Καιροί και Νόμοι Μεταβάλλονται
Όταν το βιβλίο αυτό - ο μοναδικός της πλάνης ανιχνευτής - απομακρύνθηκε, ο Σατανάς επιδόθηκε στο έργο του όπως ακριβώς ήθελε. Η προφητεία ανέφερε ότι ο παπισμός «θέλει διανοηθεί να μεταβάλη καιρούς και νόμους» (Δαν. ζ’ 25). Αυτό το πρόγραμμα το ανέλαβε χωρίς καμιά χρονοτριβή. Προσφέροντας στους ειδωλολάτρες προσήλυτους μια λύση που να αντικαθιστά τη λατρεία των ειδώλων, για να διευκολύνει την από μέρους τους αποδοχή της χριστιανικής θρησκείας, η προσκύνηση των εικόνων και των ιερών λειψάνων καθιερώθηκε βαθμηδόν στη χριστιανική λατρεία. Τελικά, η απόφαση μιας ιερής συνόδου θέσπισε το σύστημα της εικονολατρίας. Και για να ολοκληρωθεί το ανοσιούργημα, η Ρώμη πήρε τη μεγάλη τόλμη να αφαιρέσει από το νόμο του Θεού, τη δεύτερη εντολή που απαγορεύει την εικονολατρία, και διαίρεσε επίσης τη δέκατη εντολή σε δύο, για να διατηρηθεί ο ακριβής αριθμός του δεκάλογου.ΙΑ 254.1
Το πνεύμα των παραχωρήσεων στο βωμό της ειδωλολατρίας άνοιξε το δρόμο για μια καινούρια περιφρόνηση της θεϊκής εξουσίας. Συνεργαζόμενος με τους ανόσιους εκκλησιαστικούς αρχηγούς, ο Σατανάς επιτέθηκε επίσης και εναντίον της τέταρτης εντολής και παραμερίζοντας το αρχικό Σάββατο, την αγιασμένη και ευλογημένη ημέρα του Θεού, θέσπισε στη θέση της την τήρηση «της σεβαστής ημέρας του ήλιου” την καθιερωμένη ειδωλολατρική γιορτή. Στην αρχή η αλλαγή αυτή δεν εφαρμόστηκε στα φανερά. Τους πρώτους αιώνες όλοι γενικά οι Χριστιανοί τηρούσαν το πραγματικό Σάββατο. Ζηλωτές της δόξας του Θεού και πιστοί στον αμετάβλητο νόμο Του, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων τηρούσαν με μεγάλη ευλάβεια τα ιερά του προστάγματα. Χρησιμοποιώντας όλη του τη μαεστρία, ο Σατανάς εργάστηκε μέσω των πρακτόρων του για την επιτυχία του σκοπού του. Προκειμένου να στρέψει την προσοχή του κόσμου στην πρώτη μέρα της εβδομάδας, τη μετέτρεψε σε τελετή προς τιμή της ανάστασης του Χριστού. Αν και ορισμένα θρησκευτικά καθήκοντα εκτελούνταν την ημέρα αυτή, κυρίως όμως θεωρούταν ημέρα αναψυχής. Το Σάββατο εξακολουθούσε να τηρείται ιερό.ΙΑ 254.2
Ο Κωνσταντίνος, ενώ ήταν ακόμη ειδωλολάτρης, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο θέσπισε την ημέρα της ανάστασης του Χριστού ως λαϊκή γιορτή σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μετά την αλλαγή του παρέμεινε αφοσιωμένος υπέρμαχος της πρώτης ημέρας της εβδομάδας και το ειδωλολατρικό του διάταγμα επιβλήθηκε τότε από τον ίδιο για να υπηρετήσει τα πολιτικά συμφέροντα του. Παρόλα αυτά, η αποδιδόμενη τιμή στην ημέρα αυτή δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τους Χριστιανούς να θεωρούν το πραγματικό Σάββατο ως την αγία ημέρα του Θεού. Ένα άλλο βήμα έπρεπε να ληφθεί έτσι ώστε το πλαστό Σάββατο να υψωθεί στο ίδιο επίπεδο με το αληθινό. Μερικά χρόνια μετά το ψήφισμα του θεσπίσματος του Κωνσταντίνου, ο Επίσκοπος της Ρώμης απένειμε στην πρώτη ημέρα της εβδομάδας τον τίτλο της Κυριακής. Με τον τρόπο αυτό, ο λαός έφτασε βαθμηδόν να θεωρεί ότι αυτή περιελάμβανε ένα βαθμό αγιοσύνης. Το αρχικό Σάββατο τηρούταν ακόμα.ΙΑ 254.3
Ο αρχιαπατεώνας δεν είχε ολοκληρώσει το έργο του. Ήταν αποφασισμένος να συγκεντρώσει ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο κάτω από το λάβαρό του και να ασκήσει τη δύναμή του μέσω του εκπροσώπου του, του αλαζονικού ποντίφικα που ισχυριζόταν ότι αντιπροσώπευε τον Χριστό. Με τη βοήθεια των μισοεκχριστιανισμένων ειδωλολατρών, φιλόδοξων ιεραρχών και κοσμικών κληρικών, εκπλήρωσε το σκοπό του. Στις κατά διάφορα χρονικά διαστήματα συνερχόμενες οικουμενικές συνόδους, συγκεντρώνονταν οι αρχιερατικές προσωπικότητες από όλα τα μέρη του κόσμου. Σχεδόν σε κάθε τέτοια σύνοδο, το θεοσύστατο Σάββατο έπεφτε όλο και χαμηλότερα, ενώ αντίθετα η Κυριακή έπαιρνε διαρκώς ανοδική κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο, η ειδωλολατρική γιορτή έφτασε να τιμάται σαν θεϊκό θέσπισμα, ενώ το πραγματικό Σάββατο της Γραφής ανακηρύχτηκε εβραϊκό κατάλοιπο, και όσους εξακολουθούσαν να το τηρούν η εκκλησία τούς αναθεμάτιζε.ΙΑ 255.1
Ο μεγάλος αποστάτης κατόρθωσε να εξυψώσει «εαυτόν εναντίον εις πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα” (Β’ Θεσ. β’ 4). Είχε τολμήσει να μεταβάλει τη μοναδική εντολή του θεϊκού νόμου η οποία αναμφισβήτητα εφιστά την προσοχή ολόκληρης της ανθρωπότητας προς τον ζωντανό και αληθινό Θεό. Στην τέταρτη εντολή ο Θεός παρουσιάζεται ως Δημιουργός του ουρανού και της γης, μια ιδιότητα που Τον διακρίνει από όλους τους ψεύτικους θεούς. Η έβδομη ημέρα αγιάστηκε σαν αναμνηστικό της δημιουργίας και καθιερώθηκε για την ανάπαυση του ανθρώπου. Προοριζόταν να φέρνει διαρκώς στη σκέψη του τον ζωντανό Θεό ως πηγή ζωής και αντικείμενο σεβασμού και λατρείας. Ο Σατανάς αγωνίζεται να αποσπάσει την αφοσίωση των ανθρώπων από τον Θεό και την απονομή υπακοής στο νόμο Του. Γι’ αυτόν το λόγο στρέφει ιδιαίτερα τις προσπάθειές του κατά της εντολής εκείνης η οποία δείχνει ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός.ΙΑ 255.2
Σήμερα οι Διαμαρτυρόμενοι ισχυρίζονται ότι η ανάσταση του Χριστού την πρώτη της εβδομάδας, κατέστησε την ημέρα αυτή να είναι το χριστιανικό Σάββατο. Καμιά όμως γραφική απόδειξη δεν υπάρχει γι’ αυτή την εκδοχή. Ούτε ο Χριστός ούτε οι απόστολοί Του τίμησαν την ημέρα αυτή. Η τήρηση της Κυριακής σαν θέσπισμα χριστιανικό έλκει την καταγωγή της από «το μυστήριον της ανομίας” (Β’ Θεσ. β’ 7) που στις ημέρες ακόμη του απόστολου Παύλου είχε αρχίσει τη δράση του. Πού και πότε ενέκρινε ο Κύριος το υιοθέτημα αυτό του παπισμού; Ποια έγκυρη δικαιολογία μπορεί να προβληθεί για μια αλλαγή την οποία δεν επιδοκιμάζουν οι Γραφές;ΙΑ 256.1
Τον έκτο αιώνα ο παπισμός είχε στερεωθεί πάνω σε γερές βάσεις. Έδρα της εξουσίας του ορίστηκε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και ο αρχιεπίσκοπος της Ρώμης ανακηρύχτηκε κεφαλή ολόκληρης της εκκλησίας. Ο δράκοντας είχε προσφέρει στο θηρίο «την δύναμιν αυτού και τον θρόνον αυτού και εξουσίαν μεγάλην” (Αποκ. ιγ’ 2). Τότε άρχισαν τα 1260 χρόνια της παπικής καταδυνάστευσης όπως είχε προλεχτεί από τις προφητείες του Δανιήλ και του Ιωάννη (Δαν. ζ’ 25, Αποκ. ιγ’ 5-7). Οι Χριστιανοί ήταν αναγκασμένοι να διαλέξουν μεταξύ των δύο: ή να θυσιάσουν την ακεραιότητά τους και να παραδεχτούν το παπικό λατρευτικό και λειτουργικό σύστημα ή να χάσουν τη ζωή τους σαπίζοντας στη φυλακή ή υφιστάμενοι το μαρτυρικό θάνατο του πασσάλου, της φωτιάς ή του καταπέλτη του δήμιου. Τώρα έβρισκαν την εκπλήρωσή τους τα προφητικά λόγια του Ιησού: «Θέλετε δε παραδοθή και υπό γονέων και αδελφών και συγγενών και φίλων, και θέλουσι θανατώσει τινάς εξ υμών, και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου” (Λουκ. κα’ 16-17). Ένας ασύγκριτος ως προς την αγριότητά του διωγμός εξαπολύθηκε κατά των πιστών, και ο κόσμος μεταβλήθηκε σε ένα αχανές πεδίο μάχης. Για εκατοντάδες χρόνια η εκκλησία του Χριστού ήταν αναγκασμένη να ζει στην απομόνωση και στην αφάνεια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο προφήτης: «Η γυνή έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει τόπον ητοιμασμένον από του Θεού, δια να τρέφωσιν αυτήν εκεί ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα» (Αποκ. ιβ’ 6).ΙΑ 256.2