ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 - Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ
(Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο βιβλίο Γένεσις, κεφ. κδ’)
Ο ι Χαναναίοι ήταν ειδωλολάτρες και ο Θεός είχε απαγορέψει την επιγαμία των παιδιών Του με εκείνο τον λαό επειδή γνώριζε ότι αυτού του είδους οι γόμοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποστασία. Ο Αβραάμ είχε γεράσει και περίμενε ότι σύντομα θα πέθαινε. Ο Ισαάκ δεν είχε παντρευτεί ακόμη. Ο πατριάρχης φοβόταν για την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει η διαφθορά που περιέβαλε τον γιο του και ανυπομονούσε να διαλέξει γι’ αυτόν μία σύζυγο που δεν θα τον απομάκρυνε από τον Θεό. Ανέθεσε την υπόθεση αυτή στον έμπιστο, έμπειρο δούλο του, Ελιέζερ, ο οποίος ήταν ο επιστάτης σε όλα τα υπάρχοντά του.ΙΑ 56.1
Ο Αβραάμ ζήτησε από τον υπηρέτη του να δώσει επίσημο όρκο στον Κύριο ότι δεν θα έδινε Χαναναία γυναίκα στον Ισαάκ, αλλά θα πήγαινε στους συγγενείς του που πίστευαν στον αληθινό Θεό και από εκεί θα διάλεγε σύντροφο γι’ αυτόν. Διέταξε τον επιστάτη του να μη χρειαστεί να μετακομίσει ο Ισαάκ εκεί, επειδή οι κάτοικοι είχαν σχεδόν εξολοκλήρου μολυνθεί από την ειδωλολατρία. Σε περίπτωση που θα ήταν αδύνατο να βρεθεί μια γυναίκα που να δεχτεί να εγκαταλείψει την οικογένειά της, τότε ως απεσταλμένος θα θεωρούταν ελεύθερος από τον όρκο που είχε δώσει.ΙΑ 56.2
Για το σοβαρό αυτό ζήτημα, ο Ισαάκ δεν έκανε την εκλογή συντρόφου αψηφώντας τη γνώμη του πατέρα του. Ο Αβραάμ ενθάρρυνε τον υπηρέτη λέγοντάς του ότι ο Θεός θα έστελνε τον άγγελό Του για να τον καθοδηγήσει στην εκλογή του. Ο Ελιέζερ ξεκίνησε για το μακρινό ταξίδι. Ενώ έμπαινε στην πόλη όπου κατοικούσε η συγγένεια του Αβραάμ, προσευχήθηκε με θέρμη στον Θεό να τον οδηγήσει στην κατάλληλη νύφη για τον Ισαάκ. Ζήτησε να του δοθεί κάποιο σημάδι ώστε να μην κάνει λάθος στο ζήτημα αυτό. Ξεκουράστηκε κοντά σε ένα πηγάδι που ήταν τόπος γενικής συγκέντρωσης. Εκεί, παρατήρησε τους ελκυστικούς τρόπους και την ευγενική συμπε-ριφορά της Ρεβέκκας και πήρε την απόδειξη ότι ήταν αυτή που ο Θεός επέλεξε για σύζυγο του Ισαάκ. Η κοπέλα κάλεσε τον υπηρέτη στο πατρικό της σπίτι. Ο Ελιέζερ διηγήθηκε στον πατέρα και στον αδελφό της Ρεβέκκας την ένδειξη που είχε λάβει από τον Θεό ότι αυτή έπρεπε να γίνει η γυναίκα του Ισαάκ, του γιου του κυρίου του.ΙΑ 56.3
Ο υπηρέτης του Αβραάμ τούς είπε: «Τώρα λοιπόν, εάν θέλητε να κάμητε έλεος και αλήθειαν προς τον κύριόν μου, είπατε μοι, ει δε μη, είπατε μοι, δια να στραφώ δεξιά ή αριστερά». Πατέρας και αδελφός απάντησαν: «Παρά Κυρίου εξήλθε το πράγμα, ημείς δεν δυνάμεθα να σοι είπωμεν κακόν ή καλόν. Ιδού, η Ρεβέκκα έμπροσθέν σου, λάβε αυτήν, και ύπαγε, και ας ήναι γυνή του υιού του κυρίου σου, καθώς ελάλησεν ο Κύριος. Και ότε ήκουσεν ο δούλος του Αβραάμ τους λόγους αυτών, προσεκύνησεν έως εδάφους τον Κύριον» (Γέν. κδ’ 4952).ΙΑ 57.1
Αφού δόθηκε η συγκατάθεση της οικογένειας, τότε ρωτηθηκε και η Ρεβέκκα αν ήθελε να γίνει σύζυγος του Ισαάκ και να κατοικήσει σε ένα τόσο μακρινό μέρος από το πατρικό της σπίτι. Εκείνη, πεπεισμένη από την εξέλιξη των πραγμάτων ότι ο Θεός την είχε διαλέξει για να γίνει γυναίκα του Ισαάκ, απάντησε: «Υπάγω”.ΙΑ 57.2
Την εποχή εκείνη, κατά γενικό κανόνα, οι γάμοι συνάπτονταν από τους γονείς. Παρόλα αυτά, κανένας δεν ήταν υποχρεωμένος να πα-ντρευτεί κάποιον που δεν μπορούσε να αγαπήσει. Τα παιδιά είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση των γονέων τους, ακολουθούσαν τη συμβουλή τους και έδιναν τη συμπάθειά τους σε εκείνους τους οποίους οι θεοσεβείς, πεπειραμένοι γονείς τους επέλεγαν. Θεωρούνταν έγκλημα να ακολουθήσουν αντίθετη προς αυτούς κατεύθυνση.ΙΑ 57.3