Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Ιστορία της Απολυτρώσεως

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Η Επιστροφή στη Χαναάν

    Μία μέρα που έλειπε ο Λάβαν, ο Ιακώβ πήρε την οικογένειά του και όλα τα υπάρχοντα του και τον εγκατάλειψε. Αφού είχε απομακρυνθεί ταξιδεύοντας τρεις ημέρες, ο Λάβαν πληροφορήθηκε τη φυγή του γαμπρού του και οργίστηκε πολύ. Τον καταδίωξε αποφασισμένος να τον φέρει πίσω με τη βία. Ο Κύριος όμως λυπήθηκε τον Ιακώβ και, ενώ ο Λάβαν κόντευε να τον πλησιάσει, τού είπε σε όνειρο να μην κάνει στο γαμπρό του ούτε κακό ούτε καλό. Αυτό σήμαινε πως δεν έπρεπε ούτε να τον εκβιάσει για να επιστρέψει, ούτε να τον πιέσει χρησιμοποιώντας κολακεία και δόλο.ΙΑ 62.1

    Όταν ο Λάβαν συναντήθηκε με τον Ιακώβ, ρώτησε το λόγο που εκείνος έφυγε κρυφά παίρνοντας μαζί τις κόρες του σαν να ήταν αιχμάλωτες. Του είπε: «Δυνατή είναι η χειρ μου να σας κακοποιήση, πλην ο Θεός του πατρός σας χθες την νύκτα είπε προς εμέ λέγων, Φυλάχθητι μη λαλήσης σκληρά προς τον Ιακώβ” (Γέν. λα’ 29). Ο Ιακώβ με τη σειρά του επισήμανε στον Λάβαν πόσο άδικα εκείνος του συμπεριφέρθηκε και ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το δικό του συμφέρον. Διηγήθηκε σ’ αυτόν την εντιμότητα που έδειξε όσο ζούσε κοντά του: «θηριάλωτον δεν έφερα εις σε, εγώ επλήρωνον αυτό. Από της χειρός μου εζήτεις ό,τι με εκλέπτετο την ημέραν, ή ό,τι με εκλέπτετο την νύκτα. Την ημέραν εκαιόμην υπό του καύματος και την νύκτα υπό του παγετού, και έφευγεν ο ύπνος μου από των οφθαλμών μου” (Γέν. λα’ 39, 40).ΙΑ 62.2

    Στη συνέχεια, ο Ιακώβ πρόσθεσε: «Είκοσι έτη ήδη ευρίσκομαι εν τη οικία σου, δεκατέσσερα έτη σε εδούλευσα δια τας δύο σου θυγατέρας, και εξ έτη δια τα πρόβατά σου, και ήλλαξας τον μισθόν μου δεκάκις. Εάν ο Θεός του πατρός μου, ο Θεός του Αβραάμ, και ο Θεός του Ισαάκ, δεν ήτο μετ’ εμού, βέβαια κενόν ήθελες με εξαποστείλει τώρα. Είδεν ο Θεός την ταλαιπωρίαν μου, και τον κόπον των χειρών μου, και σε ήλεγξεν εχθές την νύκτα” (Γέν. λα’ 41, 42).ΙΑ 62.3

    Ο Λάβαν διαβεβαίωσε τον Ιακώβ ότι ενδιαφερόταν για τις κόρες του και τα παιδιά τους και ότι δεν είχε πρόθεση να τους βλάψει. Πρότεινε να συνάψουν μία συνθήκη λέγοντας: «Ελθέ λοιπόν τώρα, ας κάμωμεν συνθήκην, εγώ και συ, δια να ήναι εις μαρτύριον μεταξύ εμού και σου. Και έλαβεν ο Ιακώβ λίθον και έστησεν αυτόν στήλην. Και είπεν ο Ιακώβ προς τους αδελφούς αυτού, Συνάξατε λίθους, και έλαβον λίθους, και έκαμον σωρόν, και έφαγον εκεί επί του σωρού” (Γέν. λα’ 44-46).ΙΑ 63.1

    Ο Λάβαν είπε: «Ας επιβλέψη ο Κύριος αναμέσον εμού και σου, όταν αποχωρισθώμεν ο εις από του άλλου. Εάν ταλαιπωρήσης τας θυγατέρας μου, ή εάν λάβης άλλας γυναίκας εκτός των θυγατέρων μου, δεν είναι ουδείς μεθ’ ημών. Βλέπε, ο Θεός είναι μάρτυς μεταξύ εμού και σου” (Γέν. λα’ 49, 50).ΙΑ 63.2

    Ο Ιακώβ έκανε επίσημη συνθήκη ότι δεν θα έπαιρνε άλλες γυναίκες. «Και είπεν ο Λάβαν προς τον Ιακώβ, Ιδού ο σωρός ούτος, και ιδού η στήλη αύτη, την οποίαν έστησα μεταξύ εμού και σου. Ο σωρός ούτος είναι μαρτύριον, και η στήλη μαρτύριον, ότι εγώ δεν θέλω διαβή τον σωρόν τούτον προς σε, ούτε συ θέλεις διαβή τον σωρόν τούτον και την στήλην ταύτην, προς εμέ, δια κακόν. Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ, ο Θεός του πατρός αυτών, ας κρίνη αναμέσον ημών. Ο δε Ιακώβ ώμοσεν εις τον φόβον του πατρός αυτού Ισαάκ” (Γέν. λα’ 51-53).ΙΑ 63.3

    Συνεχίζοντας ο Ιακώβ το δρόμο του, συναντήθηκε με τους αγγέλους του Θεού και όταν τους είδε είπε: «Στρατόπεδον Θεού είναι τούτο”. Σε όνειρο είδε τους ουράνιους απεσταλμένους του Θεού να στρατοπεδεύουν ολόγυρά του. Ο Ιακώβ έστειλε ένα απλό συμφιλιωτικό μήνυμα στον αδελφό του Ησαύ. «Και επέστρεψαν οι μηνυταί προς τον Ιακώβ λέγοντες, Υπήγαμεν προς τον αδελφόν σου τον Ησαύ, και μάλιστα έρχεται εις συνάντησίν σου και τετρακόσιοι άνδρες μετ’ αυτού. Εφοβήθη δε ο Ιακώβ σφόδρα, και ήτο εν αμηχανία, και διήρεσε τον λαόν, τον μεθ’ αυτού, και τα ποίμνια, και τους βόας, και τας καμήλους, εις δύο τάγματα, λέγων, Εάν έλθη ο Ησαύ εις το εν τάγμα, και πατάξη αυτό, το επίλοιπον τάγμα θέλει διασωθή. Και είπεν ο Ιακώβ, Θεέ του πατρός μου Αβραάμ, και Θεέ του πατρός μου Ισαάκ, Κύριε, όστις είπας προς εμέ, Επίστρεψον εις την γην σου, και εις την συγγένειάν σου, και θέλω σε αγαθοποιήσει, πολύ μικρός είμαι ως προς πάντα τα ελέη και πάσαν την αλήθειαν τα οποία έκαμες εις τον δούλον σου, διότι με την ράβδον μου διέβην τον Ιορδάνην τούτον, και τώρα έγινα δύο τάγματα. Σώσον με, δέομαι σου, εκ της χειρός του αδελφού μου, εκ της χειρός του Ησαύ, διότι φοβούμαι αυτόν, μήπως ελθών πατάξη εμέ, και την μητέρα επί τα τέκνα. Συ δε είπας, Βέβαια θέλω σε αγαθοποιήσει, και θέλω καταστήσει το σπέρμα σου ως την άμμον της θαλάσσης, ήτις εκ του πλήθους δεν δύναται να αριθμηθή» (Γέν. λβ’ 6-12).ΙΑ 63.4

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents