ΚΕΦΆΛΑΙΟ 17—ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
(Βασίζεται στις Πράξεις 13:4 - 52.)ΠΑ 144.1
Μετά τη χειροτόνησή τους από τους αδελφούς της Αντιόχειας, ο Σαύλος και ο Βαρνάβας, «πεμφθέντες υπό του Πνεύματος του Αγίου, κατέβησαν εις την Σελεύκειαν, και εκείθεν απέπλευσαν εις την Κύπρον.» Έτσι άρχισαν οι απόστολοι το πρώτο ιεραποστολικό τους ταξίδι.ΠΑ 144.2
Η Κύπρος ήταν ένα από τα μέρη εκείνα όπου οι πιστοί είχαν καταφύγει προερχόμενοι από τα Ιεροσόλυμα εξ αιτίας του διωγμού που επακολούθησε το θάνατο του Στεφάνου. Από την Κύπρο μερικοί είχαν ταξιδέψει στην Αντιόχεια, «ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν.» (Πράξ. 11:20.) Ο ίδιος ο Βαρνάβας ήταν «Κύπριος το γένος.» (Πράξ. 4:36.) Τώρα λοιπόν αυτός και ο Σαύλος, συνοδευόμενοι από το Μάρκο Ιωάννη, συγγενή του Βαρνάβα, επεσκέφθησαν το νησιωτικό αυτόν αγρό.ΠΑ 144.3
Η μητέρα του Μάρκου είχε προσηλυτισθεί στη χριστιανική θρησκεία και το σπίτι της στα Ιεροσόλυμα χρησίμευε για άσυλο στους μαθητές. Σ’ αυτό ήταν σίγουροι ότι πάντοτε θα έβρισκαν καλή υποδοχή και προσωρινή ανάπαυση. Ήταν κατά το διάστημα μιας τέτοιας επίσκεψης των αποστόλων στο σπίτι της μητέρας του που ο Μάρκος πρότεινε στον Παύλο και στο Βαρνάβα να τους ακολουθήσει στην ιεραποστολική τους περιοδεία. Είχε αισθανθεί τη χάρη του Θεού στην καρδιά του και ποθούσε να αφιερωθεί ολότελα στο έργο της υπηρεσίας του Ευαγγελίου.ΠΑ 144.4
Όταν έφθασαν στη Σαλαμίνα, οι απόστολοι, «εκήρυττον τον λόγον του Θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων . . . Και αφού διήλθον την νήσον μέχρι της Πάφου, εύρον τινά μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον, ονομαζόμενον Βαριησούν, όστις ήτο μετά του ανθυπάτου Σέργιου Παύλου, ανδρός συνετού. Ούτος προσκαλέσας τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον, εζήτησε να ακούση τον λόγον του Θεού. Ανθίστατο δε εις αυτούς Ελύμας ο μάγος, διότι ούτω μεθερμηνεύεται το όνομα αυτού,ζητών να αποτρέψη τον ανθύπατον από της πίστεως.»ΠΑ 144.5
Ο Σατανάς δεν αφήνει να ιδρυθεί η βασιλεία του Θεού στη Γή χωρίς να την πολεμήσει. Οι δυνάμεις του κακού επιδίδονται σε ακατάπαυστο πόλεμο εναντίον των πρακτόρων της διάδοσης του Ευαγγελίου. Οι δυνάμεις του σκότους δρουν ακόμη εντατικότερα όταν η αλήθεια κηρύσσεται σε ανθρώπους με υπόληψη και με άψογη ακεραιότητα. Αυτό έγινε στην περίπτωση του Σέργιου Παύλου, ανθύπατου της Κύπρου, όταν άκουγε το μήνυμα του Ευαγγελίου. Ο εκπρόσωπος αυτός είχε καλέσει τους αποστόλους να διδαχτούν την εξαγγελία που είχαν έρθει να φέρουν. Τότε οι δυνάμεις του κακού, δρώντας μέσω του μάγου Ελύμα, προσπαθούσαν με κακόβουλες συστάσεις να τον αποτρέψουν από την πίστη και να ματαιώσουν το σκοπό του Θεού.ΠΑ 145.1
Έτσι εργάζεται πάντοτε ο νικημένος εχθρός του Θεού για να κρατήσει με το μέρος του ανθρώπους επιρροής οι οποίοι, αν προσηλυτισθούν, μπορούν μετά να προσφέρουν αποτελεσματική υπηρεσία στο έργο του Κυρίου. Ο πιστός όμως εργάτης του Ευαγγελίου δεν χρειάζεται να φοβάται ότι θα νικηθεί από τον εχθρό. Επειδή έχει το προνόμιο να είναι προικισμένος με δύναμη εξ’ύψους για να αντισταθεί στην κάθε σατανική επιρροή.ΠΑ 145.2
Αν και σκληρά πιεζόμενος από το Σατανά, ο Σαύλος βρήκε το κουράγιο να επιτιμήσει εκείνον μέσο του οποίου ο εχθρός εργάζονταν. «Πλησθείς Πνεύματος Αγίου και ατενίσας εις αυτόν,» ο απόστολος είπε, «Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ του διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, δεν θέλεις παύσει διαστρέφων τας ευθείας οδούς του Κυρίου; Και τώρα ιδού, χείρ του Κυρίου είναι κατά σου και θέλεις είσθαι τυφλός, μη βλέπων τον ήλιον μέχρι καιρού. Και παρευθύς επέπεσεν επ’ αυτόν αμαύρωσις και σκότος και περιστρεφόμενος εζήτει χειραγωγούς. Τότε ιδών ο ανθύπατος το γεγονός επίστευσεν, εκπληττόμενος εις την διδαχήν του Κυρίου.»ΠΑ 145.3
Ο μάγος είχε κλείσει τα μάτια του στην αληθοφάνεια της ευαγγελικής αλήθειας. Και με δικαιολογημένη οργή, ο Κύριος έκλεισε τα μάτια του, στερώντας του το φώς της ημέρας. Η τύφλωσή αυτή δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή για να έχει την ευκαιρία να μετανοήσει και να ζητήσει συγχώρηση από το Θεό τον οποίο είχε τόσο σοβαρά προσβάλει. Έτσι με τη σύγχυση μέσα στην οποία βρέθηκε, φανέρωσε ότι τα ύπουλα τεχνάσματά του κατά της διδαχής του Χριστού δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι βάδιζε τώρα ψηλαφώντας στο σκοτάδι, απέδειξε σε όλους ότι τα θαύματα των αποστόλων τα οποία είχε απορρίψει ο Ελύμας, είχαν πράγματι επιτελεσθεί με τη δύναμη του Θεού. Ο ανθύπατος, αφού πείσθηκε για τη γνήσια διδαχή των αποστόλων, δέχθηκε το Ευαγγέλιο.ΠΑ 146.1
Ο Ελύμας δεν ήταν άνθρωπος εγγράμματος, αλλά ήταν κατάλληλα προσαρμοσμένος στο έργο του Σατανά. Όσοι κηρύττουν την αλήθεια του Θεού θα συναντήσουν τον πανούργο εχθρό σε πολλές και ποικίλες μορφές. Άλλοτε θα τον συναντούν σε άτομα μορφωμένα, τις πιο πολλές φορές όμως σε πρόσωπα αμόρφωτα που ο Σατανάς εκπαιδεύει με σκοπό να δημιουργήσει επιτυχημένα όργανά διαφθοράςψυχών. Ο υπηρέτης του Χριστού έχει καθήκον να παραμένει πιστός στη θέση του, «εν φόβω Θεού και εν τω κράτει της ισχύος Αυτού.» Μόνο έτσι θα μπορέσει να φέρει τη σύγχυση στα στρατεύματα του Σατανά και να θριαμβεύσει στο όνομα του Κυρίου.ΠΑ 146.2
Ο Παύλος και οι σύντροφοί του συνέχισαν το ταξίδι τους πηγαίνοντας στην Πέργα της Παμφυλίας. Η πορεία τους ήταν κοπιαστική. Συναντούσαν δυσκολίες και στερήσεις και αντιμετώπιζαν κάθε λογής κινδύνους. Στα χωριά και στις πόλεις από όπου περνούσαν και στους ερημικούς δρόμους όπου βάδιζαν, περιβάλλονταν από ορατούς και αόρατους κινδύνους. Αλλά ο Σαύλος και ο Βαρνάβας είχαν μάθει να εμπιστεύονται στην απελευθερωτική δύναμη του Θεού. Η καρδιά τους ξεχείλιζε από θερμή αγάπη για τις ψυχές που χάνονταν. Σαν αφοσιωμένοι βοσκοί που ψάχνουν για τα χαμένα πρόβατα, δεν σκέπτονταν τη δική τους ησυχία και την άνεση. Λησμονώντας τον εαυτό τους, δεν πτοούνταν από την κούραση, ούτε από την πείνα και το κρύο. Δεν είχαν στο νου τους παρά μόνο ένα σκοπό: τη σωτηρία εκείνων που βρίσκονταν απομακρυσμένοι από το κοπάδι.ΠΑ 146.3
Σ’ αυτό το σημείο ο Μάρκος κυριεύθηκε από φόβο και αποθάρρυνση και άρχισε να ταλαντεύεται για ένα διάστημα ως προς τον αρχικό σκοπό που είχε καθιερωθεί στο έργο του Κυρίου. Ασυνήθιστος στις ταλαιπωρίες, αποκαρδιώθηκε από τους κινδύνους και τις στερήσεις της οδοιπορίας. Είχε εργαστεί με επιτυχία κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. Τώρα όμως, μπροστά στην αντίδραση και στους κινδύνους που συχνά περιβάλλουν τον πρωτοπόρο εργάτη, δεν άντεξε στις ταλαιπωρίες σαν καλός στρατιώτης του σταυρού. Είχε ακόμη ανάγκη να μάθει να αντιμετωπίζει κινδύνους, διωγμούς και αντιξοότητες με γενναία καρδιά. Ενώ οι απόστολοι συνέχιζαν την πορεία τους ενόψει μεγαλυτέρων ακόμη δυσκολιών, ο Μάρκος τρομοκρατημένος και τελείως αποθαρρυμένος, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει περαιτέρω και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.ΠΑ 147.1
Αυτή η εγκατάλειψη έκανε τον Σαύλο να κρίνει το Μάρκο με δυσμένεια μάλιστα και με αυστηρότητα για ένα διάστημα. Αντίθετα ο Βαρνάβας ήταν διατεθειμένος να τον δικαιολογήσει εξαιτίας της απειρίας του. Αγωνιούσε για να μη εγκαταλείψει ο Μάρκος τη διακονία του Ευαγγελίου γιατί αναγνώριζε σ’ αυτόν προσόντα που θα τον βοηθούσαν να γίνει ένας χρήσιμος εργάτης του Χριστού. Στα χρόνια που ήρθαντο ενδιαφέρον αυτό για το Μάρκο αμείφθηκε πλουσιοπάροχα. Γιατί ο νέος παραδόθηκε ανεπιφύλακτα στον Κύριο και στην υπηρεσία του κηρύγματος του Ευαγγελίου σε δύσκολους αγρούς. Με την ευλογία του Θεού και με τη συνετή καθοδήγηση του Βαρνάβα, εξελίχθηκε σε πολύτιμο εργάτη.ΠΑ 147.2
Αργότερα ο Σαύλος συμφιλιώθηκε με το Μάρκο και τον δέχθηκε για συνεργάτη του. Τον συνιστούσε επίσης στους Κολοσσαείς σαν σύνεργό του «εις την βασιλείαν του Θεού,» μεταξύ εκείνων «οίτινες έγιναν εις εμέ παρηγορία.» (Κολ. 4:11) Και πάλι, λίγο πριν από το θάνατό του, ο Σαύλος, αναφέρεται στο Μάρκο λέγοντας ότι «μοι είναι χρήσιμος εις την διακονίαν.» (Β ', Τιμ. 4:11.)ΠΑ 147.3
Μετά την αποχώρηση του Μάρκου, ο Σαύλος και ο Βαρνάβας επεσκέφθησαν την Αντιόχεια της Πισιδίας και την ημέρα του Σαββάτου μπήκαν στη συναγωγή των Ιουδαίων όπου και κάθισαν. «Μετά την ανάγνωσιν του νόμου και των προφητών, απέστειλαν εις αυτούς οι αρχισυνάγωγοι λέγοντες, Άνδρες αδελφοί, εάν έχητε λόγον τινά προτροπής εις τον λαόν, λέγετε.» Αφού λοιπόν τους προσκάλεσαν να μιλήσουν, «σηκωθείς ο Σαύλος και σείσας την χείρα, είπεν, Άνδρες Ισραηλίται και οι φοβούμενοι τον Θεόν, ακούσατε.» Και τότε ακολούθησε μία θαυμάσια ομιλία. Ο Σαύλος ανέλαβε να αφηγηθεί την εξιστόρηση της συμπεριφοράς του Θεού προς τους Ιουδαίους την εποχή της απελευθέρωσής τους από την Αιγυπτιακή σκλαβιά.Μίλησε επίσης για την υπόσχεση ενός Σωτήρα που θα προέρχονταν από το σπέρμα του Δαβίδ. Με θάρρος ο ομιλητής διευκρίνισε ότι «από του σπέρματος τούτου ο Θεός κατά την επαγγελίαν Αυτού ανέστησεν εις τον Ισραήλ σωτήρα τον Ιησούν, αφού ο Ιωάννης πρό της ελεύσεως Αυτού προεκήρυξε βάπτισμα μετανοίας εις πάντα τον λαόν του Ισραήλ. Και ενώ ο Ιωάννης ετελείωνε τον δρόμον αυτού, έλεγε, Τίνα με στοχάζεσθε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώαλλ’ ιδού, έρχεται μετ’ εμέ Εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδών.» Έτσι με δυναμικότητα τους κήρυξε τον Ιησού σαν το Σωτήρα των ανθρώπων, και σαν τον προφητικό Μεσσία.ΠΑ 148.1
Αφού έκανε τη δήλωση αυτή, ο Σαύλος είπε: «Άνδρες αδελφοί, υιοί του γένους του Αβραάμ, και οι εν υμίν φοβούμενοι τον Θεόν, πρός εσάς απεστάλη ο λόγος της σωτηρίας ταύτης. Διότι οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ, και οι άρχοντες αυτών, μη γνωρίσαντες τούτον μηδέ τας ρήσεις των προφητών τας αναγινωσκομένας κατά πάν Σάββατον, επλήρωσαν αυτάς κρίνοντες Τούτον.»ΠΑ 148.2
Ο Σαύλος δεν δίστασε να πει την καθαρή αλήθεια για την απόρριψη του Σωτήρα από μέρους των Ιουδαίων αρχηγών. «Μη ευρόντες μηδεμίαν αιτίαν θανάτου,» δήλωσε ο απόστολος, «εζήτησαν παρά του Πιλάτου να θανατωθή. Αφού δε ετελείωσαν πάντα τα περί Αυτού γεγραμμένα, καταβιβάσαντες Αυτόν από του ξύλου, έθεσαν εις μνημείον. Ο Θεός όμως ανέστησεν Αυτόν εκ νεκρών, όστις εφάνη επί πολλάς ημέρας εις τους μετ’ Αυτού αναβάντας από της Γαλιλαίας εις Ιερουσαλήμ, οίτινες είναι μάρτυρες Αυτού πρός τον λαόν.»ΠΑ 148.3
«Και ημείς ευαγγελιζόμεθα πρός εσάς,» συνέχισε ο απόστολος, «την γενομένην εις τους πατέρας επαγγελίαν, ότι ταύτην ο Θεός εξεπλήρωσεν εις ημάς, τα τέκνα αυτών, αναστήσας τον Ιησούν. Ως είναι γεγραμμένον και εν τω ψαλμώ τω δευτέρω, «Υιός Μου είσαι Σύ Εγώ σήμερον Σε εγέννησα.» Ότι δε ανέστησεν Αυτόν εκ νεκρών, μη μέλλοντα πλέον να υποστρέψη εις την διαφθοράν, λέγει ούτως, «Ότι θέλω σας δώσει τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά.» Δια τούτο και εν άλλω ψαλμώ λέγει, «Δεν θέλεις αφήσει τον όσιόν Σου να ίδη διαφθοράν.» Διότι ο μεν Δαβίδ αφού υπηρέτησε την βουλήν του Θεού εν τη γενεά αυτού, εκοιμήθη και προσετέθη εις τους πατέρας αυτού, και είδε διαφθοράν. Εκείνος όμως τον οποίον ο Θεός ανέστησε δεν είδε διαφθοράν.»ΠΑ 149.1
Στο σημείο αυτό, αφού με σαφήνεια αναφέρθηκε στην εκπλήρωση γνωστών προφητειών που αφορούσαν το Μεσσία, ο Σαύλος τους κήρυξε τη μετάνοια και την άφεση αμαρτιών με την αξία του Ιησού, του Σωτήρα τους. «Έστω λοιπόν γνωστόν εις εσάς,» τους είπε, «ότι δια τούτο κηρύττεται πρός εσάς άφεσις αμαρτιών. Και από πάντων αφ’ όσων δεν ηδυνήθητε δια του νόμου του Μωϋσέως να δικαιωθήτε, δια Τούτου πάς ο πιστεύων δικαιούται.»ΠΑ 149.2
Το Πνεύμα του Θεού συνόδευε τα λόγια αυτά και οι καρδιές συγκινούνταν. Η επίκληση που έκανε ο απόστολος στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και η δήλωσή του ότι αυτές είχαν εκπληρωθεί με τη διακονία του Ιησού του Ναζωραίου, έπεισαν πολλές ψυχές που περίμεναν με αδημονία τον ερχομό του υποσχόμενου Μεσσία. Επίσης τα πειστικά λόγια του ομιλητή ότι το Ευαγγέλιο της σωτηρίας αφορούσε εξίσου τους Εθνικούς όσο και τους Ιουδαίους, έφερε χαρά και ελπίδα σ’ εκείνους που δεν συναριθμούνταν μέχρι τότε με τους κατά σάρκα απογόνους του Αβραάμ.ΠΑ 149.3
«Ενώ δε εξήρχοντο εκ της συναγωγής των Ιουδαίων, παρεκάλουν τα έθνη να κηρυχθώσιν εις αυτούς οι λόγοι ούτοι το ακόλουθον Σάββατον.» Όταν τέλος διαλύθηκε το πλήθος, «πολλοί εκ των Ιουδαίων και των ευσεβών προσηλύτων», οι οποίοι είχαν δεχθεί τις αγαθές αγγελίες που τους μεταδόθηκαν εκείνη την ημέρα, «ηκολούθησαν τον Παύλον και τον Βαρνάβανοίτινες, λαλούντες πρός αυτούς, έπειθον αυτούς να εμμένωσιν εις την χάριν του Θεού.»ΠΑ 150.1
Το ενδιαφέρον που προκάλεσε η ομιλία του Σαύλου στην Αντιόχεια της Πισιδίας, έκανε να συναχθεί «σχεδόν όλη η πόλις . . . δια να ακούσωσι τον λόγον του Θεού. Ιδόντες δε οι Ιουδαίοι τα πλήθη, επλήσθησαν φθόνου και ηναντιούντο εις τα υπό του Παύλου λεγόμενα, αντιλέγοντες και βλασφημούντες. Ο Παύλος δε και ο Βαρνάβας λαλούντες μετά παρρησίας, είπον, Εις εσάς πρώτον ήτο αναγκαίον να λαληθή ο λόγος του Θεού αλλ’ επειδή απορρίπτετε αυτόν και δεν κρίνετε εαυτούς αξίους της αιωνίου ζωής, ιδού στρεφόμεθα πρός τα έθνη. Διότι ούτω προσέταξεν ημάς ο Κύριος, λέγων, «Σε έθεσα φώς των εθνών, δια να ήσαι πρός σωτηρίαν έως εσχάτου της γης»ΠΑ 150.2
«Και οι Εθνικοί ακούσαντες, έχαιρον και εδόξαζον τον λόγον του Κυρίουκαι επίστευσαν όσοι ήσαν ορισμένοι δια την αιώνιον ζοήν.» Χαίρονταν σε αφάνταστο βαθμό ότι ο Χριστός τους ανεγνώριζε σαν παιδιά του Θεού και με ευγνώμονες καρδιές άκουγαν τον κηρυσσόμενο λόγο. Αυτοί που πίστευαν μετέδιδαν γεμάτοι ζήλο την αγγελία του ευαγγελίου και σε άλλους, και έτσι «ο λόγος του Κυρίου διεδίδετο δι’ όλου του τόπου.»ΠΑ 150.3
Πριν από αιώνες, η πέννα της θεοπνευστίας είχε χαράξει τη συγκομιδή των Εθνικών. Αλλά ελάχιστα είχαν κατανοηθεί οι προφητικές εκείνες περικοπές. Ο Ωσηέ είχε πει: «Ο αριθμός όμος τον υιών Ισραήλ θέλει είσθαι ος η άμμος της θαλάσσης ήτις δεν δύναται να μετρηθή και εν το τόπο όπου ελέχθη πρός αυτούς, Δεν είσθε λαός Μου, εκεί θέλει λεχθή πρός αυτούς, Υιοί του Θεού του ζώντος.» Και σε άλλο μέρος: «Θέλω σπείρει αυτήν δι’ Εμαυτόν επί της γής και θέλω ελεήσει την ουκ ηλεημένην και θέλω ειπεί πρός τον λαόν Μου, Λαός Μου είσαικαι αυτοί θέλουσιν ειπεί, Θεός μου είσαι.» (Ωσ. 1:10, 2:23.)ΠΑ 150.4
Ο ίδιος ο Σωτήρας κατά την επίγεια ζωή Του προείπε τη διάδοση του Ευαγγελίου μεταξύ των Εθνικών. Στην παραβολή του αμπελώνα, ανήγγειλε στους αμετάπειστους Ιουδαίους: «Θέλει αφαιρεθή αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και θέλει δοθή εις έθνος κάμνον τους καρπούς αυτής.» (Ματθ. 21:43.) Και μετά την ανάστασή Του, εξουσιοδότησε τους μαθητές Του λέγοντας: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη.» Δεν έπρεπε να αφήσουν κανέναν απροειδοποίητο, αλλά όφειλαν να κηρύξουν «το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν.» (Ματθ. 28:19, 16:15.)ΠΑ 151.1
Επειδή στράφηκαν προς τους Εθνικούς στην Αντιόχεια της Πισιδίας, αυτό δεν σήμαινε πως ο Σαύλος και ο Βαρνάβας έπαυσαν να εργάζονται για τους Ιουδαίους σε άλλα μέρη. Συνομιλούσανοπουδήποτε συναντούσαν άτομα πρόθυμα να τους ακούσουν. Αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στην Κόρινθο, στην Έφεσο και σε άλλα σπουδαία αστικά κέντρα, ο Σαύλος και οι συνεργάτες του κήρυξαν το Ευαγγέλιο τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους Εθνικούς. Οι βασικές τους όμως προσπάθειες απ’ εδώ και στο εξής κατευθύνονταν στην εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού σε ειδωλολατρικά εδάφη μεταξύ των λαών που είχαν ελάχιστη ή καθόλου γνώση του αληθινού Θεού και του Υιού Του.ΠΑ 151.2
Η καρδιά του Σαύλου και των συνεργατών του πονούσε για εκείνους που ήταν «χωρίς Χριστού, απαλλοτριωμένοι από της πολιτείας του Ισραήλ, και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και όντες εν τω κόσμω χωρίς Θεού.» Με τις ακούραστες προσπάθειες των αποστόλων για τους Εθνικούς, οι «ξένοι και πάροικοι,» «οι ποτέ όντες μακράν,» μάθαιναν τώρα ότι γίνονταν «πλησίον δια του αίματος του Χριστού,» και ότι με την πίστη στην εξιλαστική θυσία Του μπορούσαν να λογίζονται «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού. » (Εφ. 2:12, 13, 19.)ΠΑ 151.3
Προχωρώντας με πίστη, ο Σαύλος εργάζονταν ακούραστα για την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν αγνοηθεί από τους Ισραηλινούς δασκάλους. Εξύψωνε διαρκώς τον Ιησού Χριστό, που είναι «ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και ο Κύριος των κυριευόντων,» (Α ', Τιμ. 6:15.) και εκλιπαρούσε τους πιστούς να μένουν «ερριζωμένοι και επικοδομούμενοι εν Αυτώ, και στερεούμενοι εν τη πίστει.» (Κολ. 2:7.)ΠΑ 152.1
Για τους πιστούς ο Χριστός είναι ένα ασφαλές θεμέλιο. Πάνω σε αυτή τη ζωντανή πέτρα Ιουδαίοι και Εθνικοί μπορούν να ανοικοδομηθούν εξίσου. Είναι τόσο πλατιά που τους χωράει όλους και τόσο γερή που στηρίζει το βάρος και σηκώνει το φορτίο ολόκληρου του κόσμου. Το γεγονός αυτό ο Σαύλος το είχε πληρέστατα κατανοήσει. Τις τελευταίες ημέρες της διακονίας του, απευθυνόμενος σ’ ένα όμιλο Εθνικών Χριστιανών οι οποίοι είχαν παραμείνει πιστοί στην αγάπη τους για την ευαγγελική αλήθεια, ο απόστολος έγραφε: «Εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου Αυτού του Ιησού Χριστού.» (Εφ. 2:19, 20.)ΠΑ 152.2
Ενώ το μήνυμα του Ευαγγελίου διαδίδονταν στην Πισιδία, οι αμετάπειστοι Ιουδαίοι της Αντιόχειας, μέσα στην τυφλή τους προκατάληψη, «παρεκίνησαν τας ευλαβείς και επισήμους γυναίκας και τους πρώτους της πόλεως και διήγειραν διωγμόν κατά του Παύλου και του Βαρνάβα, και εξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών.»ΠΑ 152.3
Οι απόστολοι δεν αποθαρρύνθηκαν από τη συμπε-ριφορά αυτή. Θυμόντουσαν τα λόγια του Κυρίου τους: «Μακάριοι είσθε όταν σας ονειδίσωσι και διώξωσι και είπωσιν εναντίον σας πάντα κακόν λόγον ψευδόμενοι ένεκεν Εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι ο μισθός σας είναι πολύς εν τοις ουρανοίς επειδή ούτως έδιωξαν τους προφήτας τους πρό υμών.» (Ματθ. 5:11 - 12.)ΠΑ 152.4
Το ευαγγελικό μήνυμα προχωρούσε και οι απόστολοι είχαν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι. Οι κόποι τους είχαν πλούσια ευλογηθεί μεταξύ των Πισιδιανών Αντιοχέων.Οι εκεί πιστοί που είχαν προσωρινά μείνει μόνοι τους για να συνεχίσουν το έργο, «επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου.»ΠΑ 152.5