Το Ξέσπασμα της Θύελλας
Την όγδοη ημέρα μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό. Οι εκκωφαντικές βροντές και οι εκτυφλωτικές αστραπές τρόμαζαν ζώα και ανθρώπους. Άρχισε να πέφτει η βροχή. Ο κόσμος ποτέ πριν δεν είχε δει κάτι τέτοιο και οι καρδιές των ανθρώπων έτρεμαν από φόβο. Τα ζώα περιφέρονταν έξαλλα από τον τρόμο και οι κακόφωνες κραυγές τους έμοιαζαν να θρηνούν για το τέλος τόσο το δικό τους όσο και των ανθρώπων. Η θύελλα δυνάμωνε μέχρι που το νερό άρχισε να κατεβαίνει σαν ασυγκράτητος καταρράκτης. Τα ποτάμια ξεχείλισαν και πλημμύρισαν τις πεδιάδες. Τα θεμέλια της μεγάλης αβύσσου σείστηκαν και υδάτινοι πίδακες ξετινάζονταν από τη γη με απερίγραπτη δύναμη πετώντας ολόκληρα βράχια εκατοντάδες μέτρα στον αέρα και καθώς έπεφταν, θάβονταν βαθιά μέσα στη γη.ΙΑ 43.4
Στην αρχή, οι άνθρωποι παρατηρούσαν την καταστροφή των δικών τους έργων. Τα λαμπρά κτίρια τους, οι όμορφοι κήποι και τα άλση όπου είχαν τοποθετήσει τα είδωλά τους, καταστράφηκαν από τους κεραυνούς του ουρανού. Τα χαλάσματά τους σκορπίστηκαν παντού. Οι βωμοί επάνω στους οποίους πρόσφεραν τις ανθρωποθυσίες τους ισοπεδώθηκαν, κάνοντας τους προσκυνητές να τρέμουν στη δύναμη του αληθινού Θεού και να καταλάβουν ότι η διαφθορά και η ειδωλολατρία τους προκάλεσαν την εξολόθρευσή τους.ΙΑ 44.1
Ενώ η μανία της θύελλας δυνάμωνε με ορμή, δέντρα, κτίρια, βράχια και κομμάτια γης εκτοξεύονταν σε κάθε κατεύθυνση. Ο τρόμος, ανθρώπων και ζώων, ήταν απερίγραπτος. Ακόμη και ο ίδιος ο Σατανάς, υποχρεωμένος να βρίσκεται ανάμεσα στους επαναστάτες, φοβόταν για τη ζωή του. Ήταν κατευχαριστημένος που έλεγχε μία τόσο ισχυρή φυλή και η επιθυμία του ήταν να τους δει να ζουν, να κάνουν βδελύγματα και να αυξάνουν την ανταρσία τους εναντίον του Θεού του ουρανού. Καταριόταν τώρα τον Θεό κατηγορώντας Τον για αδικία και αγριότητα. Όπως ο Σατανάς, πολλοί από τους ανθρώπους βλαστημούσαν τον Θεό και αν ήξεραν τον τρόπο θα Τον είχαν καθαιρέσει από το θρόνο της δικαιοσύνης Του.ΙΑ 44.2
Ενώ πολλοί καταριόνταν τον Δημιουργό τους, άλλοι έξαλλοι από το φόβο ύψωναν τα χέρια τους στον ουρανό, παρακαλώντας να γίνουν αποδεκτοί. Αλλά αυτό δεν ήταν πλέον δυνατόν να συμβεί. Ο Θεός είχε ασφαλίσει την πόρτα, τη μόνη είσοδο στην κιβωτό και είχε κλείσει τον Νώε μέσα και τους άθεους έξω. Μόνο Εκείνος μπορούσε να ανοίξει την πόρτα. Ο φόβος όμως και η μετάνοια των ασεβών, εκδηλώθηκαν πολύ αργά. Έπρεπε να μάθουν ότι υπήρχε ένας ζωντανός, ισχυρότερος από τον άνθρωπο Θεός τον οποίο όμως είχαν περιφρονήσει και βλασφημήσει. Επικαλέστηκαν ειλικρινά τη βοήθειά Του, αλλά το αυτί Του δεν ήταν ανοικτό στις κραυγές τους. Μερικοί μέσα στην απόγνωσή τους προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν βία για να μπουν στην κιβωτό, αλλά το πανίσχυρο εκείνο πλοίο άντεξε στις επιθέσεις τους. Μερικοί γαντζώθηκαν στην κιβωτό μέχρι που παρασύρθηκαν μακριά από τα ορμητικά κύματα ή αποσπάστηκαν από αυτήν προσκρούοντας στα βράχια και στα δέντρα που εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση.ΙΑ 44.3
Εκείνοι που είχαν καταφρονήσει και ειρωνευτεί την προειδοποίηση του Νώε, πολύ αργά μετανόησαν για την απιστία τους. Η κιβωτός κουνιόταν και τρανταζόταν στριφογυρίζοντας με ορμή. Μέσα τα ζώα, βγάζοντας κάθε λογής κραυγές, προξενούσαν το μεγαλύτερο τρόμο. Ωστόσο, μέσα στην αναστάτωση των στοιχείων της φύσης, την ε φόρμηση των νερών και την εκτίναξη των βράχων και των δέντρων, η κιβωτός έπλεε ασφαλής. Άγγελοι εξέχοντες σε δύναμη, την οδηγούσαν και την προστάτευαν. Κάθε στιγμή της τρομερής εκείνης θύελλας των σαράντα ημερονυκτίων, η διατήρηση της κιβωτού ήταν ένα θαύμα της θεϊκής παντοδυναμίας.ΙΑ 44.4
Έξω, τα ζώα εκτεθειμένα στη νεροποντή, έτρεχαν στους ανθρώπους σαν να ζητούσαν από αυτούς να τα προστατέψουν. Μερικοί από το λαό έδεσαν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους επάνω σε δυνατά ζώα, επειδή ήξεραν ότι αυτά θα έκαναν το παν για τη ζωή και ότι θα σκαρφάλωναν στα υψηλότερα σημεία για να μην παρασυρθούν από τα νερά που ανέβαιναν διαρκώς. Η θύελλα δεν μετρίασε τη μανία της. Τα νερά γίνονταν περισσότερα από ό,τι στην αρχή. Μερικοί δέθηκαν σε γερά δέντρα επάνω στα μεγαλύτερα υψώματα της γης. Τα δέντρα όμως ξεριζώθηκαν, εκτινάχτηκαν με ορμή ψηλό στον αέρα και φαίνονταν να στροβιλίζονται με λύσσα, ώσπου βυθίστηκαν μέσα στα φουσκωμένα και αδηφάγα νερά. Επάνω στα βουνά άνθρωποι και ζώα πάλευαν μεταξύ τους για να συγκρατηθούν σε ελάχιστο χώρο, μέχρι που όλα μαζί καταπίνονταν από τα ταραγμένα νερά. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα καλύφτηκαν από το υγρό στοιχείο, ενώ άνθρωποι και ζώα εξαφανίστηκαν από τα αφρισμένα κύματα.ΙΑ 45.1
Ο Νώε και η οικογένειά του περίμεναν ανυπόμονα να χαμηλώσει η στάθμη των νερών, επειδή λαχταρούσαν να ξαναπατήσουν στη γη. Ο πατριάρχης έστειλε έξω ένα κοράκι που πηγαινοερχόταν στην κιβωτό. Λίγες μέρες μετά άφησε ελεύθερο ένα περιστέρι, αλλά και αυτό μη βρίσκοντας μέρος να πατήσει επέστρεψε πίσω. Μετά από επτά ημέρες ξαναέστειλε το περιστέρι και όταν αυτό φάνηκε με ένα κλαδί ελιάς στο ράμφος του, προξένησε μεγάλη χαρά στην οκταμελή οικογένεια που είχε τόσο καιρό κλειστεί στο μεγάλο εκείνο πλοίο.ΙΑ 45.2
Ένας άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό και άνοιξε την πόρτα της κιβωτού. Ο Νώε μπορούσε να σηκώσει τη σκεπή, χωρίς όμως να μπορεί να ανοίξει την πόρτα που ο Θεός είχε κλείσει. Ο Κύριος μέσω ενός αγγέλου άνοιξε την πόρτα και κάλεσε την οικογένεια του Νώε να βγει από την κιβωτό μαζί με όλα τα ζώα που ήταν σ’ αυτήν.ΙΑ 45.3