Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Δεύτερο

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 22: Εκπληρωμενεσ προφητειεσ

    Όταν πέρασε η άνοιξη του 1844, αυτοί που με πίστη περίμεναν την παρουσία του Κυρίου εκείνο τον προκαθορισμένο καιρό, βρέθηκαν για ένα διάστημα μέσα στην αμφιβολία και στην αβεβαιότητα. Αλλά ενώ ο κόσμος τους έβλεπε ηττημένους κατά κράτος, αναγνωρισμένα της αυταπάτης τους θύματα, εκείνοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν ακράδαντα στο λόγο του Θεού, τη μοναδική γι’ αυτούς πηγή παρηγοριάς. Πολλοί συνέχισαν την έρευνα των Γραφών, ανασκοπώντας από την αρχή τα αποδεικτικά στοιχεία της πίστης τους και μελετώντας με προσοχή τις προφητείες για να αποκτήσουν πρόσθετο φως. Η βιβλική μαρτυρία, σαφής και αναμφισβήτητη, βρίσκονταν σε απόλυτη συμφωνία με τις απόψεις τους. Τα σημεία μαρτυρούσαν αναμφισβήτητα την εγγύτητα της παρουσίας του Χριστού. Οι ιδιαίτερες ευλογίες του Θεού, όπως εκδηλώθηκαν τόσο στην περίπτωση της επιστροφής των αμαρτωλών, όσο και της πνευματικής αναζωπύρωσης των πιστών, μαρτυρούσαν ότι το άγγελμα είχε θεϊκή προέλευση. Μολονότι δεν ήξεραν που να αποδώσουν τους λόγους της απογοήτευσής τους, δεν αμφέβαλαν όμως καθόλου ότι ο Θεός τους είχε οδηγήσει στην πείρα τους εκείνη.ΜΔ2 426.1

    Συνυφασμένες με τις προφητείες που κατά τη γνώμη τους αναφέρονταν στον καιρό της επιστροφής του Χριστού, βρίσκονταν και οδηγίες ιδιαίτερα προσαρμοσμένες στην τωρινή τους κατάσταση της αβεβαιότητας και εναγώνιας προσμονής. Αυτές τους ενθάρρυναν να περιμένουν καρτερικά, με την πεποίθηση ότι τα δυσνόητα ακόμη γι’ αυτούς σημεία θα τους αποκαλύπτονταν στην κατάλληλη στιγμή.ΜΔ2 426.2

    Μία από τις προφητείες αυτές ήταν του Αβακκούμ κεφ. 2:1-4 “Επί της σκοπιάς μου θέλω σταθή, και θέλω στυλωθή επί του πύργου, και θέλω αποσκοπεύει δια να ίδω τι θέλει λαλήσει προς εμέ, και τι θέλω αποκριθή προς τον ελέγχοντά με. Και απεκρίθη προς εμέ ο Κύριος και είπε, γράψον την όρασιν, και έκθεσον αυτήν επί πινακιδίων, ώστε τρέχων να αναγινώσκη τις αυτήν. Διότι η όρασις μένει έτι εις ορισμένον καιρόν, αλλ’ εις το τέλος θέλει λαλήσει και δεν θέλει ψευσθή· αν και αργοπορή, πρόσμενον αυτήν· διότι βεβαίως θέλει ελθεί, δεν θέλει βραδύνει. Ιδού η ψυχή αυτού επήρθη, δεν είναι ευθεία εν αυτώ· ο δε δίκαιος θέλει ζήσει δια της πίστεως αυτού.”ΜΔ2 426.3

    Η παρότρυνση που δίνεται στην προφητεία αυτή, “γράψον την όρασιν και έκθεσον αυτήν επί πινακιδίων, ώστε τρέχων να αναγινώσκη τις αυτήν,” ενεθάρρυνε τον Κάρολο Φήτς νωρίς ακόμη το 1842 να καταρτήσει ένα προφητικό σχεδιοχάρτη όπου απεικονίζονταν οι οράσεις του Δανιήλ και της Αποκάλυψης. Η εκτύπωση του σχεδιοχάρτη είχε ερμηνευτεί τότε σαν εκπλήρωση της εντολής που δίνεται μέσω του Αβακκούμ. Αλλά κανείς δεν είχε προσέξει ότι μέσα στην ίδια προφητεία, καθαρά αναφέρονταν μία φαινομενική επιβράδυνση στην εκπλήρωση της όρασης—μία αργοπορία. Μετά την απογοήτευση όμως, η γραφική αυτή περικοπή παρουσιάστηκε ιδιαίτερα σημαντική: “Η όρασις μένει έτι εις ορισμένον καιρόν, αλλ’ εις το τέλος θέλει λαλήσει και δεν θέλει ψευσθή· αν και αργοπορή, πρόσμενον αυτήν· διότι βεβαίως θέλει ελθεί ... ο δε δίκαιος θέλει ζήσει δια της πίστεως αυτού.”ΜΔ2 427.1

    “Μία άλλη πηγή δύναμης και παρηγοριάς για τους πιστούς ήταν η ακόλουθη περικοπή από την προφητεία του Ιεζεκιήλ: “Έγεινε λόγος Κυρίου πρός εμέ λέγων, υιέ ανθρώπου, τις αύτη η παροιμία, την οποίαν έχετε εν γή Ισραήλ, λέγοντες, αι ημέραι μακρύνονται, και πάσα όρασις εχάθη; Ειπέ δια τούτο πρός αυτούς, ούτω λέγει Κύριος ο Θεός. ... Πλησιάζουσιν αι ημέραι και η εκπλήρωσις πάσης οράσεως. ... Εγώ θέλω λαλήσει, και ο λόγος τον οποίον θέλω λαλήσει θέλει εκτελεσθή· δεν θέλει πλέον μακρυνθή.” “Ο οίκος Ισραήλ λέγουσιν, η όρασις την οποίαν ούτος βλέπει, εκτείνεται εις ημέρας πολλάς και προφητεύει περί χρόνων μακρών. Δια τούτο ειπέ πρός αυτούς, ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· ουδείς των λόγων Μου θέλει πλέον μακρυνθή, αλλ’ ο λόγος τον οποίον ελάλησα θέλει εκτελεσθή, λέγει Κύριος ο Θεός.” (Ιεζ. 12:21-25, 27-28.)ΜΔ2 427.2

    Μεγάλη χαρά ένοιωσαν τότε οι προσμένοντες πιστοί, αναγνωρίζοντας ότι Εκείνος που γνωρίζει το τέλος από την αρχή, είχε προβλέψει την απογοήτευσή τους ολόκληρους αιώνες πριν και τους έστελνε ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα μηνύματα. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι γραφικές περικοπές για να τους ενθαρρύνουν να περιμένουν με υπομονή και να διατηρήσουν ακλόνητη την εμπιστοσύνη τους στο λόγο του Θεού, θα είχαν χάσει την πίστη τους κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα.ΜΔ2 427.3

    Η παραβολή των δέκα παρθένων του εικοστού πέμπτου κεφαλαίου του Ματθαίου απεικονίζει επίσης την πείρα των Αντβεντιστών. Στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο, απαντώντας στην ερώτηση των μαθητών Του σχετικά με τα σημεία της παρουσίας Του και της συντέλειας του κόσμου, ο Χριστός επεσήμανε μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας και εκκλησιαστικής ιστορίας που θα μεσολαβούσαν ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη παρουσία Του· συγκεκριμένα την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, τη μεγάλη θλίψη της εκκλησίας κάτω από το πέλμα των ειδωλολατρικών και παπικών διωγμών, τη συσκότιση του ηλίου και της σελήνης και την πτώση των αστέρων. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στον ερχομό Του με τη βασιλεία Του και τους διηγήθηκε την παραβολή των δύο διαφορετικών τάξεων των δούλων που περιμένουν την παρουσία Του. Το κεφάλαιο 25 αρχίζει με τα λόγια: “Τότε θέλει ομοιωθή η βασιλεία των ουρανών με δέκα παρθένους.” Εδώ παριστάνεται η εκκλησία των εσχάτων ημερών, η ίδια που αναφέρεται και στο τέλος του εικοστού τετάρτου κεφαλαίου. Στην παραβολή αυτή η πείρα της εκκλησίας απεικονίζεται με τα γαμήλια έθιμα της ανατολής. “Τότε θέλει ομοιωθή η βασιλεία των ουρανών με δέκα παρθένους, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. Πέντε δε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι και πέντε μωραί. Αίτινες μωραί, λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, δεν έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον. Αι φρόνιμοι όμως έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών. Και επειδή ο νυμφίος εβράδυνεν, ενύσταξαν πάσαι και εκοιμώντο. Εν τω μέσω δε της νυκτός έγεινε κραυγή. Ιδού ο νυμφίος έρχεται· εξέλθετε εις απάντησην Αυτού.” (Ματθ. 25:1-6.)ΜΔ2 428.1

    Η έλευση του Χριστού, όπως εξαγγέλλεται με το μήνυμα του πρώτου αγγέλου της Αποκάλυψης [“ήλθεν η ώρα της κρίσεως Αυτού,”] είχε εκληφθεί ως ο ερχομός του νυμφίου. Το μεγάλο μεταρρυθμιστικό κίνημα του 1844 με τη διακήρυξη της επικείμενης παρουσίας Του, ανταποκρίνεται στο συναπάντημα των δέκα παρθένων. Στην παραβολή αυτή, καθώς και στο κεφάλαιο 24 του Ματθαίου, δύο ανθρώπινες τάξεις απεικονίζονται. Όλοι τους είχαν πάρει μαζί τους τις λαμπάδες τους, δηλαδή την Αγία Γραφή, και ακολουθώντας το φως της, πήγαν να συναντήσουν το Νυμφίο. Αλλά ενώ “αι μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, δεν έλαβον μεθ’ εαυχών έλαιον,” “αι φρόνιμοι όμως έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών.” Η δεύτερη αυτή κατηγορία είχε δεχθεί τη χάρη του Θεού, την αναμορφωτική και διαφωτιστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος που καθιστά το λόγο Του “φώς εις τους πόδας και λύχνον εις τας τρίβους.” Με φόβο Θεού είχαν μελετήσει τις Γραφές για να ανακαλύψουν την αλήθεια, και με μεγάλη επιμέλεια είχαν επιδιώξει την αγνότητα της ψυχής και της ζωής. Αυτοί είχαν γευτεί μια τέτοια προσωπική εμπειρία και βαθιά πίστη στο Θεό και στο λόγο Του, που καμιά απογοήτευση και καμιά καθυστέρηση δεν μπορούσε να ανατρέψει. Οι άλλοι “έλαβον τας λαμπάδας αυτών αλλά δεν έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον.” Αυτοί ενέργησαν από παρόρμηση. Το συγκλονιστικό άγγελμα αφύπνισε τους φόβους τους. Βασίζονταν όμως στην πίστη των αδελφών τους, ικανοποιημένοι με την τρεμουλιαστή φλόγα των αγαθών μόνο προθέσεων, δίχως τη βαθιά κατανόηση της αλήθειας, ή την πραγματική αναγέννηση της καρδιάς. Αυτοί είχαν βγει να προϋπαντήσουν το Νυμφίο αποβλέποντας στην άμεση ανταμοιβή. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για την αργοπορία και την απογοήτευση. Όταν ήρθε η ώρα της δοκιμασίας, η πίστη τους τους εγκατέλειψε και το φως τους έσβησε.ΜΔ2 428.2

    “Επειδή ο νυμφίος εβράδυνε, ενύσταξαν πάσαι και εκοιμώντο.” Η βραδύτητα του νυμφίου υποδηλεί την πάροδο του χρόνου κατά τον οποίο ο Κύριος αναμένονταν να επιστρέψει, την απογοήτευση και τη φαινομενική αναβολή. Στην ώρα αυτή της αβεβαιότητας, οι επιφανειακοί και μισόκαρδοι πιστοί άρχισαν να χάνουν το ενδιαφέρον τους και να χαλαρώνουν τις προσπάθειες τους. Αντίθετα, όσοι είχαν στηρίξει την πίστη τους σε μία ατομική γνώση των Γραφών πατούσαν πάνω σε βράχο στερεό, που έμενε ασάλευτος από τα κύματα της απογοήτευσης. “Ενύσταξαν πάσαι και εκοιμώντο” η μία τάξη παραδομένη στον ύπνο της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης της πίστης, η άλλη τάξη καρτερικά προσμένοντας να τους αποδοθεί καθαρότερο φως. Μέσα στη νύχτα της δοκιμασίας όμως, αυτή η τελευταία παράταξη παρουσίαζε κάποια ύφεση στο ζήλο και στην αφοσίωσή της. Όσοι είχαν πιστέψει επιφανειακά και με μισή καρδιά, δεν μπορούσαν να στηριχτούν περισσότερο στην πίστη των αδελφών τους. Είτε στέκονταν είτε θα έπεφτε, ο καθένας ήταν υπεύθυνος για τον εαυτό του.ΜΔ2 429.1

    Την εποχή εκείνη άρχισε να παρουσιάζεται ο φανατισμός. Μερικοί που διατείνονταν ότι ήταν ένθερμοι ζηλωτές της αγγελίας απέρριψαν τη μοναδική αλάθητη καθοδήγηση του λόγου του Θεού και, με τον ισχυρισμό ότι ενεργούν κάτω από την επήρεια του Αγίου Πνεύματος, παραδόθηκαν στον έλεγχο των δικών τους αισθημάτων, εντυπώσεων και φαντασιώσεων. Μερικοί ακόμη είχαν καταληφθεί από ένα τέτοιο τυφλό και άκαμπτο ζήλο, ώστε έφθασαν να καταδικάζουν όλους όσους δεν επιδοκίμαζαν τη στάση τους. Μολονότι η μεγάλη πλειοψηφία των Αντβεντιστών δεν ενέκρινε ούτε τις φανατικές ιδέες, ούτε τις πράξεις τους, έγιναν όμως τα άτομα αυτά αφορμή να διασυρθεί ο σκοπός της αλήθειας.ΜΔ2 430.1

    Με αυτό το μέσο ο Σατανάς προσπαθούσε να αντικρούσει και να εκμηδενίσει το έργο του Θεού. Οι άνθρωποι είχαν ξεσηκωθεί με την αγγελία της παρουσίας του Κυρίου. Χιλιάδες αμαρτωλοί είχαν επανέλθει στον ίσιο δρόμο, ενώ πιστοί άνθρωποι είχαν ολόψυχα δοθεί στη διάδοση της αλήθειας, ακόμη και κατά την ώρα αυτή της αργοπορίας. Ο άρχοντας του κακού έχανε τους υπηκόους του και προκειμένου να δυσφημίσει το έργο του Θεού, προσπάθησε να εξαπατήσει μερικούς από αυτούς που πρέσβευαν την πίστη και να τους οδηγήσει στα άκρα. Τότε οι πράκτορες του έσπευδαν να επωφεληθούν από κάθε λάθος, κάθε αποτυχία, κάθε ανάρμοστη πράξη των ανθρώπων αυτών και να την παρουσιάσουν στον κόσμο μεγαλοποιώντας την όσο το δυνατόν περισσότερο προκειμένου να καταστήσουν απεχθείς τόσο τους Αντβεντιστές όσο και την πίστη τους. Όσο λοιπόν περισσότερους μη αναγεννημένους οπαδούς κατόρθωνε να συνωστήσει στον κύκλο τους κάνοντάς τους να υποκρίνονται πίστη στη δευτέρα παρουσία, ενώ στην ουσία εξουσιάζονταν από αυτόν, τόσο πιο κερδισμένος θα έβγαινε με το να στρέφει την προσοχή του κόσμου σ’ αυτούς που τους παρουσίαζε σαν αντιπροσώπους της ολομέλειας των πιστών.ΜΔ2 430.2

    Ο Σατανάς είναι ο “κατήγορος των αδελφών” και από αυτό το πνεύμα του εμφορούμενοι οι άνθρωποι, επιδίδονται στο να ανακαλύπτουν λάθη και ελλείψεις στο λαό του Θεού που να παρουσιάσουν στα μάτια του κόσμου, ενώ οι ενάρετες πράξεις τους περνούν τελείως απαρατήρητες. Βρίσκεται σε διαρκή υπερένταση κάθε φορά που ο Θεός εργάζεται για τη σωτηρία των ψυχών. Κάθε φορά που οι γιοι του Θεού έρχονται να παραστούν στην παρουσία του Κυρίου, εκεί χώνεται και αυτός ανάμεσα τους. Σε κάθε περίπτωση πνευματικής αφύπνισης ετοιμάζεται να ανακατέψει άτομα με ακαθιέρωτη καρδιά και σαλεμένο νου. Μόλις αυτοί ασπασθούν ορισμένα μόνο στοιχεία της αλήθειας και πάρουν θέση πλάι στους πιστούς, τότε τους χρησιμοποιεί σαν όργανά του για την εισήγηση καινοτομιών που να αποπλανήσουν τους ανίδεους. Κανείς δεν αποδεικνύεται ότι είναι γνήσιος Χριστιανός επειδή συναναστρέφεται με το λαό του Θεού, ή επειδή συχνάζει στον οίκο Του, ή ακόμη παίρνει μέρος στη Θεία Κοινωνία. Συχνά ο Σατανάς παρεβρίσκεται και αυτός εκεί στις πιο επίσημες ακόμη περιστάσεις, προσωποποιημένος από αυτούς που μπορεί να χρησιμοποιήσει σαν όργανά του.ΜΔ2 430.3

    Ο αρχηγός του κακού διεκδικεί κάθε εκατοστόμετρο του εδάφους όπου πατάει ο λαός του Θεού βαδίζοντας πρός τον ουράνιο προορισμό του. Καμιά μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην όλη εξέλιξη της εκκλησιαστικής ιστορίας δεν σημείωσε επιτυχία χωρίς να συναντήσει σοβαρά εμπόδια στην πορεία της. Αυτό συνέβαινε στην εποχή του Παύλου. Οπουδήποτε ο απόστολος ίδρυε μία εκκλησία, παρουσιάζονταν κάθε φορά εκείνοι οι οποίοι, φαινομενικά υποστηρικτές της αλήθειας, εισήγαγαν στην εκκλησία αιρέσεις που άμα γίνονταν αποδεκτές, ήταν δυνατόν να εξοστρακίσουν βαθμηδόν την αγάπη για την αλήθεια. Ο Λούθηρος πέρασε και αυτός στιγμές αγωνίας και αμηχανίας εξαιτίας της διαγωγής φανατικών στοιχείων που, με τον ισχυρισμό ότι ο Θεός είχε κατευθείαν επικοινωνήσει μαζί τους, κατέληγαν να βάζουν τις ατομικές τους ιδέες και πεποιθήσεις πάνω από τη μαρτυρία των Γραφών. Έτσι, πολλοί με ελάχιστη πίστη και με περιορισμένη πείρα, αλλά με υπερβολική αυτοπεποίθηση και κλίση στο “να λέγωσι και να ακούωσι τι νεώτερον,” δελεάζονταν από τις αβάσιμες αξιώσεις των νεωτεριστών δασκάλων και συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του Σατανά για να γκρεμίσουν κάθε τι που ο Θεός είχε παρακινήσει το Λούθηρο να εποικοδομήσει. Το ίδιο συνέβη και με τους αδελφούς Γουέσλεη και άλλους που έγιναν ευλογία στον κόσμο με την επιρροή και την πιστότητά τους. Συνάντησαν σε κάθε τους βήμα τις σκευωρίες του Σατανά στο να εξωθεί σε κάθε λογής φανατισμό άτομα με υπέρμετρο ζήλο, ανισόρροπο νού και ακαθιέρωτη καρδιά.ΜΔ2 431.1

    Ο Γουλλιέλμος Μύλλερ δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτού του είδους τις εκδηλώσεις που οδηγούσαν στο φανατισμό. Όπως ο Λούθηρος, πίστευε και αυτός ότι κάθε πνεύμα πρέπει να παραβάλλεται με το λόγο του Θεού. “Ο διάβολος ασκεί μεγάλη επίδραση πάνω στη σκέψη μερικών συγχρόνων μας,” έλεγε ο Μύλλερ. “Πώς θα γνωρίσουμε λοιπόν από τι είδους πνεύμα εμφορούνται;” Την απάντηση τη δίνει η Γραφή: “Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς.” ... Πολλά πνεύματα επήλθαν στον κόσμο· γι’ αυτό μας συμβουλεύται να εξετάζουμε τα πνεύματα. Κάθε πνεύμα που δεν μας παρακινεί να ζήσουμε “σοφρώνως, και δικαίως, και ευσεβώς” στον παρόντα κόσμο, δεν είναι το Πνεύμα του Χριστού. Όσο πάει πείθομαι και περισσότερο ότι ο Σατανάς παίζει ένα σπουδαίο ρόλο σ’ αυτά τα εξωφρενικά κινήματα. ... Πολλοί από μας που ισχυριζόμαστε ότι έχουμε υποστεί τον ολοκληρωτικό αγιασμό, ακολουθούμε τις παραδόσεις των ανθρώπων και, καθώς φαίνεται, έχουμε και εμείς την ίδια άγνοια της αλήθειας όπως εκείνοι που δεν προβαίνουν σε παρόμοιους ισχυρισμούς.” (Bliss, “Memoirs of William Miller,” σελ. 236, 237.) “Το πνεύμα της πλάνης μας απομακρύνει από την αλήθεια· ενώ το Πνεύμα του Θεού μας οδηγεί στην αλήθεια. Αλλά, θα μου πείτε, μπορεί κανείς να είναι στην πλάνη και όμως να νομίζει ότι βρίσκεται στην αλήθεια. Τι γίνεται τότε; Σ’ αυτό απαντούμε: το Πνεύμα και ο λόγος του Θεού βρίσκονται πάντοτε σε αρμονία. Αν κάποιος αναμετρηθεί με το λόγο του Θεού και ανακαλύψει ότι καθολοκληρία είναι ενάρμοστες οι απόψεις του μ’ αυτόν, τότε μπορεί να είναι σίγουρος ότι βαδίζει στην αλήθεια. Αν όμως το πνεύμα από το οποίο διέπεται δεν συμφωνεί κατά πάντα με το νόημα του νόμου και του λόγου του Θεού, τότε καλά θα κάνει να προσέξει που βαδίζει, μη τυχόν και πέσει στην παγίδα του διαβόλου.” (“The Advent Herald and Signs of the Times Reporter,” Τόμ, 8, αρ. 23, 15 Ιαν. 1845.) “Συχνά ένα λυπημένο βλέμμα, ένα χυμένο δάκρυ ή ένα αναφιλητό μου παρέχουν αποτελεσματικότερα τεκμήρια για τη γνησιότητα της εσωτερικής ευσέβειας απ’ ότι ολόκληρος ο συνασπισμένος θόρυβος της Χριστιανοσύνης.” (Bliss, “Memoirs of William Miller” σελ. 282.)ΜΔ2 431.2

    Την εποχή της Μεταρρύθμισης, οι εχθροί της απέδιδαν τις καταστρεπτικές συνέπειες του φανατισμού ακριβώς στα πρόσωπα εκείνα που κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον καταστείλουν. Την ίδια τακτική τήρησαν και οι ανταγωνιστές της κίνησης του Αντβεντισμού. Δεν τους έφθανε η διαστρέβλωση και η μεγαλοποίηση των σφαλμάτων των αδιαλλάκτων και φανατικών, αλλά άρχισαν να διαδίδουν και πρόσθετες κακόβουλες φήμες, στερημένες από κάθε ίχνος αλήθειας. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν για κίνητρα το μίσος και την προκατάληψη. Το κήρυγμα της άμεσης επιστροφής του Χριστού, τους χαλούσε την ησυχία. Αν και φοβόταν ότι θα έβγαινε σωστό, κατά βάθος εύχονταν να ήταν λάθος και σ’ αυτό έγκειτο το μυστικό που τους έκανε να στραφούν ενάντια στους Αντβεντιστές και στην πίστη τους.ΜΔ2 432.1

    Επειδή μερικοί φανατικοί είχαν εισχωρήσει μέσα στις τάξεις των Αντβεντιστών, δεν εικάζεται μ’ αυτό ότι το κίνημα δεν είχε θεϊκή προέλευση· όπως ούτε το γεγονός ότι μερικοί φανατικοί και πλάνοι εμφανίσθηκαν μέσα στην εκκλησία της εποχής του Παύλου και του Λουθήρου ήταν αρκετή δικαιολογία για να απορριφθεί το έργο των ανθρώπων εκείνων. Ας ξυπνούσε μόνο ο σημερινός λαός του Θεού από το λήθαργο του και ας επιδίδονταν με ζήλο στο έργο της μετάνοιας και της μεταρρύθμισης· ας ερευνούσαν τις Γραφές για να ανακαλύψουν την αλήθεια όπως ακριβώς αυτή εκτίθεται στη ζωή του Ιησού· ας έκαναν μιά ολοσχερή καθιέρωση στο Θεό, και δεν θα αργούσε να φανεί ότι ο Σατανάς αγρυπνεί και σήμερα πανέτοιμος για δράση. Θα επιδείξει τη δύναμή του με κάθε δυνατή εξαπάτηση, επικαλούμενος τη βοήθεια όλων των πονηρών αγγέλων της επικράτειας του.ΜΔ2 433.1

    Ούτε ο φανατισμός ούτε το ρήγμα μπορούν να αποδοθούν στη διακήρυξη της αγγελίας της δευτέρας παρουσίας. Η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1844, τότε που οι Αντβεντιστές βρέθηκαν μέσα στην αμφιβολία και στην αμηχανία προκειμένου να καθορίσουν τη θέση τους. Το κήρυγμα της αγγελίας του πρώτου αγγέλου καθώς και η “φωνή του μεσονυκτίου” άμεσα αποσκοπούν στο να καταστείλουν το φανατισμό και τις διχογνωμίες. Όσοι πήραν μέρος σ’ εκείνες τις επίσημες εκδηλώσεις βρίσκονταν σε τέλεια αρμονία μεταξύ τους. Οι καρδιές τους ξεχείλιζαν από αγάπη του ενός για τον άλλο και για το Χριστό που περίμεναν σε λίγο να αντικρύσουν. Η μία πίστη και η μία μακαρία ελπίδα τους ύψωναν πάνω από τον έλεγχο οποιοσδήποτε ανθρώπινης επιρροής και χρησίμευαν σαν ασπίδα εναντίον των επιθέσεων του Σατανά.ΜΔ2 433.2

    “Επειδή ο νυμφίος εβράδυνεν, ενύσταξαν πάσαι και εκοιμώντο. Εν τω μέσω δε της νυκτός έγεινε κραυγή, Ιδού ο νυμφίος έρχεται· εξέλθετε εις απάντησιν Αυτού. Τότε εσηκώθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι, και ητοίμασαν τας λαμπάδας αυτών.” (Ματθ. 25:5-7.) Το καλοκαίρι του 1844, ακριβώς στο χρονικό ενδιάμεσο ανάμεσα στην άνοιξη όπου αρχικά υπολογίζονταν ότι θα κατέληγαν τα 2300 ημερονύκτια και στο φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, όπου αργότερα ανακαλύφθηκε ότι αυτά επεκτείνονταν, δόθηκε η αγγελία με τις ίδιες ακριβώς τις λέξεις της Γραφής: “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!”ΜΔ2 433.3

    Εκείνο που οδήγησε στη διακήρυξη αυτή ήταν η ανακάλυψη ότι το διάταγμα του Αρταξέρξη για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, το οποίο αποτελούσε την αφετηρία της χρονικής περιόδου των 2300 ημερών, τέθηκε σε ισχύ το φθινόπωρο του 457 π.Χ, και όχι την άνοιξη, όπως αρχικά είχε υπολογιστεί. Λογαριάζοντας λοιπόν από το φθινόπωρο του 457, οι 2300 ημέρες λήγουν το φθινόπωρο του 1844.ΜΔ2 435.1

    Άλλα επιχειρήματα στηριζόμενα στους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης, επίσης επεσήμαναν ότι καιρικά το γεγονός του “καθαρισμού του αγιαστηρίου” έπρεπε να τοποθετηθεί στο φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Αυτό αποδείχθηκε με μεγάλη σαφήνεια όταν δόθηκε προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι τύποι που αφορούσαν την πρώτη παρουσία του Χριστού είχαν εκπληρωθεί.ΜΔ2 435.2

    Το σφάξιμο του Πασχαλινού αμνού απεικόνιζε το θάνατο του Χριστού. Ο Παύλος λέγει: “Το Πάσχα ημών εθυσιάσθη ο Χριστός υπέρ ημών.” (Ά Κορ. 5:7.) Το δεμάτι της προσφοράς των πρωτογεννημάτων [ή απαρχών] το οποίο τον καιρό του Πάσχα κινείτο ενώπιον του Κυρίου, αποτυπούσε την ανάσταση του Χριστού. Μιλώντας για την ανάσταση του Κυρίου και του λαού Του, ο Παύλος πάλι λέγει: “Ο Χριστός είναι η απαρχή έπειτα όσοι είναι του Χριστού, εν τη παρουσία Αυτού.” (Α΄ Κορ. 15:23.) Όπως το κινητό εκείνο δεμάτι αποτελείτο από τα πρώτα ώριμα σπαρτά συναγμένα πριν από τη συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αποτελεί την πρωτοκαρπία της αιώνιας εκείνης συγκομιδής των λυτρωμένων που κατά τη μελλοντική ανάσταση θα συναχτούν στις ουράνιες αποθήκες.ΜΔ2 435.3

    Οι τυπικές αυτές τελετές εκπληρώνονταν όχι μόνο εν σχέση με το γεγονός αλλά και με το χρόνο. Τη δέκατη τέταρτη ημέρα του πρώτου Εβραϊκού μήνα, την ίδια ακριβώς ημέρα όπου για δεκαπέντε ολόκληρους αιώνες το Πασχαλινό αρνί προσφέρετο θυσία, ο Χριστός, αφού έφαγε το Πάσχα με τους μαθητές Του, θέσπισε την τελετή εκείνη που θα τιμούσε το θάνατο Αυτού του Ιδίου ο οποίος ήταν ο πραγματικός “Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.” Την ίδια εκείνη νύχτα, μισαρά χέρια Τον έσερναν στο σταυρικό θάνατο και στη σφαγή. Και σαν αντίτυπο πάλι της κινητής προσφοράς του δεματιού του σίτου, ο Χριστός αναστήθηκε την τρίτη μέρα από τον τάφο και “έγεινε απαρχή των κεκοιμημένων” (Α΄ Κορ. 15:20) αντιπροσωπευτικός τύπος των αναστημένων δικαίων όταν “το σώμα της ταπεινώσεως” μεταβάλλεται και γίνεται “σύμμορφον με το σώμα της δόξης Αυτού.” (Φιλ. 3:21.)ΜΔ2 435.4

    Κατά τον ίδιο τρόπο η συμβολική ιερουργία απέβλεπε στην τυποποίηση γεγονότων που αναφέρονταν στη δευτέρα παρουσία και έπρεπε να επαληθεύσουν στον καθορισμένο καιρό. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό τελετουργικό σύστημα, ο καθαρισμός του θυσιαστηρίου—η μεγάλη Ημέρα του Εξιλασμού—έπεφτε πάντοτε στις δέκα του εβδόμου εβραϊκού μήνα. (Λευ. 16:29-34.) Την ημέρα εκείνη, ο αρχιερέας, αφού έκανε την τελετή της εξιλέωσης για ολόκληρο το λαό του Ισραήλ, απομακρύνοντας με τον τρόπο αυτό τις αμαρτίες τους από το ιερό, εμφανίζονταν μετά και ευλογούσε τα πλήθη. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην πεποίθηση ότι ο Χριστός, ο μεγάλος Αρχιερέας μας, θα παρουσιάζονταν για να καθαρίσει τη γη καταστρέφοντας την αμαρτία και τους αμαρτωλούς και για να φέρει στον αναμένοντα λαό Του την ευλογημένη αθανασία. Επειδή η δεκάτη ημέρα του εβδόμου μήνα, η μεγάλη δηλαδή Ημέρα του Εξιλασμού και του καθαρισμού του θυσιαστηρίου στο 1844 έπεφτε στις 22 Οκτωβρίου, αυτή καθορίσθηκε σαν ημερομηνία της επιστροφής του Κυρίου. Το συμπέρασμα αυτό, βάση των αποδεικτικών στοιχείων που προαναφέραμε, συμφωνούσε απόλυτα ότι οι 2300 ημέρες έληγαν το φθινόπωρο, ώστε παρουσιάζονταν ακαταμάχητο.ΜΔ2 436.1

    Στην παραβολή των δέκα παρθένων, το διάστημα της αναμονής και του ύπνου ακολουθείται από τον ερχομό του νυμφίου. Και αυτό πάλι συμφωνούσε με τα επιχειρήματα που μόλις προαναφέραμε τόσο από τον προφητικό λόγο, όσο και από την τυπική λατρεία. Μεγάλη βαρύτητα είχε η αληθοφάνεια εκείνη και “η φωνή του μεσονυκτίου” χαιρετίστηκε από χιλιάδες πιστούς.ΜΔ2 436.2

    Σαν φουσκωμένο κύμα, το κίνημα αυτό κατέκλυσε ολόκληρη τη χώρα. Από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, έφθασε ως τα πιο απόμακρα μέρη, μέχρι που αφύπνισε στα βάθη της καρδιάς του τον προσμένοντα λαό του Θεού. Ο φανατισμός διαλύονταν μόλις έρχονταν σε επαφή με την κηρυσσόμενη αγγελία σαν πρωινή πάχνη με τη ζεστασιά του ηλίου. Οι πιστοί διαπίστωναν τις αμφιβολίες και τις απορίες τους να εξαφανίζονται και τις καρδιές τους να γεμίζουν με θάρρος και ελπίδα. Το έργο αυτό ήταν απαλλαγμένο από τις γνωστές ακρότητες που πάντοτε εκδηλώνονται εκεί όπου αφυπνίζεται ο ανθρώπινος συναισθηματισμός χωρίς την τροχοπέδη του λόγου και του Πνεύματος του Θεού. Η φύση του υπενθύμιζε τις εποχές εκείνες της ταπείνωσης και της επιστροφής στο Θεό που συνόδευαν τις επιτιμητικές αγγελίες των προφητών στον αρχαίο Ισραήλ. Έφερε τα ίδια χαρακτηριστικά που διακρίνουν το αναμορφωτικό έργο του Θεού στην κάθε εποχή. Αντί να καταλαμβάνονται από έκσταση, οι πιστοί αφοσιώνονταν στον ειλικρινή έλεγχο της ψυχής, στην εξομολόγηση των αμαρτιών και στην εγκατάλειψη των εγκοσμίων. Το μοναδικό βάρος που πίεζε τις συντριμμένες ψυχές ήταν η προετοιμασία για τη συνάντηση του Κυρίου. Οι άνθρωποι επιδίδονταν στην έμμονη προσευχή και παραδίδονταν ολοκληρωτικά στο Θεό.ΜΔ2 436.3

    Ο Μύλλερ περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια το έργο εκείνο: “Δεν βλέπει κανείς κανένα αξιοσημείωτο παραλήρημα χαράς. Όπως φαίνεται, αυτό φυλάγεται για το μέλλον, τότε που ουρανός και γη θα συνδεθούν σε μια πανένδοξη, ανεκλάλητη χαρά. Ούτε επευφημίες ακούονται. Και αυτές φυλάγονται για να ενωθούν με τις αγγελικές στρατιές, στην ουράνια χορωδία. ... Δεν υπάρχει σύγκρουση αισθημάτων. “Πάντων ο νούς και η καρδία είναι μία.”” (Bliss “Memoirs of William Miller” σελ. 270-271.)ΜΔ2 437.1

    Κάποιος άλλος που είχε συμμετάσχει στην κίνηση αυτή μαρτυρεί: “Προκαλούσε (η κίνηση) παντού ένα βαθύτατο αυτοέλεγχο και ταπείνωση της ψυχής μπροστά στο μεγάλο Θεό του ουρανού. Επέφερε τη νέκρωση των κοσμικών επιθυμιών, τη θεραπεία των αντιγνωμιών και εχθροτήτων, την εξομολόγηση των σφαλμάτων, ένα ξέσπασμα σε κλάμα μπροστά στο Θεό με ένθερμες, δακρύβρεχτες προσευχές για συγχώρηση και αποδοχή. Προξενούσε μία τέτοια εκμηδένιση του εγώ και συντριβή της ψυχής, που ποτέ δεν διαπιστώσαμε προηγουμένως. Σύμφωνα με την προσταγή του Θεού στον Ιωήλ, καθώς θα πλησίαζε η ημέρα του Κυρίου, οι άνθρωποι όφειλαν να διαρρήξουν τις καρδιές τους και όχι τα ρούχα τους και έπρεπε να στραφούν πρός τον Κύριο με νηστεία, με κλαυθμό και με πένθος. Και σύμφωνα με την υπόσχεση στο Ζαχαρία ο Θεός επέχεε στα τέκνα Του “πνεύμα χάριτος και ικεσιών” και “επέβλεψαν προς Εκείνον τον οποίον εξεκέντησαν- έγινε πένθος μέγα εν τη γη, ... και οι προσμένοντες τον Κύριον εταπείνωσαν τας ψυχάς αυτών ενώπιον Αυτού.” (Bliss, “Advent Shield and Review,” Τόμ. 1, σελ. 271. Ιαν. 1845.)ΜΔ2 437.2

    Από όλα τα μεγάλα θρησκευτικά κινήματα από την εποχή των αποστόλων και δώθε, κανένα δεν υπήρξε τόσο απαλλαγμένο από ανθρώπινες ατέλειες και σατανικές πλεκτάνες όσο εκείνο που μεσολάβησε το φθινόπωρο του 1844. Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, όλοι όσοι είχαν συμμετάσχει στο κίνημα αυτό και έμειναν πιστοί στις επάλξεις της αλήθειας, νοιώθουν την ευλογημένη επιρροή της πείρας εκείνης και ομολογούν ότι το έργο ήταν του Θεού. Μόλις ακούσθηκε η φωνή “ο Νυμφίος έρχεται· εξέλθετε εις απάντησιν Αυτού,” εκείνοι που περίμεναν “εσηκώθησαν και ητοίμασαν τας λαμπάδας αυτών.” Επεδόθηκαν στη μελέτη του λόγου του Θεού με ένα τέτοιο ζωηρό ενδιαφέρον, μέχρι τότε άγνωστο. Άγγελοι σταλμένοι από τον ουρανό ενίσχυαν αυτούς που λιγοψυχούσαν και τους προετοίμαζαν να δεχθούν την αγγελία. Το έργο αυτό δεν στηρίζονταν στη σοφία και στις γνώσεις των ανθρώπων, αλλά στη δύναμη του Θεού. Αυτοί που πρώτοι δέχθηκαν και συμμορφώθηκαν με την αγγελία δεν ήταν οι πιο μορφωμένοι, αλλά οι πιο απλοί και καθιερωμένοι. Αγρότες εγκατέλειπαν ανέγγιχτη στα χωράφια τη σοδιά τους, τεχνίτες παρατούσαν τα εργαλεία στη δουλειά τους, και έτρεχαν με δάκρυα χαράς να φέρουν την προειδοποίηση στον κόσμο. Αυτοί που είχαν άλλοτε πρωτοστατήσει στην ιδέα, ήταν από τους τελευταίους να συμμετάσχουν στο κίνημα αυτό. Γενικά οι εκκλησίες είχαν κλείσει τις πόρτες στην αγγελία, ώστε ένας μεγάλος αριθμός αυτών που τη δέχθηκαν αποκλείσθηκαν από κάθε επαφή μαζί τους. Κατ’ επιταγή της Θείας Πρόνοιας η αγγελία αυτή ενσωματώθηκε με την αγγελία του δευτέρου αγγέλου και το κίνημα απέκτησε μεγαλύτερο ακόμη κύρος.ΜΔ2 438.1

    Το μήνυμα “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!” δεν αποτελούσε ως τόσο θέμα επιχειρηματολογίας, αφού η Γραφική συνηγορία ήταν σαφής και αναμφισβήτητη. Οπουδήποτε έφθανε συνοδεύονταν από μία ακατανίκητη παρόρμηση που ξεσήκωνε την ψυχή. Δεν υπήρχαν αμφιβολίες, δεν υπήρχαν αντιρρήσεις. Στην περίπτωση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, οι άνθρωποι συγκεντρωμένοι από κάθε γωνιά της χώρας για τη γιορτή, συνέρρεαν πρός το όρος των Ελαιών· και όταν συμπτύχθηκαν με τα πλήθη που συνόδευαν τον Ιησού, τους συνεπήρε ο ενθουσιασμός της στιγμής και πρόσθεταν και αυτοί τις ζητωκραυγές τους στο τεράστιο κύμα των επιφημιών: “Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!” (Ματθ. 21:9.) Έτσι και οι άπιστοι που συνέρρεαν στις συναθροίσεις των Αντβεντιστών,—άλλοι από περιέργεια, άλλοι απλώς για να ειρωνευτούν—αισθάνθηκαν και αυτοί την ακαταμάχητη δύναμη που περιέβαλλε την αγγελία, “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!”ΜΔ2 438.2

    Η πίστη της εποχής εκείνης ήταν πίστη εμφανών αποτελεσμάτων προσευχής. Ήταν μία πίστη που ήξερε να αμοίβεται. Όπως πέφτει η βροχή πάνω στη δικασμένη γη, έτσι και το Πνεύμα της θεϊκής χάρης έπεφτε πάνω στους πρόθυμους ερευνητές. Αυτοί που περίμεναν να δουν σε λίγο πρόσωπο πρός πρόσωπο το Λυτρωτή τους ένοιωθαν μια σεμνή ιεροπρεπή και ανέκφραστη χαρά. Η μαλακτική εξημερωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος συνέτριβε τις καρδιές, επιδαψιλεύοντας τις ευλογίες Του σε πολλαπλή μερίδα στους πιστούς.ΜΔ2 439.1

    Έτσι με το δέος και την επισημότητα που ενέπνεε η αγγελία, έφθασαν στον καθορισμένο καιρό κατά τον οποίο περίμεναν να συναντήσουν τον Κύριό τους. Κάθε πρωί το πρώτο τους μέλημα ήταν να βεβαιωθούν ότι θα γίνονταν αποδεκτοί από το Θεό. Τους ένωνε ένας μεγάλος ψυχικός σύνδεσμος και προσεύχονταν πολύ όλοι τους μαζί και ο ένας για τον άλλο. Συχνά συγκεντρώνονταν σε απομονωμένα μέρη για να επικοινωνήσουν με το Θεό και ικετευτικές φωνές ανέρχονταν στον ουρανό από αγρούς και περιβόλια. Η εξασφάλιση της επιδοκιμασίας του Σωτήρα ήταν πολυτιμότερη γι’ αυτούς από την καθημερινή τροφή. Και αν λάχαινε κανένα σύννεφο να τους σκιάζει τη σκέψη, δεν έβρισκαν ανάπαυση μέχρι που να διαλυθεί. Αισθάνονταν την ενδόμυχη επίδραση της συγχωρητικής χάρης, και λαχταρούσαν να αντικρύσουν Εκείνον που αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά.ΜΔ2 439.2

    Καινούργια όμως απογοήτευση τους περίμενε. Η προθεσμία πέρασε και ο Σωτήρας δεν παρουσιάστηκε. Είχαν περιμένει τον ερχομό Του με ακράδαντη εμπιστοσύνη και ένοιωσαν τότε σαν τη Μαρία που, φθάνοντας στον τάφο του Χριστού και βρίσκοντάς τον άδειο, ξεσπώντας σε λυγμούς φώναξε: “Εσήκωσαν τον Κύριόν μου, και δεν εξεύρω που έθεσαν Αυτόν.” (Ιωάν. 20:13.)ΜΔ2 439.3

    Ένα αίσθημα δέους, ένας φόβος ότι μπορούσε και να βγει σωστή η αγγελία, επενεργούσε για ένα διάστημα σαν χαλινός στα πλήθη των απίστων. Το χαλινάρι αυτό δεν αφαιρέθηκε αμέσως με το πέρασμα της προθεσμίας. Στην αρχή δεν τολμούσαν να δείξουν το θρίαμβό τους απέναντι σ’ αυτούς που είχαν καταληφθεί από απογοήτευση. Μη διακρίνοντας όμως στον ορίζοντα κανένα σημάδι της οργής του Θεού, άρχισαν να συνέρχονται από τους φόβους τους και να επιδίδονται στις επικρίσεις και στους σαρκασμούς. Τότε μία μεγάλη μερίδα από αυτούς που ισχυρίζονταν ότι πίστευαν στην επιστροφή του Χριστού απέβαλαν την πίστη τους. Μερικοί, που είχαν πιστέψει με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, ένοιωσαν τόσο πληγωμένη την αξιοπρέπειά τους που θα ήθελαν να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης. Όπως ο Ιωνάς, άρχισαν και αυτοί να παραπονιούνται στο Θεό, προτιμώντας το θάνατο παρά αυτή τη ζωή. Άλλοι, που είχαν στηρίξει την πίστη τους σε γνώμες τρίτων και όχι στο λόγο του Θεού, βρέθηκαν και πάλι έτοιμοι να ξαναλλάξουν γνώμη. Οι εμπαίκτες, κερδίζοντας με την παράταξή τους τους ασταθείς και τους δειλούς, διατυμπάνιζαν τώρα όλοι μαζί από κοινού ότι απ’ εδώ και πέρα ούτε φόβοι ούτε προσδοκίες αναμένονταν. Η προθεσμία πέρασε, ο Χριστός δεν είχε έρθει και ο κόσμος μπορούσε να εξακολουθεί ο ίδιος για χιλιάδες χρόνια ακόμη.ΜΔ2 440.1

    Οι ένθερμοι, οι καθιερωμένοι πιστοί είχαν απαρνηθεί τα πάντα για το Χριστό και είχαν κάνει, όσο ποτέ προηγουμένως, ότι μπορούσαν για την παρουσία Του. Είχαν μεταδώσει στον κόσμο την τελευταία, όπως πίστευαν, προειδοποίηση. Περιμένοντας ότι σύντομα θα έρχονταν σε άμεση επικοινωνία με το θείο Διδάσκαλό τους και τους ουρανίους αγγέλους, είχαν ως επί το πλείστο αποξενωθεί από τη συναναστροφή εκείνων που απέρριπταν την αγγελία. Με λαχτάρα που ανέβαινε από τα μύχια της καρδιάς τους είχαν προσευχηθεί: “Έρχου, κύριε Ιησού, ναι έρχου ταχέως.” Αλλά Εκείνος δεν ήρθε. Και τώρα έπρεπε να επιστρέψουν και να αναλάβουν πάλι το βαρύ φορτίο με τις έγνοιες και φροντίδες της καθημερινής ζωής, έχοντας ακόμη να αντιμετωπίσουν το χλευασμό και τα σκώμματα του κόσμου. Τι τρομερή δοκιμασία πίστης και υπομονής!ΜΔ2 440.2

    Και όμως η απογοήτευση αυτή δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο εκείνη που πέρασαν οι μαθητές κατά την πρώτη παρουσία του Χριστού. Με τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, οι οπαδοί Του πίστευαν ότι βάδιζε πρός την ανάρρηση του θρόνου του Δαβίδ και πως θα λύτρωνε τον Ισραήλ από τα χέρια των καταδυναστών του. Οι ελπίδες τους κορυφώθηκαν και με χαρούμενα προαισθήματα, συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος να δείξει τη μεγαλύτερη εύνοια στο Βασιλιά τους. Πολλοί, έστρωναν τα πανωφόρια τους για χαλί στο δρόμο Του, ή σάλευαν πυκνόφυλλα δαφνόκλαδα στο πέρασμά Του και Τον ζητωκραύγαζαν μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς και ενθουσιασμού: “Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ!” Όταν οι Φαρισαίοι, δυσαρεστημένοι και εξοργισμένοι από το ξέσπασμα αυτό της χαράς, ζήτησαν από τον Ιησού να επιτιμήσει τους μαθητές Του, Εκείνος απάντησε: “Εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι θέλουσι φωνάξει.” (Λουκ. 19:40.) Η προφητεία έπρεπε να εκπληρωθεί. Και οι μαθητές το σκοπό του Θεού εκπληρούσαν. Και όμως τους ήταν αναπόφευκτο να περάσουν την πικρή απογοήτευση. Ελάχιστες μέρες αργότερα, παρίσταντο μάρτυρες της επιθανάτιας αγωνίας του Σωτήρα και κατέβαζαν το σώμα Του στον τάφο. Οι προσδοκίες τους δε βρήκαν την παραμικρή επαλήθευση, και μαζί με το θάνατο του Χριστού έσβυσαν και οι δικές τους ελπίδες. Μόνο όταν βγήκε νικητής από τον τάφο ο Χριστός, μόνο τότε κατάλαβαν ότι όλα αυτά είχαν προαναφερθεί από την προφητεία και ότι “έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών.” (Πράξ. 17:3.)ΜΔ2 440.3

    Πεντακόσια χρόνια πριν ο Θεός είχε αναγγείλει με τον προφήτη Ζαχαρία: “Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· αλάλαζε θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται πρός σε· Αυτός είναι δίκαιος και σώζων· πραύς, και καθήμενος επί όνου, και πώλου υιού υποζυγίου.” (Ζαχ. 9:9.) Αν ήξεραν τότε οι απόστολοι ότι ο Χριστός βάδιζε πρός την καταδίκη και το θάνατο, θα τους ήταν αδύνατο να εκπληρώσουν την προφητεία αυτή.ΜΔ2 441.1

    Έτσι και ο Μύλλερ και οι συνεργάτες του εκπλήρωσαν μία προφητεία δίνοντας την προειδοποίηση που, σύμφωνα με τη Θεοπνευστία, έπρεπε να δοθεί στον κόσμο. Δεν θα μπορούσαν όμως να την εκπληρώσουν αν κατά βάθος αντιλαμβάνονταν τις προφητείες που έκαναν μνεία για την απογοήτευσή τους και επιπλέον ότι συμπεριλάμβαναν άλλη μία προειδοποίηση που θα έπρεπε να δοθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο πριν από τον ερχομό του Κυρίου. Οι αγγελίες του πρώτου και του δευτέρου αγγέλου δόθηκαν όταν έπρεπε να δοθούν και εκπλήρωσαν το σκοπό που ο Θεός προτίθονταν μ’ αυτές να εκπληρώσει.ΜΔ2 441.2

    Ο κόσμος παρακολουθούσε, περιμένοντας ότι όταν έληξε η προθεσμία και ο Χριστός δεν παρουσιάστηκε, ολόκληρο το οικοδόμημα του Αντβεντισμού θα κατέρρεε. Ενώ όμως πολλοί από αυτούς κάτω από την πίεση του πειρασμού, εγκατέλειψαν την πίστη, άλλοι εξακολούθησαν να παραμένουν ακλόνητοι. Οι χαρακτηριστικοί καρποί του Αντβεντιστικού κινήματος, το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης και του αυτοέλεγχου, η απάρνηση των εγκοσμίων και η αναγεννημένη ζωή που συνόδευαν το έργο αυτό, μαρτυρούσαν τη θεϊκή του προέλευση. Δεν τολμούσαν να αρνηθούν ότι η δύναμη του Αγίου Πνεύματος ήταν εκείνη που συμπαραστατούσε στο κήρυγμα της δευτέρας παρουσίας, ούτε μπορούσαν να ανακαλύψουν κανένα λάθος στους χρονικούς υπολογισμούς τους των προφητικών περιόδων. Και αυτοί ακόμη οι δεινότεροι αντίπαλοί τους δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το ερμηνευτικό προφητικό τους σύστημα. Κατά συνέπεια δεν συγκατατίθονταν να αποκηρύξουν χωρίς τη Βιβλική μαρτυρία συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει ύστερα από ένθερμη προσευχή και μελέτη των Γραφών από μέρους ανθρώπων με φωτισμένο νού από το Πνεύμα του Θεού και με καρδιές που φλέγονταν από τη ζώσα δύναμή Του· γιατί ήταν συμπεράσματα που είχαν υποστεί τους πιο εξονυχιστικούς σχολιασμούς και τις πιο δρυμείς επιθέσεις από δημοφιλείς θεολόγους και από πολυμαθείς προσωπικότητες του κόσμου και είχαν αντέξει στις συμπτυγμένες επιθέσεις της μάθησης και της ρητορικής, του χλευασμού και της ειρωνείας που προέρχονταν τόσο από εντιμότατα όσο και κατώτατα στοιχεία της κοινωνίας.ΜΔ2 442.1

    Η αλήθεια είναι ότι απέτυχαν στο ζήτημα της αναμονής του μεγάλου γεγονότος. Ούτε αυτό όμως στάθηκε ικανό να κλονίσει την πίστη τους στο λόγο του Θεού. Όταν ο Ιωνάς ανήγγειλε βαδίζοντας στους δρόμους της Νινευή ότι η πόλη θα καταστρέφονταν σε σαράντα μέρες, ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωση των Νινευιτών, παρέτεινε την προθεσμία του ελέους Του. Και όμως το κήρυγμα του Ιωνά ήταν από το Θεό σταλμένο και η Νινευή υπέστη τη δοκιμασία σύμφωνα με το θέλημά Του. Έτσι και οι Αντβεντιστές παραδέχονταν ότι ο Θεός με τον ίδιο τρόπο τους είχε καθοδηγήσει να μεταδώσουν το προάγγελμα της θεϊκής κρίσης. “Το άγγελμα αυτό,” συμπέραναν, “έγινε αφορμή να δοκιμαστεί κάθε καρδιά που το άκουσε. Από το ένα μέρος αφύπνισε την αγάπη για την παρουσία του Κυρίου, και από το άλλο διήγειρε εναντίον της μίσος, άλλοτε καλυμμένο και άλλοτε απροκάλυπτο, σ’ Εκείνον όμως αναμφισβήτητα γνωστό. Χάραξε μια διαχωριστική γραμμή ... ώστε αυτοί που ήθελαν να ερευνήσουν τις καρδιές τους να είναι σε θέση να ξέρουν σε ποια παράταξη θα βρίσκονταν αν ο Κύριος επέστρεφε την εποχή εκείνη. Θα φώναζαν από χαρά, “Ιδού, ούτος είναι ο Θεός ημών περιεμείναμεν Αυτόν και θέλει σώσει ημάς,” ή θα παρακαλούσαν τα βουνά και τους βράχους: “Πέσατε εφ’ ημάς και κρύψατε ημάς από προσώπου του καθημένου επί του θρόνου, και από της οργής του Αρνίου;” Πιστεύομε λοιπόν ότι ο Θεός δοκίμασε το λαό Του, σφυγμομέτρησε την πίστη τους, τους έλεγξε και διαπίστωσε αν στην κρίσιμη στιγμή της δοκιμασίας θα εγκατέλειπαν τη θέση όπου Εκείνος έκρινε καλό να τους τάξει, ή αν θα απαρνούνταν τον κόσμο και θα στηρίζονταν με ακλόνητη εμπιστοσύνη στο λόγο του Θεού.” (“The Advent Herald and Signs of the Times Reporter,” Τόμ. 8, Ap.14, 13 Νοεμ. 1844.)ΜΔ2 442.2

    Τα αισθήματα εκείνων που εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ο Θεός τους καθοδήγησε κατά την πρόσφατη πείρα τους, περιγράφουν τα ακόλουθα λόγια του Γουλλιέλμου Μύλλερ: “Αν επρόκειτο να ξαναζήσω τη ζωή μου, βάση των ιδίων δεδομένων που είχα τότε, για να είμαι ειλικρινής έναντι Θεού και ανθρώπων, θα έπρεπε να ξανακάνω ακριβώς αυτό που έκανα. Ελπίζω ότι έπλυνα τα χέρια μου από το αίμα των ψυχών των συνανθρώπων μου. Αισθάνομαι πως έκανα ότι εξαρτώταν από μένα ώστε να μη με βαρύνει η ενοχή της απώλειάς τους.” “Αν και πέρασα τις δύο απογοητεύσεις,” έγραφε ο άνθρωπος αυτός του Θεού, “δεν αισθάνομαι μέχρι τώρα ούτε ήττα ούτε αποθάρρυνση. ... Η ελπίδα μου στην παρουσία του Χριστού είναι το ίδιο ακλόνητη σήμερα όσο ήταν πάντοτε. Δεν έκανα τίποτε άλλο εκτός από εκείνο που, ύστερα από βαθιά περίσκεψη πολλών ετών, πίστεψα ότι ήταν καθήκον μου να κάνω. Αν έσφαλα, αυτό οφείλεται μόνο στη χριστιανική καλοκαγαθία, στην αγάπη για τους συνανθρώπους μου και στην αφοσίωση για το καθήκον μου πρός το Θεό.” “Ένα πράγμα ξέρω, ότι δεν κήρυξα τίποτε άλλο εκτός από εκείνο που πίστεψα και είχα το Θεό με το μέρος μου. Η δύναμή Του εκδηλώθηκε στο έργο αυτό που έληξε με καλά αποτελέσματα.” “Χιλιάδες ανθρώπων, απ’ ότι φαίνεται τουλάχιστο, αποφάσισαν να στραφούν στη μελέτη των Γραφών σαν αποτέλεσμα του επικαίρου αυτού κηρύγματος. Και με αυτό τον τρόπο, καθώς και με την πίστη και με το ραντισμένο αίμα του Χριστού, έφθασαν στη συμφιλίωση με το Θεό.” (Bliss, “Memoirs of William Miller,” σελ. 256, 255, 277, 280, 281.) “Ποτέ δεν επεζήτησα τις κολακίες των υπερήφανων, ούτε λιποψύχησα ποτέ μπροστά στο συνοφρύωμα του κόσμου. Και τώρα δεν προτίθεμαι ούτε την εύνοιά τους να εξαγοράσω, ούτε άσκοπα το μίσος τους να προκαλέσω. Δεν πρόκειται να τους ζητήσω ποτέ να μου χαρίσουν τη ζωή και ελπίζω πως ούτε θα αρνηθώ να τη θυσιάσω, αν η αγαθή πρόνοια του Θεού το πρόσταζε και αυτό.” (J. White, “Life of William Miller,” p. 315.)ΜΔ2 443.1

    Ο Θεός δεν εγκατέλειψε το λαό Του. Το Πνεύμα Του εξακολουθούσε να παραμένει με εκείνους που δεν πήραν τη βιαστική απόφαση να αποσκιρτήσουν από το φως που τους είχε δοθεί και να απορρίψουν το κίνημα του Αντβεντισμού. Στην πρός Εβραίους επιστολή βρίσκονται λόγια ενθαρρυντικά και προειδοποιητικά για τους δοκιμασμένους και υπομονητικούς δούλους του Θεού κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα. “Μη αποβάλητε λοιπόν την παρρησίαν σας, ήτις έχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. Διότι έχετε χρείαν υπομονής, δια να κάμητε το θέλημα του Θεού, και να λάβητε την επαγγελίαν. Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει· ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως· αλλ’ εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή Μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν. Ημείς όμως δεν είμεθα εκ των συρομένων οπίσω πρός απώλειαν, αλλά εκ των πιστευόντων πρός σωτηρίαν ψυχής.” (Εβρ. 10:35-39.)ΜΔ2 444.1

    Ότι η παρότρυνση αυτή απευθύνεται στην εκκλησία των εσχάτων ημερών αποδεικνύεται από τα λόγια που αναφέρονται στην εγγύτητα της παρουσίας του Κυρίου: “Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει.” Πρόδηλος είναι επίσης και ο υπαινιγμός της φαινομενικής καθυστέρησης και ότι ο Κύριος θα παρουσιάζετο με κάποια επιβράδυνση. Οι συμβουλές που δίνονται εδώ έβρισκαν ιδιαίτερα την εφαρμογή τους στην πείρα των Αντβεντιστών της εποχής εκείνης. Απευθύνονται σε ανθρώπους που κινδύνευαν να ναυαγήσουν στην πίστη. Είχαν εκτελέσει το θέλημα του Θεού σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πνεύματός Του και του λόγου Του. Και όμως δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τις προθέσεις του Θεού κατά την πρόσφατη αυτή πείρα τους, ούτε ήταν σε θέση να καθορίσουν την μελλοντική πορεία τους και διέτρεχαν έτσι τον κίνδυνο να αμφιβάλλουν αν ο Θεός ήταν Εκείνος που τους είχε πράγματι καθοδηγήσει. Σ’ αυτή την περίσταση εφαρμόσθηκε το ρητό: “Ο δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως.” Την εποχή που το λαμπρό φως “της φωνής του μεσονυκτίου” φώτιζε το δρόμο τους και παρακολουθούσαν το ξεσφράγισμα των προφητειών και τα εκπληρούμενα αλληλοδιαδοχικά σημεία της παρουσίας του Χριστού, ζούσαν μέσα σε μια ψηλαφητή σχεδόν πραγματικότητα. Τώρα όμως, λυγισμένοι καθώς ήταν κάτω από το βάρος των διαψευσμένων ελπίδων τους, μοναδικό στήριγμά τους απέμενε η πίστη τους στο Θεό και στο λόγο Του. “Απατηθήκατε οικτρά,” τους περιέπαιζε ο κόσμος. “Παρατήστε την λοιπόν την πίστη σας αυτή και ομολογήστε ότι το κίνημα του Αντβεντισμού ήταν δάκτυλος του Σατανά.” Ο λόγος όμως του Θεού δήλωνε: “Εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή Μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν.” Να εγκαταλείψουν στο σημείο αυτό την πίστη τους και να αρνηθούν τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που είχε συνοδεύσει το διάγγελμα, σήμαινε να συρθούν πίσω, πρός την απώλεια. Πήραν θάρρος για να μείνουν σταθεροί από τα λόγια του Παύλου: “Μη αποβάλητε λοιπόν την παρρησία σας” “έχετε χρείαν υπομονής,” “διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει.” Η μόνη ασφαλής πορεία τους ήταν να εκτιμήσουν το φως που ο Θεός τους είχε μέχρι τότε στείλει, να μείνουν πιστοί στις υποσχέσεις Του, να συνεχίσουν την έρευνα των Γραφών και με υπομονή και καρτερικότητα να αγρυπνούν μέχρι να τους χορηγηθεί πρόσθετο φως.ΜΔ2 444.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents