Η Απόφαση
Ο Ιάκωβος κατέθεσε με αποφασιστικότητα ότι ήταν σχέδιο του Θεού να χορηγήσει στους Εθνικούς τα ίδια προνόμια και τις ευλογίες που είχε χαρίσει στους Ιουδαίους. Το Άγιο Πνεύμα έκρινε σωστό να μην επιβληθεί ο τελετουργικός νόμος στους Εθνικούς προσήλυτους και η κρίση των αποστόλων ως προς το ζήτημα αυτό συμφωνούσε με την κρίση του Πνεύματος του Θεού. Ο Ιάκωβος προέδρευε στο συμβούλιο και η τελική του απόφαση ήταν: «Όθεν εγώ κρίνω να μη παρενοχλώμεν τους από των εθνών επιστρέφοντας εις τον Θεόν» (Πραξ. ιε’ 19).ΙΑ 237.3
Η απόφασή του ήταν ο τελετουργικός νόμος και η εντολή της περιτομής να μην επιβληθούν με κανέναν τρόπο στους αλλοεθνείς ούτε ακόμη και να τους συστήσουν κάτι τέτοιο. Ο Ιάκωβος προσπάθησε να επιστήσει το ενδιαφέρον των αδελφών του στο γεγονός ότι, επιστρέφοντας οι Εθνικοί στον Θεό, είχαν υποστεί ριζική αλλαγή στη ζωή τους και ότι χρειάζονταν μεγάλη προσοχή ώστε να μην τους ταράζουν με πολύπλοκα, αμφίβολα και χωρίς ιδιαίτερη σημασία ζητήματα, μην τυχόν και αποθαρρυνθούν στο να ακολουθήσουν τον Χριστό.ΙΑ 237.4
Οι Εθνικοί Χριστιανοί όμως όφειλαν να εγκαταλείψουν τις συνήθειές τους που δεν συμφωνούσαν με τις χριστιανικές αρχές. Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι αποφάσισαν να συμβουλέψουν τους Εθνικούς με μία επιστολή να απέχουν από τα ειδωλόθυτα, από την πορ νεία και την κατανάλωση του αίματος και των στραγγαλισμένων ζώων. Έπρεπε να είναι προσεκτικοί στο να τηρούν τις εντολές και να διάγουν άγια ζωή. Ακόμη, έπρεπε να είναι βέβαιοι ότι τα άτομα που τους είχαν δηλώσει την αναγκαιότητα της περιτομής δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί από τους αποστόλους.ΙΑ 237.5
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας πήγαιναν συστημένοι σ’ αυτούς σαν άνθρωποι που είχαν ριψοκινδυνέψει τη ζωή τους για τον Κύριο. Ο Ιούδας και ο Σίλας θα συνόδευαν τους δύο αυτούς αποστόλους για να δηλώσουν στους Εθνικούς και προφορικά την απόφαση του συμβουλίου. Έτσι, εξαπέστειλαν τους τέσσερις δούλους του Θεού στην Αντιόχεια με την επιστολή και το μήνυμα που θα έβαζε τέλος σε όλη αυτή τη λογομαχία, επειδή αποτελούσε τη φωνή της ανώτερης εξουσίας πάνω στη γη. Η σύνοδος που αποφάσισε για την υπόθεση αυτή αποτελούταν από αποστόλους και δασκάλους οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στο να ιδρύσουν ιουδαϊκές και εθνικές χριστιανικές εκκλησίες. Αντιπρόσωποι είχαν εκλεγεί από διάφορα μέρη. Πρεσβύτεροι των Ιεροσολύμων και αναπληρωτές της Αντιόχειας ήταν παρόντες και οι σημαντικότερες εκκλησίες είχαν εκπροσωπηθεί. Η σύνοδος ενήργησε σύμφωνα με τις υποδείξεις φωτισμένης κρίσης και με την επισημότητα μιας εκκλησίας που είχε εγκαθιδρυθεί με το θέλημα του Θεού. Σαν αποτέλεσμα της προσεκτικής εξέτασης του ζητήματος, όλοι τους αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος ο Θεός είχε δώσει τη λύση στο πρόβλημα αυτό με το να χορηγήσει στους Εθνικούς το Άγιο Πνεύμα και αναγνώρισαν ότι είχαν καθήκον να ακολουθήσουν τη θεϊκή υπόδειξη.ΙΑ 238.1
Η ολομέλεια των Χριστιανών δεν κλήθηκε να ψηφίσει για το ζήτημα αυτό. Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, άνθρωποι με επιρροή και κρίση, συνέταξαν και εξέδωσαν το θέσπισμα το οποίο κατά γενικό κανόνα αποδέχτηκαν οι χριστιανικές εκκλησίες. Και όμως, όλοι δεν έμειναν ευχαριστημένοι με την απόφαση εκείνη. Υπήρχε μία ομάδα φιλόδοξων και ψευδάδελφων που διαφωνούσαν και αποφάσισαν με δική τους ευθύνη να αναλάβουν το έργο. Γόγγυζαν διαρκώς και ανακάλυπταν λάθη στους άλλους προτείνοντας καινούργια σχέδια και προσπαθώντας να καταστρέψουν το έργο των ανθρώπων που είχαν οριστεί από τον Θεό για να κηρύξουν το άγγελμα του ευαγγελίου. Από την αρχή η εκκλησία αντιμετώπισε τέτοιου είδους εμπόδια και θα τα αντιμετωπίζει συνεχώς μέχρι το τέλος.ΙΑ 238.2