Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Πράξεις των Αποστόλων

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    ΚΕΦΆΛΑΙΟ 21—ΣΤΙΣ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

    (Βασίζεται στις Πράξεις 16:7 - 40.)ΠΑ 185.1

    Είχε φθάσει ο καιρός να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο πέρα από τα όρια της Μικράς Ασίας. Ο δρόμος προετοιμάζονταν για τον Παύλο και τους συνεργάτες του να περάσουν στην Ευρώπη. Στην Τροία, στην ακτή της Μεσόγειας θάλασσας, «όραμα εφάνη δια νυκτός εις τον Παύλον Ανήρ τις Μακεδών ίστατο παρακαλών αυτόν και λέγων, Διάβα εις Μακεδονίαν και βοήθησον ημάς.»ΠΑ 185.2

    Η κλήση ήταν επείγουσα, μη επιδεχόμενη αναβολή. «Ως είδε το όραμα,» αναφέρει ο Λουκάς ο οποίος συνόδευε τον Παύλο, το Σίλα και τον Τιμόθεο στο ευρωπαϊκό αυτό ταξίδι, «ευθύς εζητήσαμεν να υπάγωμεν εις Μακεδονίαν, συμπεραίνοντες ότι ο Κύριος προσκαλεί ημάς δια να κηρύξωμεν το ευαγγέλιον πρός αυτούς. Αποπλεύσαντες λοιπόν από της Τρωάδος, επεράσαμεν κατ’ ευθείαν εις Σαμοθράκην, και την ακόλουθον ημέραν εις Νεάπολιν, και εκείθεν εις Φιλίππους, ήτις είναι πρώτη πόλις του μέρους εκείνου της Μακεδονίας, αποικία ρωμαϊκή.»ΠΑ 185.3

    «Και την ημέραν του Σαββάτου,» συνεχίζει ο Λουκάς, «εξήλθομεν έξω της πόλεως πλησίον του ποταμού, όπου συνειθίζετο να γίνεται προσευχή, και καθίσαντες ελαλούμεν πρός τας εκεί συνελθούσας γυναίκας. Και γυνή τις Λυδία το όνομα, πωλήτρια πορφύρας, εκ πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τον Θεόν, ήκουεν της οποίας ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν.» Η Λυδία δέχθηκε την αλήθεια με χαρά. Αυτή και η οικογένειά της μεταπείσθηκαν και βαπτίστηκαν. Για αυτό παρακάλεσε τους αποστόλους να θεωρήσουν το σπίτι της σαν δικό τους.ΠΑ 185.4

    Ενώ οι απεσταλμένοι του σταυρού καταγίνονταν με το έργο τους, μία γυναίκα που διακατέχονταν από το πνεύμα της μαντείας, τους ακολουθούσε φωνάζοντας: «Ούτοι οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, οίτινες κηρύττουσι πρός ημάς οδόν σωτηρίας. Τούτο δε έκαμνεν επί πολλάς ημέρας.»ΠΑ 185.5

    Η γυναίκα αυτή ήταν ένας ιδιαίτερος πράκτορας του Σατανά και προσκόμιζε μεγάλα κέρδη στους κυρίους της με τη μαντική της ικανότητα. Με την επιρροή που ασκούσε κατοχυρώνονταν η ειδωλολατρία. Ο Σατανάς ήξερε ότι είχε γίνει εισβολή στο βασίλειό του και κατέφυγε σ’ αυτό το μέσο για να αντισταθεί στο έργο του Θεού.Ήλπιζε να αναμίξει τις σοφιστείες του με τις διδασκόμενες από αυτούς αλήθειες που κήρυτταν το άγγελμα του ευαγγελίου. Τα συστατικά λόγια της γυναίκας έβλαπταν το έργο της αλήθειας, αποσπώντας τις σκέψεις των ανθρώπων από τη διδαχή των αποστόλων, δυσφη-μώντας το Ευαγγέλιο. Με τα λόγια αυτά πολλοί κατέληγαν να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι που μιλούσαν με το Πνεύμα και τη δύναμη του Θεού, υποκινούνταν από το ίδιο πνεύμα με την εκπρόσωπο του Σατανά.ΠΑ 186.1

    Για ένα διάστημα οι απόστολοι υπέμειναν την αντιδραστική αυτή στάση. Κατόπιν όμως με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ο Παύλος διέταξε το πονηρό πνεύμα να φύγει από τη γυναίκα. Αυτή σώπασε αμέσως. Το γεγονόςαυτό έδειχνε ότι οι απόστολοι ήταν οι πραγματικοί δούλοι του Θεού και ότι ο δαίμονας τους είχε αναγνωρίσει με αυτή τους την ιδιότητά. Έτσι, υπάκουσε στη διαταγή τους.ΠΑ 186.2

    Απαλλαγμένη τώρα από το πονηρό πνεύμα και αποκτώντας τα λογικά της, η γυναίκα αποφάσισε να ακολουθήσει το Χριστό. Τα αφεντικά της αναστατώθηκαν για την επιχείρησή τους. Κατάλαβαν ότι όλες οι ελπίδες τους να κερδίζουν χρήματα με τα μάγια και με την πρόγνωση του μέλλοντος χάθηκαν.Οι πόροι του εισοδήματος τους θα εξέλειπαν σε λίγο εντελώς αν άφηναν τους αποστόλους να εξακολουθήσουν το έργο του Ευαγγελίου.ΠΑ 186.3

    Υπήρχαν πολλοί άλλοι στην πόλη που ενδιαφέρονταν να κάνουν χρήματα με σατανικές απάτες. Και αυτοί, φοβούμενοι την επιρροή της δύναμης που μπορούσε τόσο αποτελεσματικά να σταματήσει τη δουλειά τους, ύψωσαν μεγάλη φωνή διαμαρτυρίας κατά των δούλων του Θεού. Έφεραν τους αποστόλους μπροστά στα όργανα της τάξης με την κατηγορία ότι «Ούτοι οι άνθρωποι εκταράττουσι την πόλιν ημών, Ιουδαίοι όντες και διδάσκουσιν έθιμα τα οποία δεν είναι εις ημάς συγκεχωρημένον να παραδεχώμεθα, μηδέ να πράττωμεν, Ρωμαίοι όντες.»ΠΑ 186.4

    Ξεσηκωμένα από μία φρενίτιδα παροξυσμού, τα πλήθη όρμησαν κατά των αποστόλων. Με την έγκριση των αρχών. το πνεύμα της οχλοκρατίας κυριαρχούσε. Έτσιλοιπόν ξέσχισαν τα ρούχα των αποστόλων και έδωσαν εντολή να τους ραβδίσουν. «Και αφού έδωκαν εις αυτούς πολλούς ραβδισμούς, έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλαντες τον δεσμοφύλακα να φυλάττη αυτούς ασφαλώς όστις λαβών τοιαύτην παραγγελίαν, έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν, και συνέκλεισε τους πόδας αυτών εις το ξύλον.»ΠΑ 187.1

    Οι απόστολοι υπέφεραν από οδυνηρούς πόνους στη θέση που τους άφησαν, αλλά δεν γόγγυζαν. Αντίθετα, μέσα στην κατασκότεινη και καταθλιπτική φυλακή, ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο προσευχόμενοι και ψάλλοντες ύμνους δοξολογίας στο Θεό επειδή για το όνομά Του αξιώθηκαν να υποστούν την προσβολή. Τις καρδιές τους χαροποιούσε μία βαθειά, ειλικρινής αγάπη για το έργο του Λυτρωτή τους. Ο Παύλος θυμήθηκε τους διωγμούς στους οποίους αυτός σαν αυτουργός είχε υποβάλει τους μαθητές του Χριστού και χαίρονταν ότι τώρα άνοιξαν τα μάτια του για να δουν και η καρδιά του για να αισθανθεί τη δύναμη των ενδόξων αληθειών που άλλοτε περιφρονούσε.ΠΑ 187.2

    Έκπληκτοι οι λοιποί φυλακισμένοι άκουγαν τους ήχους της προσευχής και της ψαλμωδίας που προέρχονταν από την εσωτερική φυλακή. Ήταν συνηθισμένοι να ακούν τσιρίδες και βογγητά, βρισιές και βλαστήμιες να διακόπτουν της νύχτας τη σιγαλιά, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν ακούσει λόγια προσευχής και δοξολογίας να βγαίνουν από εκείνο το ζοφερό κελί. Φύλακες και κρατούμενοι απορούσαν και αναρωτιόταν ποιοί ήταν οι άνθρωποι εκείνοι που παρά το κρύο, την πείνα και τα βάσανα μπορούσαν ακόμη να παραμένουν χαρούμενοι.ΠΑ 187.3

    Στο μεταξύ οι στρατηγοί επέστρεψαν στα σπίτια τους συγχαίροντας τον εαυτό τους για τα άμεσα και αποφασιστικά μέτρα που πήραν, τα οποία κατέστειλαν άμεσατο σάλο. Στο δρόμο όμως άκουσαν άλλες λεπτομέρειες για το χαρακτήρα και το έργο των ανθρώπων που είχαν καταδικάσει σε ραβδισμό και φυλάκιση. Είδαν τη γυναίκα που είχε ελευθερωθεί από τη σατανική επιρροή, και έμειναν κατάπληκτοι από την αλλαγή που παρατήρησαν στο παρουσιαστικό και στη συμπεριφορά της. Στο παρελθόν είχε δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στην πόλη. Τώρα όμως ήταν ήρεμη και φιλήσυχη. Όταν σκέφτηκαν ότι κατά πάσα πιθανότητα είχαν επιβάλει σε δύο αθώους ανθρώπους τη σκληρή τιμωρία του ρωμαϊκού νόμου, τα έβαλαν με τον εαυτό τους. Αποφάσισαν λοιπόννα διατάξουν το πρωί την κρυφή απόλυση των αποστόλων και την απομάκρυνσή τους με συνοδεία ώσπου να βγουν από την πόλη αποφεύγοντας τον κίνδυνο να κακοποιηθούν από τον όχλο.ΠΑ 188.1

    Ενώ όμως οι άνθρωποι ήταν σκληροί, εκδικητικοί ή τρομερά αμελείς για τι ευθύνες που έφεραν, ο Θεός δεν λησμόνησε το έλεός Του προς τους δούλους Του. Ο ουρανός ολόκληρος ενδιαφέρονταν για τους ανθρώπους που υπέφεραν χάρη του Χριστού και άγγελοι είχαν σταλεί να επισκεφθούν τη φυλακή. Τα βήματά τους έκαναν τη Γή να τρέμει. Οι σφιχταμπαρωμένες πόρτες της φυλακής άνοιξαν διάπλατα. Οι αλυσίδες και τα δεσμά έπεσαν από τα χέρια και τα πόδια των κρατουμένων. Ένα δυνατό φώς πλημμύρισε τη φυλακή.ΠΑ 188.2

    Ο δεσμοφύλακας είχε ακούσει με έκπληξη τις προσευχές και τους ύμνους των φυλακισμένων αποστόλων. Όταν τους έφεραν μέσα είχε δει το πρήξιμο και το αίμα των πληγών τους αφού ο ίδιος είχε σφίξει τα πόδια τους στα δεσμά. Περίμενε να ακούσει από αυτούς βογγητά και κατάρες. Αντί για αυτά όμως άκουγε ύμνους δοξολογίας και χαράς. Και με τους ήχους αυτούς στα αυτιά του, ο δεσμοφύλακας έπεσε στον ύπνο από όπου ξύπνησε με το σεισμό και το τράνταγμα των τοίχων της φυλακής.ΠΑ 188.3

    Όταν αναστατωμένος πετάχτηκε από τον ύπνο και κατάπληκτος είδε ότι όλες οι πόρτες της φυλακής ήταν ανοιχτές, τον έπιασε φόβος νομίζοντας ότι όλοι οι κρατούμενοι είχαν δραπετεύσει. Θυμήθηκε τη βαριά ευθύνη που του είχε ανατεθεί με κάθε λεπτομέρεια την προηγούμενη βραδιά για τη φρούρηση του Παύλου και του Σίλα. Ήταν σίγουρος ότι τον περίμενε η θανατική καταδίκη για τη φαινομενική παραμέληση του καθήκοντος του. Τελώντας ενβρασμώ ψυχής αισθάνθηκε ότι ήταν καλύτερα να θέσει μόνος του τέρμα στη ζωή του παρά να υποστεί την εξευτελιστική εκτέλεση. Τραβώντας το σπαθί του, ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει όταν η φωνή του Παύλου αντήχησε με τα χαρούμενα αυτά λόγια: «Μη πράξης μηδέν κακόν εις σεαυτόν διότι πάντες είμεθα εδώ.» Όλοι οι φυλακισμένοι βρίσκονταν στη θέση τους, αναχαιτισμένοι από τη δύναμη του Θεού που δρούσε μέσο ενός συγκρατουμένου τους.ΠΑ 189.1

    Η σκληρότητα με την οποία ο δεσμοφύλακας είχε φερθεί στους αποστόλους δεν τους προξένησε καμία εχθρότητα. Ο Παύλος και ο Σίλας διέπονταν από το πνεύμα του Χριστού, όχι από το πνεύμα της εκδίκησης. Στις γεμάτες από την αγάπη του Σωτήρα καρδιές τους, δεν υπήρχε χώρος για κακεντρέχεια εναντίον των διωκτών τους.ΠΑ 189.2

    Ο φύλακας πέταξε πέρα το σπαθί του και φωνάζοντας να φέρουν φώτα έσπευσε στο κεντρικό μπουντρούμι. Ήθελε να δει τι είδους άνθρωποι ήταν εκείνοι που ανταπέδιδαν με καλοσύνη τη σκληρότητα με την οποία τους είχε φερθεί. Φθάνοντας στο μέρος όπου βρίσκονταν οι απόστολοι έπεσε στα πόδια τους και τους ζήτησε συγχώρηση. Κατόπιν βγάζοντάς τους στην εξωτερική αυλή ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάμω δια να σωθώ;»ΠΑ 189.3

    Ο φύλακας έτρεμε όταν διαπίστωσε την οργή του Θεού να εκδηλώνεται με το σεισμό. Και όταν νόμισε ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει, ήταν έτοιμος να τερματίσει μόνος τη ζωή του. Όλα αυτά όμως φαίνονταν τώρα ασήμαντα συγκρινόμενα με τον καινούργιο, παράξενο φόβο που τάρασσε τον νου του.Είχεαποκτήσει την επιθυμία να αποκτήσει την ηρεμία και την ευδιαθεσία που έδειχναν οι απόστολοι παρόλα τα βάσανα και την κακομεταχείριση. Είδε στα πρόσωπά τους το φως του Ουρανού. Ήξερε ότι ο Θεός είχε επέμβει με τρόπο θαυματουργικό για να σώσει τη ζωή τους. Και με περίεργη επιμονή τα λόγια της δαιμονιόπληκτης γυναίκας έρχονταν στο νου του: «Ούτοι οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, οίτινες κηρύττουσι πρός ημάς οδόν σωτηρίας.»ΠΑ 189.4

    Βαθειά ταπεινωμένος ζήτησε από τους αποστόλους να του υποδείξουν την οδό της ζωής. «Πίστευσον εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και θέλεις σωθή συ και ο οίκος σου,» απάντησαν οι απόστολοι, «και ελάλησαν πρός αυτόν τον λόγον του Κυρίου και πρός πάντας τους εν τη οικία αυτού.» Τότε ο δεσμοφύλακας έπλυνε τις πληγές των αποστόλων και τους περιποιήθηκε. Κατόπιν βαπτίστηκε από αυτούς μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Μία εξαγιαστική επιρροή ήταν διάχυτη μεταξύ των φυλακισμένων στο δεσμωτήριο. Το μυαλόόλων είχε ανοιχθεί για την ακρόαση των λόγων της αλήθειας που τους έλεγαν οι απόστολοι. Ήταν απόλυτα βέβαιοι ότι ο Θεός τον οποίο υπηρετούσαν οι άνθρωποι αυτοί, τους είχε θαυματουργικά ελευθερώσει από τα δεσμά.ΠΑ 190.1

    Οι κάτοικοι των Φιλίππων είχαν τρομοκρατηθεί από το σεισμό. Και όταν το πρωί οι διευθυντές της φυλακής διηγήθηκαν στους στρατηγούς τι είχε συμβεί τη νύχτα, εκείνοι θορυβήθηκαν και έστειλαν ραβδούχους για να απελευθερώσουν τους αποστόλους. Αλλά ο Παύλος δήλωσε: «Αφού έδειραν ημάς δημοσία, χωρίς να καταδικασθώμεν, ανθρώπους Ρωμαίους όντας, έβαλον εις φυλακήν, και τώρα μας εκβάλλουσι κρυφίως; ουχί βεβαίωςαλλ’ αυτοί ας έλθωσι και ας μας εκβάλωσιν.»ΠΑ 190.2

    Οι απόστολοι ήταν Ρωμαίοι υπήκοοι και ο ραβδισμός ενός Ρωμαίου πολίτη ήταν παράνομος, εκτός εάν επρόκειτο να του στερήσουν την ελευθερία του χωρίς να περάσει από κανονική δίκη. Αφού ο Παύλος και ο Σίλας είχαν φυλακιστεί δημοσία, χωρίς να τους δοθεί η πρέπουσα εξήγηση από τους στρατηγούς. Για αυτό το λόγοαρνούνταν τώρα να αφεθούνελεύθεροι.ΠΑ 190.3

    Όταν αυτή η είδηση έφθασε στις αρχές, τους έπιασε πανικός από φόβο μήπως οι απόστολοι κάνουν προσφυγή στον αυτοκράτορα. Πήγαν αμέσως στη φυλακή και ζήτησαν συγνώμη από τον Παύλο και το Σίλα για την αδικία και τη σκληρότητα που τους έδειξαν. Στη συνέχεια, αυτοί οι ίδιοι προσωπικώς τους έβγαλαν από τη φυλακή, παρακαλώντας τους να απομακρυνθούν από την πόλη. Οι στρατηγοί φοβόντουσαν την επιρροή των αποστόλων πάνω στο λαό, αλλά φοβόντουσαν ακόμη και τη Δύναμη η οποία είχε επέμβει χάρη των αθώων εκείνων ανθρώπων.ΠΑ 191.1

    Εκτελώντας την εντολή του Χριστού, οι απόστολοι δεν επέμειναν να παραμείνουν εκεί όπου η παρουσία τους ήταν ανεπιθύμητη. «Εξελθόντες εκ της φυλακής, υπήγον εις τον οίκον της Λυδίας και ιδόντες τους αδελφούς, παρηγόρησαν αυτούς και ανεχώρησαν.»ΠΑ 191.2

    Οι απόστολοι δεν θεώρησαν ότι οι κόποι τους στους Φιλίππους πήγαν χαμένοι. Αντιμετώπισαν βέβαια μεγάλη αντίδραση και κατατρεγμό. Αλλά η μεσολάβηση της Θείας Πρόνοιας για λογαριασμό τους, καθώς και η μετάλλαξη του δεσμοφύλακα και των δικών του, τους είχαν με το παραπάνω ανταμείψει για τον εξευτελισμό και τα παθήματα που υπέστησαν. Τα νέα της άδικης φυλάκισής τους και της θαυματουργικής τους απελευθέρωσης έγιναν γνωστά σε όλη εκείνη την περιοχή και αυτό κατέστησε γνωστό το έργο των αποστόλων σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων τους οποίους διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να πλησιάσουν.ΠΑ 191.3

    Οι προσπάθειες του Παύλου στους Φιλίππους είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση μίας Εκκλησίας της οποίας τα μέλη συνεχώς πολλαπλασιάζονταν. Ο ζήλος και η αφοσίωσή του, αλλά περισσότερο από όλα η προθυμία του να υποφέρει για το Χριστό, ασκούσαν μία βαθειά και διαρκή επιρροή στους προσήλυτους. Εκτιμούσαν τις πολύτιμες αλήθειες για τις οποίες οι απόστολοι είχαν τόσα πολλά θυσιάσει και παραδόθηκαν με ολόψυχη αφοσίωση στο έργο του Λυτρωτή τους.ΠΑ 191.4

    Το ότι η εκκλησία αυτή δεν διέφυγε το διωγμό, φαίνεται από μία φράση του Παύλου στην επιστολή που τους απηύθυνε. Σ’ αυτή λέγει: «Εις εσάς εχαρίσθη το υπέρ του Χριστού, ου μόνον το να πιστεύητε εις Αυτόν, αλλά και το να πάσχητε υπέρ Αυτούέχοντες τον αυτόν αγώνα οποίον είδετε εν εμοί.» Τόση μεγάλη όμως ήταν η σταθερότητά τους στην πίστη, ώστε ο απόστολος δηλώνει: «Ευχαριστώ τον Θεόν μου οσάκις σας ενθυμούμαι, πάντοτε εν πάση προσευχή μου υπέρ πάντων υμών δεόμενος μετά χαράς, δια την εις το ευαγγέλιον κοινωνίαν σας από της πρώτης ημέρας μέχρι του νύν.» (Φιλ. 1:29 - 30, 3 - 5.)ΠΑ 191.5

    Τρομερός είναι ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των δυνάμεων του καλού και του κακού σε σημαντικά κέντρα όπου οι απεσταλμένοι της αλήθειας καλούνται να εργαστούν. «Δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα,» λέγει ο Παύλος, «αλλά εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου.» (Εφ. 6:12.) Ο αγώνας ανάμεσα στην εκκλησία του Θεού και σ’ εκείνους που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των πονηρών αγγέλων θα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι τα τέλη των αιώνων.ΠΑ 192.1

    Συχνά οι πρώτοι Χριστιανοί καλούνταν να αντιμε-τωπίσουν τις δυνάμεις του σκότους πρόσωπο προς πρόσωπο. Με τη σοφία και με το διωγμό ο εχθρός προσπαθούσε να τους αποτρέψει από την υγιαίνουσα πίστη. Στη σημερινή εποχή, όπουτο τέλος όλων των προσωρινών πραγμάτων πλησιάζει ταχύτατα, ο Σατανάς καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες για να παγιδεύσει τον κόσμο. Μηχανεύεται ένα σωρό σχέδια για να απασχολεί το νου των ανθρώπων και να αποσπά την προσοχή τους από τις απαραίτητες για τη σωτηρία αλήθειες. Σε κάθε πόλη οι πράκτορές του διοργανώνουν στα γρήγορα ομάδες που αντιτάσσονται το νόμο του Θεού. Ο αρχιαπατεώνας εργάζεται για να συστήσει νέα στοιχεία σύγχυσης και ανταρσίας, ενώ οι άνθρωποι φλέγονται από ένα ζήλο ο οποίος δεν είναι κατ’ επίγνωση.ΠΑ 192.2

    Η κακία έχει φθάσει στο απροχώρητο και όμως πολλοί κήρυκες του Ευαγγελίου φωνάζουν «Ειρήνη και ασφάλεια.» Οι πιστοί απεσταλμένοι του Θεού πρέπει να προχωρούν σταθερά το έργο τους. Περιβεβλημένοι με την πανοπλία του ουρανού, οφείλουν να βαδίζουν δίχως φόβο, νικηφόροι χωρίς ποτέ να εγκαταλείπουν τον αγώνα μέχρις ότου κάθε ψυχή που μπορούν να πλησιάσουν να έχει δεχθεί την αγγελία της παρούσας αλήθειας.ΠΑ 192.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents