Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Οι Παραβολές του Χριστού

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 13: Δυο προσκυνητεσ

    Η Παραβολή: Λουκ. 18:9-14.

    Γιά μερικούς πού θεωρούσαν τόν εαυτό τους δίκαιο και περιφρονοϋσαν τούς άλλους, ο Χριστός είπε τήν παραβολή του Φαρισαίου και του Τελώνη. Ο Φαρισαίος πηγαίνει στό ιερό νά προσκυνήσει, όχι γιατί αισθάνεται αμαρτωλός και εχει άνάγκη από συγχώρηση, αλλά γιατί θεωρεί τόν εαυτό του δίκαιο και ελπίζει νά κερδίσει τήν επιδοκιμασία τών άλλων. Η λατρεία του άποτελεϊ γι’ αυτόν πράξη άξιοβράβευτη πού θά τόν συστήσει στόν Θεό. Θά δώσει ταυτόχρονα τήν εύκαιρία στούς άλλους νά σχηματίσουν καλή εντύπωση γιά τή βαθειά εύλάβειά του. Ελπίζει νά άποκτήσει τήν εύνοια Θεού και άνθρώπων. Η λατρεία του γιά κίνητρό της εχει τό προσωπικό του συμφέρον.ΠΧ 104.1

    Ολος βαυκαλίζεται από παινέματα. Γι’ αυτά ζει, γι’ αυτά βαδίζει στό δρόμο, γι’ αυτά προσεύχεται. Ξεμοναχιάζεται άπ’ τούς άλλους σά νά θέλει νά πεϊ: “Μακράν άπ’ εμού, μή μέ έγγίσης, διότι είμαι άγιώτερός σου.” (Ήσ. 65:5). Στέκεται και προσεύχεται “καθ’ εαυτόν.” Παραπάνω από ικανοποιημένος μέ τόν εαυτό του, νομίζει ότι και ο Θεός και οι άνθρωποι τόν βλέπουν μέ τό ίδιο μάτι. “Εύχαριστώ σοι, Θεέ,” λέγει, “ότι δέν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης.” Παραβάλλει τόν χαρακτήρα του όχι μέ τόν άγιο χαρακτήρα του Θεού, άλλά μέ τόν χαρακτήρα τών άλλων άνθρώπων. Ο νούς του στρέφεται μακρυά από τόν Θεό, πρός τούς όμοιους του. Αύτό είναι τό μυστικό τής αύτοδικαίωσης.ΠΧ 104.2

    Καί συνεχίζει νά αριθμίζει τίς καλές του πράξεις: “Νηστεύω δίς τής έβδομάδος, άποδεκατίζω πάντα όσα εχω.” Η θρησκεία του Φαρισαίου αφήνει τήν ψυχή άνέγγιχτη. Δέν τόν ενδιαφέρει νά άποκτήσει ενα χριστόμορφο χαρακτήρα, μιά καρδιά γεμάτη από αγάπη και εύσπλαχνία. Είναι ικανοποιημένος μέ μιά θρησκεία πού εκδηλώνεται μέ τήν εξωτερική μόνο ζωή. Γιά δικαιοσύνη του εχει τή δική του δικαιοσύνη πού είναι ο καρπός τών έργων του και πού κρίνεται μέ άνθρώπινα ζύγια και σταθμά.ΠΧ 104.3

    'Όποιος θεωρεί τόν εαυτό του δικαιωμένο, καταφρονεί τούς άλλους. “Οπως ο Φαρισαίος κρίνει τόν εαυτό του συγκρίνοντάς τον μέ τούς άλλους άνθρώπους, έτσι και αυτός κρίνει τούς άλλους μέ βάση τόν εαυτό του. Τή δικαιοσύνη του τήν άναμετράει παραβάλλοντάς την μέ τή δική τους δικαιοσύνη. “Ωστε όσο πιό άδικοι είναι εκείνοι, τόσο πιό δίκαιος παρουσιάζεται κατ’ άντίθεση αυτός. Η αύτοδικαίωση τόν όδηγεϊ στήν έπίκριση τών άλλων. οι “λοιποί άνθρωποι” καταδικάζονται άπ’ αυτόν σάν παραβάτες του νόμου του Θεού. ‘Έτσι φερόμενος εκδηλώνει τό ίδιο πνεύμα μέ τόν Σατανά, τόν κατήγορο τών άδελφών. Μ’ ενα τέτοιο πνεύμα του είναι άδύνατο νά ερθει,σέ επικοινωνία μέ τόν Θεό. Καί επιστρέφει στό σπίτι του στερημένος από τή θεϊκή εύλογία.ΠΧ 104.4

    Ο τελώνης είχε πάει στό ναό μαζί μέ άλλους προσκυνητές, άλλά σύντομα χωρίσθηκε άπ’αυτούς, κρίνοντας τόν εαυτό του άνάξιο νά συμπροσευχηθεϊ μ’αυτούς. Στάθηκε σέ μιά άπόμερη γωνιά και “δέν ήθελεν ούδέ τούς οφθαλμούς νά ύψώση εις τόν ούρανόν, άλλ’ έτυπτεν εις τό στήθος αυτού,” άηδιασμένος άπ’ τόν εαυτό του και μέ τήν ψυχή γεμάτη πικρές τύψεις. ‘Ένοιωθε παραβάτης έναντι του Θεού, άμαρτωλός και μολυσμένος. Δέν περίμενε ούτε κάν τή συμπόνοια τών άλλων, γιατί αύτοί τόν έβλεπαν μέ καταφρόνια. ‘Ήξερε ότι ήταν εντελώς άνάξιος στά μάτια του Θεού και μέσα στή μεγάλη του άπόγνωση κραύγασε: “ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ.” Αύτός δέν σύγκρινε τόν εαυτό του μέ τούς άλλους. Βαρυμένος μέ τό αϊσθημα τής ένοχης, στέκονταν σά νά ήταν ολομόναχος στήν παρουσία του Θεού. Η μοναδική του έπιθυμία ήταν ή συγχώρηση και ή ψυχική γαλήνη· ή μοναδική του ικεσία ή ευσπλαχνία του Θεού. Γι’ αυτό και εύλογήθηκε. “Σάς λέγω,” είπε ο Χριστός, “κατέβη ούτος εις τόν οίκον αυτού δεδικαιωμένος μάλλον παρά έκείνος.”ΠΧ 105.1

    Ο Φαρισαίος και ο τελώνης ύποδηλοϋν τίς δύο τάξεις στίς οποίες διαιρούνται οι προσκυνητές του Κυρίου. Οι άρχικοί άντιπροσωπευτικοί τους τύποι πρέπει νά άναζητηθοϋν στά δύο πρωτογέννητα παιδιά του κόσμου, στόν Κάϊν και στόν Άβελ. Ο Κάϊν, κρίνοντας τόν εαυτό του δίκαιο, παρουσιάσθηκε στόν Θεό μόνο μέ μιά εύχαριστήρια προσφορά, χωρίς νά προβεϊ σέ καμιά εξομολόγηση τών άμαρτιών του και χωρίς νά άναγνωρίζει ότι είχε άνάγκη νά ελεηθεί.ΠΧ 105.2

    Ο Άβελ πλησίασε φέροντας τό αίμα πού συμβόλιζε τόν Αμνό του Θεού. Παρουσιάσθηκε συναισθανόμενος τήν άμαρτωλότητά του και άναγνωρίζοντας τόν έαυτό του χαμένο. Η μόνη του ελπίδα ήταν ή αγάπη του Θεού γιά τήν όποία δέν έκρινε τόν έαυτό του άξιο. Ο Κύριος δέχθηκε μέ εύμένεια τήν προσφορά του, ενώ του Κάϊν τήν προσφορά τήν άπέρριψε. Η συναίσθηση τής άνάγκης μας, ή άναγνώριση τής ένδειας και τής άμαρτίας, άποτελούν τόν πρώτο όρο τής άποδοχής μας από τόν Θεό. “Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι· διότι αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών.” (Ματθ. 5:3).ΠΧ 105.3

    Γιά κάθε μιά από τισ τάξεις πού άντιπροσωπεύονται μέ τό Φαρισαίο και τόν Τελώνη, ύπάρχει ένα άντίστοιχο μάθημα από τήν πείρα του άποστόλου Πέτρου. Τά πρώτα χρόνια τής μαθητείας του ο Πέτρος θεωρούσε τόν έαυτό του πανίσχυρο. Κατά τήν κρίση του έβλεπε κι’ αύτός, όπως ο Φαρισαίος, ότι δέν ήταν “καθώς οι λοιποί άνθρωποι.” ‘Όταν λίγο πρίν από τήν προδοσία Του ο Χριστός προειδοποιούσε τούς μαθητές Του, “πάντες θέλετε σκανδαλισθεΐ εν Έμοί τήν νύκτα ταύτην,” ο Πέτρος, γεμάτος έμπιστοσύνη γιά τό άτομό του, δήλωνε: “Καί εάν πάντες σκανδαλισθώσιν, εγώ όμως ούχί.” (Μάρκ. 14:27,29). Δέν άναγνώριζε ότι διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Γελάσθηκε από τή μεγάλη του έμπιστοσύνη στόν έαυτό του. Πίστευε ότι ήταν ικανός νά άντισταθεϊ στόν πειρασμό. Λίγες όμως μόλις ώρες άργότερα, σάν εφθασε ή στιγμή τής δοκιμασίας, μέ όρκους και βλαστήμιες άπαρνήθηκε τόν Κύριό του.ΠΧ 106.1

    Όταν τό κράξιμο του πετεινοϋ του θύμισε τά λόγια του Χριστού, σαστισμένος τότε αύτός και άναστατωμένος γιά τήν άστοχασιά πού διέπραξε, γύρισε και κοίταξε τόν Κύριό του. Τήν ϊδια στιγμή τό βλέμμα του Χριστού συνήντησε τό δικό του. Καί μέσα στό θλιμμένο εκείνο βλέμμα, τό άνάμικτο μέ λύπη και αγάπη, ο Πέτρος κατάλαβε ποιός ήταν. Βγήκε έξω και έκλαψε πικρά. Τό βλέμμα εκείνο του Χριστού είχε ραγίσει τήν καρδιά του. Ο Πέτρος είχε φθάσει στό πιό κρίσιμο σημείο τής ζωής του και μετάνοιωσε πικρά γιά τό λάθος του. Μετανοιωμένος και συντριμένος έμοιαζε τότε μέ τόν τελώνη. Καί όπως έλεήθηκε ο τελώνης, έτσι έλεήθηκε και αύτός. Τό βλέμμα του Χριστού τόν διαβεβαίωσε ότι είχε συγχωρηθεϊ. Τότε ή αύτοδικαίωσή του τόν έγκατέλειψε, και ποτέ πιά δέν ξαναξεστόμισε τούς γνωστούς πομπώδεις ισχυρισμούς του.ΠΧ 106.2

    Τρεις φορές δοκίμασε τόν Πέτρο ο Χριστός μετά τήν άνάστασή Του. “Σίμων Ίωνά,” τόν ρώτησε, “άγαπάς Με περισσότερον τούτων;” Αύτή τή φορά ο Πέτρος δέν ύψωσε τό ανάστημά του πάνω άπ’ τούς άδελφούς του. Απευθύνθηκε σ’ Αύτόν πού μπορούσε νά διαβάσει τήν καρδιά του. “Κύριε”, είπε, “Σύ έξεύρεις τά πάντα, Σύ γνωρίζεις ότι Σε άγαπώ.” (Ίωάν. 21:15,17). Τότε έξουσιοδοτήθηκε μέ τήν άποστολή του. ‘Ένα έργο κατά πολύ σημαντικότερο και δυσκολότερο του άνατίθονταν άπ’ ο,τι μέχρι τότε. Ο Χριστός του ζήτησε νά θρέψει τά άρνιά Του και τά πρόβατά Του. Αναθέτοντάς του τήν επίβλεψη τών ψυχών γιά τίς οποίες ο Σωτήρας πρόσφερε τή ζωή Του, ο Χριστός έδινε στόν Πέτρο τήν τρανότερη άπόδειξη γιά τήν άποκατάστασή του. Ο άλλοτε αύθόρμητος, ύπεροπτικός και γεμάτος αύτοπεποίθηση μαθητής, είχε γίνει ταπεινός και ύποτακτικός. Άπό τότε κι’ έπειτα άκολούθησε τόν Κύριό του μέ μιά ζωή αύταπάρνησης και αύτοθυσίας. Έγινε συγκοινωνός τών παθημάτων του Χριστού· και όταν καθήσει ο Χριστός στό θρόνο τής δόξας Του, τότε ο Πέτρος θά γίνει και συγκοινωνός τής δόξας Του.ΠΧ 106.3

    Τό κακό πού οδήγησε στήν πτώση του Πέτρου και άπέκλεισε τόν Φαρισαίο νάρθει σέ έποικοινωνία μέ τόν Θεό, εξακολουθεί νά άποτελεϊ τήν αιτία τής καταστροφής χιλιάδων συγχρόνων μας. Τίποτε δέν είναι προσβλητικότερο γιά τόν Θεό ή πιό επικίνδυνο γιά τήν ψυχή του άνθρώπου, από τήν ύπερηφάνεια και τήν αύτοπεποίθηση. Απ’ όλες τίς άμαρτίες, αύτές είναι οι πιό σοβαρές και οι πιό δυσκολογιάτρευτες.ΠΧ 107.1

    Η πτώση του Πέτρου δέν ήταν στιγμιαία, άλλά βαθμιαία. Η μεγάλη του εμπιστοσύνη στόν εαυτό του τόν έκανε νά πιστεύει πώς είχε εξασφαλίσει τή σωτηρία του. Βήμα πρός βήμα πήρε έτσι τόν κατήφορο, μέχρι πού έφθασε στό σημείο νά αρνηθεί τόν Κύριό Του. Δέν πρέπει ποτέ νά έχομε τέτοια εμπιστοσύνη στόν εαυτό μας, ούτε νά πιστεύομε ότι σ’ αυτόν τόν κόσμο είμαστε άνεπηρέαστοι από τόν πειρασμό. ‘Όσο ειλικρινής και άν είναι ή μεταλλαγή τους, αύτοί πού δέχονται τόν Χριστό, δέν πρέπει ποτέ νά καθοδηγούνται στό νά λέν ή νά αισθάνονται ότι έχουν σωθεί μιά γιά πάντα. Αυτό είναι παραπλανητικό. ‘Όλοι πρέπει νά διδάσκονται νά τρέφουν πίστη και ελπίδα. Αλλά και Όταν άκόμη παραχωρήσομε ολοκληρωτικά τόν εαυτό μας στόν Χριστό και ξέρομε ότι μάς δέχεται γιά δικούς Του, δέν θά πεί μ’ αυτό ότι γίναμε ανέγγιχτοι από τόν πειρασμό. Ο λόγος του Θεού δηλώνει ότι “πολλοί θέλουσι καθαρισθή και λευκανθή και δοκιμασθή.” (Δαν. 12:10). Μόνο όσοι ύπομείνουν τή δοκιμασία, θά λάβουν τόν στέφανο τής ζωής. (Ίακ. 1:12).ΠΧ 107.2

    Όσοι δέχονται τόν Χριστό και μέ υπέρμετρη έμπιστοσύνη λένε, “σώθηκα πιά,” κινδυνεύουν νά στηρίξουν τήν εμπιστοσύνη στόν εαυτό τους. Δέ βλέπουν τίς άδυναμίες τους, ούτε τή συνεχή άνάγκη τους γιά θεϊκή ενίσχυση. Βρίσκονται άπροετοίμαστοι μπροστά στίς μεθοδείες του Σατανά και κάτω από τήν πίεση του πειρασμού, πολλοί γκρεμίζονται δπως ο Πέτρος στό βάραθρο τής άμαρτίας. “Ο νομίζων ότι ίσταται, άς βλέπη μή πέση,” μάς δίνεται γιά συμβουλή. (Α’ Κορ. 10:12). Μόνο όταν δέν εχομε καμιά εμπιστοσύνη στόν εαυτό μας, άλλ’ έξαρτώμαστε όλότελα από τόν Χριστό, μόνο τότε μπορούμε νά είμαστε άσφαλεΐς.ΠΧ 108.1

    Ο Πέτρος χρειαζόταν νά άναγνωρίσει τά ελαττώματα του χαρακτήρα του και τήν άνάγκη πού είχε γιά τή δύναμη και τή χάρη του Χριστού. Η μεσολάβηση του Κυρίου δέ θά τόν άπήλασε από τήν δοκιμασία, άλλά μπορούσε νά τόν γλυτώσει από τήν πτώση. Άν ήθελε νά προσέξει στήν προειδοποίηση του Χριστού, θά άγρυπνούσε μέ προσευχή και θά βάδιζε μέ φόβο και τρόμο μή λάχει και σκοντάψει. Καί τότε θά είχε δεχθεί τή θεϊκή βοήθεια ώστε νά μή νικήσει ο Σατανάς.ΠΧ 108.2

    Η μεγάλη έμπιστοσύνη του Πέτρου στόν εαυτό του οδήγησε στήν πτώση του. Αλλ’ ή μετάνοια και ή συντριβή του τόν ξανάστησαν στά πόδια του. Η καταχωρημένη αυτή πείρα του είναι πολύ ενθαρρυντική γιά τόν κάθε μετανοούντα αμαρτωλό. Παρ’ όλο ότι ο Πέτρος διέπραξε βαρύτατο αμάρτημα, δέν απορρίφθηκε δμως. Τά λόγια του Χριστού, “‘Εγώ εδεήθην περί σού διά νά μή έκλειψη ή πίστις σου” (Λουκ. 22:32), είχαν χαραχθεί στήν καρδιά του. Μέσα στήν σκληρή άγωνία τών τύψεων, αυτή ή προσευχή, καθώς και τό γεμάτο οίκτο και αγάπη βλέμμα του Χριστού, του έφεραν έλπίδα. Μετά τήν άνάστασή Του ο Χριστός θυμήθηκε τόν Πέτρο και στό μήνυμά Του πού ο άγγελος μετέδωσε στίς γυναίκες άναφέρεται : “Υπάγετε, είπατε πρός τούς μαθητάς Αυτού και πρός τόν Πέτρον, ότι ύπάγει πρότερον υμών εις τήν Γαλιλαίαν εκεί θέλετε ιδεί Αύτόν.” (Μάρκ. 16:7). Η μετάνοια του Πέτρου είχε γίνει άποδεκτή από τόν συγχωρητικό Σωτήρα.ΠΧ 108.3

    Η ίδια αυτή ευσπλαχνία πού εκδηλώθηκε γιά τή σωτηρία του Πέτρου, προσφέρεται σέ κάθε ψυχή πού εχει παρασυρθεϊ από τόν πειρασμό. Αποτελεί ίδιο του Σατανά γνώρισμα, αφού παρασύρει τούς άνθρώπους στήν άμαρτία, νά τούς έγκαταλείπει μετά απελπισμένους, τρεμάμενους και μή τολμώντας νά ζητησουν συγχώρηση. Γιατί όμως νά φοβούμαστε όταν ο Θεός λέγει: “Άς πιασθή από τής δυνάμεώς Μου διά νά κάμη ειρήνην μετ’ Εμού· και θέλει κάμει μετ’ ‘Εμού ειρήνην.” (Ήσ. 27:5). Κάθε πρόνοια εχει ληφθεϊ γιά τίς άδυναμίες μας, κάθε ενθάρρυνση μάς άπευθύνεται νά ερθομε στόν Χριστό.ΠΧ 108.4

    Ο Χριστός πρόσφερε τό συντριμμένο σώμα Του γιά νά εξαγοράσει τήν κληρονομιά του Θεού, νά δώσει στούς άνθρώπους μιά νέα εύκαιρία. “Οθεν δύναται και νά σώζη εντελώς τούς προσερχομένους εις τόν Θεόν δι’ Αυτού, ζών πάντοτε διά νά μεσιτεύση ύπέρ αυτών.” (Έβρ. 7:25). Μέ τήν άσπιλη ζωή Του, μέ τήν ύπακοή και μέ τό σταυρικό Του θάνατο στό Γολγοθά, ο Χριστός μεσίτευσε γιά τή χαμένη ανθρώπινη φυλή. Καί τώρα ο Αρχηγός τής σωτηρίας μας δέ μεσιτεύει γιά μάς σάν άπλός μεσολαβητής, άλλά σάν Νικητής πού διεκδικεί τή νίκη Του. Η προσφορά τής θυσίας Του είναι ολοκληρωμένη και σάν Μεσίτης μας, εκτελεί τό αύτοκαθορισμένο εργο Του, φέρνοντας στήν παρουσία του Θεού τό θυμίαμα τής δικής Του πανάχραντης αρετής, καθώς και τών προσευχών, τών ομολογιών και τών εύχαριστιών του λαού Του. Αρωματισμένα μέ τήν εύωδιά τής δικαιοσύνης Του, όλα αυτά ανεβαίνουν στόν Θεό σάν “οσμή εύωδίας.” Η προσφορά γίνεται καθολοκληρία άποδεκτή και ή συγχώρηση εξαλείφει τήν κάθε παράβαση.ΠΧ 109.1

    Ο Χριστός έταξε τόν Εαυτό Του άντικαταστάτη και εγγυητή μας και δέν αγνοεί κανένα. Αύτός πού δέν άντεχε νά δει τίς άνθρώπινες υπάρξεις εκτεθειμένες στόν αιώνιο χαμό δίχως νά βάλει τήν ψυχή Του κάτω άπ’ τό πέλμα του θανάτου γιά χάρη τους, παρακολουθεί γεμάτος αγάπη και εύσπλαχνία κάθε ψυχή πού άναγνωρίζει ότι δέν μπορεί νά σωθεί μόνη της. Ποτέ δέν επιβλέπει σ’ ενα τρεμάμενο ικέτη χωρίς νά τόν βοηθήσει νά σηκωθεί. Αυτός πού μέ τήν έξιλαστική θυσία Του προμήθευσε γιά τόν άνθρωπο μιά άνεξάντλητη πηγή ηθικής υποστήριξης, δέ θά άρνηθεϊ νά διαθέσει τήν ύποστήριξη αυτή γιά τό καλό μας. Μπορούμε νά φέρομε άδίστακτα τίς άμαρτίες και τίς λύπες μας στά πόδια Του, επειδή μάς άγαπά. Τό κάθε βλέμμα Του, ο κάθε λόγος Του εμπνέουν τήν εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν. Θά διαπλάσει και θά διαμορφώσει τόν χαρακτήρα μας σύμφωνα μέ τό θέλημά Του.ΠΧ 109.2

    Ολόκληρος ο συνασπισμός τών σατανικών δυνάμεων δέν ισχύει νά καταβάλει ούτε μιά ψυχή πού ρίχνεται μέ άδολη εμπιστοσύνη στά πόδια του Χριστού. “Δίδει ισχύν εις τούς ήτονισμένους και αύξάνει τήν δύναμιν εις τούς άδυνάτους.” (Ήσ. 40:29).ΠΧ 109.3

    “Εάν όμολογώμεν τάς άμαρτίας ήμών είναι πιστός και δίκαιος ώστε νά συγχωρήση εις ήμάς τάς άμαρτίας και καθαρίση ήμάς από πάσης άδικίας.” (Α’ Ίωάν. 1:9). “Μόνον γνώρισον τήν άνομίαν σου ότι ήμάρτησας εις Κύριον τόν Θεόν σου,” λέγει ο Κύριος. “Καί θέλω ράνει έφ’ ύμών καθαρόν ύδωρ και θέλετε καθαρισθή από πασών τών άκαθαρσιών σας και από πάντων τών ειδώλων σας θέλω σάς καθαρίσει.” (Ίερ. 3:13, Ίεζ. 36:25).ΠΧ 110.1

    Πρέπει όμως νά γνωρίζομε τόν εαυτό μας, σέ τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε ή επίγνωση αυτή νά μάς οδηγήσει στή συντριβή πρίν μπορέσομε νά άποκτήσομε τή συγχώρηση και τήν ψυχική γαλήνη. Ο Φαρισαίος δέν είχε συναίσθηση τής αμαρτίας. Τό Αγιο Πνεύμα δέν μπορούσε νά ενεργήσει στήν καρδιά του. Η ψυχή του, εγκλωβισμένη μέσα στήν πανοπλία τής αυτοδικαίωσης, ήταν αδύνατο νά τρωθεί από τά βέλη του Θεού, κατευθυνόμενα από χέρια άγγελικά. Μόνο εκείνον πού άναγνωρίζει ότι είναι άμαρτωλός μπορεί νά τόν σώσει ο Χριστός. “Ηρθα,” είπε, “διά νά ιατρεύσω τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, νά κηρύξω πρός τούς αιχμαλώτους ελευθερίαν και πρός τούς τυφλούς άνάβλεψιν, νά άποστείλω τούς συντεθλασμένους έν ελευθερία.” (Λουκ. 4:18). Φυσικά “δέν έχουσι χρείαν, ιατρού οι ύγιαίνοντες.” (Λουκ. 5:31). Όφείλομε νά άντιληφθούμε τήν πραγματική μας κατάσταση. Διαφορετικά δέν μπορούμε νά άναγνωρίσομε ότι χρειαζόμαστε τή βοήθεια του Χριστού. Πρέπει νά καταλάβομε ότι διατρέχομε κίνδυνο. Αλλιώς δέν θά σπεύσομε νά προφυλαχθοϋμε. Πρέπει νά αισθανθούμε τόν πόνο τών τραυμάτων μας. Διαφορετικά δέν θά θελήσομε νά γιατρευθοϋμε.ΠΧ 110.2

    Ο Κύριος λέγει: “Διότι λέγεις ότι είμαι πλούσιος και επλούτησα και δέν έχω χρείαν ούδενός, και δέν έξεύρεις ότι σύ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός, και πτωχός, και τυφλός, και γυμνός. Συμβουλεύω σε νά άγοράσης παρ Εμού χρυσίον δεδοκιμασμένον εκ πυρός διά νά πλουτήσης· και ίμάτια λευκά διά νά ένδυθής, και νά μή φανερωθή ή αισχύνη τής γυμνότητός σου· και χρίσον τούς οφθαλμούς σου μέ κολλούριον διά νά βλέπης.” (Άποκ. 3:17-18). Τό χρυσάφι τό δοκιμασμένο απ’ τή φωτιά συμβολίζει τήν πίστη πού ενεργεί από αγάπη. Μόνο αυτή μπορεί νά μάς έναρμονήσει ιιέ τόν Θεό. Μπορεί νά είμαστε δραστήριοι, μπορεί νά κάνομε σπουδαίο εργο, άλλά δίχως τήν αγάπη, αγάπη τέτοια σάν αυτή πού είχε στην καρδιά Του ο Χριστός, δεν μπορούμε ποτέ νά συναριθμηθοϋμε μέ την οικογένεια του ούρανοϋ.ΠΧ 110.3

    Κανείς δέν μπορεί νά καταλάβει μόνος του τά σφάλματά του. “Η καρδία είναι απατηλή υπέρ πάντα και σφόδρα διεφθαρμένη- τίς δύναται νά γνωρίση αυτήν;” (Ίερ. 17:9). Τά χείλη μπορεί νά εκφράζουν τή γυμνότητα τής ψυχής πού ή καρδιά όμως άρνεϊται νά αναγνωρίσει. Καί ενώ άναφέρομε στόν Θεό γιά τήν πνευματική μας ένδεια, ή καρδιά μπορεί νά έπαίρεται γιά τήν ύπέροχη ταπεινοφροσύνη της και γιά τήν εξαίρετη δικαιοσύνη της. ‘Ένας μόνο τρόπος ύπάρχει γιά νά μπορέσομε νά γνωρίσομε πραγματικά τόν εαυτό μας: πρέπει νά παρατηρήσομε τόν Ιησοϋ Χριστό. Η έλλειψη τής επίγνωσης του Χριστού είναι εκείνη πού οδηγεί τούς ανθρώπους σέ μιά τέτοια ύπεροπτική ιδέα γιά τή δικαιοσύνη τους. Μόνο όταν άτενίζομε στήν αγνότητα και στήν τελειότητά Του, διακρίνομε τή δική μας αναξιότητα, τή φτώχεια μας, και τά μύρια ελαττώματά μας τέτοια άκριβώς όπως είναι. Τότε θά δούμε τόν εαυτό μας χαμένο, δίχως ελπίδα, ντυμένο μέ τά ρυπαρά ίμάτια τής αυτοδικαίωσης σάν όλους τούς άλλους άμαρτωλούς. Καί τότε θά άντιληφθοΰμε ότι αν μιά μέρα κατορθώσομε νά σωθούμε, αυτό δέ θά όφείλεται στήν καλοκαγαθία μας, άλλά στήν άνυπολόγιστη χάρη του Θεού.ΠΧ 111.1

    Η προσευχή του τελώνη είσακούσθηκε επειδή φανερώνει τήν τέλεια εξάρτησή της από τήν Παντοδυναμία του Θεού. Η γνωριμία μέ τόν εαυτό του δέν του προξενούσε τίποτε άλλο εκτός από ντροπή. Τό ίδιο πρέπει νά συμβαίνει μέ όλους όσους έκζητοϋν τόν Θεό. Μόνο μέ πίστη—μέ τή μοναδική εκείνη πίστη πού δέν έχει καμιά άπολύτως εμπιστοσύνη στό άτομό του—πρέπει ο ενδεής ικέτης νά προσπαθήσει νά’ ρθει σέ επαφή μέ τή δύναμη του Παντοδυνάμου.ΠΧ 111.2

    Καμιά από τίς εξωτερικές καθιερωμένες ιεροπραξίες δέν μπορεί νά άντικαταστήσει τήν άπλή πίστη και τήν ολοκληρωτική αύταπάρνηση. Είναι όμως άδύνατο γιά τόν άνθρωπο νά απαλλαγεί μόνος του οπό τό εγώ. Τό έργο αυτό πρέπει νά τό άναθέσομε μόνο στόν Χριστό. Τότε ή γλώσσα τής ψυχής θά είναι: “Κύριε, σώσε με παρά τίς δυσκολίες πού μοϋ φέρνει τό εγώ μου, τό αδύνατο, μή χριστιανικό αυτό εγώ. Λάβε την καρδιά μου· γιατί εγώ δέν μπορώ νά σοϋ τη δώσω. Είναι περιουσία δική Σου. Κράτησε την άγνή· επειδή εγώ δέν μπορώ νά τήν κρατήσω άγνή γιά Σένα. Σώσε με παρά τήν άτέλεια του εαυτού μου, του άνήμπορου, του τόσο διαφορετικού άπ’ τόν Χριστό έαυτοϋ μου. Πλάσε με, μόρφωσέ με, ϋψωσέ με σέ σφαίρες ανώτερες, πνευματικές, όπου τό δυνατό ρεϋμα τής άγάπης Σου νά μπορεί νά ρέει μέσα στήν ψυχή μου.”ΠΧ 111.3

    Η άποκήρυξη του εγώ δέν πρέπει νά πραγματοποιείται στήν άρχή μόνο τής χριστιανικής πείρας, άλλ’ οφείλει νά άνανεώνεται σέ κάθε βήμα τής πορείας μας πρός τόν ουρανό. Όλα τά καλά μας έργα έξαρτώνται από μιά δύναμη πού ενεργεί εξω από τόν εαυτό μας. Χρειάζεται επομένως μιά αδιάκοπη προσπάθεια τής καρδιάς νά πλησιάζει τόν Θεό, μιά συνεχής, ειλικρινής, εγκάρδια εξομολόγηση τής άμαρτίας και ταπείνωση τής ψυχής μπροστά στόν Θεό. Μόνο μέ τή συνεχή αυταπάρνηση και τήν εξάρτησή μας από τόν Χριστό μπορούμε νά βαδίσομε ασφαλείς.ΠΧ 112.1

    Όσο περισσότερο πλησιάζομε στόν· Ιησού, τόσο καθαρότερα θά διακρίνομε τήν αγνότητα του χαρακτήρα Του, τόσο ευκρινέστερα θά βλέπομε τή βδελυρότητα τής αμαρτίας και δέ θά έχομε καμιά διάθεση νά εξυψώσομε τόν εαυτό μας. Αυτοί πού ο ούρανός άναγνωρίζει γιά άγιους είναι οι πιό απίθανοι άνθρωποι γιά περιαυτολογίες. Ο άπόστολος Πέτρος εξελίχθηκε σ’ ενα άφοσιωμένο κήρυκα, του Χριστού και είχε ιδιαίτερα τιμηθεί μέ θεϊκή δύναμη και φώς. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν εγκαθίδρυση τής χριστιανικής εκκλησίας. Ο Πέτρος όμως δέν ξέχασε ποτέ τή φοβερή επαίσχυντη πείρα του. Η άμαρτία του είχε συγχωρηθεϊ, άλλ’ αυτός ήξερε πολύ καλά ότι μόνο ή χάρη του Χριστού ήταν ίκανή νά ύπερνικήσει τήν άδυναμία του χαρακτήρα του πού προκάλεσε τήν πτώση του. Στόν εαυτό του δέν εύρισκε τίποτε τό άξιόλογο γιά νά καυχηθεϊ.ΠΧ 112.2

    Κανένας από τούς αποστόλους ή από τούς προφήτες ισχυρίσθηκε ποτέ ότι είναι άναμάρτητος. οι άνθρωποι πού εζησαν πλησιέστερα στόν Θεό, άνθρωποι πρόθυμοι νά θυσιάσουν τή ζωή τους παρά νά διαπράξουν συνειδητά μιά πράξη άμαρτωλή, άνθρωποι δοξασμένοι από τόν Θεό μέ πνευματικό φώς και δύναμη, δέ δίστασαν νά ομολογήσουν τή φυσική τους αμαρτωλότητα. Δέν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στήν ανθρώπινη σάρκα, δέν ισχυρίσθηκαν ποτέ ότι ήταν δίκαιοι αφεαυτού τους, άλλ’ εμπιστεύονταν ολοκληρωτικά στή δικαιοσύνη του Χριστού. Τό ίδιο θά κάνουν και όλοι όσοι προσβλέπουν στόν Χριστό.ΠΧ 112.3

    Σέ κάθε προοδευτικό βήμα της χριστιανικής εμπειρίας μας θά νοιώθομε βαθύτερη τή μεταμέλειά μας. Απευθυνόμενος σ’αυτούς πού έχει συγχωρήσει, σ’αυτούς πού άναγνωρίζει γιά λαό Του, ο Θεός λέγει: “Θέλετε ένθυμηθή τάς όδούς ύμών τάς πονηράς και τά έργα ύμών τά μή άγαθά και θέλετε αποστραφή αύτοί εαυτούς έμπροσθεν τών οφθαλμών σας.” (Ίεζ. 36:31). Καί αλλοϋ λέγει: “Θέλω στήσει τήν διαθήκην Μου πρός σέ και θέλεις γνωρίσει ότι ‘Εγώ είμαι ο Κύριος· διά νά ένθυμηθής και νά αισχυνθης και νά μή άνοιξης πλέον τό στόμα σου ύπό τής εντροπής σου, όταν εξιλεωθώ πρός σέ διά πάντα όσα έπραξας, λέγει Κύριος ο Θεός.” (Ίεζ. 16:62-63). Τότε τά χείλη μας δέ θά εκθειάζουν ποτέ τόν εαυτό μας. Θά άναγνωρίζομε ότι ή έπάρκειά μας βρίσκεται μόνο στόν Χριστό. Θά όμολογήσομε και εμείς μαζί μέ τόν άπόστολο: “Εξεύρω ότι δέν κατοικεί έν εμοί, (τούτέστιν έν τή σαρκί μου), άγαθόν.” “Εις εμέ μή γένοιτο νά καυχώμαι, είμή εις τόν σταυρόν του Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, διά τόν Οποίον ο κόσμος έσταυρώθη ώς πρός εμέ, και εγώ ώς πρός τόν κόσμον.” (Ρωμ. 7:18, Γαλ. 6:14).ΠΧ 113.1

    Παράλληλα μέ τήν πείρα αυτή συμβαδίζει και ή άκόλουθη παραίνεση: “Μετά φόβου και τρόμου έργάζεσθε τήν έαυτών σωτηρίαν διότι ο Θεός είναι ο ενεργών έν υμϊν και τό θέλειν και τό ενεργεϊν κατά τήν εύδοκίαν Αυτού.” (Φιλ. 2:12-13). Δέν θέλει ο Θεός νά φοβούμαστε ότι δέν θά έκπληρώσει τίς ύποσχέσεις Του, ότι θά εξαντληθεϊ ή ύπομονή Του, ή ότι θά μειωθεί ή εύσπλαχνία Του. Άς φοβούμαστε μάλλον μήπως τό δικό μας θέλημα δέν ύποτάσσεται στό θέλημα του Χριστού, μήπως οι φυσικές και επίκτητες ιδιότητες του χαυακτήρα μας κατευθύνουν τή ζωή μας. “Διότι ο Θεός είναι ο ένεργών έν ύμϊν και τό θέλειν και τό ένεργεϊν κατά τήν εύδοκίαν Αυτού.” Άς έχομε τό φόβο μήπως τό εγώ παρεισέλθει άνάμεσα στήν ψυχή μας και στόν μεγάλο Πρωτεργάτη. Άς εχομε τό φόβο μήπως ή ισχυρογνωμοσύνη καταστρέψει τά μεγάλα σχέδια πού ο Θεός σκοπεύει νά έκπληρώσει χρησιμοποιώντας μας. Φόβο νά στηρίξομε τήν έμπιστοσύνη μας στόν εαυτό μας, φόβο νά άποσύρομε τό χέρι μας από τό χέρι του Χριστού και νά προσπαθήσομε νά βαδίσομε τό μονοπάτι τής ζωής χωρίς τή συντροφιά Του.ΠΧ 113.2

    Πρέπει νά άποφεύγομε κάθε τι πού προκαλεϊ τήν περηφάνεια, και τήν αυτοπεποίθηση. Γι αυτό πρέπει νά είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν άπευθύνομε ή δεχόμαστε κολακείες και επαίνους. Η κολακεία είναι έργο του Σατανά. Χρησιμοποιεί τήν κολακεία τό ίδιο όπως χρησιμοποιεί τήν κατηγορία και τή μομφή γιά τήν καταστροφή τής ψυχής. ‘Όσοι συνηθίζουν νά κολακεύουν τούς άνθρώπους γίνονται συμπράκτορες του πονηρού. Ας άπομακρύνουν οι εργάτες του Χριστού κάθε λέξη περιαυτολογίας άπ’αυτούς. Άς χαθεί τό εγώ άπ’ τά μάτια τους. Ο μόνος πού πρέπει νά ύψωθεί είναι ο Χριστός. Κάθε βλέμμα άς στραφεί και κάθε αίνος άς άπευθυνθεί “πρός τόν λούσαντα ήμάς από των άμαρτιών ήμών μέ τό αιμα Αυτού.” (Άποκ. 1:5).ΠΧ 113.3

    Η ζωή πού συνεπάγεται τό φόβο του Κυρίου δέν πρέπει νά είναι ζωή θλίψης και κατήφειας. Η άπουσία του Χριστού από τή ζωή είναι εκείνη πού προκαλεί τή θλιμένη όψη και τά ισόβια άναστενάγματα. Όσοι έχουν τέτοια μεγάλη ιδέα και αγάπη γιά τό άτομό τους δέν νοιώθουν τήν άνάγκη νά έρθουν σέ ζώσα, προσωπική επικοινωνία μέ τόν Χριστό. Η καρδιά πού δέν έχει συντριβεί πάνω στό Βράχο τών Αιώνων είναι περήφανη γιά τήν άκεραιότητά της. οι άνθρωποι επιζητούν μιά μεγαλόπρεπη θρησκεία. Επιθυμούν νά βαδίσουν στό πλατύτερο εκείνο μονοπάτι πού τούς επιτρέπει νά σέρνουν μαζί τους όλα τους τά επίπλαστα χαρακτηριστικά. Ο εγωκεντρισμός τους, ή επιδίωξη νά επισύρουν τόν θαυμασμό τών άλλων και νά συγκεντρώνουν επαίνους, εξορίζουν από τήν καρδιά τους τόν Σωτήρα χωρίς τήν παρουσία του Οποίου ή ζωή είναι όλο λύπη και κατήφεια. Αντίθετα, όταν ο Χριστός κατοικεί στήν καρδιά, γίνεται πηγή χαράς. Επειδή όλοι όσοι Τόν δέχονται, άναγνωρίζουν τή χαρά σάν βασικό γνώρισμα του λόγου του Θεού. “Διότι ούτω λέγει ο Υψιστος και ο ύπέρτατος, ο κατοικών τήν αιωνιότητα, του Οποίου τό όνομα είναι ο Άγιος·Έγώ κατοικώ εν ύψηλοίς και εν άγίω τόπω· και μετά του συντετριμμένου τήν καρδίαν και του ταπεινού τό πνεύμα, διά νά ζωοποιώ τό πνεύμα τών ταπεινών και νά ζωοποιώ τήν καρδίαν τών συντετριμμένων.” (Ήσ. 57:15).ΠΧ 114.1

    Όταν κρύφτηκε στή σχισμή του βράχου, τότε ο Μωϋσής μπόρεσε νά δεί τή δόξα του Θεού. Όταν κι’ εμείς κρυφτούμε στό σχισμένο Βράχο, ο Χριστός θά μάς σκεπάσει μέ τό τρυπημένο χέρι Του και θά άκούσομε τότε ο,τι είπε ο Κύριος και στούς άλλους δούλους Του. ‘Όπως άποκαλύφθηκε στόν Μωϋσή, έτσι θά αποκαλυφθεί και σ’ εμάς “οίκτίρμων και έλεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός, φυλαχτών ελεος εις χιλιάδας, συγχωρών άνομίαν και παράβασιν και άμαρτίαν.” (Γέν. 34:6-7).ΠΧ 114.2

    Τοϋ άπολυτρωτικού έργου τά άποτελέσματα είναι τέτοια πού ο άνθρωπος δυσκολεύεται και νά τά φαντασθεϊ ακόμη. “‘Εκείνα τά οποια οφθαλμός δέν είδε, και ώτίον δέν ηκουσε, και εις καρδίαν άνθρώπου δέν άνέβησαν, τά όποια ο Θεός ητοίμασεν εις τούς άγαπώντας Αύτόν.” (Α’ Κορ. 2:9). Καθώς ο άμαρτωλός ελκεται από τή δύναμη του Χριστού και πλησιάζοντας τόν ύψωμένο σταυρό ρίχνεται κατά γης στά πόδια του, μετασχηματίζεται τότε σέ μιά νέα κτίση. Μιά καινούργια καρδιά του προσφέρεται. Μεταβάλλεται σέ “νέαν κτίσιν εν Χριστω Ιησού.” Η άγιότητα δέν ύστερεϊ σέ τίποτε. Ο ίδιος ο Θεός “δικαιώνει τόν πισχεύοντα εις τόν Ιησοϋν.” Καί “όσους έδικαίωσε, τούτους και έδόξασε.” (Ρωμ. 3:26, 8:30). Μπορεί νά είναι μεγάλη ή ντροπή και ο εξευτελισμός πού προκάλεσε η άμαρτία. Μεγαλύτερη όμως άκόμη θάναι ή δόξα και ή εξύψωση πού έπέφερε ή άπολυτρωτική αγάπη. Στίς άνθρώπινες ύπάρξεις τις άγωνιζόμενες γιά νά μετασχηματισθοϋν σύμφωνα μέ τό θεϊκό πρότυπο, χορηγείται ενας τέτοιος πλοϋτος ούρανίων θησαυρών και μιά τέτοια υπεροχή δύναμης, πού τούς τοποθετεϊ πάνω άκόμη και άπ’αυτούς τούς άναμάρτητους άγγέλους.ΠΧ 115.1

    “Ούτω λέγει Κύριος, ο Λυτρωτής του Ισραήλ, ο Αγιος Αύτού πρός εκείνον τόν όποιον καταφρονεϊ άνθρωπος, πρός εκείνον τόν όποιον βδελύττεται έθνος ... Βασιλείς θέλουσι σέ προσκυνήσει, ένεκεν του Κυρίου όστις είναι Πιστός, του Αγίου του Ισραήλ όστις σέ έξέλεξεν.” (Ήσ. 49:7).ΠΧ 115.2

    “Διότι πας ο ύψών εαυτόν θέλει ταπεινωθή· ο δέ ταπεινών εαυτόν θέλει ύψωθή.” (Λουκ. 18:14).ΠΧ 115.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents