί ο ίδιος υπεύθυνος για το ποσό που είχε υπεξαιρεθεί από το Φιλήμονα. Ενώ ήταν έτοιμος να στείλει τον Τυχικό με επιστολές του σε διάφορες εκκλησίες της Μικράς Ασίας, έστειλε με την ευκαιρία και τον Ονήσιμο μαζί. Ήταν μία σκληρή δοκιμασία για το δούλο αυτόν να πάει να παραδοθεί στον κύριό του που είχε αδικήσει. Είχε όμως πραγματικά μεταλλαχθεί και δεν μπορούσε να παραβλέψει το καθήκον του αυτό. ΠΑ 403.2
Ο Παύλος έκανε τον Ονήσιμο κομιστή μιας επιστολής στο Φιλήμονα στην οποία με τη συνηθισμένη του αβρότητα και καλοσύνη, ο απόστολος μεσολαβούσε για λογαριασμό του μετανοημένου σκλάβου και εξέφραζε την επιθυμία να χρησιμοποιήσει μελλοντικά τις υπηρεσίες του. Η επιστολή άρχιζε με ένα στοργικό χαιρετισμό πρός το Φιλήμονα σαν φίλο και συνεργάτη: ΠΑ 403.3
«Χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού. Ευχαριστώ τον Θεόν μου και μνημονεύω σε πάντοτε εν ταις προσευχαίς μου, ακούων την αγάπην σου και την πίστιν την οποίαν έχεις πρός τον Κύριον Ιησούν και εις πάντας τους αγίους, δια να γίνη η κοινωνία της πίστεως σου ενεργός δια της φανερώσεως παντός καλού του εν υμίν εις Χριστόν Ιησούν.» Ο απόστολος υπενθύμιζε στο Φιλήμονα πως κάθε καλή πρόθεση και πτυχή του χαρακτήρα οφείλονταν στη χάρη του Χριστού. Μόνο αυτή τον έκανε διαφορετικό από τους διεστραμμένους και αμαρτωλούς. Η ίδια χάρη μπορούσε να μεταβάλει το χειρότερο εγκληματία σε παιδί του Θεού και σε χρήσιμο εργάτη του Ευαγγελίου. ΠΑ 403.4
Ο Παύλος θα μπορούσε να προστάζει στο Φιλήμο να κάνει το καθήκον του σαν Χριστιανός, αλλά προτίμησε τη γλώσσα της παράκλησης: «Τοιούτος ών ο Παύλος ο γέρων, τώρα δε και δέσμιος του Ιησού Χριστού, σε παρακαλώ υπέρ του τέκνου μου, τον οποίον εγέννησα εν τοις δεσμοίς μου, υπέρ του Ονησίμου, όστις ήτο ποτέ άχρηστος εις σε, τώρα δε εις σε και εις εμέ είναι χρήσιμος.» ΠΑ 404.1
Ο απόστολος ζητούσε από το Φιλήμονα, ενόψει της μεταστροφής του Ονήσιμου, να δεχθεί το μετανοημένο σκλάβο σαν δικό του παιδί, δείχνοντάς του τέτοια αγάπη ώστε να προτιμήσει να παραμείνει με τον πρότερο κύριό του«δια να απολάβης αυτόν . . . ουχί πλέον ως δούλον, αλλ’ υπερ δούλον, αδελφόν αγαπητόν.» Εξέφρασε την επιθυμία να κρατήσει κοντά του τον Ονήσιμο για να τον υπηρετεί στα δεσμά του, όπως θα είχε κάνει αντί γι’ αυτόν ο Φιλήμονας. Δεν επιθυμούσε όμως τις υπηρεσίες του παρά μόνο εάν ο Φιλήμονας απεφάσιζε μόνος του να ελευθερώσει το σκλάβο. ΠΑ 404.2
Ο απόστολος ήξερε καλά την αυστηρότητα με την οποία οι κύριοι μεταχειρίζονταν τους σκλάβους τους και ήξερε επίσης ότι ο Φιλήμονας είχε εξοργισθεί πολύ με τη στάση του δούλου του. Προσπάθησε να του γράψει με τρόπο που να αγγίξει τα βαθύτερα και τρυφερότερα χριστιανικά του αισθήματά. Η μεταλλαγή του Ονήσιμου τον είχε καταστήσει αδελφό στην πίστη και οποιαδήποτε τιμωρία επιβάλλονταν στον καινούργιο αυτόν προσήλυτο, ο Παύλος θα την θεωρούσε σαν να την επέβαλλαν στον ίδιο. ΠΑ 404.3
Ο Παύλος προσφέρθηκε να αναλάβει τα χρέη του Ονήσιμου ώστε ο ένοχος να απαλλαγεί από την ταπείνωση της τιμωρίας και να απολαύσει και πάλι τα προνόμια που είχε χάσει. «Εάν λοιπόν έχης εμέ κοινωνόν,» έγραφε στο Φιλήμονα, «δέχθητι αυτόν ως εμέ. Εγώ ο Παύλος έγραψα με την χείρα μου, εγώ θέλω πληρώσει.» ΠΑ 405.1
Τι ταιριαστή απεικόνιση της αγάπης του Χριστού για το μετανοημένο αμαρτωλό! Ο δούλος που είχε κλέψει από τον κύριό του δεν είχε τίποτε να δώσει για να επανορθώσει το κακό. Ο αμαρτωλός που έχει κλέψει το Θεό από υπηρεσία ολοκλήρων ετών δεν έχει τον τρόπο να αποσβέσει το χρέος του. Ο Ιησούς παρεμβαίνει μεταξύ του αμαρτωλού και του Θεού λέγοντας:«Εγώ θα πληρώσω το χρέος. Ας απαλλαγεί ο αμαρτωλός. Εγώ θα υποφέρω αντί γι’ αυτόν». ΠΑ 405.2
Αφού προθυμοποιείται να αναλάβει το χρέος του Ονήσιμου, ο Παύλος υπενθυμίζει στο Φιλήμονα πόσο βαθιά ήταν υποχρεωμένος ο ίδιος στον απόστολο. Του χρεωστούσε τον εαυτό του, αφού ο Θεός είχε μεταχειριστεί τον Παύλο για τη μετάλλαξη του. Κατόπιν, με μία τρυφερή συγκινητική έκκληση, παρακαλεί το Φιλήμονα, όπως είχε ανακουφίσει με τη γενναιοδωρία του τους αγίους, έτσι να ανακουφίσει και το πνεύμα του αποστόλου δίνοντάς του αυτή τη χαρά. «Πεποιθώς εις την υπακοήν σου,» προσθέτει, «έγραψα πρός σε, εξεύρων ότι και πλειότερον αφ’ ότι λέγω θέλεις κάμει.» ΠΑ 405.3
Η επιστολή του Παύλου στο Φιλήμονα δείχνει την επίδραση που είχε το ευαγγέλιο στις σχέσεις μεταξύ κυρίου και δούλου. Η δουλοκτημοσύνη αποτελούσε θέσπισμα καθιερωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της οποίας τα δύο κοινωνικά στοιχεία, κύριοι και σκλάβοι, συνιστούσαν το μεγαλύτεροποσοστό τωνΕκκλησιών στις οποίες εργάσθηκε ο Παύλος. Στις πόλεις, όπου συνήθως οι σκλάβοι ήταν πολλοί περισσότεροι από τους ελεύθερους πολίτες, τρομερά αυστηροί νόμοι θεωρούντο απαραίτητοι για να κρατήσουν σε υποταγή τους σκλάβους. Συχνά ένας πλούσιος Ρωμαίος είχε στην κατοχή του εκατοντάδες σκλάβων κάθε σειράς, εθνικότητας και ειδικότητας. Εξουσιάζοντας τελείως ανεξέλεγκτα, πάνω στη ψυχή και στο σώμα των απροστάτευτων αυτών υπάρξεων μπορούσε να επιβληθείοποιαδήποτε βασανιστήρια ήθελαν οι κύριοι τους. Αν κανείς από αυτούς τολμούσε αντεκδικούμενος ή αμυνόμενος να σηκώσει χέρι στο αφεντικό του, ολόκληρη η οικογένεια του φταίχτη μπορούσε απάνθρωπα να θυσιαστεί. Το παραμικρό λάθος, ατύχημα, ή απροσεξία συχνά τιμωρούνταν χωρίς κανένα οίκτο. ΠΑ 405.4
Μερικά αφεντικά, φέρονταν πιο ανθρώπινα από άλλα και έδειχναν μεγαλύτερη ανεκτικότητα στους δούλους τους. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των πλουσίων και ευγενών, ασυγκράτητα παραδομένοι όπως ήταν στα πάθη, στις ορέξεις και στις σαρκικές επιθυμίες, έκαναν τους σκλάβους τους πανάθλια θύματα της ιδιοτροπίας και της τυραννίας τους. Στην ολότητά του το σύστημα ήταν απελπιστικά εξευτελιστικό. ΠΑ 406.1
Ο απόστολος δεν είχε κανένα δικαίωμα να ανατρέψει ξαφνικά και αυθαίρετα την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο, θα εμπόδιζε την πρόοδο του Ευαγγελίου. Δίδαξε όμως αρχές τέτοιες οι οποίες χτυπούσαν τη σκλαβιά κατάρριζα και οι οποίες αν εφαρμόζονταν, θα υπέσκαπταν ασφαλώς ολόκληρο το δουλικό σύστημα από τα θεμέλια. «Όπου είναι το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί ελευθερία,» δήλωσε. (ΕΓ Κορ. 3:17.) Αφού προσηλυτίζονταν, ο σκλάβος γίνονταν μέλος του σώματος του Χριστού και επομένως έπρεπε να τον αγαπούν και να του φέρονται σαν αδελφό, συγκληρονόμο του κυρίου τους στις ευλογίες του Θεού και στα προνόμια του Ευαγγελίου. Από το άλλο μέρος, οι δούλοι έπρεπε να εκτελούν τα καθήκοντά τους, «μη κατ’ οφθαλμοδουλείαν ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού, εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής.» (Εφ. 6:6.) ΠΑ 406.2
Ο Χριστιανισμός δημιουργεί έναν ισχυρό ενωτικό κρίκο μεταξύ κυρίου και δούλου, βασιλιά και υπηκόου, λειτουργού του Ευαγγελίου και εξαχρειωμένου αμαρτωλού.Για όλους ο Χριστόςαποτελεί κάθαρση της αμαρτίας. Όλοι τους έχουν πλυθεί στο ίδιο αίμα, έχουν ζωοποιηθεί από το ίδιο Πνεύμα και έχουν γίνει ένα «εν Χριστώ Ιησού.» ΠΑ 406.3