Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents

Η Ιστορία της Απολυτρώσεως

 - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Η Τελευταία Μαρτυρία του Παύλου

    Με μυστικότητα οδηγήθηκε ο Παύλος στον τόπο της εκτέλεσης. Σε ελάχιστους θεατές χορηγήθηκε η άδεια να παρευρεθούν σ’ αυτήν, επειδή οι διώκτες του, αναστατωμένοι από τη μεγάλη του επιρροή, φοβήθηκαν ότι η σκηνή του θανάτου του θα δημιουργούσε περισσότερους προσήλυτους στο Χριστιανισμό. Αλλά ακόμη και οι σκληροί στρατιώτες που τον συνόδευαν, άκουσαν τα λόγια του και κατάπληκτοι τον είδαν να βαδίζει προς το θάνατο ευδιάθετος, μάλιστα και χαρούμενος. Σε μερικούς από τους λιγοστούς που παρακολούθησαν το μαρτυρικό του θάνατο, το συγχωρητικό του πνεύμα για τους εκτελεστές του, καθώς και η ακλόνητη πίστη του στον Χριστό, έγιναν «οσμή ζωής δια ζωήν”.ΙΑ 244.2

    Η ζωή του Παύλου, μέχρι την τελευταία στιγμή, βεβαίωσε την αλήθεια των λόγων του στη δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους: «Διότι ο Θεός ο ειπών να λάμψη φως εκ του σκότους, είναι όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού. Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον εις οστράκινα σκεύη δια να ήναι η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού, και ουχί εξ ημών. Κατά πάντα θλιβόμενοι, αλλ’ ουχί στενοχωρούμενοι. Απορούμενοι, αλλ’ ουχί απελπιζόμενοι. Διωκόμενοι αλλ’ ουχί εγκαταλειπόμενοι. Καταβαλλόμενοι, αλλ’ ουχί απολλύμενοι. Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού περιφέροντες εν τω σώματι, δια να φανερωθή εν τω σώματι ημών και η ζωή του Ιησού” (Β’ Κορινθ. δ’ 6-10). Η επάρκεια δεν βρισκόταν μέσα του, αλλά στην παρουσία και μεσολάβηση του θεϊκού Πνεύματος που γέμιζε την ψυχή του και αιχμαλώτιζε κάθε του σκέψη στο θέλημα του Χριστού. Το γεγονός ότι η προσωπική του ζωή υπήρξε παραδειγματική της αλήθειας που κήρυττε, πρόσδιδε πειστική δύναμη στο κήρυγμά του. Ο προφήτης δηλώνει: «Θέλεις φυλάξει εν τελεία ειρήνη το πνεύμα επί σε επιστηριζόμενον, διότι επί σε θαρρεί» (Ησ. κς’ 3).ΙΑ 244.3

    Ο απόστολος ατένιζε το μεγάλο υπερπέραν όχι με αβεβαιότητα και φόβο, αλλά με χαρούμενη ελπίδα και ποθητή προσδοκία. Καθώς έστεκε στη θέση του μαρτυρίου, δεν έβλεπε το αστραφτερό σπαθί του εκτελεστή ούτε την πράσινη γη που τόσο σύντομα θα δεχόταν το αίμα του. Ατένιζε ψηλά, πέρα από τον ήρεμο γαλάζιο ουρανό της καλοκαιρινής εκείνης ημέρας, στο θρόνο του Αιώνιου Θεού. Η γλώσσα του έλεγε: «Ω, Κύριε, Συ είσαι η παρηγορία μου και η μερίδα μου. Πότε θα Σε εγκολπωθώ; Πότε θα Σε δω προσωπικά χωρίς το θαμπό πέπλο ανάμεσά μας;”ΙΑ 245.1

    Ο Παύλος έφερε μαζί του την ατμόσφαιρα του ουρανού. Όλοι όσοι τον συναναστρέφονταν αισθάνονταν την επίδραση της σχέσης του με τον Χριστό και της συναναστροφής του με τους αγγέλους. Εδώ βρίσκεται η δύναμη της αλήθειας. Η ανεπιτήδευτη, αυθόρμητη επιρροή μιας άγιας ζωής αποτελεί το πιο αποτελεσματικό κήρυγμα που μπορεί να ακουστεί υπέρ του Χριστιανισμού. Η επιχειρηματολογία, και όταν ακόμη αποδείχνεται αποστομωτική, εξάπτει μόνο την αντίσταση, ενώ ένα θεοσεβούμενο παράδειγμα επενεργεί με τέτοια δύναμη που είναι αδύνατο κανείς να αντισταθεί ολοκληρωτικά σ’ αυτό.ΙΑ 245.2

    Όταν ο απόστολος έχασε από μπροστά του το θέαμα των δικών του προσεχών βασάνων, αισθάνθηκε μία βαθιά ανησυχία για τους μαθητές του τούς οποίους θα άφηνε σε λίγο να αντιμετωπίσουν την προκατάληψη, το μίσος και το διωγμό. Προσπάθησε να ενισχύσει και να ενθαρρύνει τους λίγους Χριστιανούς που τον είχαν συνοδέψει στον τόπο της εκτέλεσης, επαναλαμβάνοντας τις πολύτιμες υποσχέσεις που δόθηκαν σε όσους διώκονται χάρη της δικαιοσύνης. Τους διαβεβαίωνε ότι τίποτα δεν θα αποτύχαινε από όλα όσα είπε ο Κύριος για τα δοκιμαζόμενα παιδιά Του. Οι πιστοί θα σηκωθούν και θα λάμψουν και ο Κύριος θα εγερθεί ολόγυρά τους. Θα φορέσουν τα ωραία ενδύματα, όταν η δόξα του Κυρίου αποκαλυφτεί. Μπορεί για ένα διάστημα να δυσκολευτούν, περνώντας διάφορους πειρασμούς και στερούμενοι τις επίγειες ανέσεις. Πρέπει όμως να ενθαρρύνουν τις καρδιές τους λέγοντας: «...διότι εξεύρω εις τίνα επίστευσα, και είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να φυλάξη την παρακαταθήκην μου μέχρις εκείνης της ημέρας» (Β’ Τιμοθ. α’ 12). Σε λίγο η νύχτα της δοκιμασίας και των δεινών θα πάρει τέλος και το χαρούμενο πρωί της ειρήνης και της τέλειας ημέρας θα ανατείλει.ΙΑ 245.3

    Ο Αρχηγός της σωτηρίας μας έχει ετοιμάσει το δούλο Του για τη μεγάλη διαμάχη. Εξαγορασμένος με τη θυσία του Χριστού, πλυμένος από τις αμαρτίες του με το αίμα Του και ντυμένος τη δικαιοσύνη Του, ο Παύλος νιώθει μέσα του τη διαβεβαίωση ότι η ψυχή του είναι πολύτιμη στα μάτια του Λυτρωτή του. Η ζωή του είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό στον Θεό και είναι πεπεισμένος ότι Εκείνος που νίκησε το θάνατο είναι ικανός να φυλάξει την παρακαταθήκη Του. Η σκέψη του αιχμαλωτίζεται από την υπόσχεση του Σωτήρα: «Θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα” (Ιωαν. ς’ 40). Οι ελπίδες του συγκεντρώνονται στη δευτέρα παρουσία του Κυρίου του. Και ενώ το σπαθί του εκτελεστή κατεβαίνει επάνω του και η σκιά του θανάτου πυκνώνει γύρω από τον μάρτυρα, η τελευταία σκέψη που τον κατέχει - αυτή που θα είναι και η πρώτη στο μεγάλο του ξύπνημα - είναι να συναντήσει τον Ζωοδότη ο οποίος θα τον υποδεχτεί με όλους τους πιστούς.ΙΑ 246.1

    Είκοσι περίπου αιώνες πέρασαν αφότου ο γέροντας Παύλος έχυσε το αίμα του για το Λόγο του Θεού και τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού. Κανένα πιστό χέρι δεν καταχώρησε, χάρη των επερχόμενων γενεών, τις τελευταίες σκηνές της ζωής του άγιου αυτού ανθρώπου. Η θεοπνευστία όμως διαφύλαξε για εμάς την επιθανάτια μαρτυρία του. Σαν βροντερή σάλπιγγα η φωνή του αντήχησε στο διάβα των αιώνων εμψυχώνοντας χιλιάδες μάρτυρες για τον Χριστό, και ξυπνώντας σε χιλιάδες θλιμμένες ψυχές την ηχώ της δικής του θριαμβικής χαράς: «Διότι εγώ γίνομαι ήδη σπονδή, και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστην διετήρησα, του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού” (Β’ Τιμοθ. δ’ 6-8).ΙΑ 246.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents